Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

Δ.Ε.Θ.

Εκεί γύρω στο πενήντα πρωτολειτούργησε το καμάρι, μα ποιο καμάρι… τρομάρα μας, ετοιμάστε αδέρφια την έξτρα χήνα, της νύφης, μα ποιας νύφης… αυτηνής που άλλη σε δείχνουν κι άλλη σε δίνουν, του Θερμαϊκού…μα ποιου Θερμαϊκού, οποιουνού μας απόμεινε, όφου πια με το μηδενισμό σας.
Χαρά μεγάλη οι βόρειοι, θρίαμβος κάτι σαν να νικούσε ο ΠΑΟΚ για μια βδομάδα ή κατά το ελληνικότερον, με την κατσίκα του γείτονα σαν να έχανε ο Ολυμπιακός για μια βδομάδα.
Και περηφάνεια, αχουτά, αχουτά τα χωριατάκια μια περηφάνεια για το στολίδι το κόσμημα της πόλης το κλεμμένο …και μια αγωνία και μια βεβαιότητα για το λάθος, να δεις που θα μας την επάρουνε τα καρτάλια.
Δυο γρεβενίσιες έτυχε κείνες τις μέρες να ναι στην πόλη κι είπαν να πάν να δγιουν κι αυτές το παναίρ
Αφού γυρίσαν τα λιγοστά περίπτερα και θαγμασαν τα τρακτέρια και τις θεριζοαλωνιστικές μηχανές, όπως τους εξήγησε το καλούτσκο το πιδί και σφώνησαν ότι θα κανε θαγματα ου Μήτσους μι τούτα δω τα πράματα, κατευθύνθηκαν προς τα ζα.
Λίγες οι συμμετοχές στην πρώτη έκθεση οπότε συμπληρώθηκαν κατά το παραδοσιακό των ζωοπανηγύρεων από την έκθεση ζωντανών,

-Βοήθειά μας είναι και του άγιου Μάμα, σιμά, κοντά είπε η μικρότερη
-Όχ του άγιου Μάμα, του αγίου Μάμαντος, έτς του πει ου πάτερ κι όχ σιμά κοντά στσι δυό του Σεπτέμβρ, άγιε Μάμαντε φύλαε τα ζωντανά μας είπε η μεγαλύτερη που ταν και ποιο μουρφωμέν.
Κι είδαν γρούνια, είδαν αλόγατα είδαν γάλλους αυτούς με τα λειριά όι τους άλλους, είδαν πάπιες είδαν χήνες
Κάπου στο τέλος της βόλτας κοντοστάθκαν

-Μωρ, τι πλι είν τούτου; είπε η μεγάλη
-Ισί να μ’ πεις που συ κι γραμματιζούμενη της την έκατσε η μικρή, που της τοχε φλαγμένου
-Ούι, ούι… τρανό που νι κι άσπρο, μπουζάτο, φτου σκόρδα του καμάρι’μ
- Θα κάν μαρί κάτ αυγά ιτούτο, αχά κάτι αυγά
- Αμ δε θα κάν, σουγκαντάρ του πλι
- Δγιες, δγιες μαρί τα φτιρά του, αχού πόσου τρανά, πουλύ αψλά θα πιτάει τούτονε, πολύ αψλά
-Κι μια μύτ , γκαγκάνα σουστή σαν του Μήτσου΄μ, κάτι τσιμπιές που θα διν του άτιμου…κι δγιες μωρέ έει και σακούλ κάτου απ τ’ γκαγκάνα τ’, τι του θελ του σακούλ του πλι, παράδις έχ;
-Λες μωρ να ν΄ καγκουρώ… πιτάμενου;
- Τι ν’ τούτο το καλουρώ… το πώς του πις, που μ’ λιες
-Καγκουρώ ζωντανό είνι, μι σακούλα σαν κι δαύτου αλλά φτιρά δεν έχ, ου Κωτσούς το λεγε που ρτε απ την Αστραλία
- Κι δγιεστο… αχά, πως πιρπατεί, σα μιθυσμένου παέν
-Τι μεθυσμένου καλιέ, αυτούνε σαν να κτσαίν μι φαίνιτι…άι τους απατιώνις κτσό πλί μας φέραν να δγιούμι
- Βρε μπας κι νι πλι που κρέν;
- Λιες μαρί… άι μίλα του από κοντά να δγιούμι
-Κι άμα δαγκάν μαρί… τι κοντά να πάω μι λιες
- Έλα, βαλ τα χέρια σ΄ σμπλάτη, να δγιες σαν κι μένα, αλλά σίμωσε να μας ακούσ’
-Κρίννι, ωρέ πλι!
Μούγκα το πλι
-Πουλ πουλ πουλ, κρίννι βρε!
Ξαναμούγκα το πλι
-Γουλ γουλ γουλ, κριννι σι λιέω!
Ξυθηκε για λίγο του πλι
-Πρρρρ, βρε… κρίννι σκασμένου!
Ντιπ, κιχ του πλι...και γύρισε τ'μπλάτη στις κυρίες
-Άι πάμι μαρί, πάμι και κτσο και κφό πλι που κριννι μας φέρανι οι απατιώνες


Υ.γ.1 πλι που κριννι: ο παπαγάλος
Υ.γ.2 Προς αποκατάσταση του κύρους της ΔΕΘ και των πρώτων διοργανωτών της, μη βγάλουμε και μόνοι μας τα ματάκια μας οι βόρειοι, αν δεν τα χουμε βγάλει ήδη, το πλι…ήταν πελεκάνος


Πάρτε κι ένα λλινκ που μαρεσε
http://www.spp.gr/article_detail.asp?e_l=1&e_cat_serial=&e_cat_id=115&e_article_id=154

Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

Για λόγους καθαριότητας

Ευτυχώς του είπε. Ευτυχώς έχω εσένα… που καθαρίζεσαι εύκολα. Ευτυχώς, είπε η γροθιά στο μαχαίρι.
Ενώ το δόλιο το κεφάλι, δε το… ασβέστωμα πάλι, σήμερα

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2008

Κι ο εμετος να μην ερχεται

Κουβαρι χιλιομπερδεμενο που απα δα τραβας κι από κει κομποδενεται
Ξανα και ξανα τραβαω τα κατια μου, με αγωνια
Κι οι κομποι σφιγγουν
Και τα χερια ιδρωνουν
Κι ο κομποι βρεχονται και μικραινουν
Σχεδον δε φαινονται μα είναι κει
Μαζεμενοι στο λαιμο, ένα γινονται, καινε

Ξερνα, ξερνα τον
Ξερνα τον πονο

Μια εικονα μονο, κυριαρχη, κλεβει τα χρωματα
Η τρυπα στο στηθος κι αυτό νανασαινει, ακομα
χασκει ορθανοιχτη, πιανει πλατη, μπορεις να βαλεις το κεφαλι σου, το χερι σου
και θα βγεις απ την άλλη μερια
σαν τοτε με τις γεφυρες στην αμμο
μα χερι δε σε περιμενει

Ξερνα, ξερνα τον
Ξερνα τον πονο


Αδιεξοδο, τοιχος και παλι, καθρεφτης
Σε βλεπεις, θλιβερη καιγεσαι
Πλησιασε, πιο κοντα, δες σε
Ακουμπησε το μετωπο σου
Δροσια, ανακουφιση, ευτυχως δε σε βλεπεις για λιγο

Ξερνα, ξερνα τον
Ξερνα τον πονο


Ζηλεια, μια θαλασσα ζηλεια για σενα εχω, μανιασμενη
Για τα θελω μου, που απομενουν βουβα να σε κοιτανε
Αποκαμωμενα
Που κλωθογυριζουν , σκονταφτουν, πεφτουν, πατανε το ένα το αλλο και βλεπουν τη γραμμη σου, τη σειρα σου και δεν μπορουν να μπουνε στον τοιχο σου
Για πολύ ακομη θα μπορεις να με κανεις να κλαιω
Για γελια ειμαι
με λιγες λεξεις σου, μονο
Κι εγω ακομα να σκαβω τον τοιχο με τα νυχια

Κι ο εμετος να μην ερχεται
Ξημερωμα
Ραντεβου με το σκουπιδιαρικο
Μονοδρομος
Με μιαν ελπιδα, ναδειασει μαζι με τον καδο και το κεφαλι μου
Ευτυχως θυμηθηκα ότι το αδειασει γραφεται με ει και το διορθωσα
Τι σοι δασκαλα θα ηλπιζε στο σκουπιδιαρικο για να της αδιασει το κεφαλι;
Κατι είναι κι αυτό… για δεν ανεβηκε… ουτε σημερα στο δευτερο
Κι αυριο βραδυ θα ναι, μπορει αυριο

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

Η Ανατολη

Ανατολη και Τολιτσα του την έλεγε και βασίλισσα μου και κορίτσι μου, μαμά, μόνο όταν θύμωνε και τον έπιανε το ποντιακό το θερμοκέφαλο και μαλώναν σαν τα κριάρια κι δυο, μπλέκοντας τα κέρατά τους και την αγάπη τους , ερωτευμένοι μάνα και γιος… και τα χανε, όταν τον τελευταίο χρόνο τον ρωτούσε αν είναι ο θειός της και που ναι ο μπαμπάς της για να της φτιάξει το μαντολίνο που ξεκουρδίστηκε. Τα χανε και δάγκωνε τα χείλια του να μη μιλήσει κι έκανε πως δεν άκουγε και της χάιδευε το κεφάλι και θα ρθει της έλεγε θαρθει ο μπαμπάς να το φτιάξει το μαντολίνο και θα παίξετε και θα τραγουδήσετε, αντάμα, μον θαρθει, της έλεγε

Αχ βρε Ανατολη, 81 χρόνια μια ανοιχτή αγκαλιά για όλους για όλον τον κόσμο και τραπεζώματα… άνθρωπο δεν άφησες αχόρταστο, το κλειδί απέξω απ την πόρτα μόνιμα και συ στην κουζίνα ο θεός να την εκάνει κουζίνα βρε Τολιτσα, ένας φαρδύς διάδρομος κι αυτόνε με τα χέρια σου τον έφτιαξες τούβλο, τουβλο… πως το λεγες κάθε σινεμά που δεν έβλεπες, ένα τούβλο αγόραζες και ρχόταν η Σόνια κι η Μαρίκα και σου λέγαν το έργο. Γιατί έπρεπε να το κάνεις εσύ το κουμάντο ο τάγκος, ο ταγκουλάκος σου χωμένος στα βιβλία του ήταν μια ζωή δεν χαμπάριαζε από παράδες... αχ μωρέ νωρίς μάφησες, μονάχη κι έφυγες ξαφνικά, σαν κλέφτης έφυγες, είκοσι χρόνια μάφησες μονάχη και σιγά σιγά μεγάλωσαν τα παιδιά κι οι φίλοι τους και τρέχαν για τις δουλειές τους και δεν είχαν χρόνο για γιορτές και τραπεζώματα κι άρχισαν να κάνουν και δίαιτα, ούλοι δίαιτα τι κακό κι αυτό… νάρχονται όλο και ποιο λίγοι στο σπίτι χρόνο με το χρόνο και να κάνουν και δίαιτα , αμάν πια, κανένας ταγκουλάκο μου δεν έτρωγε πια τα κεράσματά μου, ούτε τη λεμονάδα μου τη σπιτική, γιατί λέει έχει πολύ ζάχαρη και παχαίνει, μόνη μάφησες ταγκουλάκο μου μόνη, να μην έχω άνθρωπο να περιποιηθώ ναλλάξω μια κουβέντα, με την τηλεόραση μονάχα, δόξα το θεό που ναι κι αυτή νακούω μια φωνή τουλάχιστον, μόνο τα ντουβάρια μαπόμειναν να τους μιλώ. Και πότε πότε και το μαντολίνο κι όταν με πιανει το παραπονο τραγουδάω το ιστεμέμ μπαμπατζίμ ιστεμέμ που μου τραγουδούσες στην πόλη, έλα μωρέ να το πούμε έλα τραγούδα κι εσύ, πες με ιστεμέμ, δεν ήθελες κι εσυ να μαφήσεις δεν ήθελες, ούτε εσύ ήθελες να φύγεις έτσι ξαφνικά σήκω μωρέ, ούτε γεια δεν είπαμε σήκω να πούμε το ιστεμέμ, σήκω ταγκουλάκο.

Κι άρχισε να μιλάει στα ντουβάρια η Ανατολη στο ταγκουλάκο της στην κορνίζα του, στη φωτογραφία του, που την είχε απέναντί της, διπλα στην τηλεοραση κι αλλοτε να μιλαει σε κείνη κι άλλοτε σε κείνον και κείνη το χαβα της και κείνος κιχ, μόνο να την κοιτάει σοβαρός και θλιμμένος που δεν τη χαιρέτησε, στο τρένο την έπαθε την ανακοπή κάπου πριν την Κατερίνη την αποχαιρέτησε… σαν να τον άκουγε να της λέει ανλίορουμ Τολιτσα μου μα σοιλέμιορουμ γιάβρουτζουμ, σοιλέμιορούμ, καταλαβαινω κοριτσι μου, νιωθω σε, τα κλαμματα σου νιωθω, μα να σου μιλησω κι μπορω, γιαβρι μου


Έρωτας μεγάλος με το ταγκουλάκο της, τον Κωστη της, την ήθελε κι αυτός, πολύ, τζιλβελού η Τολιτσα και ναζού. Κοκέτα μια ζωή με μαύρο μαλί, γυαλιστερο και να το τυλίγει καρουλάκι, καρουλάκι , ψηλά στο μέτωπο και να το στεριώνει , καρουλάκι και τσιμπιδάκι, καρουλάκι και τσιμπιδάκι, ιεροτελεστία το χτένισμα της μέχρι τα γεράματα που της λιγόστεψαν τα μαλλιά …και χτένιζε κάθε πρωί τις περούκες της, τρεις είχε για ναλλάζει και κάθε πρωί τις καλημέριζε και τις χτένιζε, μήπως έρθει κανείς και την έβρει απεριποίητη.
Το σόι, εν αντιθέσει με τον Κωστή, δεν την πολυήθελε και δεν την έδωσε εύκολα την ευκή του κι ήταν και μεγάλο και μορφωμένο, πιστημονικοί έπσινε που λεγε κι η μάνα της Ανατολης που ταν τουρκόφωνη και δεν το κάτεχε το ελλήνικος, ανλίορουμ άμα σοιλέμιορουμ… κι η γιαγιά και το δασκαλόσογο ξίνιζε κι υπομονή η γιαγιά κι αγάντα κι η Τολιτσα, έκανε πως δεν καταλάβαινε κι όλο ταγκουλάκο μου και γιαβρί μου τον είχε τον κύριο καθηγητή και περίμενε.

Ταμ ίδιος με τον πατέρα του κι ο κανακάρης μου τώρα, που το χει και το σέρνει το κορίτσι και δεν το στεφανώνεται τόσα χρόνια, δε θέλει λέει τους παπάδες και τις εκλησσίες, εντάξει ούτε γω τους θέλω τους τράγους και τι ανάγκη είναι… πάνε στο δημαρχείο και πες το ναι και πάρτο το κορίτσι θα συναντήσω καμιά φορά τους γονείς της και ντρέπομαι, αλλά έπεσες σε καλούς ανθρώπους τούλεγε σαψάλη, πάρε βρε μιαν απόφαση, άιντε και θέλω να δω εγγόνια, τώρα που με κρατάν τα πόδια μου ακόμα.

Αλλά θα σε φτιάξω εγώ κανακάρη μου στα γενέθλια σου θα στη φτιαξω την κασκαρίκα για το κορίτσι δώρο θα το κάνω, το άγιο αυτό κορτσόπον που στόμα έχει και μιλιά δεν έχει κι έρχεται και στο μαζεύει το σιμσελέ που χεις και στο δωμάτιο σου και στο κεφάλι σου, γιατρέ μου, που αν δεν ήταν δαύτο το κορτσούδι σιγά μη γινόμουν ιατρομήτωρ

Και του την έφτιαξε μαζί με τη λεμονπάι, γιατί κάτεχε και το αγγλικό η Ανατολη και ράιτ ιτ ντάουν πλιζ του πε, όρισε γιατρέ μου τακτή ημερομηνία, αδακά μπροστά σε όλους και επέμενε, στήλωσε τα πόδια η κυρα-Ανατολη κι ο υιός το ίδιο και μεις να γελάμε και το παιχνίδι να χοντραίνει και γιος και μάνα να γυαλίζουν τα κέρατα και γελάκι στο γελάκι να προσπαθούμε να πάμε την κουβέντα στην τούρτα και στο πόσο ωραία είναι κι η Ανατολη να μη χαμπαριάζει…τακτή ημερομηνία υιέ μου να του λέει και φέρνει ο Νίκος το μαντολίνο προσπαθώντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις και της λέει να παίξει το «επίσημη αγαπημένη» του Σερ που ταν το αγαπημένο μάνας και γιου και παίρνει η Τολιτσα το μαντολίνο και δώστου το «έλα βρε Χαραλάμπη να σε παντρέψουμε» και να τραγουδάει και να παίζει και να τον δαγκάνει τον υιό, για σένα κορτσόπον να λέει κι όλη η καλή μεριά τάκουσε τα νέα εκείνο το βράδυ.

Τα χαμπέρια μπορεί να τάκουσε, μα το δημαρχείο έκανε άλλα πέντε χρόνια να το επισκεφθεί, αφού πρώτα άρχισε να παίρνει νερά απ τη στέγη το πατρικό και σκέβρωσαν τα κουφώματα, με την Ανατολη μαζί. Τον ξεπέρασες τον πατέρα σου, του λέγε του γιου κι ούτε εγγόνια θα προλάβω να δω με φαίνεται, ούτε καινούριο σπίτι θα με φτιάξεις, που με υποσχέθηκες. Τι περιμένεις κι τηράς με, δίπλωσα με σφάζει η μέση μου πως θα στα κοιτάξω τα παιδιά σου κι αυτό το κορίτσι ντιπ να μη μιλάει, άμα θέλει η γυναίκα τον καταφέρνει τον άντρα, τον φέρνει στα νερά της, μα πρέπει να την κουνήσει την ουρίτσα της, εγώ όλο το δασκαλόσογο έπεισα, αυτά τα κορίτσια τα σημερνά μόνο πτυχία και μυαλό γιοκ…σόνραντα γκελί που λεγε κι η γιαγιά, μετά έρχεται το μυαλό, αλλά με φαινέται αργά θα ναι και για το άγιο το κορίτσι και για την προκομμένη την κόρη μου, ντιπ κοιμισμένα αυτά τα κορίτσια τα μοντέρνα, ντιπ.

Κι ακόνιζε τα μαχαίρια της κουζινας της η κυρα-Ανατολη και τους έπαιρνε όλους η μπάλα και τον κανακάρη και την προκομμένη την κόρη και τάγιο το κορίτσι και τον Κωστή της που έφυγε και το Θεό που τον επήρε. Είχε μια προσωπική σχέση με το θεό η Τολιτσα, ηταν δικος της, ανθρωπινος...αλλα και πουτ ε κουέσιονμαρκ, υπάρχει; έλεγε, κι ξέρω, δε φαίνεται, άλλοτε τον εβλέπω, άλλοτε πάλι χάνεται, μονο τους παπαδες του βλεπω μαυρους σαν τα ρασα τους κι ανταριαζομαι, διωξτους του λεγε, διωξε το παπαδαριο να σε δω…και τον ειδε, μετα που της πηρε τον ταγκουλακο της, δεν κιοτεψε η Ανατολη , του το χρεωσε του θεου της ολο το αδικο, του το χρεωσε, που τον επηρε τον Κωστη της στα πενηντα του κι αναψε για πρωτη φορα καντηλι για να τον βλεπει και να του τα σουρνει, τι σου φταιξε μωρε και τον πηρες μυγα δεν σκοτωσε ο ανθρωπος κι αυτές τις επιανε στη χουφτα του και κουνουσε το χερι του για να τις ζαλισει κι απ τανοιχτο το παραθυρο τις αφηνε να ξαναπεταξουν… ενοχλητικα ελεγε είναι, μα ζωντανα, να ζησουν θελουν όπως κι εμεις…τι θεος σχωρες τον να πω, από τι θα τον συγχωρεσεις τον Κωστη μου…ο καλος, καλο δε βλεπει μακους, μια ζωη με το μαγουλο γυρισμενο ηταν ο Κωστης μου και συ τον ανταμειψες, μπραβο ωραια δικαιοσυνη μας εφερες κι ουτε τον αφησες να χαρει τη συνταξη του να χαρουμε τα γεραματα μας να τον εχω εδώ παρεα να μου λεει καμια κουβεντα γιατι από σενα χαιρι δε γλιεπω, πες βρε κατι πες με τοσα σου σουρνω, πες με ριξε φωτια να με καψεις την αμαρτωλη, ετσι δεν κανεις…κι ελεγε κι ελεγε η Ανατολη και δως του πανω, κατω κι ουλο, ουλο το καινουριο το σπιτι δεκα βηματα μετρημενα ηταν και μια κουζινα τοση δα με το ζορι να χωραει και το μισο της το νοικοκυριο σε κουτες στην αποθηκη κι ενας παγκος μια σταλια που νανοιξεις φυλλο, στο τραπεζι τανοιγε, γιατι ταρεζε του κανακαρη της… κρεατοπιτα μια φορα τη βδομαδα, μια ζωη κάθε Τεταρτη την εφτιαχνε θα χαμπαριασει τωρα απ την κουζινα και την κλεισουρα;

Ευτυχως για λιγο θα ναι θα παμε στο καινουριο, αργησε μα την πηρε την αποφαση, μονος μου ειπε θα το χτισω, αντιπαροχη δεν το δινω, τοπε και τοκανε ο καραποντιος, μονος μου... από μωρο το λεγε και γκρεμοτσακιζοτανε απ τα δεντρα και το ποδηλατο και δεν εκλαιγε ταφιονισμενο μον κοκκινιζε και γελαγε κάθε που πεφτε, μεχρι που αναγκαστηκα να τον δεσω στη φλαμουρια μας και το κοψε ο αθεοφοβος το σκοινι πηρε μια πετρα και τσικι, τσικι αθορυβα το κοψε και τον εψαχναμε στη γειτονια με τον πατερα του…δωστου, σαυτον δωσε δυναμη και κουραγιο Θε μου να το τελειωσει ασε μενα εγω… ε, μια πιτα ένα μπακλαβα μια μελιτζανοσαλατα θα ακουσω κατι ,εστω τη μυρωδια θακουω θα περναω την ωρα μου, τον Χαμπο μου κοιτα

Και στενη, ξεστενη η κουζινα συνεχισε η κυρα-Ανατολη τη μαχη με τις κουταλες τα μαχαιρια τα ταψια της και το καντηλι της κι ακουγε μονο την τηλεοραση και τις μυρωδιες στο σπιτι της και μονο όταν ερχοταν τα παιδια για να φανε ανταλλασε καμια κουβεντα μα γρηγορα βιαστικα, τα παιδια δεν ειχαν χρονο ειχαν και τις φουριες με το σπιτι λαχα, λαχα και το φαγητο τους κι η κουβεντα τους.

Μονο το Μαη, Κωνσταντινου και Ελενης γεμιζε το σπιτι μανθρωπους και ταψια και πιατα, όλα ολουθε αραδιασμενα μη δε τα δουν οι ανθρωποι και φυγουν νηστικοι και βλεπει κι ο Κωστης από το καδρο και θα ντροπιαστει.

Μια χρονια μας εφτιαξε γεμιστα μαγιατικα, πρωιμα εξ ανατολης τα βαφτισε, ειχε φυλαγμενα στην καταψυξη από το καλοκαιρι για τη γιορτη. Ολη την καταψυξη κατεβασε για να τα βρει και γεμισε σαλονι και κουζινα σακουλιτσες και σακουλουδια, μας το λεγε και γελουσε, χαλαλι βρε, χαλαλι αφου σας αρεσουν. Κι εβαλε τρια, τρια τα γεμιστα στα πιατα κι απ τη μια εκεινη εβαζε κι απ την άλλη εμεις βγαζαμε στο ταψι και το ταψι μονιμως γεματο και γιατι δεν τρωτε παραπονιοτανε. Μουρλια τα γεμιστα της εκεινα, και μολις φαγαμε το ένα που χαμε αφησει στο πιατο ολοι οι λιτοδιαιτοι, δωστου να σερβιριζομαστε ξανα και να λαμπει η Ανατολη, που τελειωνουν τα γεμιστα κι αδειαζει το ταψι. Και λιγο κρεατακι και λιγο πιτουλα, μας εσκασε κεινο το βραδι και βουρ στις σουρωτες η ομυγηρις,
Γλυκακι; επεσε η αναμενομενη ερωτηση σαν βομβα…κατι πηγαμε να ψελισουμε ότι φτανει ότι θα το παρουμε στο αλουμινοχαρτο το γλυκο, ανενδοτη η Τολιτσα την εβγαλε την ταρτα κερασι…ολο το πρωι καθαριζα τα κερασια με τη φουρκετα και δε θα φατε, ντροπης πραματα ειπε, ρεντ φορεστ, κατακοκκινα, ολοζωντανα, πετροκερασα Αριδαιωτικα, σας εβαλα. Και προσγειωθηκε κι η ταρτα στο τραπεζακι του σαλονιου, αφου τα ταψια κι οι πιατελες, αποσυρθηκαν ημιαδεια και ευχαριστημενα. Σερβιρε σε ολους κι αφου ρωτηθηκαν οι γιατροι της παρεας αν εχουμε γκαβαντζες σε περιπτωση που… αρχισαμε να τσακιζουμε την κερασοταρτα. Μονο εις εκ της παρεας δεν ετρωγε κι η κυρα-Ανατολη φυσικα τον ετσακωσε.
Γιατι πουλοπον μου δεν τρως εσυ;
Κανω διαιτα κυρια Ανατολη επεσε αφοπλιστικη η απαντηση, με γελια μετα δακρυων απ τους υπολοιπους.
Η Ανατολη ψυχραιμη συνεχισε την κουβεντα …και τι εχεις γιαβρι μου για βραδυνο σημερα, τον ρωτησε, ξεχνωντας τα γεμιστα το κρεατακι και την πιτουλα που χε τσακισει ο διαιτων
Φρουτο εποχης της απαντησε, σοβαρος, ο ενοχος.
Εχω, εχω ειπε η Ανατολη κανοντας την εκπληξη και σερβιροντας του, καραμελωμενο κυδωνι στο φουρνο... εξτρα διαιτητικο χωρις σαντιγυ, υπογραμμισε.

Και σταματησε να βγαινει από το σπιτι η κυρα Ανατολη, η μεση της την ειχε προδωσει πια, εντελως, κι αρχισε να ξεχναει που εβαλε τα ταψια της, αν πηρε τα χαπια της , αν χτενισε τις περουκες της, αν τα σουρε σημερα στο θεο της. Ξεχνουσε όλα τα κοντινα τα καινουρια κι αρχισε να θυμαται όλα τα παλια κι αγαπημενα τον πατερα της και τα τραγουδια στο μαντολινο που της εμαθε, την ΕΠΟΝ και τη φωνη της που εκλεισε απ τα τραγουδια στην απελευθερωση, τον ταγκουλακο και το τριανταφυλλο που της εφερνε σε κάθε κρυφο τους ραντεβου, τα παιδακια που τους εκανε μαθηματα αγγλικων και τους συνταξιουχους του δημοσιου που τους εβγαζε συνταξεις και τους φιλευε γλυκα, τα δεκαπεντε χρονια που περιμενε τον Κωστη της. Κι οσο ξεχνουσε τοσο βουρλιζοτανε και θυμωνε και τα βαζε με τον εαυτο της που το παθε αυτό το κακο και με τα παιδια της…όχι, όχι με τον κανακαρη της, οσο με κεινη την προκομενη την κορη της που δεν ηταν εκει να τη βοηθησει να μαγειρεψουνε. Μια ζωη κι η Τολιτσα με την κορη της τα χε, που ακομα τον εκλαιγε τον πατερα της κι η κυρα-Ανατολη θυμωνε, νισσαφι της ελεγε…τα δικα της τα δακρυα ειχαν στερεψει, τα παλια τα ωραια ηθελε να θυμαται, ασε το φευγιο του, ελεγε της κορης της θυμωμενα και πες με, τι βαζουμε στα γεμιστα πες με, δυοσμο η μαιντανο βαζουμε…ειπαμε αλλαι αι βουλαι των ανθρωπων, αλλα κυριος κελευει, σταματα να τον κλαις και πες με για τα γεμιστα.

Αλτσχαιμερ ειπαν οι γιατροι στα παιδια… και κεινα στην Ανατολη, γεραματα βρε μαμα και μεις ξεχναμε και χανουμε το μπουσουλα…καλα κανετε και γερνατε εσεις κι ουλοι οι αλλοι εγω δε θα γερασω ποτε, τους ελεγε θυμωμενα κι αρχισε να γραφει σημειωματα για τις δουλειες που εκανε και τις δουλειες που χε να κανει και να ξαναγραφει συνταγες για όλα τα φαγητα που κανε τοσα χρονια και να γεμιζει το σπιτι χαρτακια και να ξεχναει που τα βαλε και να μπερδευει τις λιστες με τα φτιαγμενα και ταφτιαχτα και ναρχονται τα παιδια και να τη βρισκουν στον καναπε με γυρω τριγυρω τα χαρτακια της, την απογνωση της και τα κλαματα Ουτε κουβεντα για γυναικα στο σπιτι για να τη βοηθησει, μαχη μεχρι τελικης πτωσης η κυρα Ανατολη μαχη με την ανημπορια της και το θυμο της, Ωσπου επεσε το καστρο και εισεβαλε η ξενη, αφου ελαβε την υποσχεση ότι είναι για λιγο, μεχρι να πανε στο καινουριο το σπιτι και να ναι ολοι μαζι


Την ξεχασε η Ανατολη την υποσχεση απ τη χαρα της για τη μετακομιση απ την αγωνια της γιατι τις μαζευαν τα πραγματα της, ξενοι ανθρωποι, απ τις περουκες της που τσαλαπατηθηκαν και δεν μπορουσε πια να τις στρωσει, απ τη φλαμουρια της που την εψαχνε και δεν ηταν εκει κι απ το σπιτι που δεν το αναγνωριζε…παμε να φυγουμε τους ειπε μολις τη καθισαν στον καναπε…κλεφτες γινατε, μωρε για κλεφτες σας μεγαλωσα και με φερατε σε ξενο σπιτι;

Κι αρχισε ο κανακαρης κι η προκομενη νανοιγουν τα κουτια και ναραδιαζουν τα πραματα της στο πατωμα και νανοιγουν τα επιπλα, για ναταναγνωρισει και να θυμηθει, να το νιωσει δικο της, να το νιωσει σπιτι της και κεινη τιποτα… δεν είναι δικα μου τα πραματα αυτά, τις περουκες μου και τη φλαμουρια μου θελω, μπογια μυριζει εδώ μεσα που ναι η φλαμουρια μου,τι την κανατε την αυλη μου, δε μυριζει σαν στο σπιτι μου εδω μεσα, τι μου το κανατε το σπιτι μου;


Θα σε φερω κοριτσι μου θα σε φερω να της λεει ο Χαμπος και τη φλαμουρια, θα μυρισει το σπιτι σου Τολιτσα μου, θα μαγειρεψουμε θα φιλεψουμε κοσμο, θα μυρισει γιαβρι μου, μον σταματα να κλαις, στο σπιτι σου ηρθες βασιλισσα μου, σταματα, μονο σταματα




Σαν μωρο εκλαιγε ο Χαμπος σου, Ανατολη μου, με τους ωμους σηκωμενους τα χειλια σουφρωμενα και κεινο το τι εκανα λαθος, γραμμενο στο μετωπο, κι ολο Τολιτσα μου κι Τολιτσα μου ελεγε και γιατι βασιλισσα μου, αφου ελεγες δε θα γερασεις ποτε, γιατι μας αφησες Ανατολη μου ελεγε, ευτυχως προλαβα και σεφερα στο καινουριο σπιτι, σεφερα μα δεν το χαρηκες δεν μας μαγειρεψες άλλο και σου φτιαξα και κουζινα μεγαλη με παγκο…κι όπως σαν μωρο σε περιποιηθηκαν Ανατολη μου και σου διναν χυμο με τη συριγγα να πιεις, ετσι σαν μωρα κλαιγανε κι ο κανακαρης κι η προκομενη σου.


Κι ειμασταν ολοι εκει, ολος ο σουρφετος που τραπεζωσες κυρα Ανατολη, ολοι εκει για σενα ηρθαμε, για το τελευταιο τραταρισμα, με κολυβα σπιτικα και ελιτσες γλυκες σοκολατενιες σαν και σενα. Καλο ταξιδι, βρε Ανατολη με το καλο να συναντησεις τον ταγκουλακο και θανταμωσουμε παλι



Παρασκευή 15 Αυγούστου 2008

Ταμπακχανέ μπιτί...τέλος

Νε γκιντίορσουν τσαμπούκ τσαμπουκ, ταμπακχανέ μποκ γκετιστερτζέζμ;
Στους σκατάδες απευθύνονταν η ερώτηση
Μποκτσού, σκατάς, επάγγελμα, δουλειά ήταν χρήσιμη τότε, με απόλυτο μότο της ένα…
ΤΑΧΥΤΗΤΑ
Έπρεπε τα σκατά να παραδοθούν αμέσως όσο ήταν φρέσκα ζεστά ακόμα να παραδοθούν στα ταμπάκικα για να βάλουν τα τομάρια οι μαστόροι στα σκατά πρώτα να μαλακώσουν και μετά να τα ρίξουν στο νερό, ήθελε τρόπο το μαλάκωμα του τομαριού απανέκαθεν και μαστοριά
Όλη η περιοχή βρώμαγε σκατίλα και τομαρίλα δίπλα στον μπουκλουτζά ήτανε τα ταμπάκικα, πάντα σε νερό σιμά και τρέχαν οι σκατάδες με δυο κουβάδες σιδερένιους ο καθένας φρέσο σκατί και παρέδιδαν και πίσω ξανά τρεχάτοι για το επόμενο φόρτωμα.
Πάει ο μπουκλουτζάς πάεσαν και τα ταμπάκικα κι έμεινε μόνο η ερώτηση για τους σκατάδες τους βιαστικούς τους γρήγορους τους σίγουρους κι η σκατίλα κι η τομαρίλα τους, καθώς τρέχουν ναδειάσουν στου πουλύ του νιρό τώρα, του λίγου του μπαζώσαμε. Τους βλέπεις απ τον καθρέφτη να τρέχουν κατά πάνω σου. Δε σε βλέπουν. Δεν υπάρχεις. Δεν υπάρχουν πια Ζασταβα δεν ήταν συμφέρουσα η παραγωγή τους δε βγαίνουν πια, έκλεισε το εργοστάσιο, έχει χρόνια... δε θυμάμαι πια πόσα, εσύ πως ξέμεινες πως κυκλοφορείς ακόμα, είσαι και παππούς πανάθεμά σε ,δε θέλω να σε βλέπω, να σε θυμάμαι δε θέλω... πάγαινε σε κανά γιατρό να σε δει που μου θες και θάλασσα…κοίτα τονε κοίτατόνε που κουβαλάει και τα παιδιά με τη σκοτώστρα κι έχει και την κυρά δίπλα εκδρομή ρε παππού εκδρομή μου θες στα γεράματα, στο γιατρό ρε,που θα μπλεχτείς και στα πόδια μας…έχουμε και δουλειές ρε παππού, σκατά έχουμε να παραδώσουμε θα σε φάω φωνάζουν και θα σε φτύσω στο χώμα θα σε θάψω, αργέ που θες με το Ζασταβα να κάνεις και μπάνιο, άι στην άκρη φύγε απ το δρόμο μου φύγε έχω να παραδώσω σκατά μιας χρονιάς, ξέρει πόσα σκατά έφαγα για να την πάρω την αυτοκινητάρα μου, να πάρω μια αυτοκινητάρα να με ακούει ρε αδερφέ να χω κάποιον να με ακούει να του λέω φάτον να και να σε τρώει ρε παλιοζάσταβα, αλλά που να ξέρεις εσύ καημένε από ταχύτητα τι ηδονή είναι να προσπερνάς να τους ταϊζεις τη σκόνη σου να σε κυρίαρχος ,νικητής κροκόδειλος, να σαι, εσύ δεν υπάρχεις πια

Που θε λα παένεις ωρέ γρήγορε, τι τρέχεις να προλάβεις, σκατά στα ταμπάκικα βιάζεσαι να παραδώσεις, κλείσανε ρε παλουκάρι τα ταμπάκικα, φερμέ φαλιμέντο πως το λένε, τώρα τα σκατά σου που θα ταποθέσεις μωρέ και δεν είν και φρέσκα παλιά είναι και πέτρωσαν πάνω σου ένα με το τομάρι σου γίνανε, ούτε η θάλασσα μπορεί να τα πάρει πια

Καλό δεκαπενταύγουστο, αδέρφια!






Στέρεο Νόβα : Το ταξίδι της φάλαινας

Ζεστό καλοκαίρι, κρατάς ακόμα
κίτρινο αέρα φυσάει ένα μεγάλο στόμα
απ' το ραδιόφωνο οι εκφωνητές ασκούν υπεροχή
ανασταίνουν και θάβουν χωρίς καμιά διακοπή
ασταμάτητα κανάλια τρώνε το μυαλό μας
έχουμε χάσει τόσα που δεν ξέρουμε τι είναι δικό μας
οι φτωχοί ξέρω πως είναι περισσότερο φτωχοί
κι οι πλούσιοι βαριούνται την τρελή τους ζωή
μέσα από έντυπα μας καλούν να ζήσουμε μια άλλη ζωή
μα είναι ζωή αυτή;
όταν μια οικογένεια ζει μ' ένα μισθό εκατό χιλιάδες
οι τύραννοι χαϊδεύουν κοιλιές μεγάλες
και δεν είναι μόνο αυτό, μας κυνηγούν χιλιάδες μάρκες
έξτρα φόροι, έξτρα Φ.Π.Α., έξτρα σκατά
κι ένας πόλεμος δίπλα μας που κανείς δεν τον σταματά
και κανείς δε διακινδυνεύει
η αγάπη μάς διαφεύγει
κι αντί γι' αυτό ψιθυρίζουμε διαφημίσεις
χρησιμοποιούμε το σεξ για ν' αποφύγουμε τις σχέσεις
κι απ' το ταξίδι της φάλαινας είμαστε τόσο μακριά
σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά
κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες
είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ μου τα χάλασες

Σαν κατεψυγμένα κρέατα πουλιούνται τα πρότυπα
ταυτιζόμαστε με ήρωες κι αλλάζουμε πρόσωπα
πολύ αργά καταλαβαίνουμε πως ήταν σα μια στύση που πέφτει
ένα εκατομμύριο στερεότυπα που δεν έχουν πια καμιά γεύση
με κάνουν ν' απορώ πώς στεκόμαστε αδιάφοροι στο ψέμα
γιατί χάνουμε χρόνο όταν μέσα μας τρέχει το αίμα
σαν οδοντόπαστες λιώνουμε μπροστά απ' την τηλεόραση
κοιτάμε εικόνες έχοντας χάσει την αρχική όραση
κοιτάζοντας τα ιδρωμένα πρόσωπα κάθε γλείφτη
καθαρίζουμε φρούτα για να διατηρούμε την αργή μας σήψη
καθαροί στρέιτ γιάπις διασχίζουν λεωφόρους
περήφανα στήνουν το μέλλον με δικούς τους όρους
σαν έξυπνοι βλάκες φέρνουν τη ντροπή της εκπαίδευσης
κι από μια περιστρεφόμενη θέση καμαρώνουν γι' αυτή τη δικαίωση
το 2000 η μόδα θα τους θέλει ντυμένους με δερμάτινα
πιο γυμνασμένους
να κυβερνούν κατώτερα όντα άτιμα
κι απ' το ταξίδι της φάλαινας είμαστε τόσο μακριά
σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά
κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες
είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ μου τα χάλασες

Στην πίστα του αεροδρομίου έχει νυχτώσει
ένα εκατομμύριο αστέρια φωτίζουν ό,τι μ' έχει πληγώσει
ένας φίλος μου απόψε εγκαταλείπει αυτή τη χώρα
κατά βάθος λυπάται μα δε βλέπει και την ώρα που η ζωή του θ' αλλάξει
όταν τ' αεροπλάνα πετάνε
η γη απλώνεται και οι άνθρωποι ξεχνάνε
είναι τρομέρο το θέαμα
η αίσθηση αυτή ότι πετάς
δεν έχω άλλη εκλογή
ένα κίτρινο ταξί περιμένει
φυσάει, θα χειμωνιάσει
δύο ώρες και ξημερώνει
συννεφιασμένη Κυριακή
πρώτη μέρα του χειμώνα
σκέφτομαι τους πιο σημαντικούς ανθρώπους αυτού του αιώνα
απ' το δεξί καθρεφτάκι ο κόσμος μένει πίσω
ποτέ δεν είχα τίποτα κι απόψε θέλω να σε φιλήσω
να μείνεις στα μάτια μου σαν άδειο τοπίο
να κάνουμε έρωτα στο αστεροσκοπείο
κουλουριασμένοι σα μπάλα να εκτοξευθούμε
μέχρι που ειρηνικά στο διάστημα να κοιμηθούμε
κι απ' το ταξίδι της φάλαινας είμαστε τόσο μακριά
σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά
κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες
είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ...

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2008

Γκάμες... γκέιμς, βρε...πεχνίδια

Σκέψεις μελαγχολικές, ο αέρας φύσηξε σαν να μάζεψε τα τζιτζίκια που τραγουδούσαν και τα πήγε πιο μακριά. το καλοκαίρι κούρνιασε για λίγο στα πιο μεγάλα κλαδιά των δέντρων κι η άμμος στην παραλία δεν θα καίει σήμερα.κρυώνω και φοβάμαι.

είπε το Λενιώ


http://abttha.blogspot.com/2008/08/blog-post_11.html

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2008

Γκιουλ πεμπέ

Περνάει το δρόμο και σταματάει η κυκλοφορία, βαλά σούζα οι ντεμέκ μάγκες κι από κεί που ταν με τον απαυτό στο χέρι και ντάπα ντάπα ντάπα τον βαρούσαν στο τιμόνι μην τυχόν και τους πάρει κανείς την προτεραιότητα, αμά τη εμφανίσει του γιαβριού, σούζα σε λέω… το πόδι στο φρένο, ο απαυτός, κάπου κρυμμένος μη φοβηθεί το γιαβρί… και το στόμα ανοιχτό και το σάλιο να στάζει, αξίζει σε λέω κι εγώ που μαι γυναίκα τη χαζεύω με το στόμα ανοιχτό… κι εγώ και το μάσαλα στα χείλια , μάσαλα το κορίτσι όλα της τα δωσε ο θεός όλα, μαλλί μαύρο ζήνα γυαλιστερό και μάτι γαλάζιο, στοματάκι άχου ένα στοματάκι κουκλίστικο μικρούλι κοκκινούλι τριαντάφυλλο λουκούμι, το στόμα της και δέρμα άσπρο, σημάδι πουθενά, δέρμα άχνη, άσπρη άχνη να τη φας στο πιατάκι την κοπέλα και νερό νερό δροσερό η κορμάρα της, 1 70 το λιγότερο και με το τακουνάκι της κάτι ποδάρες καλό μου κάτι πόδια να ταγκαλιάζεις και να μην τελεύουνε σε λέω, λαιμός κύκνος μένα λακάκι από κάτω του… εκει θα το βάζει το νεράκι η τσαπερδόνα για τον τυχερό…για τους τυχερούς, ότι και να κάνει το κορίτσι χαλάλι της, αμαρτία να ναι για έναν τέτοιο κορίτσι, ότι και να ναι όσο νταβραντισμένο το παληκάρι κουράζεσαι με τέτοιο κορίτσι…μα το θεό με τούτο το παιδί πρέπει να ξεκινάς την Παρασκευή και να τελειώνεις εκεί κατά τη Δευτέρα για τέτοιο μπερεκέτι σε μιλάω, δυο πεπονάκια βρε έχει για ποπό τουρλωτά τουρλωτά και βυζάκια σμιχτά κοντά κοντά το να σταλλο και σουτιέν ποτέ, το γιαβρί, λουμπούρ λουμπούρ κάνουν τα μεμεδάκια του όταν περπατάει, ακούγονται σε λέω, αχ… αχ, γυναικάρα… και το κερασάκι στην τούρτα οι φτερνούλες της ναι μωρέ, μωρού φτέρνες έχει το καμάρι ροζ οι φτέρνες του, για προσκύνημα, χατζής να γίνεις για τις φτέρνες της, βαλά πιο πολύ τις φτέρνες της ζηλεύω φρέσκες δροσερές ξεκούραστες να ναι καλά το κορίτσι, μάσαλα, γκιουλ πεμπέ σε λέω, γκιουλ πεμπέ.. μπισμιλά της λέω να λες κάθε που βγαίνεις απ το σπίτι, μπισμιλά, πρώτα ο θεός, κάθε που ρχεται στο περίπτερο της το λέω… και με ζητάει ναζιάρικα τα βανίλιε, αχ με τι νάζι το λέει…βανίλιε, λυγερά σαν του λόγου της…μπισμιλά για να μην σκοντάψεις να μη χτυπήσεις, γκιουλ πεμπέ να σου ρθουν όλα όμορφα, όπως σου πρέπει… μπες μπροστά μωρέ και κάνε να την προσέχουνε,κάνε να τους να θυμούντγαι τη ροζ τριανταφυλλιά της μάνας τους... βόηθα να την προσέχουνε, μωρέ, να το προσέχουνε το κορίτσι μην το μαράνουνε.


Πέντε μέρες έκατσαν η μόνη ιστορία που πε χαμογελαστά ήταν για την γκιουλ πεμπέ και την στρουμπούλω την κούκλα της με τις ροζ φτέρνες και της έδειξε τις δικές της μαύρες σκισμένες πια, πότε δεν ήταν ροζ οι φτέρνες της ούτε μωρό που ήταν, μαύρες τις είχε και δεν τις ήθελε, όλη η πόλη δεν το θελε το μαύρο δεν ήθελε να το βλέπει το χε κρυμμένο μέσα της, σ όλο της το κισμέτ, που φανέρωνε την αγάπη μόνο προς το θεό και προς την τάξη την έξω τάξη, της το χαν ταίσει το μαύρο την είχαν μπουκώσει με μαύρο , νισσάφι τουλάχιστον να μην το βλέπει ροζ άσπρο ήθελε να βλέπει η πόλη.


Κι άρχισε να το φτύνει το μαύρο που της τάισαν… να το φτύνει, όχι, όχι να το ξερνάει πάνω της, να το φτύσει δεν είχε δύναμη ήταν πολλά τα χρόνια που το κατάπινε πολλά κι όχι μόνο δικά της αλλά και της μάνας της και της γιαγιάς της και πιο πίσω, πιο πίσω δάκρυα και θυμός και απαξίωση, απαξίωση της ζωής... πως απαξιώνεις ρε τον άνθρωπο τον άνθρωπο που στέκεται δίπλα σου τη γυναίκα τη μητέρα του παιδιού σου κι όμως τη γάμησε τη γυναίκα του την ψυχή της γάμησε όπως και τη δική του κρύβοντας καταπίνοντας θυμό κι όνειρα χαμένα για δεντρόσπιτα που δεν τα τέλειωσε που δεν τους άρεσαν που ταν επικίνδυνα, που με το πρώτο φύσημα θα γκρεμίζονταν και θα τους γκρέμιζαν.



Παρασκευή 1 Αυγούστου 2008

Παγκόσμια πρώτη!

Ένα αλογάκι της θάλασσας αλλιώτικο από τάλλα


http://efhbos.wordpress.com/2008/08/01/sea_horse/

Καλές βουτιές νέε :))))