Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

Ρουκ-ζουκ

Το θυμάστε βρε τσακαλάκια;) εκεί κάπου στο 80, αν δε με γελάει το κουνημένο το τσερβέλο μου,που έχει πολλέεεες πιθανότητες να μι γιλάει...πως το λέγανε το κορίτσι μη με ρωτήσετε...αλλά το χαμόγελο και τη δροσιά της και τη θκια της και του παιχνιδιού τη θυμάμαι, γρήγορο, έξυπνο...ατάκα στην ατάκα και με την πλάτη γυρισμένη στον συμπαίκτη και τακουστικά...δεν μπορεί θα τα θυμάστε, τουλάχιστον τακουστικά και το χτύπημα στην πλάτη και το χρόνο να τρέχει και την αγωνία για να βρεις τη λέξη και το όχι, όχι της απογοήτευσης και το κουδούνι να μουγκρίζει θυμωμένα για το τέλος του χρόνου και για τη χαμένη ευκαιρία σαν το παιδί που σφίγγει χέρια και δόντια,λίγο πριν κλάψει... τσατισμένο που του πήραν το παιχνίδι του.Κι αυτοί που δε θυμηθήκατε...άφκετε το ρουλιώ να σας πει...για το κοζανίτικό το team να σας πει που καθάρισε το παιχνίδι σε λιγότερο από ένα λεπτό και πήρε τα σώβρακα της αντίπαλης ομάδας...κάπου απά σιακάτ ήτανε τούτοι...που να το ξέρουν το σβάπα σβούπα, μον στη σουρδία ευδοκιμεί η αρετή ταύτη.
Μια μίνι αναφορά στο ρουκζούκιο πλαίσιο...αμάν δείτε και λίγη τηλεόραση όλο βιβλία και βιβλία, χαζώνεται ο άνθρωπος...πέντε παίχτες το λοιπόν σε κάθε ομάδα ο ένας πίσω απ τον άλλο και ο πρώτος φάτσα φάτσα με το κορίτσι το γελαστό, που μι νάζι λέει στους κοζανίτες να περιγράψουν ο ένας στον άλλο το ΛΥΥΥΥΚΟ, χωρίς να πουν τ' λέξη την κακιά και χωρίς να χρησιμοποιήσουν τον ίδιο τρόπο εξήγησης ο ένας με τον άλλο...αν τυχαία πέσουν απάν στην ίδια λέξη γιατί φορούν ακουστικά και δε μπορούν νακούσουν και ναποφύγουν τις ίδιες περιγραφές, το κουδούνι ουρλιάζει μανιασμένα ρίχνοντας τη μπούφλα και λέγοντας πάρταλλιώς κι ο χρόνος χάνεται...και το κορίτσι δε ξέρει τι πα να πει σουρδία και δίνει βούτυρο στο ψωμί των ορεσίβιων που τον εξέρουνε καλά το ΛΥΥΥΥΥΚΟ καιχτυπάει ο πρώτος το δεύτερο σμπλάτη για να γυρίσει και να βγάλ' ταναθιματισμένα τούτα τα μαυρα πράματα απ ταυτιά τ και τλέει

ΤΡΑΝΟ ΖΛΑΠ
ΛΥΥΥΥΚΟΥΣ...ή απάντηση σι διυτιρόλεπτα
Χτύπημα σμπλάτη
Ίφαγε τ γομάρι της Λουϊας
ΛΥΥΥΥΚΟΥς
Χτύπημα σμπλάτη
Η Φλούσα τ Νάκου, μωρέ
ΛΥΥΥΥΚΟΥς, μαύρους
Χτύπημα σμπλάτη
Ντουου ε,ντουυυ... χάλαστον σι λέω
ΛΥΥΥΥΚΟΥς
Χτύπημα σμπλάτη
Ούεεε! Πάτατον τ' μαύρον, ούεε να πλαντάξ!
ΛΥΥΥΥΚΟΥς

Πανηγυρισμοί κι αλλαλαγμοί οι Σούρδοι...το κουδούνι έκανε ώρα να χτυπήσει


Και σβάπα σβούπα τον εκαθαρίσανε σαν αυγό τον μαύρονε, σι διυτιρόλεπτα...κι είχανε να λέγανε ούλο το χειμώνα...πως σαν αυγό τον καθαρίσανε το ΛΥΥΥΥΚΟΥ και το πιχνίδι κι τις κατωμερίτες. Τοξερι η Σουρδία το μαύρο το ύπουλο, το φθονερό τούτο το ζλάπι...τρανό κακό μπορούσε να κάνει...αγιά κακό!


Α ρε κατακαημένη Σουρδία...ένα μεγάλο συγγνώμη μαύρε...ΛΥΥΥΚΕ, μαύρε, μοναχέ...για σένα το καλοκαίρι του Νιόνιου, δυστυχώς χωρίς μουσική...τι γιλάτι βρε, δεν τοχασε το ρουλιώ ταρεσει του μαύρου ΛΥΥΥΥΚΟΥ το καρπούζι... να μα την Παναϊα σας λιέω


Καλοκαίρι
η γαλάζια προκυμαία θα σε φέρει
καλοκαίρι
καρεκλάκια, πετονιές μέσ’ το πανέρι
μες τη βόλτα αυτού του κόσμου που μας ξέρει
καλοκαίρι
πλάι στα μέγαρα, στις τέντες με τ’ αγέρι
καλοκαίρι
με χρυσούς ανεμιστήρες μεταφέρει
την βανίλια με το δίσκο του στο χέρι
την κοψιά μιας προτομής μέσ’ το παρτέρι
καλοκαίρι
μ’ ανοιχτό πουκαμισάκι στα ίδια μέρη

Καλοκαίρι
με μισόκλειστες τις γρίλιες μεσημέρι
καλοκαίρι
καθρεφτάκια και μια θάλασσα που τρέμει
στο ταβάνι και τους γύψους μεσημέρι
καλοκαίρι
με τον κούκο μέσ’ τα πεύκα και στ’ αμπέλι
καλοκαίρι
στόμα υγρό, μικροί λαγώνες, καλοκαίρι
με τη φέτα το καρπούζι στο ‘να χέρι
με φιλιά μισολιωμένα, καλοκαίρι
καλοκαίρι
λίγες φλούδες στης κουζίνας το μαχαίρι

Καλοκαίρι
του σκυμμένου θεριστή του τυφλοχέρη
καλοκαίρι
με βαριά μοτοσικλέτα μες τα σκέλη
τους φακούς του ανάβει μέρα μεσημέρι
καλοκαίρι
όλο πίσσα και κατράμι καλοκαίρι
καλοκαίρι
με τον ρόγχο του air condition μεσημέρι
φαλακροί μέσ’ τις σακούλες μας σαν γέροι
εκεινού με τ’ άσπρο κράνος που μας ξέρει
καλοκαίρι
μια οσμή νεκροθαλάμου, καλοκαίρι

Καλοκαίρι
στην αρχή σαν έγχρωμο έργο στην Ταγγέρη
αλλά εν τέλει
με του κάτω κόσμου το έγκαυμα στο χέρι
την λαχτάρα του στον κόσμο περιφέρει
καλοκαίρι
στον χαμό του οδηγημένο και το ξέρει
καλοκαίρι
τόσο ώριμο που πέφτοντας προσφέρει
μια πλημμύρα των καρπών, στάρι και μέλι
στον σπασμό του το απόλυτο το αστέρι
καλοκαίρι
μες τα κόκκινα της δύσης του ανατέλλει



Υ.Γ. Αν το χει κανείς το άσμα...ξέρετε σεις, βοηθάτε το ρουλιώ κι υπομονννή!

Υ.Γ κι άλλο Δεν είναι να βάλεις μια φωνή στη γειτονιά τούτη, κάπως θα γένει και θακουστείς...να τώρα ρε παιδί απ τον island στον κ κ Μοίρη κι ανοίξε η πόρτα και για το το καλοκαίρι με φωνή

3 σχόλια:

An-Lu είπε...

Καλά...με το άζμα με αποτέλειωσες!
;-)
υγ Μαίρη Μηλιαρέση λεγότανε η κοπελιά αν ενθυμούμαι η γραία ;-)

roula karamitrou είπε...

Να είχε και μουσική βρε γοργόνα πόσο καλύτερα θα τανε:)

Konstantin Tzovanis είπε...

Με αποτέλειωσες με το διάλογο των παικτών στο Ρουκ-Ζουκ... το χρειαζόμουν!!! ευχαριστώ...