νάιλον δοσμένη φτηνή
δεύτερο χέρι φόρμα
σου λαχε τομόρ στενή
στείρα χαντούμη νόρμα
λυπησιάρη αφεντικού
που απ το γκρέμνιο
το αγύρτιο του βουνού
σκυλί σε βάφτισε κοπρίτη
ανάσκελο ν'αναριγάς για σπίτι
τόμυ, στο είπανε του ριπαρού
τ’ αυτιστικού του αλβανού
να σαι γλυκό βρωπαϊκό
πιστό να λές και φχαριστώ
χωρίς μιαν άννιε να γαβγίζει
πως τ’ αποφόριο σου μυρίζει
χωματερής ζαγάρια
σκουπίδια να αδειάζουνε
σ’ αδέσποτα τομάρια
παιδιώνε που σαλιώνουνε
ντουβάρια πλαστικά
παιδιώνε που αρπάζονται
από στήθια δανεικά
παιδιώνε που γρυλίζουνε
παράχωσες τη χάνα
παιδιώνε που δαγκάνουνε
για τη θαμμένη μάνα
Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010
Όσο παιδί σου πρέπει
Μη μονάχη μου τώρα
πατέρα θένε
τα κρινάκια της ροδόπης
πατέρα γέρνουν
ντυμένα αγριόκουρκοι ξεδοντιασμένοι
δεν εφτάνω
πατέρα ξένε
λειβαδίτη
να κουδουνίζει για ποδηλατάδα
στο έμπα τους δάσους της Χαϊντούς
ακούτε ποιητά;
Είστε ακόμην εκεί;
Ακούτε γαμιόλη μετά από τρεις κούπες βίσκυ
και μια νερό μ’έξη μιράντα παπάρα; Για όσα
είναι φυσικώς αδύνατα και προσωπικώς φαντασιόπληκτα;
Ακούτε πολλάκις τη νύχτα εφιάλτη;
Να κερδίζεις μόναχη όσο παιδί σου πρέπει;
πατέρα θένε
τα κρινάκια της ροδόπης
πατέρα γέρνουν
ντυμένα αγριόκουρκοι ξεδοντιασμένοι
δεν εφτάνω
πατέρα ξένε
λειβαδίτη
να κουδουνίζει για ποδηλατάδα
στο έμπα τους δάσους της Χαϊντούς
ακούτε ποιητά;
Είστε ακόμην εκεί;
Ακούτε γαμιόλη μετά από τρεις κούπες βίσκυ
και μια νερό μ’έξη μιράντα παπάρα; Για όσα
είναι φυσικώς αδύνατα και προσωπικώς φαντασιόπληκτα;
Ακούτε πολλάκις τη νύχτα εφιάλτη;
Να κερδίζεις μόναχη όσο παιδί σου πρέπει;
Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010
Ομάδα η δεύτερη η αναπληρωματική
Mαζευόμαστε τώρα μαζευόμαστε λέμε
αρμ παρουσιάστε ούλοι
φόβους, θυμούς, λάθη, πάθη… ξεχάσματα
κούραση ναι κούραση ξέρω
πόνοι, πόνοι, πόνοι στις ανάσες μας μπηγμένοι
να σπρώχνονται σειρά να πάρουν, ούλοι μαζί ορθοί
μαζί μάνα και πατέρα ορθοί κι ενήλικοι
μπουσουλήματα τέλος σε συνταγές κι εξετάσεις
και αυτοκτονικές θεραπείες κυνηγώντας ένα φευγιό δειλιασμένο
τέλος τα γεροντομουρά κι οι νιογέροντες
οι απασχολημένοι απόλυτα στο γλείψιμο
των κακοφορμισμένων πληγών τους
με νυχιασμένες γλώσσες νανοίγουν ξανά και ξανά
τον λατρεμένο πόνο
αφέντη κύκνο να καμτσικιάζει
τα έρμα κορμούλια
λαθρεπιβαίνοντα σ’άτσαλες αμαξάδες
για λίγη βόλτα
ρεβηθούληδες και ρεβυθούλες τώρα μάνα και πατέρα
ανάρριχτες ψυχές σ’άχερους ώμους ντελάληδες
να φουσκώνουν τρώγοντας και φτύνοντας τα κοινά σηψιασμένα μέλη
σε Σεπτεμβριάτικα πανηγύρια αυτοακρωτηριασμού
που θα χαράζουν θα χαράζουν
αυγές φεγγίτες μιας Ηούς του σκοταδιού
γύρω απ την κοινή θυμωνιά
να μπουμπουνίζει με παιδούδια σκιτσαρισμένα
σε χαρτί διπλωμένο
ψαλιδισμένο από δαγκαμένα γλωσσάκια εναγώνια
πρωτάκια να κρατήσουν τα χέρια ενωμένα
και να μυρίζει σάρκα το χαρτί κρέας καμένο μάνα και πατέρα
γιατί είναι μιλημένα τ’ ανθρωπάκια χέρια να μην αφήσουνε
Ομάδα τώρα λίγο πριν το τέλος μάνα και πατέρα
σακατεμένη αλλά ομάδα η δεύτερη η αναπληρωματική
του πάγκου της λαϊκής να ψάχνει βλέμματα κι ιδρωμένα κούτελα
και καμι’ απαλάμη μπροστά να φωνάζει του πίσω έλα έλα
και τελειώνουμε
και να μην τελειώνουν τα στραβοπατημένα τα παπούτσια
και τα σκαμμένα τα χέρια
και τα κασόνια με τα χτυπημένα τα φρούτα τις ντομάτες τα λάχανα
ακουμπισμένα πίσω απ τους πάγκους να περιμένουν τους ξεκανεμένους
και να μην τελειώνει τ’αλισβερίσι
και το έλα έλα να πάρεις και μεσημέριασε
θα φύγουμε ετοιμαζόμαστε να φύγουμε
με δεκάδες μικρά μικρά καταραχτάκια πάνω απ τα κεφάλια μας
να χαϊδεύουν τ’ απόντα μέλη και να φουρφουρίζουν να φουρφουρίζουν
πλάι σε κρεβατούδια με σεντόνια τριζάτα να προσκαλούν
τις αρθρώσεις να πιάσουν τόπο, παραγώνι κουρασμένο
απ τους ψευτες καυγάδες
όπου λάχανα ντομάτες και σπανάκια απ ‘ αφορμή
έγιναν αιτία
π’ έπνιξε την ανάστροφη χούφτα της γύφτισσας
με φρέζες ρεγάλο, να λέει αντίο
στ’αδειανό πλαστικό πορτοφόλι
από συρμό άσπρο
του μεσημεριού της Τετάρτης
αρμ παρουσιάστε ούλοι
φόβους, θυμούς, λάθη, πάθη… ξεχάσματα
κούραση ναι κούραση ξέρω
πόνοι, πόνοι, πόνοι στις ανάσες μας μπηγμένοι
να σπρώχνονται σειρά να πάρουν, ούλοι μαζί ορθοί
μαζί μάνα και πατέρα ορθοί κι ενήλικοι
μπουσουλήματα τέλος σε συνταγές κι εξετάσεις
και αυτοκτονικές θεραπείες κυνηγώντας ένα φευγιό δειλιασμένο
τέλος τα γεροντομουρά κι οι νιογέροντες
οι απασχολημένοι απόλυτα στο γλείψιμο
των κακοφορμισμένων πληγών τους
με νυχιασμένες γλώσσες νανοίγουν ξανά και ξανά
τον λατρεμένο πόνο
αφέντη κύκνο να καμτσικιάζει
τα έρμα κορμούλια
λαθρεπιβαίνοντα σ’άτσαλες αμαξάδες
για λίγη βόλτα
ρεβηθούληδες και ρεβυθούλες τώρα μάνα και πατέρα
ανάρριχτες ψυχές σ’άχερους ώμους ντελάληδες
να φουσκώνουν τρώγοντας και φτύνοντας τα κοινά σηψιασμένα μέλη
σε Σεπτεμβριάτικα πανηγύρια αυτοακρωτηριασμού
που θα χαράζουν θα χαράζουν
αυγές φεγγίτες μιας Ηούς του σκοταδιού
γύρω απ την κοινή θυμωνιά
να μπουμπουνίζει με παιδούδια σκιτσαρισμένα
σε χαρτί διπλωμένο
ψαλιδισμένο από δαγκαμένα γλωσσάκια εναγώνια
πρωτάκια να κρατήσουν τα χέρια ενωμένα
και να μυρίζει σάρκα το χαρτί κρέας καμένο μάνα και πατέρα
γιατί είναι μιλημένα τ’ ανθρωπάκια χέρια να μην αφήσουνε
Ομάδα τώρα λίγο πριν το τέλος μάνα και πατέρα
σακατεμένη αλλά ομάδα η δεύτερη η αναπληρωματική
του πάγκου της λαϊκής να ψάχνει βλέμματα κι ιδρωμένα κούτελα
και καμι’ απαλάμη μπροστά να φωνάζει του πίσω έλα έλα
και τελειώνουμε
και να μην τελειώνουν τα στραβοπατημένα τα παπούτσια
και τα σκαμμένα τα χέρια
και τα κασόνια με τα χτυπημένα τα φρούτα τις ντομάτες τα λάχανα
ακουμπισμένα πίσω απ τους πάγκους να περιμένουν τους ξεκανεμένους
και να μην τελειώνει τ’αλισβερίσι
και το έλα έλα να πάρεις και μεσημέριασε
θα φύγουμε ετοιμαζόμαστε να φύγουμε
με δεκάδες μικρά μικρά καταραχτάκια πάνω απ τα κεφάλια μας
να χαϊδεύουν τ’ απόντα μέλη και να φουρφουρίζουν να φουρφουρίζουν
πλάι σε κρεβατούδια με σεντόνια τριζάτα να προσκαλούν
τις αρθρώσεις να πιάσουν τόπο, παραγώνι κουρασμένο
απ τους ψευτες καυγάδες
όπου λάχανα ντομάτες και σπανάκια απ ‘ αφορμή
έγιναν αιτία
π’ έπνιξε την ανάστροφη χούφτα της γύφτισσας
με φρέζες ρεγάλο, να λέει αντίο
στ’αδειανό πλαστικό πορτοφόλι
από συρμό άσπρο
του μεσημεριού της Τετάρτης
Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010
Μπα και συχάσουνε οι νιοριπές
Έλα ομορφιά και θα σε πω ακόμη μια
ροδιά σελάχια και μεδούσες ναν μαβιές
λευτερωμένα απ' ορμήνιες
θα σου τα’ ανοίξω να τα θες
καθοδηγούμενα από μνήμες
μιας φύσης μάνας πουτανής
που τζάμπα θα σου δίνεται
σαν ξέσκεπος θα την επιεις
με ακριβές σταλιές ψυχής
ξύδι να στάζουνε, λαθιές
με αντιγύρισμα θωπιές
να μου ζηλεύεις
τα χείλια σα φουσκώνουνε
σε κύμα π’ αναδεύεις
Έλα και θα σου έμπω ακόμη μια
να σε μαζέψω σα παιδί μ’ ανατριχίλα
μπας και ακούσουνε στην αντηλιά
πως ξέβρασες και σήμερα κοχύλια
Έλα τη νύχτα τους αρμούς ν’ ανασκαλίσεις
και θα μ’αφήσω μισοχαϊδευτή
ματιά, μικρού σπουργίτη μαζωχτή
απ' το στεκούμενο να δραπετεύει ενοχική
νερό που έκλεβε της βρύσης
ροδιά σελάχια και μεδούσες ναν μαβιές
λευτερωμένα απ' ορμήνιες
θα σου τα’ ανοίξω να τα θες
καθοδηγούμενα από μνήμες
μιας φύσης μάνας πουτανής
που τζάμπα θα σου δίνεται
σαν ξέσκεπος θα την επιεις
με ακριβές σταλιές ψυχής
ξύδι να στάζουνε, λαθιές
με αντιγύρισμα θωπιές
να μου ζηλεύεις
τα χείλια σα φουσκώνουνε
σε κύμα π’ αναδεύεις
Έλα και θα σου έμπω ακόμη μια
να σε μαζέψω σα παιδί μ’ ανατριχίλα
μπας και ακούσουνε στην αντηλιά
πως ξέβρασες και σήμερα κοχύλια
Έλα τη νύχτα τους αρμούς ν’ ανασκαλίσεις
και θα μ’αφήσω μισοχαϊδευτή
ματιά, μικρού σπουργίτη μαζωχτή
απ' το στεκούμενο να δραπετεύει ενοχική
νερό που έκλεβε της βρύσης
Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010
Ροζ απολυτέ
Άκου με δάσκαλε
και ίσως σ’απαντήσω
με κεια τη ροζ απολυτέ
κορούλα ευτυχία μας ξυπνήσω
πε πως σου κάθεται μετ’από δρόμο
σαργούδι αγιορείτικο, ένα και μόνο
με μαύρο σήμαδο στη μύτη
καθαρισμένο σ’από σπίτι
και κει που ρέει κράσος ξανθωπός
κι αρμύρα μπούκα στη μπουκιά, γιατρός
λες και νογάει η κυρα αύρα την κλεψιά
πετιέται μόρτης γάταρος σωστός
που ξέρει πώς μπουκιά πεσμένη
σημαίνει πλάκα λαδωμένη
συνεπαγόμενη το ειωθός
θα σου ξηγήσω μόνος
τρώει που λες, θέλει δε θε, σα γόνος
μι’ αφεντικό, μια δάχτυλα κελάρει
να που όντως πειναλέος, όμως
του πέφτει μια, σα να ρετάρει
έτοιμος είναι για αλέ
μα λέει ο σιτιστής, για δε
σου φεξε κι ας λεν λυπητερή
πολλές βολές τα μπάλωσε η καψερή
τ’ αφεντικό πλερώνεται
ως νεωτέρας, η λαδιά σου αθωώνεται
και πάει αμείλιχτη η ροζ απολυτέ
με δεύτερο ενσταντανέ
παπιοτσούρμο κουνιστό
του μαγερειού αγαπητό
την άμμο να κεντάει
μ’ αχνάρι που γελάει
τη μαίρη πόπινς πα στην άμμο να σκορπάει
με θέλω μύρια να τη σαβουρντάει
αχ κατά που μαιρούλα μου πααίνω
καν’ ομπρελίτσα μου να μη λαθαίνω
για κοίτα που με το τρεχιό μαθαίνω
κουάκ και που ναι το φαί
κουάκ μου λείπει και δροσί
και δε το εκεί ένα παιδί
κουάκ σα μένα πορπατεί
κι έν’ άλλο ασυνήθαγο
παπουτσωμένο, δεν κοτάει
τέτοι’ άμμο μπερδεψιάρικη
και θάλασσα κλαψιάρικη
πώς θέτε να κοιτάει
μ’ αστέρια να της τάζουν
και φώτα τις ευχές ν’ αρπάζουν
μόν’ άμμο διηγητή και θάλασσα τραγουδιστή
αντέχει ετούτο το παιδί
με του μπαμπά του τη φωνή
βαστώντας στου μπαμπά το χέρι
που ανακούρκουδα του τα υμνεί
σα να ταν άμμος μα και θάλασσα αστέρι
και όλα αυτά σε μία νύχτα ανακωχής
απ ‘ την αλάνα την εφηβική που με καλεί
καρέ καρέ να μου φωνάζουν το τραγούδι
να μας θυμίσω λύτρωσης στιγμές ζωής
και όλα αυτά σε μία νύχτα ανακωχής
για χάρη των δικών μας κοριτσιών της κυριακής
ναι δάσκαλε… μας έχουνε εκ γενετής
και όλα αυτά σε μία νύχτα ανακωχής
για κεια που ασπροντύνει δεσποσύνη
που ζήτησε σινέ πριβέ… το ροζ απολυτέ
με μιαν αειθαλή μαρκίζα να καλλιγραφεί
ωσότου ολαίματη η προσμονή ξαναφανεί
για κείνη, που μες στα φυλλοκάρδια θα κρυφτεί
και ίσως σ’απαντήσω
με κεια τη ροζ απολυτέ
κορούλα ευτυχία μας ξυπνήσω
πε πως σου κάθεται μετ’από δρόμο
σαργούδι αγιορείτικο, ένα και μόνο
με μαύρο σήμαδο στη μύτη
καθαρισμένο σ’από σπίτι
και κει που ρέει κράσος ξανθωπός
κι αρμύρα μπούκα στη μπουκιά, γιατρός
λες και νογάει η κυρα αύρα την κλεψιά
πετιέται μόρτης γάταρος σωστός
που ξέρει πώς μπουκιά πεσμένη
σημαίνει πλάκα λαδωμένη
συνεπαγόμενη το ειωθός
θα σου ξηγήσω μόνος
τρώει που λες, θέλει δε θε, σα γόνος
μι’ αφεντικό, μια δάχτυλα κελάρει
να που όντως πειναλέος, όμως
του πέφτει μια, σα να ρετάρει
έτοιμος είναι για αλέ
μα λέει ο σιτιστής, για δε
σου φεξε κι ας λεν λυπητερή
πολλές βολές τα μπάλωσε η καψερή
τ’ αφεντικό πλερώνεται
ως νεωτέρας, η λαδιά σου αθωώνεται
και πάει αμείλιχτη η ροζ απολυτέ
με δεύτερο ενσταντανέ
παπιοτσούρμο κουνιστό
του μαγερειού αγαπητό
την άμμο να κεντάει
μ’ αχνάρι που γελάει
τη μαίρη πόπινς πα στην άμμο να σκορπάει
με θέλω μύρια να τη σαβουρντάει
αχ κατά που μαιρούλα μου πααίνω
καν’ ομπρελίτσα μου να μη λαθαίνω
για κοίτα που με το τρεχιό μαθαίνω
κουάκ και που ναι το φαί
κουάκ μου λείπει και δροσί
και δε το εκεί ένα παιδί
κουάκ σα μένα πορπατεί
κι έν’ άλλο ασυνήθαγο
παπουτσωμένο, δεν κοτάει
τέτοι’ άμμο μπερδεψιάρικη
και θάλασσα κλαψιάρικη
πώς θέτε να κοιτάει
μ’ αστέρια να της τάζουν
και φώτα τις ευχές ν’ αρπάζουν
μόν’ άμμο διηγητή και θάλασσα τραγουδιστή
αντέχει ετούτο το παιδί
με του μπαμπά του τη φωνή
βαστώντας στου μπαμπά το χέρι
που ανακούρκουδα του τα υμνεί
σα να ταν άμμος μα και θάλασσα αστέρι
και όλα αυτά σε μία νύχτα ανακωχής
απ ‘ την αλάνα την εφηβική που με καλεί
καρέ καρέ να μου φωνάζουν το τραγούδι
να μας θυμίσω λύτρωσης στιγμές ζωής
και όλα αυτά σε μία νύχτα ανακωχής
για χάρη των δικών μας κοριτσιών της κυριακής
ναι δάσκαλε… μας έχουνε εκ γενετής
και όλα αυτά σε μία νύχτα ανακωχής
για κεια που ασπροντύνει δεσποσύνη
που ζήτησε σινέ πριβέ… το ροζ απολυτέ
με μιαν αειθαλή μαρκίζα να καλλιγραφεί
ωσότου ολαίματη η προσμονή ξαναφανεί
για κείνη, που μες στα φυλλοκάρδια θα κρυφτεί
Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010
Γλειψιό εν άλω
Άι μαρή φουφούκα
μεγαλοκοπέλιασες
κι άρπαξες ντουντούκα
για όσα παραμέριασες
και κεινα αφηνίασαν
τσιτάτα δεν ακούγαν
για υπόγειους άλλους θησαυρούς
βήτα απόδρασης προορισμούς
Πήρες το δρόμο το δρομί
με μια λιγούρα ω τι ορμή
μην τ’ αρνηθεις μου το μαρτύρησε η οσμή
άσε το σάλιο που φιλάει καθ’ αρχή
Σαν που αλλού έρμη φουφού
είπες στη θάλασσα να ρίξεις
ότι του καθρέφτη σου πολύ
ανέβαλλες να φτύσεις
και να σου εκείνος να γελά
κάθε βραδιά και μ’άλλο
ψαροκεφάλι που επιπιλάς
σα ναν γλειψιό εν άλω
μεγαλοκοπέλιασες
κι άρπαξες ντουντούκα
για όσα παραμέριασες
και κεινα αφηνίασαν
τσιτάτα δεν ακούγαν
για υπόγειους άλλους θησαυρούς
βήτα απόδρασης προορισμούς
Πήρες το δρόμο το δρομί
με μια λιγούρα ω τι ορμή
μην τ’ αρνηθεις μου το μαρτύρησε η οσμή
άσε το σάλιο που φιλάει καθ’ αρχή
Σαν που αλλού έρμη φουφού
είπες στη θάλασσα να ρίξεις
ότι του καθρέφτη σου πολύ
ανέβαλλες να φτύσεις
και να σου εκείνος να γελά
κάθε βραδιά και μ’άλλο
ψαροκεφάλι που επιπιλάς
σα ναν γλειψιό εν άλω
Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010
22530 41976 Ευριδίκη Ταρανή Άναξος Πέτρα Μυτιλήνης
Ευριδίκη Άναξος Πέτρα Μυτιλήνης όβερ δωμάτια ενοικιαζόμενα 20 ευρώ για μέσα αυγούστου
όβερ θέα θάλασσα 15 λεπτα ποδαράδα όβερ ακύρωση όβερ τηλέφωνο οβερ για επιστροφή των
κατατεθειμένων χρημάτων οβερ ακούει; δροσούλα Σεπτεμβριάτικη ευριδίκεια οβερ
ακούει;Τη λε φω νο για επι στρο φη χρη μα των και πε ρα στι κα!!!Αρνείται οβερ και τα 50 ευρώ οβερ της προκαταβολής οβερ θα το πιούμε οβερ το κρασί μαζί οβερ για τα περαστικά όβερ όταν ξανάρθεις οβερ
Ευχαριστώ οβερ που εν τω μέσω ναυαγίων οβερ και ποντικιών που εγκαταλείπουν τα μπατάρικα υπάρχεις οβερ αλλοτινή δικιά οβερ παραξενη οβερ
όβερ θέα θάλασσα 15 λεπτα ποδαράδα όβερ ακύρωση όβερ τηλέφωνο οβερ για επιστροφή των
κατατεθειμένων χρημάτων οβερ ακούει; δροσούλα Σεπτεμβριάτικη ευριδίκεια οβερ
ακούει;Τη λε φω νο για επι στρο φη χρη μα των και πε ρα στι κα!!!Αρνείται οβερ και τα 50 ευρώ οβερ της προκαταβολής οβερ θα το πιούμε οβερ το κρασί μαζί οβερ για τα περαστικά όβερ όταν ξανάρθεις οβερ
Ευχαριστώ οβερ που εν τω μέσω ναυαγίων οβερ και ποντικιών που εγκαταλείπουν τα μπατάρικα υπάρχεις οβερ αλλοτινή δικιά οβερ παραξενη οβερ
Ζαμάνηδες ραγιάδες
και μας ήκατσαν ζαμάνηδες ραγιάδες
π’ ακριβήναν οι παραδες
και φτηνήναν οι μπελάδες
κι άδειασεν ο καφενές
ουλοι μάγκες το λοιπόνε
καμωνόταν τον καπόνε
σε ταβλάκι με κλικάκι
ευκολάντζα παρτιδάκι
σε κερδίζω θα σε παίξω
με κερδίζεις θα την κάνω
ένα ασσοδυο παραπάνω
στη μανούλα μου θα τρέξω
στη μανούλα αφασία
που μας τύλιξε μουγγή
σε φασκιά υπεραξία
με ταμάχι αντί ζωή
στη μανούλα αφασία
που ξινίλα υστερία μας εφόρεσε
με λυγμού οικονομία μας αφόρισε
σε μια νια πολιτισμένη λέει πορεία
με φτιαγμένη επιθυμία
μια μπλαζέ εφησυχία
ώσπου ο θάνατος να ρθει
να ζητήσει το γιατί
π’ ακριβήναν οι παραδες
και φτηνήναν οι μπελάδες
κι άδειασεν ο καφενές
ουλοι μάγκες το λοιπόνε
καμωνόταν τον καπόνε
σε ταβλάκι με κλικάκι
ευκολάντζα παρτιδάκι
σε κερδίζω θα σε παίξω
με κερδίζεις θα την κάνω
ένα ασσοδυο παραπάνω
στη μανούλα μου θα τρέξω
στη μανούλα αφασία
που μας τύλιξε μουγγή
σε φασκιά υπεραξία
με ταμάχι αντί ζωή
στη μανούλα αφασία
που ξινίλα υστερία μας εφόρεσε
με λυγμού οικονομία μας αφόρισε
σε μια νια πολιτισμένη λέει πορεία
με φτιαγμένη επιθυμία
μια μπλαζέ εφησυχία
ώσπου ο θάνατος να ρθει
να ζητήσει το γιατί
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)