Κι αν ήταν χρώμα τι θα ταν;
Άσπρο
Κι αν ήταν παιχνίδι;
Θα πετούσε
Κι αν ήταν κρασί;
Θα μεθούσε
Κι αν ήταν μουσική;
Θα χόρευε
Κι αν ήταν αυτοκίνητο;
Ανοιχτό θα ήταν
Κι αν ήταν καρέκλα;
Δεν θα μπορούσε καρέκλα να ναι, πολυθρόνα θα ταν κουνιστή
Κι αν ήταν φαγητό;
Σαλάτα χωριάτικη θα ταν, φρέσκια με λάδι καλό
Κι αν ήταν μυρωδιά;
Σαν τις φρέζες θα μύριζε
Κι αν ήταν φως;
Κίτρινο θα ταν
Κι αν ήταν αέρας;
Θαλασσινός
Κι αν ήταν τέρας;
Ο Σρεκ θα ταν
Μα ο Σρεκ δεν είναι άσπρος, πράσινος είναι!
Όχι, όχι δεν είναι πράσινος άσπρος είναι, μον φαίνεται πράσινος
Αρρώστια αν ήταν;
Ανίατος και χρονία...σιγουράκι, αυτό!
θα μπορούσε να ναι ένας άσπρος, μεθυσμένος, πιτάμενος, χορευταράς, ανοιχτοχέρης γορίλας που ταρέσουν οι κούνιες, οι ντομάτες, οι φρέζες και χτυπιέται στα πράσινα κάγκελα του κλουβιού του,ενώ πέφτει απάνω του, το κίτρινο φως του δρόμου καιτον ιδρώνει...και πουφπουφπουφ ξεφυσάει, θυμούμενος τους μακρινούς του συγγενείς τους φαλαινογορίλες...θα μπορούσε να ναι μια λύση ο γορίλας...πιθανές άλλες λύσεις καλοδεχούμενες...αν συνοδεύονται δε κι από ιστορίες, ακόμα πιο καλοδεχούμενες:)))...μπας και δροσιστούμε, αδέρφια!!!
Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008
Το μπαλόνι μου
Και μόνο ο πόνος θα μείνει κι ο θάνατος κι η μυρωδιά του καμμένου και τίποτα καινούριο δε θα γεννηθεί
μον στάχτες και δάκρυα θανακατευτούν και λάσπη θα γίνουν υγρή νερουλή που σχήμα δεν παίρνει όσο και να την πλάθεις μαγωνία, σαν το μπαλόνι μου το χιλιοτρύπιο το ξεφούσκωτο που ακόμα προσπαθώ να του κλείσω μια μια τις τρύπες και τα δάχτυλά μου δε μουφτάνουν και το κρατώ...ξεφούσκωτο... να το πετάξω στα σκουπίδια δεν μπορώ, εγώ το χιλιοτρύπησα να μη φουσκώνει και μου σπάσει.
μον στάχτες και δάκρυα θανακατευτούν και λάσπη θα γίνουν υγρή νερουλή που σχήμα δεν παίρνει όσο και να την πλάθεις μαγωνία, σαν το μπαλόνι μου το χιλιοτρύπιο το ξεφούσκωτο που ακόμα προσπαθώ να του κλείσω μια μια τις τρύπες και τα δάχτυλά μου δε μουφτάνουν και το κρατώ...ξεφούσκωτο... να το πετάξω στα σκουπίδια δεν μπορώ, εγώ το χιλιοτρύπησα να μη φουσκώνει και μου σπάσει.
Αναντάν... μπαμπαντάν
Η ιστορία η ίδια αναντάν μπαμπαντάν...ντούρου ντούρου ντούρου, αναντάν...γκόλντουρ γκόλντουρ γκόλντουρ μπαμπαντάν...αχ, εγώ εγώ εγώ...ενώ ντιπ, εσύ εσύ εσύ και ντούρου γκόλντουρ, ντούρου γκόλντουρ, ντούρου γκόλντουρ μαζί στη ρόδα και να τη γυρίζουμε με τον ίδιο κόπο κι οι δυο με το ίδιο βάρος με το ίδιο αχ και ντιπ...έλα έλα Χατιτζέ να κάνουμε τις γκουγκουσλερ κι ας είναι βράδυ μπορεί να μπερδευτούν, αν μας ακούσουν και να βγουν και να φωνάξουν, έλα μπιρ ικί ουτσ Χατιτζέ, μαζί γιαβρί μου γκουγκουουουστσούκ, γκουγκουουουστσούκ, γκουγκουουουστσούκ...πιο δυνατά Χατιτζέ μπας και μας ακούσουν, μπας και σβήσει το ντούρου γκόλντουρ, μπας και το σβήσουν οι δεκαοχτούρες και ξημερώσει, χωρίς να κοιμηθούμε...έλα έλα κουζούμ να σκύψουμε τα κεφάλια μας και νακουμπήσουμε στο μέτωπο και γκουγκουουουστσούκ, γκουγκοιυστσουουούκ καλό μου και τα χέρια μας να κάνουμε φτερά, μπας και τις μοιάσουμε και μας πιστέψουν και μπερδευτούμε μαζί τους κι ακούμε μόνο εμάς...γκουγκουουουστσουκ, γκουγκουουουστσούκ...έλα γκελ κουζούμ, μύτη μύτη να φιληθούμε και μάγουλο μάγουλο και φτερό φτερό.
Powered by eSnips.com |
Χρυσοσκονισμένες σαπουνόφουσκες
και ξαφνικά γέμισε, όλο το δωμάτιο γέμισε χρυσόσκονη που έπεφτε από παντού και μπερδευόταν με τις σαπουνόφουσκες, μικρές και μεγάλες ασπρες μωβ σαπουνόφουσκες, κι έπεφτε πάνω τους η χρυσόσκονη και τις έκανε να λαμπυρίζουν και χόρευαν και γύριζαν, χρυσοσκονισμένες οι σαπουνόφουσκες...από κάπου φυσούσε κι άπλωσες τα χέρια να τις πιάσεις...κι ακουγόταν και μουσική... δεν τις άγγιζες μη σπάσουν μόνο τις ακολουθούσες με τα χέρια και τα μάτια από κοντά κι αυτές κατέβαιναν κι έβαζες τα χέρια σου από κάτω να μην ακουμπήσουν το πάτωμα και σπάσουν... κι εκεί τις ακούμπησες, καμμιά δεν πρόλαβες καμμιά δεν γλύτωσες, όλες ακούμπησαν κι έσπασαν...και μες στην αγωνία έχασες όλες εκείνες που χόρευαν και προσγειώθηκαν στα μαλλιά σου στους ώμους σου στη φούστα σου και μόνο μια τελευταία έφτασε στο πρόσωπό σου και ακούμπησε το μάγουλο σου κι έσπασε κι άφησε χρυσό σαπούνι υγρό να τρέξει σαν κι αυτό που χες στα μαλλιά σου και στους ώμους σου και στη φούστα σου...και σταμάτησε κι ο αέρας κι η μουσική και το πρόσωπό τραβήχτηκε ξαφνικά και το στόμα πήγε νανοίξει και να φωνάξει και μιανανάσα πνιχτή βγήκε και κατάπιε τη φωνή και σούφρωσε ξανά το στόμα και τα δόντια σφίχτηκαν από μόνα τους και τα μάτια κλείσαν και τα φρύδια κατέβηκαν κι όλο το πρόσωπο κουλουριαζόταν και μικραινε κι ήθελε να κρυφτεί να πέσει προς τα κάτω μια πτώση ελεύθερη να πέσει να χωρέσει να συναντήσει το χρυσό το υγρό το σαπούνι στο μάγουλο
Powered by eSnips.com |
Τετάρτη 25 Ιουνίου 2008
Τρίτη 24 Ιουνίου 2008
Πϊφϊρ πϊφϊρ
Γκουγουουουστσούκ, γκουγουουουστσούκ άκουσε τις δεκαοχτούρες απ το διπλανό καραγάτσι και τζϊβϊλ, τζϊβϊλ συμπλήρωσαν τα σπουργίτια.Άϊντε σήκω, σήκω της φώναζαν πϊρϊλ, πϊρϊλ λάμπει ο ήλιος κι η θάλασσα περιμένει σαλντούρ, σουλντούρ αργά ράθυμα και περιμένει με δροσερό αεράκι πϊφϊρ, πϊφϊρ βάλσαμο δροσερό...αννέ, αννέ...άϊντε φώναξε κι η Χατιτζέ με το καπέλο αναχείρας και ζϊβϊρ, ζϊβϊρ, γυρόφερνε τη μάνα της κι έβαζε στο καλάθι τα υπάρχοντά της, τα θαλασσινά και άϊντε, αϊντε αννέ και φϊρϊλ, φϊρϊλ και κανα δυο γυροβολιές γύρω απ τον εαυτό της η Χατιτζέ, γελώντας... σαν τη σβούρα φϊρϊλ, φϊρϊλ γύρω τριγύρω και να βλέπει το φουστάνι της το καινούριο το γαλάζιο να σηκώνεται και να πέφτει. Έλα έλα να μαζέψουμε και τα φρούτα να χουμε στη θάλασσα να τρώμε και λουπούρ, λουπούρ να κάνουν τα δικά μας τα ώριμα τα σεφταλια και κιουτούρ, κιουτούρ του πατέρα σου τα σκληρά που ναι σαν να τα κλέψαμε...αχ πως τα τρώει ο άνθρωπος αυτά τα ξύλα, μπιλμέμ μπε, Χατιτζέ, δεν ξέρω. Α και τα σπόρια μην ξεχάσουμε Χατιτζέ κι εκεί που θα κουραστούμε απ το μπάνιο και θα κάτσουμε κάτω απ την ομπρέλα να μασουλάμε τσιτίρ, τσιτίρ τα σπόρια και να μας κάνουν παρέα μαζί με το αεράκι πϊφϊρ πϊφϊρ και τη θάλασσα σαλντούρ σουλντούρ. Όλα έτοιμα άίντε Χατιτζέ φεύγουμε...πατϊρ πατϊρ ακούστηκε η μικρή στα τσιμέντα της αυλής και τακϊρ τϊκϊρ ακολούθησε η αννέ, βγαίνοντας στο καλντερίμι
Υ.Γ Όλα τα ϊ διαβάζονται ανάμεσα στο ου και το ι το θκο μας, με λίγο προτεταμένη την κάτω γνάθο και το στόμα μισόκλειστο...γιατί ο Ahmed παρακολουθεί...επίσης όλες οι δισύλλαβες ηχολέξεις τονίζονται στη δεύτερη συλλαβή αλλά δεν το χω και το διαλυτικό και τον τόνο συνάμα...θα μάθω που θα πάει
Υ.Γ Όλα τα ϊ διαβάζονται ανάμεσα στο ου και το ι το θκο μας, με λίγο προτεταμένη την κάτω γνάθο και το στόμα μισόκλειστο...γιατί ο Ahmed παρακολουθεί...επίσης όλες οι δισύλλαβες ηχολέξεις τονίζονται στη δεύτερη συλλαβή αλλά δεν το χω και το διαλυτικό και τον τόνο συνάμα...θα μάθω που θα πάει
Powered by eSnips.com |
Τρίτη και τελευταία εκπαιδευτική ανταπόκριση
Προσπαθήσαμε και πηγαίνοντας η μηχανή στο χέρι μα δεν έφτανε, ήθελε και ταλλα τρία ζευγάρια μάτια να ψάχνουν μπας και τα εντοπίσουν κρυμμένα μέσα στο χώμα...νάτο νάτο εκεί μπροστά είναι ανάμεσα στα τσαλιά, μόνο το ένα ζευγάρι μάτια συμμετείχε, τάλλα δυο ίσια μπροστά κουρασμένα, θολωμένα απόλη τη βδομάδα μόνο για τη θάλασσα είχαν μάτια και τη μηχανή την κοιτούσαν σαν ο διάολος το λιβάνι. Υπήρξε συμβιβασμός εν τέλει αναίμακτος, θα πάμε να βραχούμε να δροσίσουμε να παίξουμε ναδειάσουμε και στην πιστροφή...νάτο νάτο και τα τρία ζευγάρια μάτια γελαστά κι υπομονετικά...τάρλατζιρ...κατσουλιέρης, κρυμμένος στα χώματα
να ξύνεται
να στρώνει τα φτερά του
...και να ποζάρει
Ο Άγγελος
Ψηλός μαλλιά μακριά,κουβέντες λίγες, κεράσματα πολλά...Χαλκιδικιώτης, αλλιώτικος...Ινδιάνος Χαλκιδικιώτης,καλός ουγκ είναι το συνθηματικό του, μένει εκεί όλο το καλοκαίρι, στο παλιό βαγόνι...γεια σας, ορέ παληκάρια είναι ο χαιρετισμός...φέτος πια, πέρσι κουβέντα δεν ανταλλάξαμε όλο το καλοκαίρι, μόνο σφηνάκια έστελνε και μας κρατούσε τη γωνιά μας ή έτσι θέλαμε να πιστεύουμε. Φέτος μας μίλησε πρώτη φορά για το ατύχημα του Αγίου Πνευματος που δε μας φώτισε ούτε φέτος ή μάλλον μας φώτισε με το μπουρλότιασμα της κοπελιάς 21 χρονών ήταν...που βρέθηκε να είναι στο τέλος της ουράς των νομάδων και να κλείνει το δρόμο στους δολοφόνους που μετρούσαν να δουν ποιος την έχει μεγαλύτερη,την ταχύτητα και ποιανού το βιος είναι καλύτερο πιο αξιόπιστο πιο ευθύβολο πιο μαύρο ποιανού το βιος μπορεί να κάνει το δρόμο πιο κόκκινο κι ένα κορίτσι να πετάξει και να στροβιλιστεί στον αέρα και να πέσει κάρβουνο στην άσφαλτο. Και των δυονε το βιος ήταν ικανό τελικά, μον του πατέρα της το βιος δεν ήταν ικανό, δεν μπόρεσε να την αναγνωρίσει...κι ο Άγγελος να μας τα λέει και να βουρκώνει...προσέχετε ορέ παληκάρια σαν έρχεστε και θα σας την κρατάω εγώ τη γωνιά σας.
Άδεια η γωνιά και το επόμενο Σαββατοκύριακο αν και αργήσαμε και τα νερά κερασμένα όλη μέρα νερά έστελνε για το παρεάκι με τις ρακέτες τα νερά κερασμένα φώναζε με την ντουντούκα του ο Άγγελος, περίεργα χαμογελαστός ήταν σήμερα κι η ντουντούκα καινούριο φρούτο κι άρχισε να αφιερώνει τραγούδια στην παραλία στην τρίτη ομπρέλα από δεξιά έλεγε, στην πρώτη τη σειρά το άσμα αφιερωμένο κι έβαλε τραγούδια μπόλικα καλοκαιρίνα για κανά μισάωρο αφιέρωνε κι ο κόσμος γέλαγε κι έπινε, χόρευε, γέλαγε βουτούσε, έπαιζε στην υγειά του Άγγελου. Μα ξαφνικά...γκαρντάσια είπε το πρόγραμμα έλαβε τέλος, το βαγόνι θα κλείσει, δυστυχώς για σήμερα...ήταν γύρω στις τρεις το μεσημέρι, ντάλα ο ήλιος...που ναντέξεις χωρίς ένα νεράκι...εκτός αν τραγουδήσουμε μαζί είπε ο Άγγελος με τη ντουντούκα του...ναιιιιι, αναφώνησε το παραλιάκι, βάζοντας την καρδιά του στη θέση του απ την κούλουρη που χε πάει με την ξαφνική ανακοίνωση. Το λοιπόοον αδέρφια είπε ο Άγγελος τον Κραουνάκη τον εξέρουμε...κανά δυο σκόρπια ναι ακούστηκαν...χμμμ,δεν βλέπω ενθουσιασμό και συμμετοχή είπε ο Άγγελος, μπας και ξέρουμε, όμως τη Μαρία την Άσχημη...ΝΑΙΙΙΙΙ, ηχηρότατο το παραλιάκι...Αχουτά μωρέ, μωρέ είπε ο Άγγελος...και το τραγούδι των τίτλων αδέρφια...ΝΑΙΙΙΙΙ, αναφώνησαν σύσσωμες οι ομπρέλες και οι ξαπλώστρες μαζί...Αυτό λοιπόν θα τραγουδήσουμε είπε ο Άγγελος και δε θα το πάρω το βαγόνι...πάμε αδέρφια, έναν στίχο εγώ, έναν εσείς!
Άδεια η γωνιά και το επόμενο Σαββατοκύριακο αν και αργήσαμε και τα νερά κερασμένα όλη μέρα νερά έστελνε για το παρεάκι με τις ρακέτες τα νερά κερασμένα φώναζε με την ντουντούκα του ο Άγγελος, περίεργα χαμογελαστός ήταν σήμερα κι η ντουντούκα καινούριο φρούτο κι άρχισε να αφιερώνει τραγούδια στην παραλία στην τρίτη ομπρέλα από δεξιά έλεγε, στην πρώτη τη σειρά το άσμα αφιερωμένο κι έβαλε τραγούδια μπόλικα καλοκαιρίνα για κανά μισάωρο αφιέρωνε κι ο κόσμος γέλαγε κι έπινε, χόρευε, γέλαγε βουτούσε, έπαιζε στην υγειά του Άγγελου. Μα ξαφνικά...γκαρντάσια είπε το πρόγραμμα έλαβε τέλος, το βαγόνι θα κλείσει, δυστυχώς για σήμερα...ήταν γύρω στις τρεις το μεσημέρι, ντάλα ο ήλιος...που ναντέξεις χωρίς ένα νεράκι...εκτός αν τραγουδήσουμε μαζί είπε ο Άγγελος με τη ντουντούκα του...ναιιιιι, αναφώνησε το παραλιάκι, βάζοντας την καρδιά του στη θέση του απ την κούλουρη που χε πάει με την ξαφνική ανακοίνωση. Το λοιπόοον αδέρφια είπε ο Άγγελος τον Κραουνάκη τον εξέρουμε...κανά δυο σκόρπια ναι ακούστηκαν...χμμμ,δεν βλέπω ενθουσιασμό και συμμετοχή είπε ο Άγγελος, μπας και ξέρουμε, όμως τη Μαρία την Άσχημη...ΝΑΙΙΙΙΙ, ηχηρότατο το παραλιάκι...Αχουτά μωρέ, μωρέ είπε ο Άγγελος...και το τραγούδι των τίτλων αδέρφια...ΝΑΙΙΙΙΙ, αναφώνησαν σύσσωμες οι ομπρέλες και οι ξαπλώστρες μαζί...Αυτό λοιπόν θα τραγουδήσουμε είπε ο Άγγελος και δε θα το πάρω το βαγόνι...πάμε αδέρφια, έναν στίχο εγώ, έναν εσείς!
Powered by eSnips.com |
Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008
Μίνι ανταπόκριση απ τους νομάδες του Σαββατοκύριακου
Το ρουλιώ άρπαξε αδέρφια!!!
Όχι μαυροκόκκινο σαν τις άλλες χρονιές...καφεμαύρο φέτο απ το δεύτερο Σαββατοκύριακο...από Βάσανο μετονομάσθη σε μαύρο ανθρωποφάγο Βάσανο και της συνεστήθησαν χαμόγελα πολλά μπας και φαίνεται στο σκοτάδι, τι γένιται φέτος δεν καταλαβαίνω...να ναι το μαυρο το κακό από μέσα, που ξεπηδά...μπα μωρέ, ο ήλιος μας κάκιωσε πολύ αδέρφια και σάμα τα χει τα δίκαιά του. Επειγόντως αύριο επίσκεψη στο φαρμακείο για αυξημένο δείκτη προστασίας, γιατί μέχρι το Σεπτέμβρη τα πράματα με φαίνεται θα σκουρήνουν ανεπανόρθωτα!!!
Κι άντε με το χρώμα κάτι θακάνουμε...οι μειωμένες αντοχές πολυ με ανησυχούν...τα επαναλαμβανόμενα δεκάλεπτά ρακέτας έχουν γίνει πεντάλεπτα και με πολύυυυ ζόρι κι αγκομαχητό φτάνουν δε φτάνουν τα εφτά λεπτά τη φορά. Ευτυχώς το γόνα δεν αντιδρά και τα πεντάλεπτα είναι ακόμη εφτά την ημέρα...τι νομίζετε άϊντε, άϊντε είναι οι ρακέτες... επιστήμη είναι με ταπαραίτητα records και proofs...μόνο η μύτη μου και ο λοβός του αυτιού μου δεν είναι πιασμένα! Μιλάμε για πολύ πόνο...ένδοξο, όμως και κούραση... ιτς όρμα, μην τα ρωτάς...γλυκιά!
Σαν το άσμα που ακούγαμε του Κηλαηδόνη, γυρνώντας...χρόνια είχα νατακούσω η γραία και πολύ με άρεσε
Υ.Γ. Ε... θα σκάσω άμα δεν το πω...κι εδώ κολλάει άψογα η ρήση ενός αρχικορακίου...πεθαμενατζή σούρδου στο έττερο κοράκι υπάλληλό του, που χαριεντιζόταν με τρυφερή ψυχή σε μια διανυκτέρευση...ξέρετε για μας διανυκτερεύουν τούτοι, για χατήρι μας...και μπαίνει ξάφνου ο αρχικόρακας στο γραφείο και λιέει με το γνωστό κοζανίτικό τακτ...δλια βρε, δλια...όχι μάγουλα και κολιά δλια είπαμι!!!Καληνύχτα, βδε!
Όχι μαυροκόκκινο σαν τις άλλες χρονιές...καφεμαύρο φέτο απ το δεύτερο Σαββατοκύριακο...από Βάσανο μετονομάσθη σε μαύρο ανθρωποφάγο Βάσανο και της συνεστήθησαν χαμόγελα πολλά μπας και φαίνεται στο σκοτάδι, τι γένιται φέτος δεν καταλαβαίνω...να ναι το μαυρο το κακό από μέσα, που ξεπηδά...μπα μωρέ, ο ήλιος μας κάκιωσε πολύ αδέρφια και σάμα τα χει τα δίκαιά του. Επειγόντως αύριο επίσκεψη στο φαρμακείο για αυξημένο δείκτη προστασίας, γιατί μέχρι το Σεπτέμβρη τα πράματα με φαίνεται θα σκουρήνουν ανεπανόρθωτα!!!
Κι άντε με το χρώμα κάτι θακάνουμε...οι μειωμένες αντοχές πολυ με ανησυχούν...τα επαναλαμβανόμενα δεκάλεπτά ρακέτας έχουν γίνει πεντάλεπτα και με πολύυυυ ζόρι κι αγκομαχητό φτάνουν δε φτάνουν τα εφτά λεπτά τη φορά. Ευτυχώς το γόνα δεν αντιδρά και τα πεντάλεπτα είναι ακόμη εφτά την ημέρα...τι νομίζετε άϊντε, άϊντε είναι οι ρακέτες... επιστήμη είναι με ταπαραίτητα records και proofs...μόνο η μύτη μου και ο λοβός του αυτιού μου δεν είναι πιασμένα! Μιλάμε για πολύ πόνο...ένδοξο, όμως και κούραση... ιτς όρμα, μην τα ρωτάς...γλυκιά!
Σαν το άσμα που ακούγαμε του Κηλαηδόνη, γυρνώντας...χρόνια είχα νατακούσω η γραία και πολύ με άρεσε
Υ.Γ. Ε... θα σκάσω άμα δεν το πω...κι εδώ κολλάει άψογα η ρήση ενός αρχικορακίου...πεθαμενατζή σούρδου στο έττερο κοράκι υπάλληλό του, που χαριεντιζόταν με τρυφερή ψυχή σε μια διανυκτέρευση...ξέρετε για μας διανυκτερεύουν τούτοι, για χατήρι μας...και μπαίνει ξάφνου ο αρχικόρακας στο γραφείο και λιέει με το γνωστό κοζανίτικό τακτ...δλια βρε, δλια...όχι μάγουλα και κολιά δλια είπαμι!!!Καληνύχτα, βδε!
Περί οδόντων και φουντουκακίων ο λόγος!
Για ναποκατασταθεί το άσμα που δε σας ίρεσε με το καλομοιράκι...κι επειδή πάει με το καλοκαιράκι, σαν βαθύς Ιούλιος ήταν στη θάλασσα αδακά τουλάχιστον σήμερίς κι επειδή το Νατασσάκι έχει καιρό που μου το χει στείλει και θα στεναχωριεται που δεν σας το βαλα να τακούσετε, ε μικιό;
Α η Άννα η Φόνσου τραγουδάει το...αν δε σας αρέσει κι αυτό...ξέρετε...i kill you!!!
http://www.fileden.com/files/2007/6/15/1179186/Fountoukaki-mou.mp3
Α η Άννα η Φόνσου τραγουδάει το...αν δε σας αρέσει κι αυτό...ξέρετε...i kill you!!!
http://www.fileden.com/files/2007/6/15/1179186/Fountoukaki-mou.mp3
Κυριακή 22 Ιουνίου 2008
Ahmed
Σκεφτόμουν προχτέ ότι δεν έχουμε πει καθόλου τα της προφοράς των τούρκικων...και καθώς σήμερα το πρωί έπινα τον καφέ μου και ψαχούλευα το ιουτούμπε βρήκα τον Ahmed και...ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΑ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΟΥΜΕ ΤΑ ΤΗς ΠΡΟΦΟΡΆς ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΌΤΕΡΟ ΔΥΝΑΤΌΝ ΓΙΑΤΊ...ΔΕΊΤΕ ΓΙΑΤΊ...ΚΑΙ... SILENCE I KILL YOU!!!!
Γελάσαμε τσακαλάκια;) Εγώ πάντως πολύ όλη μέρα στη τάλασσα το i kill you πήγε σύννεφο, μπας και διασκεδάσει το "Εγώ ειμαι ρατσιστής;...εσύ λες τάλασσα!!! που κυκλοφορεί στην Κομοτηνή και τον άνθρωπο, Κινέζος ήταν που τον συναντήσαμε στο δρόμο για τη Χαλκιδική φορτωμένο με την τάβλα του και τα εμπορεύματα να περπατά...ναι με ταπόδια να περπατά στο αριστερό ρεύμα του δρόμου, σύρριζα στη νησίδα, έχοντας την ίδια κατευθυνση με ταυτοκίνητα, ακολουθώντας τη νομαδική φυλή του Σαββατοκύριακου που κραυγάζει ...σαν τη Χαλκιδική πουθενά!!! Μακάρι να φτασε, κάπου ο άνθρωπος κι αν οι επόμενοι τρομοκρατημένοι τρομοκράτες είναι Κινέζοι, ντικάτετ, προσοχή στην προφορά!!!
Γελάσαμε τσακαλάκια;) Εγώ πάντως πολύ όλη μέρα στη τάλασσα το i kill you πήγε σύννεφο, μπας και διασκεδάσει το "Εγώ ειμαι ρατσιστής;...εσύ λες τάλασσα!!! που κυκλοφορεί στην Κομοτηνή και τον άνθρωπο, Κινέζος ήταν που τον συναντήσαμε στο δρόμο για τη Χαλκιδική φορτωμένο με την τάβλα του και τα εμπορεύματα να περπατά...ναι με ταπόδια να περπατά στο αριστερό ρεύμα του δρόμου, σύρριζα στη νησίδα, έχοντας την ίδια κατευθυνση με ταυτοκίνητα, ακολουθώντας τη νομαδική φυλή του Σαββατοκύριακου που κραυγάζει ...σαν τη Χαλκιδική πουθενά!!! Μακάρι να φτασε, κάπου ο άνθρωπος κι αν οι επόμενοι τρομοκρατημένοι τρομοκράτες είναι Κινέζοι, ντικάτετ, προσοχή στην προφορά!!!
Παγωτό κρέμα, μαστιχωτό μες στα σου!
-Τι γίνεται, για πες τη ρώτησε σταυτοκίνητο
-Πολλά ήταν η απάντηση.
-Πες ρε παιδί μου, πες λεπτομέρειες ξεκαθάρισε τίποτα
-Όχι ακόμα
-Και πως είσαι εσύ
-Καλά είμαι, αν και δε με πιστεύεις της έριξε την μπηχτή...της το φιλούσε από προχτές. Είχε αποφασίσει να μην ξοδέψει άλλο προσπάθεια για να της εξηγήσει, ήταν μάταιο να προσπαθήσει να την πείσει, μέναν παλαμάκια που λεγε κι η μάνα δεν γένιτι και το ξανθό δεν ήταν έτοιμο να χειροκροτήσει μαζί της. Αλλά όταν ο άνθρωπος αγαπάει και με το ξανθό το αμοιβαία τα αισθήματα μωρό μου το χαν τραγουδήσει πολλάκις, ανησυχεί ίσως και υπέρ του δέοντος,ειδικά, αν τιλιυταία έχει εξαφανισθεί για αδιευκρίνιστους λόγους,χάνοντας πολλά επεισόδια...λίγο από τύψεις, λίγο από σε ξέρω τι χαλβάς είσαι, λίγο από τα φοβάμαι εγώ αυτά τα μπερδέματα, πολύ από το τρέμω το πηγάδι...δεν ειν δύσκολο να δέσει το γλυκό και τρώγωντας το, να ξεχάσεις τα γενέθλια τα τεσσαράκοντα και την υπόσχεση... θα το σπάσω το σπυρί και θα ταδειάσω ως το τέλος, όσο κι αν πονέσει.
-Έλα, μωρέ μην μαφήνεις στην αγωνία, αφού ξέρεις ότι σε νοιάζομαι.
Το ξέρω καλό μου αλλά δεν μπορώ να σου εξηγήσω κι όλα είναι θολά ακόμα και το μόνο που μπορώ να σου πω είναι τι γένιτι αδακά, απ το Φλεβάρη και δα...αδακά το λοιπόν γένιτι σεισμός που μέχει κάνει να γελάσω πολύ να κλάψω πολύ να ενθουσιαστώ πολύ ναπογοητευτώ πολύ να θυμώσω πολύ να νιώσω νοιάξιμο πολύ, κούραση μα κι αντοχές πολλές να θολώσω πολύ να πονέσω πολύ να χαρώ πολύ να με πιστέψω πολύ να αρχίσω να με γιάνω μόναχη και να φοβάμαι όλο και λιγότερο. Ζω... καταλαβαίνεις περισσότερο από κάθε άλλη φορά τη ζωή μου.
-Μμμμ.
-Αλλιώς να σε το πω για να το κλείσουμε γλυκά...είναι σαν να χεις ακούσει πολλές φορές για το πόσο ωραίο είναι το προφιτερόλ και να μην το χεις δοκιμάσει και να σου κάτσει προφιτερόλ με γλυκόπικρη φρέσκια φτιαγμένη σοκολάτα, χωρίς σαντιγί που να σε λιγώσει με φρεσκοκαβουρντισμένα αμύγδαλα όχι πολύ μικρά κομμένα που να μπαίνουν στο σφράγισμα, χοντροκομμένα να μένουν στο δόντι, με σου μαλακό, όχι λαστιχένιο, που να λιώνει στο στόμα...και μέσα στα σου...έκπληξη παγωτό κρέμα, μαστιχωτό...ανείπωτη συγκίνηση σε λέω, μπουκιά με μάτια κλειστά, μμμ ελαφρύ ναχνακούγεται... και συγχώριο!
-Πολλά ήταν η απάντηση.
-Πες ρε παιδί μου, πες λεπτομέρειες ξεκαθάρισε τίποτα
-Όχι ακόμα
-Και πως είσαι εσύ
-Καλά είμαι, αν και δε με πιστεύεις της έριξε την μπηχτή...της το φιλούσε από προχτές. Είχε αποφασίσει να μην ξοδέψει άλλο προσπάθεια για να της εξηγήσει, ήταν μάταιο να προσπαθήσει να την πείσει, μέναν παλαμάκια που λεγε κι η μάνα δεν γένιτι και το ξανθό δεν ήταν έτοιμο να χειροκροτήσει μαζί της. Αλλά όταν ο άνθρωπος αγαπάει και με το ξανθό το αμοιβαία τα αισθήματα μωρό μου το χαν τραγουδήσει πολλάκις, ανησυχεί ίσως και υπέρ του δέοντος,ειδικά, αν τιλιυταία έχει εξαφανισθεί για αδιευκρίνιστους λόγους,χάνοντας πολλά επεισόδια...λίγο από τύψεις, λίγο από σε ξέρω τι χαλβάς είσαι, λίγο από τα φοβάμαι εγώ αυτά τα μπερδέματα, πολύ από το τρέμω το πηγάδι...δεν ειν δύσκολο να δέσει το γλυκό και τρώγωντας το, να ξεχάσεις τα γενέθλια τα τεσσαράκοντα και την υπόσχεση... θα το σπάσω το σπυρί και θα ταδειάσω ως το τέλος, όσο κι αν πονέσει.
-Έλα, μωρέ μην μαφήνεις στην αγωνία, αφού ξέρεις ότι σε νοιάζομαι.
Το ξέρω καλό μου αλλά δεν μπορώ να σου εξηγήσω κι όλα είναι θολά ακόμα και το μόνο που μπορώ να σου πω είναι τι γένιτι αδακά, απ το Φλεβάρη και δα...αδακά το λοιπόν γένιτι σεισμός που μέχει κάνει να γελάσω πολύ να κλάψω πολύ να ενθουσιαστώ πολύ ναπογοητευτώ πολύ να θυμώσω πολύ να νιώσω νοιάξιμο πολύ, κούραση μα κι αντοχές πολλές να θολώσω πολύ να πονέσω πολύ να χαρώ πολύ να με πιστέψω πολύ να αρχίσω να με γιάνω μόναχη και να φοβάμαι όλο και λιγότερο. Ζω... καταλαβαίνεις περισσότερο από κάθε άλλη φορά τη ζωή μου.
-Μμμμ.
-Αλλιώς να σε το πω για να το κλείσουμε γλυκά...είναι σαν να χεις ακούσει πολλές φορές για το πόσο ωραίο είναι το προφιτερόλ και να μην το χεις δοκιμάσει και να σου κάτσει προφιτερόλ με γλυκόπικρη φρέσκια φτιαγμένη σοκολάτα, χωρίς σαντιγί που να σε λιγώσει με φρεσκοκαβουρντισμένα αμύγδαλα όχι πολύ μικρά κομμένα που να μπαίνουν στο σφράγισμα, χοντροκομμένα να μένουν στο δόντι, με σου μαλακό, όχι λαστιχένιο, που να λιώνει στο στόμα...και μέσα στα σου...έκπληξη παγωτό κρέμα, μαστιχωτό...ανείπωτη συγκίνηση σε λέω, μπουκιά με μάτια κλειστά, μμμ ελαφρύ ναχνακούγεται... και συγχώριο!
Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008
Τόνειρο
RÜYA
Annemi ölmüş gördüm rüyamda.
Ağlayarak uyanışım
Hatırlattı bana, bir bayram sabahı
Gökyüzüne kaçırdığım balonuma bakıp
Ağlayışımı.
----------------------------------------------------
ORHAN VELİ KANIK (1914-1950)
Προσπάθεια απόδοσης
Ρουγιά...τόνειρο
Αννεμί...τη μάνα μου...ολμούς γκιορντούμ...πεθαμένη την είδα...ρουγιαμντά...στόνειρό μου...αγλαγιαράκ ουγιανισίμ...ξύπνησα κλαίγοντας...χατιρλατί μπανά... και μου ρθε στο μυαλό...μπιρ μπαϊράμ σαμπαχί...ένα πρωί...γιορτή είχαμε...γκιοκουτζουνέ κατσιρντιγίμ...που κοιτούσα τον ουρανό για ώρα, ψάχνοντας...μπαλονουμά μπακίπ... να δω το μπαλόνι μου...που έχασα...αγλαγισιμί...κλαίγοντας
Υ.Γ. No news...good news που λεν κι οι φίλοι μας οι Άγγλοι, οπότε βουρ μέχρι να σου ρθει η μπούφλα και τότε γλιέπουμε, όζαμαν μπακατζάζ. Μέχρι, τούδε όμως αδέρφια να ευχαριστήσω όλους εκείνους που με στηρίζουν και μου λένε συνέχισε, με τον τρόπο του ο καθένας...τη χαρά μου σας στέλνω
Annemi ölmüş gördüm rüyamda.
Ağlayarak uyanışım
Hatırlattı bana, bir bayram sabahı
Gökyüzüne kaçırdığım balonuma bakıp
Ağlayışımı.
----------------------------------------------------
ORHAN VELİ KANIK (1914-1950)
Προσπάθεια απόδοσης
Ρουγιά...τόνειρο
Αννεμί...τη μάνα μου...ολμούς γκιορντούμ...πεθαμένη την είδα...ρουγιαμντά...στόνειρό μου...αγλαγιαράκ ουγιανισίμ...ξύπνησα κλαίγοντας...χατιρλατί μπανά... και μου ρθε στο μυαλό...μπιρ μπαϊράμ σαμπαχί...ένα πρωί...γιορτή είχαμε...γκιοκουτζουνέ κατσιρντιγίμ...που κοιτούσα τον ουρανό για ώρα, ψάχνοντας...μπαλονουμά μπακίπ... να δω το μπαλόνι μου...που έχασα...αγλαγισιμί...κλαίγοντας
Υ.Γ. No news...good news που λεν κι οι φίλοι μας οι Άγγλοι, οπότε βουρ μέχρι να σου ρθει η μπούφλα και τότε γλιέπουμε, όζαμαν μπακατζάζ. Μέχρι, τούδε όμως αδέρφια να ευχαριστήσω όλους εκείνους που με στηρίζουν και μου λένε συνέχισε, με τον τρόπο του ο καθένας...τη χαρά μου σας στέλνω
Ρουκ-ζουκ
Το θυμάστε βρε τσακαλάκια;) εκεί κάπου στο 80, αν δε με γελάει το κουνημένο το τσερβέλο μου,που έχει πολλέεεες πιθανότητες να μι γιλάει...πως το λέγανε το κορίτσι μη με ρωτήσετε...αλλά το χαμόγελο και τη δροσιά της και τη θκια της και του παιχνιδιού τη θυμάμαι, γρήγορο, έξυπνο...ατάκα στην ατάκα και με την πλάτη γυρισμένη στον συμπαίκτη και τακουστικά...δεν μπορεί θα τα θυμάστε, τουλάχιστον τακουστικά και το χτύπημα στην πλάτη και το χρόνο να τρέχει και την αγωνία για να βρεις τη λέξη και το όχι, όχι της απογοήτευσης και το κουδούνι να μουγκρίζει θυμωμένα για το τέλος του χρόνου και για τη χαμένη ευκαιρία σαν το παιδί που σφίγγει χέρια και δόντια,λίγο πριν κλάψει... τσατισμένο που του πήραν το παιχνίδι του.Κι αυτοί που δε θυμηθήκατε...άφκετε το ρουλιώ να σας πει...για το κοζανίτικό το team να σας πει που καθάρισε το παιχνίδι σε λιγότερο από ένα λεπτό και πήρε τα σώβρακα της αντίπαλης ομάδας...κάπου απά σιακάτ ήτανε τούτοι...που να το ξέρουν το σβάπα σβούπα, μον στη σουρδία ευδοκιμεί η αρετή ταύτη.
Μια μίνι αναφορά στο ρουκζούκιο πλαίσιο...αμάν δείτε και λίγη τηλεόραση όλο βιβλία και βιβλία, χαζώνεται ο άνθρωπος...πέντε παίχτες το λοιπόν σε κάθε ομάδα ο ένας πίσω απ τον άλλο και ο πρώτος φάτσα φάτσα με το κορίτσι το γελαστό, που μι νάζι λέει στους κοζανίτες να περιγράψουν ο ένας στον άλλο το ΛΥΥΥΥΚΟ, χωρίς να πουν τ' λέξη την κακιά και χωρίς να χρησιμοποιήσουν τον ίδιο τρόπο εξήγησης ο ένας με τον άλλο...αν τυχαία πέσουν απάν στην ίδια λέξη γιατί φορούν ακουστικά και δε μπορούν νακούσουν και ναποφύγουν τις ίδιες περιγραφές, το κουδούνι ουρλιάζει μανιασμένα ρίχνοντας τη μπούφλα και λέγοντας πάρταλλιώς κι ο χρόνος χάνεται...και το κορίτσι δε ξέρει τι πα να πει σουρδία και δίνει βούτυρο στο ψωμί των ορεσίβιων που τον εξέρουνε καλά το ΛΥΥΥΥΥΚΟ καιχτυπάει ο πρώτος το δεύτερο σμπλάτη για να γυρίσει και να βγάλ' ταναθιματισμένα τούτα τα μαυρα πράματα απ ταυτιά τ και τλέει
ΤΡΑΝΟ ΖΛΑΠ
ΛΥΥΥΥΚΟΥΣ...ή απάντηση σι διυτιρόλεπτα
Χτύπημα σμπλάτη
Ίφαγε τ γομάρι της Λουϊας
ΛΥΥΥΥΚΟΥς
Χτύπημα σμπλάτη
Η Φλούσα τ Νάκου, μωρέ
ΛΥΥΥΥΚΟΥς, μαύρους
Χτύπημα σμπλάτη
Ντουου ε,ντουυυ... χάλαστον σι λέω
ΛΥΥΥΥΚΟΥς
Χτύπημα σμπλάτη
Ούεεε! Πάτατον τ' μαύρον, ούεε να πλαντάξ!
ΛΥΥΥΥΚΟΥς
Πανηγυρισμοί κι αλλαλαγμοί οι Σούρδοι...το κουδούνι έκανε ώρα να χτυπήσει
Και σβάπα σβούπα τον εκαθαρίσανε σαν αυγό τον μαύρονε, σι διυτιρόλεπτα...κι είχανε να λέγανε ούλο το χειμώνα...πως σαν αυγό τον καθαρίσανε το ΛΥΥΥΥΚΟΥ και το πιχνίδι κι τις κατωμερίτες. Τοξερι η Σουρδία το μαύρο το ύπουλο, το φθονερό τούτο το ζλάπι...τρανό κακό μπορούσε να κάνει...αγιά κακό!
Α ρε κατακαημένη Σουρδία...ένα μεγάλο συγγνώμη μαύρε...ΛΥΥΥΚΕ, μαύρε, μοναχέ...για σένα το καλοκαίρι του Νιόνιου, δυστυχώς χωρίς μουσική...τι γιλάτι βρε, δεν τοχασε το ρουλιώ ταρεσει του μαύρου ΛΥΥΥΥΚΟΥ το καρπούζι... να μα την Παναϊα σας λιέω
Καλοκαίρι
η γαλάζια προκυμαία θα σε φέρει
καλοκαίρι
καρεκλάκια, πετονιές μέσ’ το πανέρι
μες τη βόλτα αυτού του κόσμου που μας ξέρει
καλοκαίρι
πλάι στα μέγαρα, στις τέντες με τ’ αγέρι
καλοκαίρι
με χρυσούς ανεμιστήρες μεταφέρει
την βανίλια με το δίσκο του στο χέρι
την κοψιά μιας προτομής μέσ’ το παρτέρι
καλοκαίρι
μ’ ανοιχτό πουκαμισάκι στα ίδια μέρη
Καλοκαίρι
με μισόκλειστες τις γρίλιες μεσημέρι
καλοκαίρι
καθρεφτάκια και μια θάλασσα που τρέμει
στο ταβάνι και τους γύψους μεσημέρι
καλοκαίρι
με τον κούκο μέσ’ τα πεύκα και στ’ αμπέλι
καλοκαίρι
στόμα υγρό, μικροί λαγώνες, καλοκαίρι
με τη φέτα το καρπούζι στο ‘να χέρι
με φιλιά μισολιωμένα, καλοκαίρι
καλοκαίρι
λίγες φλούδες στης κουζίνας το μαχαίρι
Καλοκαίρι
του σκυμμένου θεριστή του τυφλοχέρη
καλοκαίρι
με βαριά μοτοσικλέτα μες τα σκέλη
τους φακούς του ανάβει μέρα μεσημέρι
καλοκαίρι
όλο πίσσα και κατράμι καλοκαίρι
καλοκαίρι
με τον ρόγχο του air condition μεσημέρι
φαλακροί μέσ’ τις σακούλες μας σαν γέροι
εκεινού με τ’ άσπρο κράνος που μας ξέρει
καλοκαίρι
μια οσμή νεκροθαλάμου, καλοκαίρι
Καλοκαίρι
στην αρχή σαν έγχρωμο έργο στην Ταγγέρη
αλλά εν τέλει
με του κάτω κόσμου το έγκαυμα στο χέρι
την λαχτάρα του στον κόσμο περιφέρει
καλοκαίρι
στον χαμό του οδηγημένο και το ξέρει
καλοκαίρι
τόσο ώριμο που πέφτοντας προσφέρει
μια πλημμύρα των καρπών, στάρι και μέλι
στον σπασμό του το απόλυτο το αστέρι
καλοκαίρι
μες τα κόκκινα της δύσης του ανατέλλει
Υ.Γ. Αν το χει κανείς το άσμα...ξέρετε σεις, βοηθάτε το ρουλιώ κι υπομονννή!
Υ.Γ κι άλλο Δεν είναι να βάλεις μια φωνή στη γειτονιά τούτη, κάπως θα γένει και θακουστείς...να τώρα ρε παιδί απ τον island στον κ κ Μοίρη κι ανοίξε η πόρτα και για το το καλοκαίρι με φωνή
Μια μίνι αναφορά στο ρουκζούκιο πλαίσιο...αμάν δείτε και λίγη τηλεόραση όλο βιβλία και βιβλία, χαζώνεται ο άνθρωπος...πέντε παίχτες το λοιπόν σε κάθε ομάδα ο ένας πίσω απ τον άλλο και ο πρώτος φάτσα φάτσα με το κορίτσι το γελαστό, που μι νάζι λέει στους κοζανίτες να περιγράψουν ο ένας στον άλλο το ΛΥΥΥΥΚΟ, χωρίς να πουν τ' λέξη την κακιά και χωρίς να χρησιμοποιήσουν τον ίδιο τρόπο εξήγησης ο ένας με τον άλλο...αν τυχαία πέσουν απάν στην ίδια λέξη γιατί φορούν ακουστικά και δε μπορούν νακούσουν και ναποφύγουν τις ίδιες περιγραφές, το κουδούνι ουρλιάζει μανιασμένα ρίχνοντας τη μπούφλα και λέγοντας πάρταλλιώς κι ο χρόνος χάνεται...και το κορίτσι δε ξέρει τι πα να πει σουρδία και δίνει βούτυρο στο ψωμί των ορεσίβιων που τον εξέρουνε καλά το ΛΥΥΥΥΥΚΟ καιχτυπάει ο πρώτος το δεύτερο σμπλάτη για να γυρίσει και να βγάλ' ταναθιματισμένα τούτα τα μαυρα πράματα απ ταυτιά τ και τλέει
ΤΡΑΝΟ ΖΛΑΠ
ΛΥΥΥΥΚΟΥΣ...ή απάντηση σι διυτιρόλεπτα
Χτύπημα σμπλάτη
Ίφαγε τ γομάρι της Λουϊας
ΛΥΥΥΥΚΟΥς
Χτύπημα σμπλάτη
Η Φλούσα τ Νάκου, μωρέ
ΛΥΥΥΥΚΟΥς, μαύρους
Χτύπημα σμπλάτη
Ντουου ε,ντουυυ... χάλαστον σι λέω
ΛΥΥΥΥΚΟΥς
Χτύπημα σμπλάτη
Ούεεε! Πάτατον τ' μαύρον, ούεε να πλαντάξ!
ΛΥΥΥΥΚΟΥς
Πανηγυρισμοί κι αλλαλαγμοί οι Σούρδοι...το κουδούνι έκανε ώρα να χτυπήσει
Και σβάπα σβούπα τον εκαθαρίσανε σαν αυγό τον μαύρονε, σι διυτιρόλεπτα...κι είχανε να λέγανε ούλο το χειμώνα...πως σαν αυγό τον καθαρίσανε το ΛΥΥΥΥΚΟΥ και το πιχνίδι κι τις κατωμερίτες. Τοξερι η Σουρδία το μαύρο το ύπουλο, το φθονερό τούτο το ζλάπι...τρανό κακό μπορούσε να κάνει...αγιά κακό!
Α ρε κατακαημένη Σουρδία...ένα μεγάλο συγγνώμη μαύρε...ΛΥΥΥΚΕ, μαύρε, μοναχέ...για σένα το καλοκαίρι του Νιόνιου, δυστυχώς χωρίς μουσική...τι γιλάτι βρε, δεν τοχασε το ρουλιώ ταρεσει του μαύρου ΛΥΥΥΥΚΟΥ το καρπούζι... να μα την Παναϊα σας λιέω
Καλοκαίρι
η γαλάζια προκυμαία θα σε φέρει
καλοκαίρι
καρεκλάκια, πετονιές μέσ’ το πανέρι
μες τη βόλτα αυτού του κόσμου που μας ξέρει
καλοκαίρι
πλάι στα μέγαρα, στις τέντες με τ’ αγέρι
καλοκαίρι
με χρυσούς ανεμιστήρες μεταφέρει
την βανίλια με το δίσκο του στο χέρι
την κοψιά μιας προτομής μέσ’ το παρτέρι
καλοκαίρι
μ’ ανοιχτό πουκαμισάκι στα ίδια μέρη
Καλοκαίρι
με μισόκλειστες τις γρίλιες μεσημέρι
καλοκαίρι
καθρεφτάκια και μια θάλασσα που τρέμει
στο ταβάνι και τους γύψους μεσημέρι
καλοκαίρι
με τον κούκο μέσ’ τα πεύκα και στ’ αμπέλι
καλοκαίρι
στόμα υγρό, μικροί λαγώνες, καλοκαίρι
με τη φέτα το καρπούζι στο ‘να χέρι
με φιλιά μισολιωμένα, καλοκαίρι
καλοκαίρι
λίγες φλούδες στης κουζίνας το μαχαίρι
Καλοκαίρι
του σκυμμένου θεριστή του τυφλοχέρη
καλοκαίρι
με βαριά μοτοσικλέτα μες τα σκέλη
τους φακούς του ανάβει μέρα μεσημέρι
καλοκαίρι
όλο πίσσα και κατράμι καλοκαίρι
καλοκαίρι
με τον ρόγχο του air condition μεσημέρι
φαλακροί μέσ’ τις σακούλες μας σαν γέροι
εκεινού με τ’ άσπρο κράνος που μας ξέρει
καλοκαίρι
μια οσμή νεκροθαλάμου, καλοκαίρι
Καλοκαίρι
στην αρχή σαν έγχρωμο έργο στην Ταγγέρη
αλλά εν τέλει
με του κάτω κόσμου το έγκαυμα στο χέρι
την λαχτάρα του στον κόσμο περιφέρει
καλοκαίρι
στον χαμό του οδηγημένο και το ξέρει
καλοκαίρι
τόσο ώριμο που πέφτοντας προσφέρει
μια πλημμύρα των καρπών, στάρι και μέλι
στον σπασμό του το απόλυτο το αστέρι
καλοκαίρι
μες τα κόκκινα της δύσης του ανατέλλει
Υ.Γ. Αν το χει κανείς το άσμα...ξέρετε σεις, βοηθάτε το ρουλιώ κι υπομονννή!
Υ.Γ κι άλλο Δεν είναι να βάλεις μια φωνή στη γειτονιά τούτη, κάπως θα γένει και θακουστείς...να τώρα ρε παιδί απ τον island στον κ κ Μοίρη κι ανοίξε η πόρτα και για το το καλοκαίρι με φωνή
Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008
Αμ...σορυ
Εκεί κάπου στο 50 στην Κομοτηνή, γκιουμουλτζίνε ταραφαντάν που λέγαμε και προψές, εμφανίστηκε ένας ξένος, γιαπαντζί, μπε.Και πήρανε φωτιά τα σοκάκια της αγοράς και λαγαλούγα φουλ στους καφενέδες, μπακ μπακ, γιαπαντζί, δες δες για τος ο ξένος...ιγκιλίζ καλίμπα, Άγγλος με φαίνεται, είπε ο Αμέτ που χε κάνει στα καράβια και σαν κάτι νακουσε να σιγομουρμουρίζει ο ξένος. Τα χαμπέρια πήραν σβάρνα και τα καλντερίμια κι άκούστηκαν πίσω κι απ τους ψηλούς μαντρότοιχους, βαλά μπιρ γιαπαντζί, αλήθεια αλήθεια ένας ξένος ήρθε, ταμ κασαμπαντάν, μες στην πόλη στην αγορά γυρνάζει ολημερίς κι ολονυχτίς, νε ιστί, μπε τσοτζούμ, τι να θέλει βρε παιδί...μπίλμιμ, που να ξέρω, ις αλλάχ, ις αλλάχ... ο θεός είναι μεγάλος. Και βάλαν τα μαντώ τα μαντίλια και τα τσόκαρα πάνω απ τα πατούνια οι κυρίες και βγήκαν απ τις αυλές στα σκαλοπάτια με τα σπόρια το λακιρντί και την απορία, νε ιστί, μπε...τι θέλει, άραγε, άμα ις αλλάχ, αυτός ξέρει και θα μας βοηθήσει.Την ένιωσε την αναστάτωση ο ξένος την έβλεπε σε κάθε στροφή, τους έβλεπε ναπομακρύνονται για να περάσει και να κρυφογελάνε και να τον εδείχνουν με το δάχτυλο...κι άρχισε ναπολογείται ο καψερός, αμ σόρυ να τους λέει ο άγγλος, αμ σόρυ όλο και πιο δυνατά μπας και τον ακούσουν, αμ σόρυ μπας και σταματήσουν ναλλάζουν δρόμο μόλις τον εβλέπουν...και αμ σορύ, άκουσαν στους καφενέδες και αμ σορύ ταξίδεψε στα σοκάκια, γελώντας και αμ σορύ έφτασε και στα σκαλοπάτια και κοκκίνησαν οι κυρίες και φτύσαν τους κόρφους τους
Γλωσσάρι
Αμ :Όχι το θκο μας αμ που να ξερες, αμ ουσιαστικό, γλυκό και τζιβιτζουλιάρικο, αναντίμ μπε, καταλάβατε...όι με ζορίζετε αδέρφια κι είμαι κι από παλάτι και δε λέμε εμείς τέτοια πράματα αμ μπε πως να το πω το σκοτεινο αντικείμενο του πόθου, εκείνο που και καράβι σέρνει...ε, μη μου πεις πάλι ανάμαντιμ, δεν κατάλαβα για θα τη φας τη μπούφλα
Σορύ : απ το σορίορ που θα πει ρωτάει και στα θρακιώτικα φεύγει η κατάληξη η βερυ ταμπλ τούρκικη και γένιτι σορύ, όπως σεβί απ το σεβίορ, μπιλί απ το μπιλίορ, γκελί απ το γκελίορ
Υ.Γ. και τραγουδάκι απ το Μάλαμα σήμερις... δεν παέννει με το αμ σορυ, αλλά για το Ρουλιώ το άσμα που θα πάει στο Μάλαμα, αδέρφια και θα την ακούσει λάιβ...την πριγκιπέσσα. Στην υγειά σας βδε!
Γλωσσάρι
Αμ :Όχι το θκο μας αμ που να ξερες, αμ ουσιαστικό, γλυκό και τζιβιτζουλιάρικο, αναντίμ μπε, καταλάβατε...όι με ζορίζετε αδέρφια κι είμαι κι από παλάτι και δε λέμε εμείς τέτοια πράματα αμ μπε πως να το πω το σκοτεινο αντικείμενο του πόθου, εκείνο που και καράβι σέρνει...ε, μη μου πεις πάλι ανάμαντιμ, δεν κατάλαβα για θα τη φας τη μπούφλα
Σορύ : απ το σορίορ που θα πει ρωτάει και στα θρακιώτικα φεύγει η κατάληξη η βερυ ταμπλ τούρκικη και γένιτι σορύ, όπως σεβί απ το σεβίορ, μπιλί απ το μπιλίορ, γκελί απ το γκελίορ
Υ.Γ. και τραγουδάκι απ το Μάλαμα σήμερις... δεν παέννει με το αμ σορυ, αλλά για το Ρουλιώ το άσμα που θα πάει στο Μάλαμα, αδέρφια και θα την ακούσει λάιβ...την πριγκιπέσσα. Στην υγειά σας βδε!
Μακαριά
ANLATAMIYORUM
(moro romantico)
Ağlasam sesimi duyar mısınız,
Mısralarımda;
Dokunabilir misiniz,
Göz yaşlarıma, ellerinizle?
Bilmezdim şarkıların bu kadar güzel,
Kelimelerinse kifayetsiz olduğunu
Bu derde düşmeden önce.
Bir yer var, biliyorum;
Her şeyi söylemek mümkün;
Epeyce yaklaşmışım, duyuyorum;
Anlatamıyorum
---------------------------------------------
ORHAN VELİ KANIK (1914-1950)
Προσπάθεια απόδοσης
Ανλατάμιορουμ...οι λέξεις δε μου φτάνουν
Αγλασάμ...αν κλάψω...σεσιμί ντουγιάρ μισινίζ...θα μπορέσετε νακούσετε τη φωνή μου...μισλαριμντά...στους στίχους μου...ντοκουναμπιλίρ μισινίζ...θα μπορέσετε νακουμπήσετε...γκιοζ γιασλαριμά...τα δάκρυα, τα δάκρυα των ματιών μου...ελερινιζλέ...με τα χέρια σας...μπιλμεζντίμ...δεν ήξερα...σαρκιλαρίν μπου γκαντάρ γκιουζέλ...δεν ήξερα, πόσο όμορφα ήταν τα τραγούδια...κελιμελερινσέ...κι οι λέξεις...κιφαετσίζ ολντουγιουνού...κι οι λέξεις, τόσο λίγες...μπου ντερντέ ντουσμεντέν ουντσέ...πριν πέσω σαυτό το ντέρτι...μπιρ γιερ βάρ... μπιλίορουμ...ξέρω υπάρχει... υπάρχει ένας τόπος...χερ σεϊ...που όλα...σοϊλεμέκ μουμκούν...που όλα... μπορείς να τα πεις...επεϊτζέ γιακλασμισίν...έχω πλησιάσει, εκεί...ντουγιούορουμ...τον ακούω...ανλατάμιορουμ...μα δεν μπορώ...ανλατάμιορουμ... οι λέξεις δε μου φτάνουν...ανλατάμιορουμ...δε μου φτάνουν... να σας τον ζωγραφίσω
(moro romantico)
Ağlasam sesimi duyar mısınız,
Mısralarımda;
Dokunabilir misiniz,
Göz yaşlarıma, ellerinizle?
Bilmezdim şarkıların bu kadar güzel,
Kelimelerinse kifayetsiz olduğunu
Bu derde düşmeden önce.
Bir yer var, biliyorum;
Her şeyi söylemek mümkün;
Epeyce yaklaşmışım, duyuyorum;
Anlatamıyorum
---------------------------------------------
ORHAN VELİ KANIK (1914-1950)
Προσπάθεια απόδοσης
Ανλατάμιορουμ...οι λέξεις δε μου φτάνουν
Αγλασάμ...αν κλάψω...σεσιμί ντουγιάρ μισινίζ...θα μπορέσετε νακούσετε τη φωνή μου...μισλαριμντά...στους στίχους μου...ντοκουναμπιλίρ μισινίζ...θα μπορέσετε νακουμπήσετε...γκιοζ γιασλαριμά...τα δάκρυα, τα δάκρυα των ματιών μου...ελερινιζλέ...με τα χέρια σας...μπιλμεζντίμ...δεν ήξερα...σαρκιλαρίν μπου γκαντάρ γκιουζέλ...δεν ήξερα, πόσο όμορφα ήταν τα τραγούδια...κελιμελερινσέ...κι οι λέξεις...κιφαετσίζ ολντουγιουνού...κι οι λέξεις, τόσο λίγες...μπου ντερντέ ντουσμεντέν ουντσέ...πριν πέσω σαυτό το ντέρτι...μπιρ γιερ βάρ... μπιλίορουμ...ξέρω υπάρχει... υπάρχει ένας τόπος...χερ σεϊ...που όλα...σοϊλεμέκ μουμκούν...που όλα... μπορείς να τα πεις...επεϊτζέ γιακλασμισίν...έχω πλησιάσει, εκεί...ντουγιούορουμ...τον ακούω...ανλατάμιορουμ...μα δεν μπορώ...ανλατάμιορουμ... οι λέξεις δε μου φτάνουν...ανλατάμιορουμ...δε μου φτάνουν... να σας τον ζωγραφίσω
Τρίτη 17 Ιουνίου 2008
Μοχίτος
Είπαμε και προχτέ, το καλοκαίρι το θέλει το μοχιτάκι, κάλιο σμπαραλία βέβαια, αλλά απ τολότελα...σμπαραλίας πεσούσης και στο μπαλκόνι γένιτι. Μον μέντα θέλει, το δυόσμο στα γεμιστά, αδέρφια...το μοχιτάκι θέλει τη μέντα του φρέσκια, μοσχομυριστή απ τη γλάστρα.Ναι, βρε είναι πασέ το Ρουλιώ,προβλέψιμη ένα επικοινωνιακό λάθος ολόκληρη , όπως και το μοχίτο, κατά πως λένε οι γραφές.
Όσες λοιπόν μετριότητες, συνηθισμένοι, μικροί καθημερινοί, φίλοι, αντέχετε νακούτε τα λυμμένα τα γνωστά να εξηγούνται με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες στην υγειά σας θα το πιει το Ρουλιώ το μοχίτο της το βράδυ και πρώτα θα χτυπήσει το ποτήρι της στο τραπέζι...γιατί; Γιατί έτσι, αδέρφια...όπως είπε και η Αναστασία προχτέ το πρωί που γυρίσαν και τη βρήκαν, χυμένη σαν συντριβάνι που του τέλειωσε η πίεση κι ίσα ίσα αναβλύζει...μέσα σε δυο ώρες από κει που την αφήσαν, φουντωτή φουντωτή καταπράσινη ζωντανή, τη βρήκαν, κάτω να χει αγκαλιάσει τη γλάστρα και μυρωδιά...λίγο λίγο μυρίζει ακόμα, την προλαβαίνουμε της είπε.Την βάλανε μέσα στη σκιά...εδώ η σκιά είναι ζωή, που λεγε ο Αμπντάλα, ο ξεναγός...και την κοιτούσαν την Αναστασία και κοιτάζονταν.
-Γκουτσοδουλειά, μου μυρίζεται είπε εντέλει το καμάρι...μας την κατούρησε το σκατόγατο και την ξέρανε τη δόλια...από μέρες με παρακολουθεί που την ποτίζω και την περιποιούμαι, από κοντά μέχει κι όσο αυτή μυρίζει, τόσο το μαλακισμένο φτερνίζεται, μα δε φεύγει, εκεί, αχ άμα σε πιάσω στα χέρια μου, ρε γκούτσυ...και χτες ψεκάσαν κι απ το δήμο οι παπάρες, λες αυτό...μα το πρωί ήταν καλά και την πότισα...λες ο ήλιος κιη ζέστη
-Άστα τώρα...νερό να της ρίξουμε μπας και την προλάβουμε...
Ένα ποτήρι κιχ η Αναστασία, έλα καλό μου μια τζουρα μυρωδιά δως μας... δυο ποτήρια κιχ, έλα και θα σε πιούμε το βράδυ... τρία ποτήρια...και κει στην πίσω γωνία ένα φυλλαράκι τσακ τσακ σαν να κουνήθηκε και σαν να μύρισε λίγο...κι ένα άλλο μπροστά κι ένα άλλο στη βρύση κοντά...κλείσε το παράθυρο...μα δε φυσάει...κλείσε, κλείσε...δε μπορεί από κάπου φυσάει...κλείστο να σιγουρευτώ να το πιστέψω, γελιόμαστε δεν μπορεί...κι άλλο ποτήρι και τσακ τσακ κι άλλο φύλλο κι ευχαριστώ να σιγομουρμουράει η Αναστασία και να ορθώνεται σιγά σιγά με κόπο και βοηθάτε με να μας λέει, νερό νερό κιάλλο και να μυρίζει, με κάθε φυλλαράκι της να μας στέλνει και μια τζούρα...να μην την πνίξουμε τώρα, μήπως δε θέλει άλλο...μα μας μιλάει, νερό θέλω...να δες στάλα δεν έχει στο πιάτο της, δεν αφήνει στάλα το ζωντανό, απαντάει και τσακ τσακ ορθώνεται και μοσχοβολάει...έλα κοπέλα μου το πέρασες έλα, δως μας μυρωδιά δως μας
Κατεβαίνοντας του το πε...άντε ρε, υπερβολές...πήγαινε να τη δεις, αλλά πάλι υπερβολές θα πεις...για δε σαρέσει το μοχίτο
Όσες λοιπόν μετριότητες, συνηθισμένοι, μικροί καθημερινοί, φίλοι, αντέχετε νακούτε τα λυμμένα τα γνωστά να εξηγούνται με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες στην υγειά σας θα το πιει το Ρουλιώ το μοχίτο της το βράδυ και πρώτα θα χτυπήσει το ποτήρι της στο τραπέζι...γιατί; Γιατί έτσι, αδέρφια...όπως είπε και η Αναστασία προχτέ το πρωί που γυρίσαν και τη βρήκαν, χυμένη σαν συντριβάνι που του τέλειωσε η πίεση κι ίσα ίσα αναβλύζει...μέσα σε δυο ώρες από κει που την αφήσαν, φουντωτή φουντωτή καταπράσινη ζωντανή, τη βρήκαν, κάτω να χει αγκαλιάσει τη γλάστρα και μυρωδιά...λίγο λίγο μυρίζει ακόμα, την προλαβαίνουμε της είπε.Την βάλανε μέσα στη σκιά...εδώ η σκιά είναι ζωή, που λεγε ο Αμπντάλα, ο ξεναγός...και την κοιτούσαν την Αναστασία και κοιτάζονταν.
-Γκουτσοδουλειά, μου μυρίζεται είπε εντέλει το καμάρι...μας την κατούρησε το σκατόγατο και την ξέρανε τη δόλια...από μέρες με παρακολουθεί που την ποτίζω και την περιποιούμαι, από κοντά μέχει κι όσο αυτή μυρίζει, τόσο το μαλακισμένο φτερνίζεται, μα δε φεύγει, εκεί, αχ άμα σε πιάσω στα χέρια μου, ρε γκούτσυ...και χτες ψεκάσαν κι απ το δήμο οι παπάρες, λες αυτό...μα το πρωί ήταν καλά και την πότισα...λες ο ήλιος κιη ζέστη
-Άστα τώρα...νερό να της ρίξουμε μπας και την προλάβουμε...
Ένα ποτήρι κιχ η Αναστασία, έλα καλό μου μια τζουρα μυρωδιά δως μας... δυο ποτήρια κιχ, έλα και θα σε πιούμε το βράδυ... τρία ποτήρια...και κει στην πίσω γωνία ένα φυλλαράκι τσακ τσακ σαν να κουνήθηκε και σαν να μύρισε λίγο...κι ένα άλλο μπροστά κι ένα άλλο στη βρύση κοντά...κλείσε το παράθυρο...μα δε φυσάει...κλείσε, κλείσε...δε μπορεί από κάπου φυσάει...κλείστο να σιγουρευτώ να το πιστέψω, γελιόμαστε δεν μπορεί...κι άλλο ποτήρι και τσακ τσακ κι άλλο φύλλο κι ευχαριστώ να σιγομουρμουράει η Αναστασία και να ορθώνεται σιγά σιγά με κόπο και βοηθάτε με να μας λέει, νερό νερό κιάλλο και να μυρίζει, με κάθε φυλλαράκι της να μας στέλνει και μια τζούρα...να μην την πνίξουμε τώρα, μήπως δε θέλει άλλο...μα μας μιλάει, νερό θέλω...να δες στάλα δεν έχει στο πιάτο της, δεν αφήνει στάλα το ζωντανό, απαντάει και τσακ τσακ ορθώνεται και μοσχοβολάει...έλα κοπέλα μου το πέρασες έλα, δως μας μυρωδιά δως μας
Κατεβαίνοντας του το πε...άντε ρε, υπερβολές...πήγαινε να τη δεις, αλλά πάλι υπερβολές θα πεις...για δε σαρέσει το μοχίτο
ΕΤΣΙ
Και κει που ζούσες, άρχισες να προσπαθείς να καταλάβεις να εξηγήσεις, γιατί...ήταν περίεργο αυτό που ζούσες, πρωτόγνωρο, μπερδεμένο κι ωραίο, αχ πόσο ωραίο και το νιωθες ως τις πατούσες σου αλλά γιατί... δεν γίνονται αυτά τα πράματα κι έκλαιγες και γελούσες σαν παιδί κι ενθουσιασμός... ναι μου συμβαίνει, αλλά γιατί... και δεν το ψαξα δεν το κυνήγησα ήρθε και με βρήκε, αλλά γιατί...κι ήταν πολύ και μεγάλο σε γέμιζε, ξεχύλιζε μαζί με τα γέλια και τα κλάμματα και σε βλέπαν ρωτούσαν γιατί... κι έπρεπε και να εξηγήσεις δεν τα κατάφερνες να κρυφτείς πάντα και το σπρωχνες μέσα βαθιά, τακτοποιήσου του λεγες, σταμάτα κουντούρντισες ντουμπουκιάσου θα μας δουν βρωμοκοιμήσου, γιατί θα μας ρωτήσουν...αδακά τους έλεγες εδώ το νιώθω και σε βλεπαν να χάνεσαι ώρες ώρες κι άλλες να γελάς ξαφνικά,χωρίς γιατί...να τρελαίνεσαι ώρες ώρες και να στριφογυρίζεις σαν το γατί γύρω απ την ουρά του, που μετά από χρόνια την είδε, αλλά γιατί...και φοβήθηκαν δες πως είσαι στον καθρέφτη δες σε, γιατί...όχι έτσι φαίνεται τους είπες δεν ειν έτσι, αλλά δεν μπορώ να στο πω εδώ είναι, το νιώθω, μαρέσει σου λέω,ζω, πίστεψέ με...και προσπάθησες να το βάλεις σε λόγια και δεν έμπαινε ξεχύλιζε...πες γιατί, σου λέγανε, σε παίζει δεν το βλέπεις, εγώ το βλέπω και σε φοβάμαι δε θαντέξεις...και μπήκες στο παιχνίδι με τις λέξεις κι είπες πολλές για να τους πείσεις και δεν έβρισκες αυτή που του πρεπε, καμιά δεν απαντούσε στο γιατί και κουράστηκες, αχ πόσο κουράστηκες να εξηγείς και ξάφνου το χασες δεν ένιωθες πια, οι πατούσες σου κρύες ξαφνικά, μες στο κατακαλόκαιρο...κενό αδακά και τότε πετάχτηκε απα κει σαν παιδάκι πετάχτηκε φοβισμένο...έτσι σιγοψυθίρισε...και μόλις το πε μια, έτσι ξανάπε πιο δυνατά...Ετσι...ΕΤσι...ΕΤΣι...ΕΤΣΙ...μαμά μου δεν έχει γιατί...μαρέσει έτσι...και πόσο θα θελα να ναι ΕΤΣΙ και για σένα ναμαγαπάς μαμά μου χωρίς γιατί...ΕΤΣΙ, ΧΩΡΙς ΓΙΑΤΙ ΝΑΜΑΓΑΠΑς
Κυριακή 15 Ιουνίου 2008
-Γαρουφα...Γαρουφαλιώ με λένε.
-Γαρουφαλιώ, Γαρουφαλίτσα! Μοσκοβολημένο όνομα. Άκου Γαρουφαλίτσα, θέλω να'ρχεσαι συχνά. Να'ρχεσαι και την ημέρα. Έχω τόσα ωραία πράματα να σε φιλεύω. Κρέατα του κουτιού, γλυκά μαρμελάτες.Να, βλέπεις εκεί; Όλα για σένα είναι.
-Όχι δεν μπορώ μέρα. Κρυφοβλέπει ο κόσμος, κρυφακούει. Θα με πάρει στο στόμα του.
-Ποιος τον λογαριάζει τον κόσμο;
-Αν με δουν, δεν είμαι για ζωή! Εμείς εδώ δεν έχουμε μιλήματα με τα παληκάρια.Βγαίνει τ'όνομά μας, κι ύστερα απομένουμε ανύπαντρες. Και ντροπιάζουμε και το σόϊ μας.
-Κι άμα αγαπάτε κανέναν τι κάνετε; ε;
-Τι κάνουμε;...Να...τον...αγαπάμε.
-Και δεν του το λέτε;
-Αμ αν του το λέγαμε τότε τι σόϊ αγάπη θα 'ταν;
Της φάνηκε όμως πως παραξεθάρεψε και την πήραν οι ντροπές. Έμεινε ακόμη λίγο εκεί σκυμμένη και κατόπι τόλμησε να πει!
-Τώρα πάω γω...Καλό βράδυ...
Γλυκοχάραμα του Λουντέμη
-Γαρουφαλιώ, Γαρουφαλίτσα! Μοσκοβολημένο όνομα. Άκου Γαρουφαλίτσα, θέλω να'ρχεσαι συχνά. Να'ρχεσαι και την ημέρα. Έχω τόσα ωραία πράματα να σε φιλεύω. Κρέατα του κουτιού, γλυκά μαρμελάτες.Να, βλέπεις εκεί; Όλα για σένα είναι.
-Όχι δεν μπορώ μέρα. Κρυφοβλέπει ο κόσμος, κρυφακούει. Θα με πάρει στο στόμα του.
-Ποιος τον λογαριάζει τον κόσμο;
-Αν με δουν, δεν είμαι για ζωή! Εμείς εδώ δεν έχουμε μιλήματα με τα παληκάρια.Βγαίνει τ'όνομά μας, κι ύστερα απομένουμε ανύπαντρες. Και ντροπιάζουμε και το σόϊ μας.
-Κι άμα αγαπάτε κανέναν τι κάνετε; ε;
-Τι κάνουμε;...Να...τον...αγαπάμε.
-Και δεν του το λέτε;
-Αμ αν του το λέγαμε τότε τι σόϊ αγάπη θα 'ταν;
Της φάνηκε όμως πως παραξεθάρεψε και την πήραν οι ντροπές. Έμεινε ακόμη λίγο εκεί σκυμμένη και κατόπι τόλμησε να πει!
-Τώρα πάω γω...Καλό βράδυ...
Γλυκοχάραμα του Λουντέμη
Κάτι τέτοιες νύχτες γλυκές και ήμερες κοιλοπονάνε τις άγριες μπόρες... Ο Χίμος το πήρε πικρά πικρά...
Ώωχχ ν-όλα τα ντόπια τάϊ πουλιά
βρίσκουν φωλιές και μένουν.
Κι εγώ το ξένο το πουλί δεν έχω πού να μείνω.
Να μείνω σε ψηλό βουνί φοβάμ' απ το χαλάζι,
να μείνω σ'ακροθαλασσιά, φοβάμ'από το κύμα.
Να μείνω και κατακαμπίς, φοβάμ'απ το μαράζι...
Παίρνω τα μαύρα μάτια μου και μαύρες σκίζω στράτες
μαϊδέ ψωμί γλυκόφαγα, μαϊδ'άλλαξά είδα ν'άσπρη
μαϊδε μου γλυκογέλασαν στο δρόμο μου οι περάτες.
Μανούλας δεν αγροίκισα φωνή και κύρη ορμήνια.
Νιαν κόρη δεν εσύντυχα στη βρύση να παγαίνει,
και κρύο νερό δε μο'χυσε τον κουρνιαχτό να πλύνω
Το αντιλάλησαν οι ράχες με τις φωτιές και το τσομπανολόϊ...Το νανούρισαν οι λυγερές οξιές...Το ανάκρουσαν κελαρυστά οι ρεματιές
"Τσιμπούσι στάλώνι του Γερο-Λια"
Γλυκοχάραμα του Λουντέμη
Ώωχχ ν-όλα τα ντόπια τάϊ πουλιά
βρίσκουν φωλιές και μένουν.
Κι εγώ το ξένο το πουλί δεν έχω πού να μείνω.
Να μείνω σε ψηλό βουνί φοβάμ' απ το χαλάζι,
να μείνω σ'ακροθαλασσιά, φοβάμ'από το κύμα.
Να μείνω και κατακαμπίς, φοβάμ'απ το μαράζι...
Παίρνω τα μαύρα μάτια μου και μαύρες σκίζω στράτες
μαϊδέ ψωμί γλυκόφαγα, μαϊδ'άλλαξά είδα ν'άσπρη
μαϊδε μου γλυκογέλασαν στο δρόμο μου οι περάτες.
Μανούλας δεν αγροίκισα φωνή και κύρη ορμήνια.
Νιαν κόρη δεν εσύντυχα στη βρύση να παγαίνει,
και κρύο νερό δε μο'χυσε τον κουρνιαχτό να πλύνω
Το αντιλάλησαν οι ράχες με τις φωτιές και το τσομπανολόϊ...Το νανούρισαν οι λυγερές οξιές...Το ανάκρουσαν κελαρυστά οι ρεματιές
"Τσιμπούσι στάλώνι του Γερο-Λια"
Γλυκοχάραμα του Λουντέμη
Της άρεζε να διαβάζει στο κρεβάτι, κουλουριασμένη με την κουβέρτα ως απάνω στο στόμα της να τη δαγκάνει να τη μυρίζει και τάλλο της το χέρι κάτω απ' το μάγουλό της να το χαϊδεύει και το κρεβάτι στενό, σκληρό το στρώμα και το δωμάτιο κρύο το πιο κρύο του σπιτιού, με δυο παράθυρα και φως πολύ. Την ενοχλούσε το φως, δεν μπορούσε να κοιμηθεί με φως και θόρυβο... Κατέβαζε τα στόρια μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε άλλο, ούτε μια γρύλια ανοιχτή, απόλυτο σκοτάδι, μέρα και νύχτα το κανε κι άναβε το μικρό φωτάκι πάνω απ το κεφάλι της, βγάζοντας το χέρι της λίγο έξω απ την κουβέρτα. Πόση ευτυχία αυτό το φωτάκι, με το διακόπτη του τόσο κοντά, τσακ ίσα που έβγαζε το χέρι της μέχρι τον αγκώνα και τάναβε και γρήγορα γρήγορα μες στην κουβέρτα και στο μάγουλο από κάτω...δεν προλάβαινε να κρυώσει και σφήνωνε την κουβέρτα, ανάμεσα λαιμό και πηγούνι και χαμογέλαγε.Για λίγο ανάσκελα με τα μάτια κλειστά και το φωτάκι να τη χτυπάει να μην την αφήσει να κοιμηθεί έπρεπε να διαβάσει, θαρχόταν, να τη δει έπρεπε. Γύριζε στο πλάι και ψαχούλευε το βιβλίο, το κρατούσε εκεί για λίγο κλειστό, κάτω απ την κουβέρτα στο στήθος της τακουμπόυσε...και το φωτάκι να τη χτυπάει στα μάτια.Ήταν έτοιμη τώρα, θα ρχόταν σε λίγο, έτοιμη για να τη δει.Ακουμπούσε τη μια μεριά του βιβλίου στο μάγουλό της κι άφηνε την άλλη μεριά να σταθεί σε γωνία ορθή μπρος τη μύτη της, βαλά ταμ στη μύτη της, το μύριζε το μελάνι και το χαρτί το μύριζε και τόνα χέρι ανάμεσα μάγουλο και μαξιλάρι και τάλλο να κρατάει σφιχτά την κουβέρτα στο στόμα κοντά.Όλες τις δεξιές τις σελίδες έτσι. Τις αριστερές τις διάβαζε πιο εύκολα βγάζοντας δείκτη κι αντίχειρα μόνο, έξω στο κρύο και το μάγουλο νακουμπάει στο σκληρό το εξώφυλλο για να ναι κοντά, κοντά στη μυρωδιά.Περίεργο μάλλον ακούγεται, δύσκολο ίσως ψέμα, μα έτσι ήταν τότε.Πήγε να το κάνει και τώρα να το θυμηθεί, μα δεν τα κατάφερε. Οι λέξεις θόλωναν, να διαβάσει δεν μπορούσε, μα η μυρωδιά ίδια, σαν και τότε. Και τότε ήταν δύσκολο, μα άξιζε τον κόπο για δε μπόραγε το κρύο και την ήθελε τη μυρωδιά, κάτι παλιό μύριζε σίγουρο, κάτι που της έλεγε είμαι εδώ, ακολούθα με, δικό σου είμαι και θα'ρθει και πάντα ερχόταν να τη δει, τι κάνει να δει... και φτάνει πια της έλεγε, θα τα χαλάσεις τα μάτια σου, κράτα το βιβλίο με τα χέρια σου κράτα το, πόσο νοιαζότανε για τα μάτια της, μην τα χαλάσει μόνο.
Χρόνια μετά, μεγάλη πια συνάντησε ένα παιδί. Καθόταν οκλαδόν στη γωνιά του, δεν έπαιζε, μον κράταγε ένα βιβλίο, δικό του, οκλαδόν κλειστό, σχεδόν κουλουριασμένος, με το βιβλίο του στα χέρια του στη γούβα των ποδιών του και το ξεφύλλιζε και κατέβαζε το κεφάλι του και το πλησίαζε το βιβλίο του και το μύριζε, σχεδόν ακουμπούσε τη μύτη του στα φύλλα και ταφηνε να τον χαϊδεύουν και μύριζε κι έπαιζε και χαλάρωνε, ξανά και ξανά.
Δεν ήταν μόνη, ακόμη άρεζε στα παιδούδια το χάδι κι η μυρωδιά απ το μελάνι και το χαρτί του δικού τους βιβλίου.
Χρόνια μετά, μεγάλη πια συνάντησε ένα παιδί. Καθόταν οκλαδόν στη γωνιά του, δεν έπαιζε, μον κράταγε ένα βιβλίο, δικό του, οκλαδόν κλειστό, σχεδόν κουλουριασμένος, με το βιβλίο του στα χέρια του στη γούβα των ποδιών του και το ξεφύλλιζε και κατέβαζε το κεφάλι του και το πλησίαζε το βιβλίο του και το μύριζε, σχεδόν ακουμπούσε τη μύτη του στα φύλλα και ταφηνε να τον χαϊδεύουν και μύριζε κι έπαιζε και χαλάρωνε, ξανά και ξανά.
Δεν ήταν μόνη, ακόμη άρεζε στα παιδούδια το χάδι κι η μυρωδιά απ το μελάνι και το χαρτί του δικού τους βιβλίου.
Σάββατο 14 Ιουνίου 2008
Που πήγε, ρε παπάρα το τούτη είναι αληθινή, όπως τα λόγια της, γιατί το πες, αφού σου πα μη, είναι βαριά τα λόγια...και τι το κανες... ελαφριά όπως το πες, έτσι και το τσαλάκωσες και το πέταξες στα σκουπίδια, μαζί με τα λόγια της και κείνη.
Όχι αυτό δε θα της το πάρεις.Όχι αυτό είναι δικό της. Θα το κρατήσει σφιχτά, αγκαλιά ως να ναι το μωρό της, το δικό της μωρό, το μωρό που δε γέννησε.
Πόσο κρίμα να νοιάζεσαι μόνο για τις λέξεις της και δεν ειν και δικές της, ανεμομαζώματα κι ανεμοσκορπίσματα είναι, υπάρχουν και χωρίς εκείνη.
Α ρε μαύρε, όταν τη γυναίκα του θεού την τσουβαλιάζεις με τη γκόμενα, όταν το παιδί το βαφτίζεις έρωτα, πόλεμο, όταν το θα χεις ότι θελήσεις το φτιάχνεις από λάστιχο, όταν το τσιόνι σου φαίνεται ξάφνου βρώμικο και το σφουγγαρίζεις για να το καθαρίσεις, όταν την κοκόνα σου τη ρίχνεις στο πηγάδι, όταν τον πόθο τον ακούς μια πούτσα στο τόσο
τότε τα λουλούδια είναι εργαλεία της δουλειάς
κι οι λέξεις καθρέφτες κι αντανακλούν
και μόνο τόνειρό της μένει, όνειρο εδώ
και κουλουριάζεται, ενώνεται, μπερδεύεται και ξεχυλίζει μαζί με τον πόνο το θυμό και τη θλίψη και μεγαλώνει και δε χωράει στην αλήθεια σου
Αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά,αδέρφια,
νε ντουβάρ γικιλίρ νε σικίν κιριλίρ
κι ευτυχώς είναι έτσι, η ζωή ξέρει, ξέρει αυτή, εσύ δεν το πες... κι ο ήλιος θα συνεχίσει να βγαίνει κι η γη να γυρίζει και ταστέρια να μας κοιτούν
κι εμείς
θα συνεχίσουμε να πεινάμε και να διψάμε
και μόνο εκείνος ο φόβος του πατέρα...μανοιχτά τα μάτια μη φύγουμε θυγατέρα, ξεπετάγιεται και της τριβελίζει το κεφάλι, το μυαλό της τρυπάει...και μετά κοιτιέται στον καθρέφτη και του γελάει...ποιο μυαλό ωρέ ξανθιά του λέει
Όχι αυτό δε θα της το πάρεις.Όχι αυτό είναι δικό της. Θα το κρατήσει σφιχτά, αγκαλιά ως να ναι το μωρό της, το δικό της μωρό, το μωρό που δε γέννησε.
Πόσο κρίμα να νοιάζεσαι μόνο για τις λέξεις της και δεν ειν και δικές της, ανεμομαζώματα κι ανεμοσκορπίσματα είναι, υπάρχουν και χωρίς εκείνη.
Α ρε μαύρε, όταν τη γυναίκα του θεού την τσουβαλιάζεις με τη γκόμενα, όταν το παιδί το βαφτίζεις έρωτα, πόλεμο, όταν το θα χεις ότι θελήσεις το φτιάχνεις από λάστιχο, όταν το τσιόνι σου φαίνεται ξάφνου βρώμικο και το σφουγγαρίζεις για να το καθαρίσεις, όταν την κοκόνα σου τη ρίχνεις στο πηγάδι, όταν τον πόθο τον ακούς μια πούτσα στο τόσο
τότε τα λουλούδια είναι εργαλεία της δουλειάς
κι οι λέξεις καθρέφτες κι αντανακλούν
και μόνο τόνειρό της μένει, όνειρο εδώ
και κουλουριάζεται, ενώνεται, μπερδεύεται και ξεχυλίζει μαζί με τον πόνο το θυμό και τη θλίψη και μεγαλώνει και δε χωράει στην αλήθεια σου
Αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά,αδέρφια,
νε ντουβάρ γικιλίρ νε σικίν κιριλίρ
κι ευτυχώς είναι έτσι, η ζωή ξέρει, ξέρει αυτή, εσύ δεν το πες... κι ο ήλιος θα συνεχίσει να βγαίνει κι η γη να γυρίζει και ταστέρια να μας κοιτούν
κι εμείς
θα συνεχίσουμε να πεινάμε και να διψάμε
και μόνο εκείνος ο φόβος του πατέρα...μανοιχτά τα μάτια μη φύγουμε θυγατέρα, ξεπετάγιεται και της τριβελίζει το κεφάλι, το μυαλό της τρυπάει...και μετά κοιτιέται στον καθρέφτη και του γελάει...ποιο μυαλό ωρέ ξανθιά του λέει
Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008
Για την Κλέλια, με αγάπη
Θέλω καιρό να την πω την ιστορία, αλλά μια το να μια το άλλο... ξέρετε το ρουλιώ μπουρου μπούρου από δα μπουρου μπουρου απα κει δεν απόσωσα η μαύρη. Μα σήμερα την ξαναθυμήθηκα και της το υποσχέθηκα απ το πρωί. Άκου clelia να σου πω πώς...πώς σε βρήκα
Εκεί γύρω στο Φλεβάρη πήρε τη μάνα ο Φώτης τηλέφωνο, ο αδερφός της ο μικρός. Αραιά και που, την έπαιρνε τηλέφωνο...το Χρυσουλιώ δε, ποτέ, χούι οικογενειακό η κακή σχέση με το τηλέφωνο, ούλο το παλάτι μενα στόμα μια φωνή ΩΧΧΧΧΧΧ αναφωνεί στο πρώτο ντριν.Μαγαπιόνταν τα δυο τους και μετά το πρώτο ΩΧΧΧΧ το Χρυσουλιώ χαμογέλασε, με το που άκουσε τη φωνή του μικρού.
-Έλα αδερφή τι μου κάνεις;
-Καμώνομαι, σαν τι να κάνω; είπε με τα συνήθη κέφια και γλυκόλογα το Χρυσουλιώ.
Σεμάς έλεγε από καμμιά ιστορία για το αδέρφι της, το μικρό και πως τον έπαιρνε και πηγαίναν σινεμά και στην παραλία για βόλτα και σπόρια και πόσο τον αγαπούσε μόνο αυτόν από τη φύτρα της κι ας ήταν αυτός ο μικρός που, μόλις γεννήθηκε την εδώκανε στον Αμερικάνο για υιοθεσία. Σε μας τάλεγε, στο μικρό τον ίδιο μούγκα...ο μικρός, βέβαια τα ζησε...φαινόταν να τα θυμάται, τη νοιαζότανε τη μάνα...αλλά πες κι εσύ βρε Χρυσουλιώ, πες νανοίξουν οι καρδιές...λακωνικό το Χρυσουλιώ ανέκαθεν και θυμωμένο...με τη ζωή θυμωμένο.
- Ξέρεις γιατί σε πάιρνω αδερφή...για την Αρλέτα σε παίρνω...άκουσες στις ειδήσεις, ανευρισμα είπαν...εγκεφαλικό είπαν, πάντως σαν το Μάχο μας, τακουσα και συγκινήθηκα, χαροπαλεύει λέει σαν το Μάχο μας,τότε, αλλά μπορεί να την κερδίσει τη μάχη όπως το παιδί μας...δόξα το θεό τι αγωνία τραβήξαμε, τακουσα στις ειδήσεις, είναι απ τις αγαπημένες μου, μεγαλώσαμε με την Αρλέτα και σε θυμήθηκα αδερφή.
Το Χρυσουλιώ, βέβαια θόλωσε θυμήθηκε τα προπέρσινα, το γιο της στην εντατική ναργει να ξυπνήσει και κείνη να κοιτάει τα παπούτσια της και μόνο το παιδί μου, το παιδί μου να λέει...ποια Αρλέττα να συναισθανθεί και να θυμηθεί και να τραγουδήσει, μον να ξεχάσει ήθελε κι ο μικρός της τα θύμισε και ...φυσικά τον πρόγκηξε!
-Τι τα θες τώρα και τα θυμάσαι μια χαρά ειν το παιδί τώρα, άσε με και συ με την Αρλέτα περαστικά της γυναίκας, αλλά τι μπορώ να κάνω εγώ, μη μου τα θυμίζεις κι έχω κι ένα κάρο άλλα...και του κλεισε το τηλέφωνο του αδερφού, στη μάπα κατά το χρυσούλιο στυλ.
Είχε μια αγωνία το Χρυσουλιώ να δώσει λύση στα πάντα...δε θέμε λύση ρε μάνα, δε μπορείς να δώσεις λύση σ'όλα, μον άκου μας, να μας ακούσεις θέμε...δύσκολο πράμα το ακούειν, αδέρφια!
Κι έμεινε από κείνη τη μέρα του Φλεβάρη μια θλίψη για την Αρλέτα γιατί και γω μαζί της μεγάλωσα(αν), αλλά και ένα ευχάριστο συναίσθημα, γιατί βρεθήκαμε με το Φώτη, το μικρό, 20 χρόνια μεγαλύτερό μου, ανακαλύπτοντας ότι μας συγκινούν τα ίδια τραγούδια, οι ίδιες μουσικές τα ίδια λόγια.
Και κει κάπου τον Απρίλη σε συνάντησα clelia στου Αλουφάκιου( να γιατί σε λέω αφεντικό, ρε χαμένο) να κάνεις ένα σχόλιο δε θυμάμαι, πια για τι, αλλά θυμάμαι πως ήρθα και σε βρήκα κι έκατσα ένα πρωινό και διάβασα κι άκουσα και τραγούδησα και θυμήθηκα και γέλασα κιέκλαψα, κοπέλα. Κι ήθελα να πάρω τηλέφωνο το Φώτη, το μικρό να του τα πω, πώς πάει καλά η Αρλέτα το λέει η clelia και θα γίνει καλά να μην ανησυχεί και θα μας τραγουδήσει, αλλά που να τα πεις όλαυτά στο τηλέφωνο που να τα χωρέσεις τα χρόνια και τα τραγούδια και το νοσοκομείο και την αγωνία και τα γέλια και τα κλάμματα στο τηλέφωνο, μπροστά πρέπει να τον έχεις τον άλλο να τον εβλέπεις, τα μάτια του να βλέπεις.
Και την άλλη μέρα σα νακουσε ο Φώτης κι ήρθε στη Σαρκοζί και τον ετσάκωσα. Απ τα μούτρα κανονικά και του λεγα και του λεγα clelia και για σένα και για την Αρλέτα και το νοσοκομείο και τα τραγούδια της, όλα τα πα clelia, μονοκοπανιά κι ο Φώτης χαμογελούσε και το υπόλοιπο παρεάκι κοιτούσε απορρημένο με ύφος, σάλταρε η ξανθιά.
Και μπουκάρει στην κουβέντα ξαφνικά 30νταρης νέος και ρίχνει την ερώτηση..."Ποια είναι ρε παιδιά τούτη η Αρλέτα που ανησυχείτε για την υγεία της, συγγενής μακρινή, φίλη τι την έχετε και μπούρου μπούρου μας ζαλίσατε τόση ώρα;"
Και παίρνει τη μπάλα ο Φώτης κορίτσι..."'Ακου, μικρέ να μαθαίνεις" του λέει και ξετυλίγει το κουβάρι και λέει για το φανταρικό του που πήγε και την είδε 20 χρονών με την κιθάρα της μες στη δικτατορία να τραγουδάει Θεοδωράκη και γω να το χω διαβάσει σε σένα χθες και να λέει για το μπαρ το ναυάγιο και γω να το χω ακούσει σε σένα χθες και να λέει και ναλέει ο Φώτης για τα νιάτα του να λέει... κι ο μικρός να τον κοιτά με την ίδια απορία και να κουνάει το κεφάλι με βλέμμα το χασε ο θείος.
Να σαι καλά κορίτσι, πολύ σευχαριστώ
Εκεί γύρω στο Φλεβάρη πήρε τη μάνα ο Φώτης τηλέφωνο, ο αδερφός της ο μικρός. Αραιά και που, την έπαιρνε τηλέφωνο...το Χρυσουλιώ δε, ποτέ, χούι οικογενειακό η κακή σχέση με το τηλέφωνο, ούλο το παλάτι μενα στόμα μια φωνή ΩΧΧΧΧΧΧ αναφωνεί στο πρώτο ντριν.Μαγαπιόνταν τα δυο τους και μετά το πρώτο ΩΧΧΧΧ το Χρυσουλιώ χαμογέλασε, με το που άκουσε τη φωνή του μικρού.
-Έλα αδερφή τι μου κάνεις;
-Καμώνομαι, σαν τι να κάνω; είπε με τα συνήθη κέφια και γλυκόλογα το Χρυσουλιώ.
Σεμάς έλεγε από καμμιά ιστορία για το αδέρφι της, το μικρό και πως τον έπαιρνε και πηγαίναν σινεμά και στην παραλία για βόλτα και σπόρια και πόσο τον αγαπούσε μόνο αυτόν από τη φύτρα της κι ας ήταν αυτός ο μικρός που, μόλις γεννήθηκε την εδώκανε στον Αμερικάνο για υιοθεσία. Σε μας τάλεγε, στο μικρό τον ίδιο μούγκα...ο μικρός, βέβαια τα ζησε...φαινόταν να τα θυμάται, τη νοιαζότανε τη μάνα...αλλά πες κι εσύ βρε Χρυσουλιώ, πες νανοίξουν οι καρδιές...λακωνικό το Χρυσουλιώ ανέκαθεν και θυμωμένο...με τη ζωή θυμωμένο.
- Ξέρεις γιατί σε πάιρνω αδερφή...για την Αρλέτα σε παίρνω...άκουσες στις ειδήσεις, ανευρισμα είπαν...εγκεφαλικό είπαν, πάντως σαν το Μάχο μας, τακουσα και συγκινήθηκα, χαροπαλεύει λέει σαν το Μάχο μας,τότε, αλλά μπορεί να την κερδίσει τη μάχη όπως το παιδί μας...δόξα το θεό τι αγωνία τραβήξαμε, τακουσα στις ειδήσεις, είναι απ τις αγαπημένες μου, μεγαλώσαμε με την Αρλέτα και σε θυμήθηκα αδερφή.
Το Χρυσουλιώ, βέβαια θόλωσε θυμήθηκε τα προπέρσινα, το γιο της στην εντατική ναργει να ξυπνήσει και κείνη να κοιτάει τα παπούτσια της και μόνο το παιδί μου, το παιδί μου να λέει...ποια Αρλέττα να συναισθανθεί και να θυμηθεί και να τραγουδήσει, μον να ξεχάσει ήθελε κι ο μικρός της τα θύμισε και ...φυσικά τον πρόγκηξε!
-Τι τα θες τώρα και τα θυμάσαι μια χαρά ειν το παιδί τώρα, άσε με και συ με την Αρλέτα περαστικά της γυναίκας, αλλά τι μπορώ να κάνω εγώ, μη μου τα θυμίζεις κι έχω κι ένα κάρο άλλα...και του κλεισε το τηλέφωνο του αδερφού, στη μάπα κατά το χρυσούλιο στυλ.
Είχε μια αγωνία το Χρυσουλιώ να δώσει λύση στα πάντα...δε θέμε λύση ρε μάνα, δε μπορείς να δώσεις λύση σ'όλα, μον άκου μας, να μας ακούσεις θέμε...δύσκολο πράμα το ακούειν, αδέρφια!
Κι έμεινε από κείνη τη μέρα του Φλεβάρη μια θλίψη για την Αρλέτα γιατί και γω μαζί της μεγάλωσα(αν), αλλά και ένα ευχάριστο συναίσθημα, γιατί βρεθήκαμε με το Φώτη, το μικρό, 20 χρόνια μεγαλύτερό μου, ανακαλύπτοντας ότι μας συγκινούν τα ίδια τραγούδια, οι ίδιες μουσικές τα ίδια λόγια.
Και κει κάπου τον Απρίλη σε συνάντησα clelia στου Αλουφάκιου( να γιατί σε λέω αφεντικό, ρε χαμένο) να κάνεις ένα σχόλιο δε θυμάμαι, πια για τι, αλλά θυμάμαι πως ήρθα και σε βρήκα κι έκατσα ένα πρωινό και διάβασα κι άκουσα και τραγούδησα και θυμήθηκα και γέλασα κιέκλαψα, κοπέλα. Κι ήθελα να πάρω τηλέφωνο το Φώτη, το μικρό να του τα πω, πώς πάει καλά η Αρλέτα το λέει η clelia και θα γίνει καλά να μην ανησυχεί και θα μας τραγουδήσει, αλλά που να τα πεις όλαυτά στο τηλέφωνο που να τα χωρέσεις τα χρόνια και τα τραγούδια και το νοσοκομείο και την αγωνία και τα γέλια και τα κλάμματα στο τηλέφωνο, μπροστά πρέπει να τον έχεις τον άλλο να τον εβλέπεις, τα μάτια του να βλέπεις.
Και την άλλη μέρα σα νακουσε ο Φώτης κι ήρθε στη Σαρκοζί και τον ετσάκωσα. Απ τα μούτρα κανονικά και του λεγα και του λεγα clelia και για σένα και για την Αρλέτα και το νοσοκομείο και τα τραγούδια της, όλα τα πα clelia, μονοκοπανιά κι ο Φώτης χαμογελούσε και το υπόλοιπο παρεάκι κοιτούσε απορρημένο με ύφος, σάλταρε η ξανθιά.
Και μπουκάρει στην κουβέντα ξαφνικά 30νταρης νέος και ρίχνει την ερώτηση..."Ποια είναι ρε παιδιά τούτη η Αρλέτα που ανησυχείτε για την υγεία της, συγγενής μακρινή, φίλη τι την έχετε και μπούρου μπούρου μας ζαλίσατε τόση ώρα;"
Και παίρνει τη μπάλα ο Φώτης κορίτσι..."'Ακου, μικρέ να μαθαίνεις" του λέει και ξετυλίγει το κουβάρι και λέει για το φανταρικό του που πήγε και την είδε 20 χρονών με την κιθάρα της μες στη δικτατορία να τραγουδάει Θεοδωράκη και γω να το χω διαβάσει σε σένα χθες και να λέει για το μπαρ το ναυάγιο και γω να το χω ακούσει σε σένα χθες και να λέει και ναλέει ο Φώτης για τα νιάτα του να λέει... κι ο μικρός να τον κοιτά με την ίδια απορία και να κουνάει το κεφάλι με βλέμμα το χασε ο θείος.
Να σαι καλά κορίτσι, πολύ σευχαριστώ
Και φίκι, ρίκι... φίκι, ρίκι... φίκι, ρίκι είπε το φιρίκι!
Στο μαρούλι το πε μα κοιτούσε το πεπόνι
μη μας πιριγιλούν κιόλας...
και πόνι πόνι ειπε το πεπόνι
στο λαχανάκι το πε μα κοιτούσε το ραδίκι
μη μας πιριγιλούν κιόλας...
και δίκι δίκι δίκι είπε το ραδίκι
στο κέρατο την πιπεριά το πε, μα κοιτούσε το λεμόνι
και ρια,ριαρια σιγοτραγούδησε η πιπεριά και μόνι μόνι το λεμόνι
και παπαπά πάπαπια είπε η πάπια και βούτηξε στη λίμνη
Απαπά... παπά είπε το παπικουλίνι το κίτρινο... βαθιά παραζάλη είπε στο λαχανόκηπο σήμερις και βούτηξε κι αυτό να κάμει παρέα στην πάπια
μη μας πιριγιλούν κιόλας...
και πόνι πόνι ειπε το πεπόνι
στο λαχανάκι το πε μα κοιτούσε το ραδίκι
μη μας πιριγιλούν κιόλας...
και δίκι δίκι δίκι είπε το ραδίκι
στο κέρατο την πιπεριά το πε, μα κοιτούσε το λεμόνι
και ρια,ριαρια σιγοτραγούδησε η πιπεριά και μόνι μόνι το λεμόνι
και παπαπά πάπαπια είπε η πάπια και βούτηξε στη λίμνη
Απαπά... παπά είπε το παπικουλίνι το κίτρινο... βαθιά παραζάλη είπε στο λαχανόκηπο σήμερις και βούτηξε κι αυτό να κάμει παρέα στην πάπια
Κος Αλί κος...τρέχα να προλάβεις
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα τουρκάκι. Αλπέρ το λέγανε και ήταν ξανθό άσπρο και γαλανομματικό κι είχε και μια μύτη σου γκανταρ,καμποσούτσικη. Γεννημένος στα χωριά του γιακά,στους πρόποδες της Ροδόπης... γκιουμουλτζίνε ταραφαντάν, μα σχολείο τον έστειλε ο Γιουσούφ ο πατέρας του κασαμπαντάν, στην πόλη για καλύτερα.Στην πόλη πομάκο τον ελέγανε και μυταρά, γκαγκανόπαιδο και θύμωνε ο ξανθός γιατί τον λέγαν χωριάτη και θύμωνε και κοκκίνιζε κι ίδρωνε και πεταγόταν η φλέβα του στο δεξί μυνήγγι όταν θύμωνε, και μεγάλωνε.
Σαν κουρσούμι μεγάλωνε δούλευε στα καπνά και κάθε χρόνο πιο κουρσούμι γινόταν. Κοντός και σφιχτός γεροδεμένος, ντεμίρ κιμπί τσοτζού τον έλεγε η αννέ, μπενίμ τσοτζούμ έλεγε η μάνα του και πήγαινε να τον φιλήσει κι αυτός τραβιότανε δεν ταθελε τα φιλιά και τις αγκαλιές και μεγάλωνε ο ξανθός.
Και κος Αλί κος, τρέχα να προλάβεις διάβαζε στο βιβλίο του στο σχολειο και γιασασίν Τουρκιέ και γιασασίν Ατατούρκ, βρε καλως τα τουρκάκια τους έλεγε ο περιπτεράς δίπλα απ το σχολείο κι ο οδηγός του λεοφωρείου όταν γυρίζαν στο χωριό και ευχαριστιόταν ο Αλπέρ που δεν τον λέγαν πομακάκι και κος Αλπέρ κος έλεγε όταν έπαιρνε τα βουνά κι έτρεχε το απόγευμα, κος, τρέχα να προλάβεις να μεγαλώσεις κος Αλπέρ κος κι έτρεχε και μεγάλωνε ο μωαμεθανός, έτσι τους έλεγε ο δάσκαλος στο σχολείο.Δικαια πράματα, νόμιμα,τα συμφωνήσαμε έλεγε ο δάσκαλος... δανεικά είναι αυτά και πρέπει να τα γυρίσουμε. Και σούρτα φέρτα πάνω κάτω, πάνω κάτω το κουτσοέβγαλε το δημοτικό το τουρκάκι κι αποφάσισε ο Γιουσούφ να τον στείλει στην Προύσα στην αδερφή του για το γυμνάσιο για καλύτερα και μεγάλωνε το τουρκάκι μόναχο.
Γιουνάν τον ελέγανε στην Προύσα και πότε πότε γκιαούρ και θύμωνε ο Αλπέρ και κοκκίνιζε και μπερδευόταν κι ήθελε πίσω να γυρίσει, μα υπομονή του λεγε η αννέ στο τηλέφωνο έπς ολα τζακ, όλα θα γίνουν τσοτζούμ, θα μεγαλώσεις, να μάθεις να μπεις στο πανεπιστήμιο του λεγε μη γυρίσεις γιαβρούμ του λεγε, για καλύτερα. Και σούρτα φέρτα μόνο στα μπαϊράμια και τα καλοκαίρια γύριζε το ξανθό στο χωριό κι έπαιρνε τα βουνά κι έτρεχε να προλάβει και μεγάλωνε.
Πρόλαβε, βαλά, αλήθεια πρόλαβε την άνοιξε τη μεγάλη πόρτα μαζί με άλλους γιουνάνηδες από εσκίτζε και γκιουμουλτζίνε ταραφαντάν, άνοιξε η μάνα πατρίδα την αγκαλιά της και τους καλωσόρισε γιασασίν τουρκιέ τους είπε και τους πέρασε όλους στο πανεπιστήμιο και τους πλακώσαν τα μεγάλα τα βιβλία τους γκιαούρηδες και κος Αλπέρ κος τρέχα να προλάβεις να μάθεις όσα δε σου μαθαν να ξεμπερδέψεις όσα σου καναν αχταρμά να καταλάβεις να μάθεις γκιαούρη, γιατί γιουνάν ακίλ σόνραντα γκελίρ, το ξερε η μαμά πατρίδα... από μετά του ρχεται το μυαλό του Γιουνάνη.
Και κάποτε κάποτε δεν του ρχεται καθόλου , ούτε από μετά και μένει στον αχταρμά σαν τον Αλπέρ και τίποτα δεν ήρθε απ το επς όλα τζακ της αννέ και κοσμα είπε ο Αλπέρ γιετέρ, φτάνει το τρέξιμο και το παράτησε το κουβάρι μπερδεμένο αχταρμά και κρυφογέλαγε η μαμά πατρίδα που το γάμησε το παιδί της το γκιαούρη μια φορά ακόμα.
Υ.Γ. Ρε παιδιά...πόσο, πόσο η μπάλλλα; Τι 2-0...άντε ρε δε το πιστεύω...δεν πέτυχε το συντήρηση και άμυνα...μα γιατί, αφού ήταν πετυχημένη συνταγή...και τώρα...πανικός κι ομίχλη;...Περαστικά μας αδέρφια, επς ολα τζακ μωρέ, όλα θα γεννούν κάποια στιγμή, υπομονή...συντήρηση και άμυνα εμείς!
Υ.Γ. κι άλλο... Και το άσμα επανάληψη για εμπέδωση...ένα ΟΦΦΦΦΦΦΦΦ , άμα κάνω λέει ο Τούρκος ταπέναντι βουνά θενα πέσουνε...τώρα με τις πολυκατοικίες ολούθε που θενα παέννει το ΟΦΦΦΦΦΦΦ, μπακαλούμ...άντε να διούμε με τα ντβάρια
Get your own playlist at snapdrive.net!
Σαν κουρσούμι μεγάλωνε δούλευε στα καπνά και κάθε χρόνο πιο κουρσούμι γινόταν. Κοντός και σφιχτός γεροδεμένος, ντεμίρ κιμπί τσοτζού τον έλεγε η αννέ, μπενίμ τσοτζούμ έλεγε η μάνα του και πήγαινε να τον φιλήσει κι αυτός τραβιότανε δεν ταθελε τα φιλιά και τις αγκαλιές και μεγάλωνε ο ξανθός.
Και κος Αλί κος, τρέχα να προλάβεις διάβαζε στο βιβλίο του στο σχολειο και γιασασίν Τουρκιέ και γιασασίν Ατατούρκ, βρε καλως τα τουρκάκια τους έλεγε ο περιπτεράς δίπλα απ το σχολείο κι ο οδηγός του λεοφωρείου όταν γυρίζαν στο χωριό και ευχαριστιόταν ο Αλπέρ που δεν τον λέγαν πομακάκι και κος Αλπέρ κος έλεγε όταν έπαιρνε τα βουνά κι έτρεχε το απόγευμα, κος, τρέχα να προλάβεις να μεγαλώσεις κος Αλπέρ κος κι έτρεχε και μεγάλωνε ο μωαμεθανός, έτσι τους έλεγε ο δάσκαλος στο σχολείο.Δικαια πράματα, νόμιμα,τα συμφωνήσαμε έλεγε ο δάσκαλος... δανεικά είναι αυτά και πρέπει να τα γυρίσουμε. Και σούρτα φέρτα πάνω κάτω, πάνω κάτω το κουτσοέβγαλε το δημοτικό το τουρκάκι κι αποφάσισε ο Γιουσούφ να τον στείλει στην Προύσα στην αδερφή του για το γυμνάσιο για καλύτερα και μεγάλωνε το τουρκάκι μόναχο.
Γιουνάν τον ελέγανε στην Προύσα και πότε πότε γκιαούρ και θύμωνε ο Αλπέρ και κοκκίνιζε και μπερδευόταν κι ήθελε πίσω να γυρίσει, μα υπομονή του λεγε η αννέ στο τηλέφωνο έπς ολα τζακ, όλα θα γίνουν τσοτζούμ, θα μεγαλώσεις, να μάθεις να μπεις στο πανεπιστήμιο του λεγε μη γυρίσεις γιαβρούμ του λεγε, για καλύτερα. Και σούρτα φέρτα μόνο στα μπαϊράμια και τα καλοκαίρια γύριζε το ξανθό στο χωριό κι έπαιρνε τα βουνά κι έτρεχε να προλάβει και μεγάλωνε.
Πρόλαβε, βαλά, αλήθεια πρόλαβε την άνοιξε τη μεγάλη πόρτα μαζί με άλλους γιουνάνηδες από εσκίτζε και γκιουμουλτζίνε ταραφαντάν, άνοιξε η μάνα πατρίδα την αγκαλιά της και τους καλωσόρισε γιασασίν τουρκιέ τους είπε και τους πέρασε όλους στο πανεπιστήμιο και τους πλακώσαν τα μεγάλα τα βιβλία τους γκιαούρηδες και κος Αλπέρ κος τρέχα να προλάβεις να μάθεις όσα δε σου μαθαν να ξεμπερδέψεις όσα σου καναν αχταρμά να καταλάβεις να μάθεις γκιαούρη, γιατί γιουνάν ακίλ σόνραντα γκελίρ, το ξερε η μαμά πατρίδα... από μετά του ρχεται το μυαλό του Γιουνάνη.
Και κάποτε κάποτε δεν του ρχεται καθόλου , ούτε από μετά και μένει στον αχταρμά σαν τον Αλπέρ και τίποτα δεν ήρθε απ το επς όλα τζακ της αννέ και κοσμα είπε ο Αλπέρ γιετέρ, φτάνει το τρέξιμο και το παράτησε το κουβάρι μπερδεμένο αχταρμά και κρυφογέλαγε η μαμά πατρίδα που το γάμησε το παιδί της το γκιαούρη μια φορά ακόμα.
Υ.Γ. Ρε παιδιά...πόσο, πόσο η μπάλλλα; Τι 2-0...άντε ρε δε το πιστεύω...δεν πέτυχε το συντήρηση και άμυνα...μα γιατί, αφού ήταν πετυχημένη συνταγή...και τώρα...πανικός κι ομίχλη;...Περαστικά μας αδέρφια, επς ολα τζακ μωρέ, όλα θα γεννούν κάποια στιγμή, υπομονή...συντήρηση και άμυνα εμείς!
Υ.Γ. κι άλλο... Και το άσμα επανάληψη για εμπέδωση...ένα ΟΦΦΦΦΦΦΦΦ , άμα κάνω λέει ο Τούρκος ταπέναντι βουνά θενα πέσουνε...τώρα με τις πολυκατοικίες ολούθε που θενα παέννει το ΟΦΦΦΦΦΦΦ, μπακαλούμ...άντε να διούμε με τα ντβάρια
Get your own playlist at snapdrive.net!
Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008
Κυριακή 8 Ιουνίου 2008
Σάββατο 7 Ιουνίου 2008
Νιουκήουσαουτεου! Μπραουβόου!
Νικήσατε! Μπράβο!Νικήσατε στο όλα ή τίποτα. Σας ζόρισε λίγο στο τέλος, αλλά υπήρξατε βράχος, παίχτης σωστός...αφού το ξέρατε ΔΕΝ το παιδί αυτό...φαινόταν το πράμα, πάνω πάνω φυτεμένο...οι ρίζες του φαινόταν το κακό στη ρίζα του φαίνεται κι εφτά γενιές κρατάει...κι η θκη του η γενιά, φαινόταν κακορίζικη...αλλά και το κεφάλι στόκος κι αυτό φαινόταν, ξανθό κι αλαφρύ...και το ψάρι απ το κεφάλι του βρωμάει κι αυτό το ξέρατε...τι τα θιες, τι να περιμένεις, μπαμ έκανε το πράμα και το ξεμπροστιάσατε το σμπρώξατε να φανεί και ζητήσατε όλα τα ζητήσατε, σαν παιχνίδι το κάνατε για να ταιριάζει του παιδιού, παιχνιδιάρικα ζητήσατε, πες μου του πατε στα φαλαινέζικα...ναι μωρέ στα φαλαινέζικα σαν τη Ντοριν τη γλωσσού από το Νέμο το ψαράκι που μιλούσε φαλαινέζικα για να γελάσουν κι έλεγε θαουλάουσσαού αουρέουσει ουμου πουουλυου και κανείς δεν καταλάβαινε κι όλοι γέλαγαν με τη Ντόριν και τις σαχλαμάρες της...κι έλεγε και γέλαγαν ...και ξεχνούσε το Ντορινάκι για που ξεκίνησε και που θε λα παένει και χανόταν και μιλουσε μιλουσε ακατάπαυστα και γελούσαν όλοι με την τρελλή τη Ντόριν... πες μου πως ακούγεται στα φαλαινέζικα η θάλασσα στο ταξίδι, της είπατε, στα κύματα πες μου και κείνο τα χασε...τι με ρωτάει, μαρέσει αυτό που με ρωτάει για θάλασσα με λέει και για ταξίδι...μα στα φαλαινέζικα;αστείο θα γίνει...να γελάσει θέλει, στα κύματα; στο ταξίδι; πως να το πεις πως ακούγεται...διαφορετικό είναι κάθε φορά άλλο, αλλιώς ακούγεται μέσα στο νερό, αλλιώς έξω, αλλιώς με φουρτούνα αλλιώς με μπουνάτσα, ακούγεται...άστα άστα τρελοντόριν δικαιολόγίες, άστα πες δε ξέρω της είπατε...οούχιου είπε η Ντόριν ξεουρωου...στα φαλαινέζικα που σας άρεσαν το πε μπας και γελάσετε, αλλά εσείς εκεί...πες το Ντορινάκι,αν το ξέρεις πέστο...δεν το χεις μικρό σαι Ντορινάκι και φανφαρόζικο μοναχά, δεν το χεις το ταξίδι...μα ναου σαςου πωου γιαου τουςου γλαουρουςου γιαυτούς να σας πω είναι πιο εύκολο,για τον ήλιο, για την αρμύρα να σας πω... για τον ήχο πως...δε χωράει σε μια λέξη δε χωράει ο ήχος η θαουλαουσσαου μουου δε χωράει, θέλει...άστα άστο Ντόριν δε θέλεις δε ξέρεις δεν μπορείς να τον ακούσεις τον ήχο της θάλασσας,δεν τον ενιώθεις της είπατε...μα θέλει να κοουλυουμπάςου καιου ναου αουκουους τηου, μόνο έτσι μπορώ να σας πω...αηδίες Ντόριν δε ξέρεις, δε νιώθεις τη θάλασσα, αλλιώς θα ξερες,θα το λεγες για τίποτα δεν είσαι Ντορινάκι και σταμάτα να μιλάς...αστεία γίνεσαι, τρελοντόριν...σε νίκησα, άμαθη είσαι...σου δωσα μια ευκαιρία... άξια δεν είσαι να μου το πεις, σε ξεμπρόστιασα
Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008
Γεμιστά με μπόλικο κρεμμύδι
Ορέχτηκε βρε τζάνεμ, γεμιστά με κρεμμύδι μπόλικο και δυόσμο απ τη γλάστρα φρέσκο ψιλοκομμένο και αλατάκι και πιπεράκι μπόλικο... τσιμπημένο αν δεν είναι σταλάτι το φαί...χόρτο, όλα τα φαγιά ίδια γέννουνται.
Ντομάτες γλυκές και πιπέρια πράσινα στυφά μα και κόκκινα, τα κέρατα...πως τα λέτε, πιπεριές Φλωρίνης πιστημονικά δεν τα λιέτε...τέλως πάντων όπως και ναναι και πιπέρια κόκκινα στα γεμιστά να βάνετε και θα τα γλυφετε ένα, ένα τα δαχτυλάκια σας.Κι όχι κιμάδες κι αηδίες στα γεμιστά... είν ανάλαφρα αυτά, γιαλαντζί καλοκαιρινά μην τα βαραίνετε για θα σας κάτσουν στο στομάχι...είν που ναι βαριές οι στυφές άμα τα παραγιομίσεις και με τον κιμά, γκιουλ μπαχτσες φορτωμένος μαγκάθια θα γενεί το στομαχάκι σας...μη μωρέ μη το παιδεύετε κι ένα το χουμε κι ευαισθητούλη.
Μα το κρεμμύδι μην το λυπάστε, μπόλικο, βαλά μπόλικο και χοντροκομένο, στο ρεντέ το κρεμμύδι να το πιάνει το δόντι, με το χέρι το κρεμμύδι και το παράθυρο ανοιχτό να παίρνει την αψάδα και να στεγνώνει τα δάκρυα και τον ιδρώτα. Και να τρίβεις και να κλαις και ναλαφρώνεις, από πάνω... ταμ από πάνω απ το ρεντε συγκεντρωμένη απόλυτα στο κρεμμύδι, μη φάμε και κανα δάχτυλο κι άμα στάξει και δάκρυ και ιδρώτας αρμυρός στη γέμιση, τότενες να δγιεις νοστιμιά, με φροντίδα μαγάπη νοστιμεύει το φαί...κάντε το θα με θυμηθείτε,ειν από σίγουρη πηγή η συνταγή, η Λωξάντρα το λεγε... λεζετλί ταμ λεζετλί θα γενεί το γεμιστό σας.
Κι αφού ορέχτηκε το Χρυσουλιώ και το πε δε της χαλνάμε χατήρι κι ειν και ταλαιπωρημένο και μας τρόμαξε ψες, πολύ μας τρόμαξε και πρώτη φορά είπε πως τρόμαξε κι αυτό το ατρόμητο...πόσο σε ζόρισες και μας ζόρισες ρε μάνα μαυτό το ατρόμητο το ακλόνητο το σωστό, που να τον χωρέσουμε το φόβο μας, νέρντε κι είμασταν μικρά και φοβόμασταν και που να τολμήσεις να το πεις, κιμε ανατίρσιν, μπε...πως ξεχνάτε ρε γαμώτο πως ξεχνάτε σεις... ακόμα και τώρα που πήγε να μας φύγει και την έχασα τη γη κάτω απ τα πόδια μου ακόμα τώρα δεν μπορώ να πω άστα πέρασαν... τώρα είναι αλλιώς και φοβάμαι πόσο φοβάμαι μη μου φύγει και δεν προλάβω να της το πω, δεν προλάβω να το νιώσω.
Έλα μου, έλα μου Χρυσουλιώ τα γεμιστά να φκιάσουμε που τα ξέρεις, μαμά μου εσύ θα λες πως κι εγώ θα σακούω κιχ δε θα βγάλω και θα προσποιηθώ σήμερα πως δεν ξέρω παιδάκι θα γίνω ξανά για σένα μαμά μου γιατί εισαι πονεμένη και ταλαιπωρημένη και φοβισμένη και σήμερα μου το πες και μοιάζουμε σήμερα μαμά μου, ίδιες είμαστε
Υ.Γ. Αν και το Χρυσουλιώ ζήτησε το "Γύφτισσα τον εβύζαξε" κι ήξερε και για το δεκάλογο του γύφτου και πως είναι σέρβικο λέει το άσμα...το Ρουλιώ ντιπ δεν ήξευρε ούτε το ήβρε...αν ξεύρει μπρε κανείς σφυράτε!
Ανταυτού συνταγές μαγειρικής...παέννει στο Χρυσουλιώ
Ντομάτες γλυκές και πιπέρια πράσινα στυφά μα και κόκκινα, τα κέρατα...πως τα λέτε, πιπεριές Φλωρίνης πιστημονικά δεν τα λιέτε...τέλως πάντων όπως και ναναι και πιπέρια κόκκινα στα γεμιστά να βάνετε και θα τα γλυφετε ένα, ένα τα δαχτυλάκια σας.Κι όχι κιμάδες κι αηδίες στα γεμιστά... είν ανάλαφρα αυτά, γιαλαντζί καλοκαιρινά μην τα βαραίνετε για θα σας κάτσουν στο στομάχι...είν που ναι βαριές οι στυφές άμα τα παραγιομίσεις και με τον κιμά, γκιουλ μπαχτσες φορτωμένος μαγκάθια θα γενεί το στομαχάκι σας...μη μωρέ μη το παιδεύετε κι ένα το χουμε κι ευαισθητούλη.
Μα το κρεμμύδι μην το λυπάστε, μπόλικο, βαλά μπόλικο και χοντροκομένο, στο ρεντέ το κρεμμύδι να το πιάνει το δόντι, με το χέρι το κρεμμύδι και το παράθυρο ανοιχτό να παίρνει την αψάδα και να στεγνώνει τα δάκρυα και τον ιδρώτα. Και να τρίβεις και να κλαις και ναλαφρώνεις, από πάνω... ταμ από πάνω απ το ρεντε συγκεντρωμένη απόλυτα στο κρεμμύδι, μη φάμε και κανα δάχτυλο κι άμα στάξει και δάκρυ και ιδρώτας αρμυρός στη γέμιση, τότενες να δγιεις νοστιμιά, με φροντίδα μαγάπη νοστιμεύει το φαί...κάντε το θα με θυμηθείτε,ειν από σίγουρη πηγή η συνταγή, η Λωξάντρα το λεγε... λεζετλί ταμ λεζετλί θα γενεί το γεμιστό σας.
Κι αφού ορέχτηκε το Χρυσουλιώ και το πε δε της χαλνάμε χατήρι κι ειν και ταλαιπωρημένο και μας τρόμαξε ψες, πολύ μας τρόμαξε και πρώτη φορά είπε πως τρόμαξε κι αυτό το ατρόμητο...πόσο σε ζόρισες και μας ζόρισες ρε μάνα μαυτό το ατρόμητο το ακλόνητο το σωστό, που να τον χωρέσουμε το φόβο μας, νέρντε κι είμασταν μικρά και φοβόμασταν και που να τολμήσεις να το πεις, κιμε ανατίρσιν, μπε...πως ξεχνάτε ρε γαμώτο πως ξεχνάτε σεις... ακόμα και τώρα που πήγε να μας φύγει και την έχασα τη γη κάτω απ τα πόδια μου ακόμα τώρα δεν μπορώ να πω άστα πέρασαν... τώρα είναι αλλιώς και φοβάμαι πόσο φοβάμαι μη μου φύγει και δεν προλάβω να της το πω, δεν προλάβω να το νιώσω.
Έλα μου, έλα μου Χρυσουλιώ τα γεμιστά να φκιάσουμε που τα ξέρεις, μαμά μου εσύ θα λες πως κι εγώ θα σακούω κιχ δε θα βγάλω και θα προσποιηθώ σήμερα πως δεν ξέρω παιδάκι θα γίνω ξανά για σένα μαμά μου γιατί εισαι πονεμένη και ταλαιπωρημένη και φοβισμένη και σήμερα μου το πες και μοιάζουμε σήμερα μαμά μου, ίδιες είμαστε
Υ.Γ. Αν και το Χρυσουλιώ ζήτησε το "Γύφτισσα τον εβύζαξε" κι ήξερε και για το δεκάλογο του γύφτου και πως είναι σέρβικο λέει το άσμα...το Ρουλιώ ντιπ δεν ήξευρε ούτε το ήβρε...αν ξεύρει μπρε κανείς σφυράτε!
Ανταυτού συνταγές μαγειρικής...παέννει στο Χρυσουλιώ
Κι είπε η αλεπού να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο...έτυχε, το φτιαξε από συνήθεια για δε ντοξερε το παζάρι η αλούπω, το σκοτάδι ήξερε και ναγοράζει κλεφτά, πάντως Σαββάτο χειμωνιάτικο, κρύο και την κουλουριάστηκε την ουρά της μπας και ζεσταθεί, Σαββάτο κι η ουρά δεν έφτανε και γύρα γύρα την ουρά η Κυρα Μάρω...μπας και της φτάσει και ζεσταθεί, γιοκ... και κοίτα συνετίσου γαμωουρά της είπε, μάκρυνε όσο είναι καιρός για θα σε κόψω και γύρα γύρα ξανά απειλητικά και Σαββάτο ακόμη, και ζβάπα ζβούπα πέρν η αλούπω τη φαλτσέτα και πάρτην κάτω την ουρά, με τη μία και την έβλεπε να σπαρταράει η Κυρά Μάρω και το φχαριστιότανε...καλά να πάθεις δε μακουσες δεν μου φτασες, κρυώνω σου λεγα και συ, γιοκ... και χτυπιόταν η ουρά και γελούσε η κυρα Μάρω,και της άρεζε να τη βλέπει σαν να μην ήταν θκια της την έβλεπε, μπορώ και χωρίς εσένα, άχρηστη είσαι, κοντή και μικρή, μόνο για κόψιμο και κοκκίνησε η κυρα Μάρω απ το θυμό κι απ τον πόνο κοκκίνησε κι απ το αίμα που κύλαγε και μύριζε, πόσο άσχημα μύριζε και σπαρταρούσε, λιγότερο τώρα, η ουρά μα το αίμα ήταν πολύ και την πιτσιλούσε την κυρα Μάρω κι ήρθε στο στόμα της και στα μάτια της και σταυτιά της στάλες πολλές και πηχτές... και μύριζε, δεν ήξερε ότι μυρίζει το αίμα και δεν το μπόραγε η αλούπω και την πάτησε με το πόδι της την ουρά, σαν να μην ήταν θκια της...ΚΑΙ ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΚΟΠΑΝΙΕΣΑΙ ΚΡΑΥΓΑΣΕ και πατα πατα πατ ακόμη λίγο η ουρά, στα τελευταία της και δεν το δε η κυρα Μάρω το τέλος, σαν να μην ήταν θκια της η ουρά κι έχωσε τη μουσούδα της και τη δάγκασε μπας και σταματήσει και χώθηκε στο αίμα κι αυτό στο στόμα της πολύ και πηχτό και στα ρουθούνια της και στααυτιά της, γιόμισε η κυρά Μάρω αίμα και μύριζε κι έφτυνε και η ουρά σταμάτησε
Τρίτη 3 Ιουνίου 2008
Έχω, έχω!
Και καπέλο έχω, και μπδατσάκια και ομπδέλα και κοδέλα και τδέλα κι αντηλιακό και...ντανταντα ΝΤΑ!...ΚΑΙ ΔΑΚΈΤΕς
Θα φύγω βδε και θα το ψάχνετε το Ρουλιώ...καλά μη συγκινείστε θα ξανάδθω το πε και το Μαριλενάκι, θεραπευτικό το μπλόγκινγκ...διαβάστε βδε το κορίτσι να μαθαίνετε, όχι μόμο για το μπλόγκινγκ για τη ζωή να μαθαίνετε!
και την Ευτυχία αδέρφια παένετε...έχει ένα παραμύθι...όχι βδε για παιδιά, για μεγάλους είναι...ωδαίο θα σας αδέσει, ειδικά εσάς τσι άντρηδες...για μια γυναίκα χρυσόψαρο λέει, αντέστε όσο είναι καιρός
Έχω , έχω το λοιπόν και κέφια έχω και περιοδικά έχω και θα πάρω κι άλλα...ότι ποιο χαζό και ποιο ελαφρύ και ποιο girly...άτσα και το αγγλικό το Ρουλιώ, φουλ της σαχλαμάρας σας λιέω...α και το καρεκλάκι μου να θυμηθώ να πάρω γιατί πονάει η μεσούλα μου με την πετσέτα κατάχαμα...σαν εκείνο τον ελληνογάλλο που μου την είχε πει...α, φέρατε και το σαλονάκι σας μανδάμ...νε βδε και το σαλονάκι και το καφεδάκι και το μοχιτάκι κιόλα τα θέλει σμπαραλία το Ρουλιώ...είπαμε φωκια μα αρχόντισσα, με τίτλο.
Και θα μπει παίδες η φώκια στο νερό κι όλα θα φύγουν όλα τα διαβόλια και τα τριβόλια και δε θα μπει στο νερό, θα μπει μέσα στο νερό...έχετε δει βδε φώκια να λούετε...μον τα μουστάκια της και τα ματούδια της αφήνει έξω και παένει και παένει και παένει αργά σαν να κυλάει...αλήθεια βδε...τι μουρθε τώρα, λέτε να κλαίνε οι φώκιες βδε τσακαλάκια, λέτε... γιατί αν κλαίνε δε θα το καταλαβαίνουν, τα παίρνει τα δάκρυα ή θάλασσα τα παίρνει και πάνε.
Έλα βδε, μη μου στεναχωριέστε δεν ειν μόνο από λύπη τα δάκρυα μπορεί κι από χαρά ναναι κι από αγαλλίαση...θεραπευτικό το κλάμα αδέρφια, σαν το μπλόγκινγκ ένα πράμα
Είδες βδε Ανννντώνη που σου λεγα για τη λίστα, ούτε αυτό δε σου πα
Θα φύγω βδε και θα το ψάχνετε το Ρουλιώ...καλά μη συγκινείστε θα ξανάδθω το πε και το Μαριλενάκι, θεραπευτικό το μπλόγκινγκ...διαβάστε βδε το κορίτσι να μαθαίνετε, όχι μόμο για το μπλόγκινγκ για τη ζωή να μαθαίνετε!
και την Ευτυχία αδέρφια παένετε...έχει ένα παραμύθι...όχι βδε για παιδιά, για μεγάλους είναι...ωδαίο θα σας αδέσει, ειδικά εσάς τσι άντρηδες...για μια γυναίκα χρυσόψαρο λέει, αντέστε όσο είναι καιρός
Έχω , έχω το λοιπόν και κέφια έχω και περιοδικά έχω και θα πάρω κι άλλα...ότι ποιο χαζό και ποιο ελαφρύ και ποιο girly...άτσα και το αγγλικό το Ρουλιώ, φουλ της σαχλαμάρας σας λιέω...α και το καρεκλάκι μου να θυμηθώ να πάρω γιατί πονάει η μεσούλα μου με την πετσέτα κατάχαμα...σαν εκείνο τον ελληνογάλλο που μου την είχε πει...α, φέρατε και το σαλονάκι σας μανδάμ...νε βδε και το σαλονάκι και το καφεδάκι και το μοχιτάκι κιόλα τα θέλει σμπαραλία το Ρουλιώ...είπαμε φωκια μα αρχόντισσα, με τίτλο.
Και θα μπει παίδες η φώκια στο νερό κι όλα θα φύγουν όλα τα διαβόλια και τα τριβόλια και δε θα μπει στο νερό, θα μπει μέσα στο νερό...έχετε δει βδε φώκια να λούετε...μον τα μουστάκια της και τα ματούδια της αφήνει έξω και παένει και παένει και παένει αργά σαν να κυλάει...αλήθεια βδε...τι μουρθε τώρα, λέτε να κλαίνε οι φώκιες βδε τσακαλάκια, λέτε... γιατί αν κλαίνε δε θα το καταλαβαίνουν, τα παίρνει τα δάκρυα ή θάλασσα τα παίρνει και πάνε.
Έλα βδε, μη μου στεναχωριέστε δεν ειν μόνο από λύπη τα δάκρυα μπορεί κι από χαρά ναναι κι από αγαλλίαση...θεραπευτικό το κλάμα αδέρφια, σαν το μπλόγκινγκ ένα πράμα
Είδες βδε Ανννντώνη που σου λεγα για τη λίστα, ούτε αυτό δε σου πα
Δευτέρα 2 Ιουνίου 2008
Το Ρουλιώ παρέδωσε!
Όλα αδέρφια, παρέδωσε διορθώσεις, μάζεψε δικαιολογητικά που αποδεικνύουν ότι όχι μόνο δεν είναι ελέφαντας, αλλά δεν είναι και Ντρίλιγκερ ελέφαντας, κατέθεσε αιτήσεις και ενστάσεις εξήγεισαι ότι μπορεί να είναι λιιιιγο διαφορετικό απ το έιωθός αυτό που ζητάει, αλλά δεν είναι κι ο ουρανός με τάστρα...γίνεται κι αλλιώς ρε καρεκλοκενταύρισσα, αρκεί να δεις αρκεί νακούσεις αρκεί να με πιστέψεις να μη μου το παίξεις μαμά, δασκάλα που βάζει το παιδί της να κάνει το β...ναι μωρέ το βήτα που λέγαμε παλαιόθεν, τώρα λέει οι μοντέρνοι η δασκάλοι β το λένε, να το βάζεις λοιπόν να το κάνει με το κυκλάκι κάτω και το φυλλαράκι από πάνω...γιατί ΜΟΝΟ ΕΤΣΙ ΛΕΕΙ γίνεται το β και δε γίνεται να το κάνεις με μια γραμμή και δυο μισοκυκλάκια και να ξεμπερδεύεις με το γαμωβού...γιατί αν τολμήσεις και το κάνεις αλλιώς θα σε τσακίσω αγαπημένο μου και θα στο σκίσω το βου σου, γιατί δε μακουσες και πρέπει να πονέσεις είπε η καρεκλοκενταυρισσα και χασες τις ημερομηνίες...μα ήμουν κλινίρης χρυσή μου και με βούλα, χαρτί από νοσοκομείο σε φέρνω και βεβαίωση απ το μεγάλο σχολειό...και που ξέρω ότι είναι έγκυρα αυτά που μου δίνεις κι άντε το χαρτί του νοσοκομείου έχει τις σφραγίδες του τις υπογραφές του πολλές και μεγάλες...αυτή η βεβαίωση...μόνο μια υπογραφούλα...που ναι η σφραγίδα της και που ξέρω εγώ ότι είναι αληθινή η υπογραφή;
Τι αλλο να κανω μωρή μαλάκω, τι άλλο να κάνω για να σε πείσω πως δεν είμαι απατεώνας ούτε εγώ ούτε όσοι μιλούν για μένα...δεν είμαστε όλοι σαν και του λόγου σου τι άλλο από το να υπογράψω αυτά που γράφω, τι γαμωσφραγίδα θες; Τι να λέει η γαμωσφραγίδα δε σας κοροίδευω...δεν είμαι απατεώνας...δεν είμαι σαν και σένα...καθρέφτης σου είμαι...εσένα βλέπεις σε μένα καρεκλοκενταύρισσα αυτό πρέπει να λέει η σφραγίδα που ζητάς.
...Και επειδή πιστοποιήθηκε αδέρφια δεν είναι Ντίλιγκερ ελέφαντας το Ρουλιώ...μόνο μια κότα στρουμπουλή είναι, μια όμορφη πουλάδα...πάρτε και το άσμα να το γιορτάσουμε...να ναι καλά το Ματινάκι που το κερνάει γιατί το Ρουλιώ εδώ και καμπόσο το ψάχνει και ντιπ τίποτα ...και χει γνωρίσει εντωμεταξύ όλες τις συναδέλφους του γιουτούμπεως, γι αυτό μπράβο ρε Ματινάκι τη γλύτωσες τη Ρουλίτα και φοβάται και την παροιμία με τις κότες και τα πίτουρα.
Α, παραλίγο να το σεάσει το Ρουλιώ βρε Ματινάκι, σου γραψε και ποιματάκι για το ευχαριστώ...ΠΟΙΜΑΤΑΚΙ ΤΟ ΡΟΥΛΙΩ;)...γιατί βρε κουλτουριάρηδες, μόνο εσείς θα γράφετε...άφκετε και το Ρουλιώ, μπορεί να χει οίστρο σήμερις.
Ματινάκι, Ματινάκι
αχ, τσαχπίνικο πουλλλλάκι
το φτιαξες βρε το Ρουλάκι
με το τραγουδάκιαυτό!
Ματινάκι Ματινάκι
αχ τσαχπίνικο πουλλλλάκι
τσακαλάκι μοναχό!
Ματινάκι Ματινάκι
αχ τσαχπίνικο πουλλλακι
τσάκωσε και το φιλάκι
που σου στέλνει το ρουλιώ!
Τι αλλο να κανω μωρή μαλάκω, τι άλλο να κάνω για να σε πείσω πως δεν είμαι απατεώνας ούτε εγώ ούτε όσοι μιλούν για μένα...δεν είμαστε όλοι σαν και του λόγου σου τι άλλο από το να υπογράψω αυτά που γράφω, τι γαμωσφραγίδα θες; Τι να λέει η γαμωσφραγίδα δε σας κοροίδευω...δεν είμαι απατεώνας...δεν είμαι σαν και σένα...καθρέφτης σου είμαι...εσένα βλέπεις σε μένα καρεκλοκενταύρισσα αυτό πρέπει να λέει η σφραγίδα που ζητάς.
...Και επειδή πιστοποιήθηκε αδέρφια δεν είναι Ντίλιγκερ ελέφαντας το Ρουλιώ...μόνο μια κότα στρουμπουλή είναι, μια όμορφη πουλάδα...πάρτε και το άσμα να το γιορτάσουμε...να ναι καλά το Ματινάκι που το κερνάει γιατί το Ρουλιώ εδώ και καμπόσο το ψάχνει και ντιπ τίποτα ...και χει γνωρίσει εντωμεταξύ όλες τις συναδέλφους του γιουτούμπεως, γι αυτό μπράβο ρε Ματινάκι τη γλύτωσες τη Ρουλίτα και φοβάται και την παροιμία με τις κότες και τα πίτουρα.
Α, παραλίγο να το σεάσει το Ρουλιώ βρε Ματινάκι, σου γραψε και ποιματάκι για το ευχαριστώ...ΠΟΙΜΑΤΑΚΙ ΤΟ ΡΟΥΛΙΩ;)...γιατί βρε κουλτουριάρηδες, μόνο εσείς θα γράφετε...άφκετε και το Ρουλιώ, μπορεί να χει οίστρο σήμερις.
Ματινάκι, Ματινάκι
αχ, τσαχπίνικο πουλλλλάκι
το φτιαξες βρε το Ρουλάκι
με το τραγουδάκιαυτό!
Ματινάκι Ματινάκι
αχ τσαχπίνικο πουλλλλάκι
τσακαλάκι μοναχό!
Ματινάκι Ματινάκι
αχ τσαχπίνικο πουλλλακι
τσάκωσε και το φιλάκι
που σου στέλνει το ρουλιώ!
Κυριακή 1 Ιουνίου 2008
Τρεις λύκοι αδέσποτοι
Κοιμόταν με τα παντζούρια ανοιχτά η Γραμμάτω, για να μη χάσει το ραντεβού. Ξυπνητήρι δεν είχε βάλει ποτέ στη ζωή της, δεν μπόραγε το χτύπημά του, την τάραζε. Η κρεβατοκάμαρή της έβλεπε την ανατολή, οι πρώτες αχτίδες την έβρισκαν στο πρόσωπο και δε τοχανε με τίποτα το ραντεβού με τα λουλούδια της.
Καφέ δεν έπινε απ το κρεβάτι στο νιπτήρα κι από κει στο λάστιχο...άνοιγε πολύ το νερό και κατάβρεχε για ώρα. Πρώτα το χώμα του δρόμου, να κατακάτσει... για δεν την μπόραε τη σκόνη, χωνότουνε παντού η άτιμη, μέχρι και στο λαιμό της και σαν άρχισε να βήχει η Γραμμάτω ξεχνούσε να σταματήσει. Μετά είχαν σειρά τα τσιμέντα, η σκάλα οι καρέκλες και το τραπέζι του κήπου... και το σκαμπουδάκι της, οι καρέκλες ήταν για τους μουσαφιραίους... η Γραμμάτω είχε δεν είχε κόσμο στο σκαμπουδάκι της τον έπινε τον καφέ της.
Συνήθεια από τότε που ζούσε ο άντρας της και το σπίτι της δεν άδειαζε από μουστερήδες. Γιατί μουστερήδες ήταν οι μουσαφιραίοι της Γραμμάτως μουστερήδες απαιτητικοί, όποιον έβρισκε στο δρόμο ο σχωρεμένος στο σπίτι τον κουβάλαγε...και σαν στο σπίτι σου, του λεγε. Μπαχτσές ο σχωρεμένος, όλο μασλάτια και γέλια και πειράγματα ατελείωτα... δεν τα κατάφερνε χωρίς παρέα, χωρίς ούζο και μεζέ. Κι η Γραμμάτω απ το μεσημέρι και μετά που γύρναγε απ τη δουλειά του... στη λάντζα...και μέσα όξω στον κήπο να σερβίρει και να συμπληρώνει να κερνάει και να βογγάει η Γραμμάτω...και να παρακαλάει να χει παρέα ο σχωρεμένος...μόνος όταν ήτανε δεν τον έκανε ζάπι, τίποτα δεν ταρεζε, όλα του βρωμούσαν κι όλα του ξινίζανε, δύσκολος άνθρωπος...Θε μου σχώρα με και σχώρεσέ τον... μονολογούσε κι έκανε το σταυρό της, όποτε τα θυμότανε.
Και τελευταία από τότε που τους είπαν για τον καινούριο δρόμο και για το σπίτι τον είχε στο μυαλό της μέσα, συνέχεια το σχωρεμένο. Που ναι τος να τη συντρέξει να τους τα πει...που πάτε ωρε κατσαπλιάδες που θα μου πάρετε το σπίτι κοψοχρονιά για να φτιάξετε το δρόμο σας, ουστ απα δα κοράκια μονο αν λύσω τον άλσο θα το πάρετε ρε απατεώνες, την υπογραφή μου δε θα τη δείτε... τρία χρόνια το πάλεψε ο σχωρεμένος κι ένα ένα αδειάζαν τα σπίτια στη γειτονιά, όλοι υπέγραφαν και μείναν μόνοι τους με τη τρελοβασίλω από παραπάνω, τα παιδιά φευγάτα από χρόνια...την άφησε κι αυτός μονάχη, έμεινε η Γραμμάτω στο σκαμπουδάκι της με το τελεσίγραφο στο χέρι να κοιτά τις γλάστρες της, τα κορίτσια της...και μόνο αυτές σκεφτόταν...πού θα τις έβαζε στο μπαλκόνι;
Μόλις τελείωνε το λοιπόν και το κατάβρεγμα του τραπεζιού, τοκλεινε το λάστιχο κι έπαιρνε το σφουγγάρι της και ανάσα βαθιά. Έριχνε και μια ματιά στα κορίτσια της... κι υπομονή τους έλεγε, έρχεται κι η σειρά σας κοκκόνες μου θα σας περιποιηθώ και θα σας πω τα μαντάτα τα τελευταία να ετοιμάζεστε κορίτσια θα φύγουμε μας διωχνουνε...αλλά έννοια σας θα βρω μεγάλο μπαλκόνι και θα σας βολέψω, μον μη μου στεναχωριέστε και μου πάθετε τίποτα κορτσούδια μου γιατί την κλεισούρα δίχως τη μυρωδιά σας δεν θα την αντέξω τσούπρες, έλεγε στα τριαντάφυλλα και στη γαρδένια της το καμάρι της και στο φούλλι το τσαχπίνικο και στο γιασεμί της το ντροπαλό. Και τα μιλούσε τα κορίτσια και τα ελευθέρωνε απ τα χορτάρια και τους χάιδευε τα φύλλα κι έσκυβε και τα μύριζε, τα μύριζε συνέχεια.Κι αφού τελείωνε τη γύρα γέμιζε τον κουβά με το λάστιχο κι έπαιρνε το μπρίκι και τα πότιζε λίγο, λίγο κι άφηνε το νερό να το ρουφήξει το χώμα πρώτα και συμπλήρωνε κι άλλο, λιγο λίγο τη φορά μέχρι να της πουν τα κορίτσια πως δροσίστηκαν και ξεδίψασαν.
Τώρα ήταν έτοιμη να πιει τον καφέ της η Γραμμάτω και το τσιγαράκι της, ο θεός να τον αναπάυσει το σχωρεμένο ποτέ δεν της είπε να το κόψει και την κρυφοκοίταζε όταν το πινε και κείνη ντρεπότανε και κατέβαζε το κεφάλι...α, ρε Γραμμάτω θεριακλού της έλεγε και γέλαγε, ούτε όταν το κοψε ο ίδιος ένα χρόνο πριν πεθάνει που του παν οι γιατροί να διαλέξει, ούτε τότες τη ζόρισε τη Γραμμάτω και την κοίταγε και γέλαγε.
Και πάνω στην ώρα που βαζε το φλυτζάνι της στο τραπέζι και το μπρίκι από δίπλα εμφανιζόταν κι η τρελοβασίλω από παραπάνω που βγαινε για την πρωινή της την τσάρκα.
Καλημέρα Τούλα, φώναζε η Βασίλω και πιανόταν από τα κάγκελα του κήπου. Τι φκιάνς Τούλα μου με το τσιγαράκι σου και το καφεδάκι σου...τον έστειλες τον κύρη σου και μια χαρά αρχόντισσα είσαι Γραμμάτω... και γέλαγε η Γραμμάτω και ζέστα ζέστα Τούλα μου, συμπλήρωνε η Βασίλω. Από το Μάη και μέχρι το Σεπτέμβρη είτε ρωτούσε είτε απαντούσε η Βασίλω...ζέστα ζέστα έλεγε στο τέλος και σκουπιζόταν με το μαντήλι της.
Έλα μέσα να σε κεράσω έναν καφέ να πιεις και να νερό να δροσιστείς της έλεγε η Γραμμάτω.
Όι μωρε, είπχα είπχα γιόμισε η κοιλιά μου Τούλα μου, τάνισε το μέσα μου... και καφέδες και νερά κι ο διάολος στον πατέρα μ' είπχα, μέχρι εδώ είμι...κι έδειχνε τη μύτη της η Βασίλω... ξημέρωσα πάλε σήμερα στο τραπέζι Τούλα μ'...ζέστα, ζέστα πάλε.
Υπομονή Βασίλω θα περάσει... και που θε λα παένς, τώρα; τη ρώταγε η Γραμμάτω κάνοντας την ανήξερη.
Α σιακάτ στη θάλασσα να δω τι γένινται οι κερατάδες Τούλα μ' να πιάσω και μπουγάζι να πάρω φρέσκο Τούλα μ' γιατί ζέστα, ζέστα πάλε σήμερα.
Γέλαγε η Γραμμάτω και μη λες έτσι Βασίλω της έλεγε κι είναι και της Αγιά Παρασκευής Βασίλω ...κάθε μέρα κάποιον γιόρταζε η Γραμμάτω και σταυροκοπιόταν μα άγιο μα παράγιο μα όσιο μα μάρτυρα όλους τους γιόρταζε...τους έβλεπε στο ημερολόγιο και το λεγε της Βασίλως, μπας και τη συνετίσει, γιατί την ήξερε τη συνέχεια η Γραμμάτω κι όσο προσπαθούσε να την αποφύγει τόσο τη φούντωνε τη Βασίλω.
Άιντε στο καλό Βασίλω και καλό φρέσκο της έλεγε η Γραμμάτω για να κλείσει την κουβέντα.
Τι στο καλό μωρ Τούλα με λες, δε θα με ρωτήσεις πουτάνα...κανείς πούστης δε με ρώτησε σήμερα, ούλοι φύγανε κιότεψαν οι γαμημένοι Τούλα μ',μόναχες μείναμε δε θα με ρωτήσεις...ζεστα ζέστα Τούλα μ' άρχισε να βρίζει η Βασίλω και θύμωνε κι αγρίευε κι ίδρωνε και δώστου σκουπιζότανε.
Εντάξει εντάξει της έλεγε η Γραμμάτω που τη φοβότανε τη Βασίλω όταν άρχιζε να θυμώνει...να σε ρωτήσω Βασίλω να πας στο καλό...τα παράθυρα δεν τανοιξες ψες το βράδυ που χε ζέστα να δροσιστείς και να κοιμηθείς Βασίλω;
Έπαιρνε τότε το σκανταλιάρικο χαμόγελο η Βασίλω κι έλεγε... αχ, Τούλα μ' τάνοιξα και τα παράθυρα άνοιξα και τις πόρτες μ' άνοιξα... και σας συμβαίνει εσάς Τούλα μ'...σας συμβαίνει όταν ανοίγετε τα παραθυρα και τις πόρτες να μπαίνουν τρεις λύκοι, μαύροι, αδέσποτοι και να σας γαμάνε Τούλα μ'...ζέστα ζέστα πολύ σήμερα Τουλα μ' έλεγε η Βασίλω και ξεραίνονταν στα γέλια και δεν περίμενε απάντηση, ούτε χαιρέταγε...το λεγε κι έπαιρνε τον κατήφορο για τη θάλασσα η Βασίλω, γελώντας.
Πες ρε Παπάζογλου, γκαρντάση... πες το τρεις λύκοι αδέσποτοι για την τρελοβασίλω να γουστάρουμε!
Καφέ δεν έπινε απ το κρεβάτι στο νιπτήρα κι από κει στο λάστιχο...άνοιγε πολύ το νερό και κατάβρεχε για ώρα. Πρώτα το χώμα του δρόμου, να κατακάτσει... για δεν την μπόραε τη σκόνη, χωνότουνε παντού η άτιμη, μέχρι και στο λαιμό της και σαν άρχισε να βήχει η Γραμμάτω ξεχνούσε να σταματήσει. Μετά είχαν σειρά τα τσιμέντα, η σκάλα οι καρέκλες και το τραπέζι του κήπου... και το σκαμπουδάκι της, οι καρέκλες ήταν για τους μουσαφιραίους... η Γραμμάτω είχε δεν είχε κόσμο στο σκαμπουδάκι της τον έπινε τον καφέ της.
Συνήθεια από τότε που ζούσε ο άντρας της και το σπίτι της δεν άδειαζε από μουστερήδες. Γιατί μουστερήδες ήταν οι μουσαφιραίοι της Γραμμάτως μουστερήδες απαιτητικοί, όποιον έβρισκε στο δρόμο ο σχωρεμένος στο σπίτι τον κουβάλαγε...και σαν στο σπίτι σου, του λεγε. Μπαχτσές ο σχωρεμένος, όλο μασλάτια και γέλια και πειράγματα ατελείωτα... δεν τα κατάφερνε χωρίς παρέα, χωρίς ούζο και μεζέ. Κι η Γραμμάτω απ το μεσημέρι και μετά που γύρναγε απ τη δουλειά του... στη λάντζα...και μέσα όξω στον κήπο να σερβίρει και να συμπληρώνει να κερνάει και να βογγάει η Γραμμάτω...και να παρακαλάει να χει παρέα ο σχωρεμένος...μόνος όταν ήτανε δεν τον έκανε ζάπι, τίποτα δεν ταρεζε, όλα του βρωμούσαν κι όλα του ξινίζανε, δύσκολος άνθρωπος...Θε μου σχώρα με και σχώρεσέ τον... μονολογούσε κι έκανε το σταυρό της, όποτε τα θυμότανε.
Και τελευταία από τότε που τους είπαν για τον καινούριο δρόμο και για το σπίτι τον είχε στο μυαλό της μέσα, συνέχεια το σχωρεμένο. Που ναι τος να τη συντρέξει να τους τα πει...που πάτε ωρε κατσαπλιάδες που θα μου πάρετε το σπίτι κοψοχρονιά για να φτιάξετε το δρόμο σας, ουστ απα δα κοράκια μονο αν λύσω τον άλσο θα το πάρετε ρε απατεώνες, την υπογραφή μου δε θα τη δείτε... τρία χρόνια το πάλεψε ο σχωρεμένος κι ένα ένα αδειάζαν τα σπίτια στη γειτονιά, όλοι υπέγραφαν και μείναν μόνοι τους με τη τρελοβασίλω από παραπάνω, τα παιδιά φευγάτα από χρόνια...την άφησε κι αυτός μονάχη, έμεινε η Γραμμάτω στο σκαμπουδάκι της με το τελεσίγραφο στο χέρι να κοιτά τις γλάστρες της, τα κορίτσια της...και μόνο αυτές σκεφτόταν...πού θα τις έβαζε στο μπαλκόνι;
Μόλις τελείωνε το λοιπόν και το κατάβρεγμα του τραπεζιού, τοκλεινε το λάστιχο κι έπαιρνε το σφουγγάρι της και ανάσα βαθιά. Έριχνε και μια ματιά στα κορίτσια της... κι υπομονή τους έλεγε, έρχεται κι η σειρά σας κοκκόνες μου θα σας περιποιηθώ και θα σας πω τα μαντάτα τα τελευταία να ετοιμάζεστε κορίτσια θα φύγουμε μας διωχνουνε...αλλά έννοια σας θα βρω μεγάλο μπαλκόνι και θα σας βολέψω, μον μη μου στεναχωριέστε και μου πάθετε τίποτα κορτσούδια μου γιατί την κλεισούρα δίχως τη μυρωδιά σας δεν θα την αντέξω τσούπρες, έλεγε στα τριαντάφυλλα και στη γαρδένια της το καμάρι της και στο φούλλι το τσαχπίνικο και στο γιασεμί της το ντροπαλό. Και τα μιλούσε τα κορίτσια και τα ελευθέρωνε απ τα χορτάρια και τους χάιδευε τα φύλλα κι έσκυβε και τα μύριζε, τα μύριζε συνέχεια.Κι αφού τελείωνε τη γύρα γέμιζε τον κουβά με το λάστιχο κι έπαιρνε το μπρίκι και τα πότιζε λίγο, λίγο κι άφηνε το νερό να το ρουφήξει το χώμα πρώτα και συμπλήρωνε κι άλλο, λιγο λίγο τη φορά μέχρι να της πουν τα κορίτσια πως δροσίστηκαν και ξεδίψασαν.
Τώρα ήταν έτοιμη να πιει τον καφέ της η Γραμμάτω και το τσιγαράκι της, ο θεός να τον αναπάυσει το σχωρεμένο ποτέ δεν της είπε να το κόψει και την κρυφοκοίταζε όταν το πινε και κείνη ντρεπότανε και κατέβαζε το κεφάλι...α, ρε Γραμμάτω θεριακλού της έλεγε και γέλαγε, ούτε όταν το κοψε ο ίδιος ένα χρόνο πριν πεθάνει που του παν οι γιατροί να διαλέξει, ούτε τότες τη ζόρισε τη Γραμμάτω και την κοίταγε και γέλαγε.
Και πάνω στην ώρα που βαζε το φλυτζάνι της στο τραπέζι και το μπρίκι από δίπλα εμφανιζόταν κι η τρελοβασίλω από παραπάνω που βγαινε για την πρωινή της την τσάρκα.
Καλημέρα Τούλα, φώναζε η Βασίλω και πιανόταν από τα κάγκελα του κήπου. Τι φκιάνς Τούλα μου με το τσιγαράκι σου και το καφεδάκι σου...τον έστειλες τον κύρη σου και μια χαρά αρχόντισσα είσαι Γραμμάτω... και γέλαγε η Γραμμάτω και ζέστα ζέστα Τούλα μου, συμπλήρωνε η Βασίλω. Από το Μάη και μέχρι το Σεπτέμβρη είτε ρωτούσε είτε απαντούσε η Βασίλω...ζέστα ζέστα έλεγε στο τέλος και σκουπιζόταν με το μαντήλι της.
Έλα μέσα να σε κεράσω έναν καφέ να πιεις και να νερό να δροσιστείς της έλεγε η Γραμμάτω.
Όι μωρε, είπχα είπχα γιόμισε η κοιλιά μου Τούλα μου, τάνισε το μέσα μου... και καφέδες και νερά κι ο διάολος στον πατέρα μ' είπχα, μέχρι εδώ είμι...κι έδειχνε τη μύτη της η Βασίλω... ξημέρωσα πάλε σήμερα στο τραπέζι Τούλα μ'...ζέστα, ζέστα πάλε.
Υπομονή Βασίλω θα περάσει... και που θε λα παένς, τώρα; τη ρώταγε η Γραμμάτω κάνοντας την ανήξερη.
Α σιακάτ στη θάλασσα να δω τι γένινται οι κερατάδες Τούλα μ' να πιάσω και μπουγάζι να πάρω φρέσκο Τούλα μ' γιατί ζέστα, ζέστα πάλε σήμερα.
Γέλαγε η Γραμμάτω και μη λες έτσι Βασίλω της έλεγε κι είναι και της Αγιά Παρασκευής Βασίλω ...κάθε μέρα κάποιον γιόρταζε η Γραμμάτω και σταυροκοπιόταν μα άγιο μα παράγιο μα όσιο μα μάρτυρα όλους τους γιόρταζε...τους έβλεπε στο ημερολόγιο και το λεγε της Βασίλως, μπας και τη συνετίσει, γιατί την ήξερε τη συνέχεια η Γραμμάτω κι όσο προσπαθούσε να την αποφύγει τόσο τη φούντωνε τη Βασίλω.
Άιντε στο καλό Βασίλω και καλό φρέσκο της έλεγε η Γραμμάτω για να κλείσει την κουβέντα.
Τι στο καλό μωρ Τούλα με λες, δε θα με ρωτήσεις πουτάνα...κανείς πούστης δε με ρώτησε σήμερα, ούλοι φύγανε κιότεψαν οι γαμημένοι Τούλα μ',μόναχες μείναμε δε θα με ρωτήσεις...ζεστα ζέστα Τούλα μ' άρχισε να βρίζει η Βασίλω και θύμωνε κι αγρίευε κι ίδρωνε και δώστου σκουπιζότανε.
Εντάξει εντάξει της έλεγε η Γραμμάτω που τη φοβότανε τη Βασίλω όταν άρχιζε να θυμώνει...να σε ρωτήσω Βασίλω να πας στο καλό...τα παράθυρα δεν τανοιξες ψες το βράδυ που χε ζέστα να δροσιστείς και να κοιμηθείς Βασίλω;
Έπαιρνε τότε το σκανταλιάρικο χαμόγελο η Βασίλω κι έλεγε... αχ, Τούλα μ' τάνοιξα και τα παράθυρα άνοιξα και τις πόρτες μ' άνοιξα... και σας συμβαίνει εσάς Τούλα μ'...σας συμβαίνει όταν ανοίγετε τα παραθυρα και τις πόρτες να μπαίνουν τρεις λύκοι, μαύροι, αδέσποτοι και να σας γαμάνε Τούλα μ'...ζέστα ζέστα πολύ σήμερα Τουλα μ' έλεγε η Βασίλω και ξεραίνονταν στα γέλια και δεν περίμενε απάντηση, ούτε χαιρέταγε...το λεγε κι έπαιρνε τον κατήφορο για τη θάλασσα η Βασίλω, γελώντας.
Πες ρε Παπάζογλου, γκαρντάση... πες το τρεις λύκοι αδέσποτοι για την τρελοβασίλω να γουστάρουμε!
Μαζί
Μαζί θα ξημερώσουμε καμάρι μου. Μαζί γιατί το θέλω. Μαζί γιατί το ζήτησες. Μαζί γιατί στο χρωστάω και μέχρι ναρθω να σε βρω θα μείνει ανοιχτός ο λογαριασμός και θα με βαραίνει.
Γιατί εσύ έφυγες κι εγώ κιχ
Γιατί εσύ τα πλήρωσες τα αλλαζονικά βόδια κι εγώ ταντέγραψα
Γιατί εσύ τη ζωγράφισες κόκκινη τη γραφειοκρατία...θανατηφόρα την είπες κι εγώ την ψήφισα
Γιατί εσύ την ξεμπρόστιασες την πτυχιούχο προστυχιά κι εγώ τη χάιδεψα.
Πες μου, πες καμάρι μου, πες μου για τα μαλλιά τα χαμένα και το ηλίθιο βλέμμα των περαστικών
Πες μου, πες μου κοπέλα μου για το θυμό και το βήχα που έφερνε... και τη φωνή, τη φωνή που κοβόταν
Πες μου, πες μου γιαβρί μου για τις άπειρες ώρες στο κρεβάτι και τα ουρλιαχτά απ τον πόνο
Πες μου, πες μου κορίτσι μου για τον πανικό... για τον επόμενο πόνο
Πες μου, πες μου Αμαλία για τη χαμένη ζωή
Πες μου Αμαλιώ, δως μου... για να αλαφρώνω και να βαραίνω πάλι
Γιατί εσύ έφυγες κι εγώ κιχ
Γιατί εσύ τα πλήρωσες τα αλλαζονικά βόδια κι εγώ ταντέγραψα
Γιατί εσύ τη ζωγράφισες κόκκινη τη γραφειοκρατία...θανατηφόρα την είπες κι εγώ την ψήφισα
Γιατί εσύ την ξεμπρόστιασες την πτυχιούχο προστυχιά κι εγώ τη χάιδεψα.
Πες μου, πες καμάρι μου, πες μου για τα μαλλιά τα χαμένα και το ηλίθιο βλέμμα των περαστικών
Πες μου, πες μου κοπέλα μου για το θυμό και το βήχα που έφερνε... και τη φωνή, τη φωνή που κοβόταν
Πες μου, πες μου γιαβρί μου για τις άπειρες ώρες στο κρεβάτι και τα ουρλιαχτά απ τον πόνο
Πες μου, πες μου κορίτσι μου για τον πανικό... για τον επόμενο πόνο
Πες μου, πες μου Αμαλία για τη χαμένη ζωή
Πες μου Αμαλιώ, δως μου... για να αλαφρώνω και να βαραίνω πάλι
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)