Άμα θορυβωδώς
αδύναμος λέει, ποταπός
ενόχληση θα τον επείς σαφώς
Άμα απ την άλλη αθορύβως
θα ναι το λίγο ανθεκτικός
και κατά μόνας δυνατός
ή κατά φαντασίαν ασθενής
ψεύτης και υγιής
Αχ μωροί ανθρώποι, υγιείς
για βόδια μας σταβλίζετε
για μύγες μας μολάτε
ανθρώπου αρρώστου το πορτί
αμεταφράστως πώς
θα εγινεί να το χτυπάτε;
Σιώπα εσύ κακεντρεχή
πως είναι μας βαθύ το χάλι
Δεν επιστεύω σε… ζαμέ!
Σταμάτα να κουνάς με το κεφάλι
Πώς είπες;
ας είν και μεταφραστικώς
μόνε το πορτί να ψάχνουν;
Πώς είπες;
διεκπεραιωτές των ανθρωπίνων οι ανθρώποι
μα οσονούπω πληρωτές σε τούτο το ρημαδοτόπι;
Πώς είπες;
λαπαδιάσανε μέσα μας τα συμφωνημένα
κείνα τα σκότια μοναχά ελπίδα για τα δεδομένα;
Πως είπες;
Για δε μου μιλάς;
Τι τάχα ζωγραφίζεις;
Ένα σωρό μηδενικά
κάτι σαν μαύρες βούλες
χέρια ξανοίγουν μοναχά
Πώς είπες;
άρρωστες σβησμένες νούλες;
Μα πόσο πια κακεντρεχής;
Πώς είπες;
Όι;
Ναι όι… κακεντρεχής
Κακεντρεχές…το βόδι
Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010
Σάββατο 27 Μαρτίου 2010
Για να κοιμηθώ
Διάλειμμα σήμερα
από εύκολες δειλές εικόνες
για πουλιά σκυλιά και δέντρα
που αργοπεθαίνουν
με κυνηγάνε σήμερα
τα παιδιά
μ ΄έχουν τσακώσει απ το φουστάνι
με τραβάνε
με χτυπάνε
με φτύνουνε
γδέρνουν με ψάχνοντας για τσίπα
και για το φιλί που το βαλα μες στον κύκλο
για να χουν κίνητρο συμπερίληψης
στ’ ανθρώπινα
παιδιά που βλέπουν με ταυτιά
κι ακούνε με τα μάτια
παιδιά που φιλάνε γλείφοντας
κι αγκαλιάζουν με τα βλέφαρα
παιδιά που χαϊδεύονται και βυζαίνουν
το χέρι που τους στέρησα
παιδιά που διαλύουν πρόσωπα
σε μάτια φρύδια και στόματα
θυμωμένα και ζωγραφίζουν
τρόμο καθάριο για το όριο
και τις κραυγές που συνοδεύουν
τον ισόβιο χορό του
αγρίμια που δαγκώνουν στο σβέρκο
κάθε π'ανασαίνουν
ζωές ενταγμένες ενοχικές μικρούτσικες
που πηγαινοέρχονται
λυπούμενες κοιτάζουν
υπομένουν επιμένουν
απομένουν ότι μπορούν
κάνουν ότι μπορούν
γυαλίζοντας καθημερινά τα παράσημα
της ηρωικής τους προσπάθειας
ιεροφάντισσες της ομαλότητας
της σωτήριας αποκτήνωσης
Για σένα σήμερα
Νίκο Περικλή Γιάννη
Χαρούλα κρεμάω ψιθυριστά
λίγα μπαλόνια και δυο πανιά
σαπουνόφουσκες καθαρμού
να διασκεδάσουν τα κάγκελα
του πολιτισμού μου
για μένα
για να κοιμηθώ
από εύκολες δειλές εικόνες
για πουλιά σκυλιά και δέντρα
που αργοπεθαίνουν
με κυνηγάνε σήμερα
τα παιδιά
μ ΄έχουν τσακώσει απ το φουστάνι
με τραβάνε
με χτυπάνε
με φτύνουνε
γδέρνουν με ψάχνοντας για τσίπα
και για το φιλί που το βαλα μες στον κύκλο
για να χουν κίνητρο συμπερίληψης
στ’ ανθρώπινα
παιδιά που βλέπουν με ταυτιά
κι ακούνε με τα μάτια
παιδιά που φιλάνε γλείφοντας
κι αγκαλιάζουν με τα βλέφαρα
παιδιά που χαϊδεύονται και βυζαίνουν
το χέρι που τους στέρησα
παιδιά που διαλύουν πρόσωπα
σε μάτια φρύδια και στόματα
θυμωμένα και ζωγραφίζουν
τρόμο καθάριο για το όριο
και τις κραυγές που συνοδεύουν
τον ισόβιο χορό του
αγρίμια που δαγκώνουν στο σβέρκο
κάθε π'ανασαίνουν
ζωές ενταγμένες ενοχικές μικρούτσικες
που πηγαινοέρχονται
λυπούμενες κοιτάζουν
υπομένουν επιμένουν
απομένουν ότι μπορούν
κάνουν ότι μπορούν
γυαλίζοντας καθημερινά τα παράσημα
της ηρωικής τους προσπάθειας
ιεροφάντισσες της ομαλότητας
της σωτήριας αποκτήνωσης
Για σένα σήμερα
Νίκο Περικλή Γιάννη
Χαρούλα κρεμάω ψιθυριστά
λίγα μπαλόνια και δυο πανιά
σαπουνόφουσκες καθαρμού
να διασκεδάσουν τα κάγκελα
του πολιτισμού μου
για μένα
για να κοιμηθώ
Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010
Νιοφτέρουγη θα την επούμε
Της το φιλούσε με θυμό
στο μαύρο της χρυσάφι
δεν ημπορούσε τον καημό
ζωή αφτέρουγη πως θα χει
της το φιλούσε η ανθρωπιά
που άσπρη με γερά φτερά
θάλασσες κι ουρανούς γυρνούσε
τις βούταγε τους έπιανε
όποτε το ζητούσε
Εσυμφωνήσαν το λοιπόν
σκοταδιαστοί καπεταναίοι
το μπλε να μαγαρίσουνε
φτερούγες να τσακίσουνε
Θεό να εκδικηθούνε
Έπεσε πρώτη μια μικρή
που του σμαριού της τις φωνές
απ το πρωί αψηφούσε
τρελλή τις θάλασσες ρωτούσε
κι αυτές την έστελναν στους ουρανούς
κι όλοι μαζί νονοί της έλεγαν
το λιόγερμα θα ρθούμε
Νιοφτέρουγη θα την επούμε
Βούτηξε μέσα στο κακό
κι οι θάλασσες κι οι ουρανοί
μον' εκοιτούσαν κι έκλαιγαν
και τούτη ετσιμπιότανε
μαδιόταν ξεπουπουλιαζότανε
και κείνοι εκοιτούσανε
κοιτούσανε τη και κλαίγανε
πως πάλευε τα μάτια τους
ν' ανοίξουν να τη δούνε
από φτερά και πόδια και ουρά
να τήνε απαλλάξουνε
μια μπάλα να την κάνουνε
γι’ αυτό το δείλι μοναχά
ζωήχαρη σε μια στεριά
για μια φορά να την πετάξουνε
στο μαύρο της χρυσάφι
δεν ημπορούσε τον καημό
ζωή αφτέρουγη πως θα χει
της το φιλούσε η ανθρωπιά
που άσπρη με γερά φτερά
θάλασσες κι ουρανούς γυρνούσε
τις βούταγε τους έπιανε
όποτε το ζητούσε
Εσυμφωνήσαν το λοιπόν
σκοταδιαστοί καπεταναίοι
το μπλε να μαγαρίσουνε
φτερούγες να τσακίσουνε
Θεό να εκδικηθούνε
Έπεσε πρώτη μια μικρή
που του σμαριού της τις φωνές
απ το πρωί αψηφούσε
τρελλή τις θάλασσες ρωτούσε
κι αυτές την έστελναν στους ουρανούς
κι όλοι μαζί νονοί της έλεγαν
το λιόγερμα θα ρθούμε
Νιοφτέρουγη θα την επούμε
Βούτηξε μέσα στο κακό
κι οι θάλασσες κι οι ουρανοί
μον' εκοιτούσαν κι έκλαιγαν
και τούτη ετσιμπιότανε
μαδιόταν ξεπουπουλιαζότανε
και κείνοι εκοιτούσανε
κοιτούσανε τη και κλαίγανε
πως πάλευε τα μάτια τους
ν' ανοίξουν να τη δούνε
από φτερά και πόδια και ουρά
να τήνε απαλλάξουνε
μια μπάλα να την κάνουνε
γι’ αυτό το δείλι μοναχά
ζωήχαρη σε μια στεριά
για μια φορά να την πετάξουνε
Κυριακή 21 Μαρτίου 2010
Μουνίτσα μου σουσουραδού
Μουνίτσα μου σουσουραδού
ότι σε κόβει βγάλτο
τραγούδησέ το του φελλού
αβτζούδικα το σάλτο
να θυμηθεί πως με πορδές
κόκκινα δε θα γένουν
βαρέθηκαν οι πασχαλιές
σταυρό να περιμένουν
Πιστρέφαμέ το και που λες
τσιπουρακίου σώνει
τέσσερις κούκλες αλαφρές
άδοντας τελειώνει
η πρώτη γύρα επιτυχώς
μα δόξα στην υγειά μας
την ήττα κεραστήκαμε
νωρίς παραγγελιά μας
και τώρα που θα πάρουμε
εμείς την κατηφόρα
συ πες μας που τα έδωκες
ενέχυρο στην μπόρα
ξέρεις μωρέ μη βάζεις με
να στα λιανίσω άλλο
μ’άμα σου φέξει και τα βρεις
σου χω τρανό ρεγάλο
γιατί οι χειλάρες μας φελλέ
συνάντησης λειμώνες
χρωστάνε ζήση στη ζωή
άνοιξη στους χειμώνες
Άιντε και του χρόνου με υγεία :)
ότι σε κόβει βγάλτο
τραγούδησέ το του φελλού
αβτζούδικα το σάλτο
να θυμηθεί πως με πορδές
κόκκινα δε θα γένουν
βαρέθηκαν οι πασχαλιές
σταυρό να περιμένουν
Πιστρέφαμέ το και που λες
τσιπουρακίου σώνει
τέσσερις κούκλες αλαφρές
άδοντας τελειώνει
η πρώτη γύρα επιτυχώς
μα δόξα στην υγειά μας
την ήττα κεραστήκαμε
νωρίς παραγγελιά μας
και τώρα που θα πάρουμε
εμείς την κατηφόρα
συ πες μας που τα έδωκες
ενέχυρο στην μπόρα
ξέρεις μωρέ μη βάζεις με
να στα λιανίσω άλλο
μ’άμα σου φέξει και τα βρεις
σου χω τρανό ρεγάλο
γιατί οι χειλάρες μας φελλέ
συνάντησης λειμώνες
χρωστάνε ζήση στη ζωή
άνοιξη στους χειμώνες
Άιντε και του χρόνου με υγεία :)
Κυριακή 14 Μαρτίου 2010
Με τα δόντια μου
θα στο κόψω το χέρι που δε μου δωσες
τ’ άλλα άστα σε μένα
μαχαίρι πληγή αίμα ζεστό
να γράψει δρόμο διαφυγής
στρίβε λέμε σε κρατάω γερά στα δόντια
εσύ μόνο στρίβε το μαχαίρι στην πληγή
όπως κάθε πρωί που σηκώνεις τα περιστέρια
να πάρω το βλέμμα μου απ τα παπούτσια μου
και μετά στο διάλειμμα ξανά να μη βλέπω τα νερά
που ακολουθούν τις ψυχές στο σχολείο μένοντας στάσιμα
μόνο τα περιστέρια που γύρα γύρα με φέρνουνε
σήκωσε να λένε τα μάτια εδώ, εδώ λίγο, λίγο πιο πάνω απ τα κάγκελα
και πάνω απ τις αποθήκες εδώ, εδώ πιο πάνω απ το γιαπί και τα μπάζα
και τις διαφημίσεις εδώ πιο πάνω λίγο, κορίτσι, απ τις κεραίες
εδώ για σένα γυρίζουμε ανάσες μας είπε να σου πεταρίσουμε
εδώ πίσω είναι με το καλάμι του σε σένα μας στέλνει ασπρόμαυρες έννοιας πινελιές
και κάποτε πολύχρωμες όσο ξεμακραίνω όπως προχτές στη σκάλα στη θάλασσα
με το κοριτσάκι που μου στειλες με τα κόκκινα πατίνια να παλεύει με τα κορδόνια του και το χαμηλοκάβαλο που της έπεφτε
να παλεύει μ’ένα χέρι και με το άλλο να τραβολογάει τον αδερφό της να μην πέσει
κι εκείνος να πηγαίνει μπρος πίσω μαζί της κι οπα, όπα να της φωνάζει και να γελάνε τους είδα μας είδα γέλασα
και μπάλα αμέσως στον έφηβο να δοκιμάζει τη βάκα τη δεμένη να βάζει το ένα πόδι και να δοκιμάζει κι αυτήν και τ’ ανοίγματά του
πιασμένος απ το φανοστάτη και το κίτρινο φως να τον λούζει
αυτός δεν γέλαγε φυσούσε και ξεφυσούσε κι ιδρωμένος θα ταν
αφού νότισαν οι αντανακλάσεις στο τζάμι του μαγαζιού θόλωσαν για ώρα
γιατί πλάτη ήμουνα όπως το πες αλλά όλο το μαγαζί αφόρητα λαμποκοπούσε μπροστά μου νίκελ απ τις κουζίνες, φώτα ποτήρια μπουκάλια κι άσπρη η νύχτα άσπρη
μ'όλα τα καλοσιδερωμένα τραπεζομάντηλα να κρύβουν τη θάλασσα και μόνο κάπου σε μαύρο σε μια πόρτα κλειστή να ξεφεύγεις με λίγο φεγγάρι αγκαλιά
να μου κλείνεις το μάτι να σε δω να τη δω να μας δω
και σα να πήγα ναπλώσω το χέρι να σε πιάσω
κι είχες βάλει το μπουκάλι μου του τσίπουρου μπροστά
κι ήταν εκεί φωτεινή γαλάζια πρωϊνή μου την έχεις φυλάξει δες δες να μου λες μπροστά σου τόσο κοντά γαλάζια λουσμένη στο φως του ήλιου γαλήνια
με είδες ξανά θολωμένη και είπες στο ζευγάρι των πενηντάρηδων να τελειώσει τη βόλτα
να γυρίσουν χέρι χέρι πιασμένοι κουκουλωμένοι να φαίνονται μόνο οι κόκκινες μύτες τους και τα γυαλιά τους τα θολωμένα από χνώτα μαζί κράτα κράτα να μου λένε μαζί
θα στο κόψω το χέρι που δε μου δωσες
τ’ άλλα άστα σε μένα
μαχαίρι πληγή αίμα ζεστό
να γράψει δρόμο διαφυγής
στρίβε λέμε σε κρατάω γερά στα δόντια
εσύ μόνο στρίβε το μαχαίρι στην πληγή
όπως κάθε πρωί που σηκώνεις τα περιστέρια
να πάρω το βλέμμα μου απ τα παπούτσια μου
και μετά στο διάλειμμα ξανά να μη βλέπω τα νερά
που ακολουθούν τις ψυχές στο σχολείο μένοντας στάσιμα
μόνο τα περιστέρια που γύρα γύρα με φέρνουνε
σήκωσε να λένε τα μάτια εδώ, εδώ λίγο, λίγο πιο πάνω απ τα κάγκελα
και πάνω απ τις αποθήκες εδώ, εδώ πιο πάνω απ το γιαπί και τα μπάζα
και τις διαφημίσεις εδώ πιο πάνω λίγο, κορίτσι, απ τις κεραίες
εδώ για σένα γυρίζουμε ανάσες μας είπε να σου πεταρίσουμε
εδώ πίσω είναι με το καλάμι του σε σένα μας στέλνει ασπρόμαυρες έννοιας πινελιές
και κάποτε πολύχρωμες όσο ξεμακραίνω όπως προχτές στη σκάλα στη θάλασσα
με το κοριτσάκι που μου στειλες με τα κόκκινα πατίνια να παλεύει με τα κορδόνια του και το χαμηλοκάβαλο που της έπεφτε
να παλεύει μ’ένα χέρι και με το άλλο να τραβολογάει τον αδερφό της να μην πέσει
κι εκείνος να πηγαίνει μπρος πίσω μαζί της κι οπα, όπα να της φωνάζει και να γελάνε τους είδα μας είδα γέλασα
και μπάλα αμέσως στον έφηβο να δοκιμάζει τη βάκα τη δεμένη να βάζει το ένα πόδι και να δοκιμάζει κι αυτήν και τ’ ανοίγματά του
πιασμένος απ το φανοστάτη και το κίτρινο φως να τον λούζει
αυτός δεν γέλαγε φυσούσε και ξεφυσούσε κι ιδρωμένος θα ταν
αφού νότισαν οι αντανακλάσεις στο τζάμι του μαγαζιού θόλωσαν για ώρα
γιατί πλάτη ήμουνα όπως το πες αλλά όλο το μαγαζί αφόρητα λαμποκοπούσε μπροστά μου νίκελ απ τις κουζίνες, φώτα ποτήρια μπουκάλια κι άσπρη η νύχτα άσπρη
μ'όλα τα καλοσιδερωμένα τραπεζομάντηλα να κρύβουν τη θάλασσα και μόνο κάπου σε μαύρο σε μια πόρτα κλειστή να ξεφεύγεις με λίγο φεγγάρι αγκαλιά
να μου κλείνεις το μάτι να σε δω να τη δω να μας δω
και σα να πήγα ναπλώσω το χέρι να σε πιάσω
κι είχες βάλει το μπουκάλι μου του τσίπουρου μπροστά
κι ήταν εκεί φωτεινή γαλάζια πρωϊνή μου την έχεις φυλάξει δες δες να μου λες μπροστά σου τόσο κοντά γαλάζια λουσμένη στο φως του ήλιου γαλήνια
με είδες ξανά θολωμένη και είπες στο ζευγάρι των πενηντάρηδων να τελειώσει τη βόλτα
να γυρίσουν χέρι χέρι πιασμένοι κουκουλωμένοι να φαίνονται μόνο οι κόκκινες μύτες τους και τα γυαλιά τους τα θολωμένα από χνώτα μαζί κράτα κράτα να μου λένε μαζί
Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010
Σχολείο ζητάει...
...υπολογιστές χουρντάδες, μια που οι δικοί του κουβάδες μας αφήνουν χρόνους ένας ένας, που να μπορούν να γράψουν ένα κείμενο στο word να παίξουν μουσική και παιχνίδια
Όσοι κομπιουτεραίοι, κομπιουτεραίισες έχουν να προτείνουν κάτι ας επικοινωνήσουν στο μέιλ μου να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε
Πώς το λεγε η τρελοντόριν στο νέμο
παρόλαυτα...κολυμπάμε κολυμπάμε!
Όσοι κομπιουτεραίοι, κομπιουτεραίισες έχουν να προτείνουν κάτι ας επικοινωνήσουν στο μέιλ μου να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε
Πώς το λεγε η τρελοντόριν στο νέμο
παρόλαυτα...κολυμπάμε κολυμπάμε!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)