Η πλατέα του λυκοπύργου θα υπάρχει και το καλοκαίρι με παιδούδια και δω και κει και στα παρτέρια και στη θάλασσα να βγάζουν μικρούς θεούς απ τα μέσα τα δικά τους και των άλλων κι έχουν κι άλλο κι άλλο που λέει κι Λαυρέντης θεό μεγάλο να ξεθάψουν να βγάλουν.Θα υπάρχει και θα δράσει Διαμαντώωωω ωω...αφού ελουθή ο λαός γιάτος πάλι καινούριος, αλλάζει ντβάρι είνι να μην αλλάξει ε Διαμαντώωωωω;;;;
Εύχομαι αυτό να σ'αναθαρρεύει Κυπραίε έστω για στιγμές, να σου πάρει δυσκολία και να σε ποτίσει κουράγια για τα πό δω και πέρα
Σάββατο 9 Ιουλίου 2011
Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011
Τουλάχιστον πρόλαβα να ακούσω πριν πέσω, το: «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία»…»
Ανάπηρος έμεινε ο δημοσιογράφος Μανώλης Κυπραίος, από την ωμή βία που ασκήθηκε εναντίον του από τις κρατικές δυνάμεις καταστολής, ενώ κάλυπτε την απεργιακή κινητοποίηση στις 15 Ιουνίου. Συγκεκριμένα, άνδρας των ΜΑΤ πέταξε στοχευμένα μια χειροβομβίδα κρότου λάμψης σε απόσταση αναπνοής από το κεφάλι του, αφού μάλιστα ο συνάδελφος είχε δηλώσει τη δημοσιογραφική του ιδιότητα, με αποτέλεσμα να χάσει την ακοή του και στα δύο αυτιά! Τη βάναυση συμπεριφορά των ΜΑΤ καταδίκασε απερίφραστα το ΔΣ της ΕΣΗΕΑ, ενώ η υπόθεση βρίσκεται ήδη στον Εισαγγελέα. Ο Μανώλης Κυπραίος λοιπόν γίνεται στοιχειοθετημένα ο πρώτος συνάνθρωπός μας που κατά τη διάρκεια των πρόσφατων διαδηλώσεων έχασε εξολοκλήρου μία απ’ τις 5 αισθήσεις του και έμεινε ανάπηρος, ως αποτέλεσμα της αστυνομικής βίας. Δηλώνοντας την αμέριστη αλληλεγγύη και συμπαράστασή μας, παραθέτουμε τη συγκλονιστική μαρτυρία που μας έστειλε.
Η συγκλονιστική μαρτυρία του Μανώλη Κυπραίου στον Εξάντα.
«Ήταν κάπου 9 το πρωί στις 15 Ιουνίου, όταν έφτασα με το μετρό στο Σύνταγμα. Αποφάσισα να μη βγω στον κεντρικό χώρο της πλατείας αλλά στην έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας. Βγαίνοντας στο πεζοδρόμιο, είδα στη Βασιλίσσης Σοφίας κάτι που με «πάγωσε».
Ένα σιδερένιο τείχος. Ένα τείχος που όμοιό του είχα δει να στήνουν οι πάνοπλοι ισραηλινοί στρατιώτες απέναντι από τους άοπλους Παλαιστινίους αμάχους.
Αμέσως ένα προαίσθημα ανησυχία και ενδόμυχα ένας φόβος αν θέλεις με κυρίεψε. Αυτοί τη φορά ήταν αποφασισμένοι για όλα είπα μέσα μου.
Αυτό με έκανε να είμαι πιο προσεκτικός και πιο επιφυλακτικός. Ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να ξεσπάσει η «φωτιά».
Οι απλοί έλληνες πολίτες που βρίσκονταν εκεί, ήταν και αυτοί προβληματισμένοι με τους αστυνομικούς «ρόμποκοπ» όπως τους ονόμαζαν κοροϊδευτικά, λόγω των ειδικά ενισχυμένων στολών που φορούσαν.
Η ώρα περνούσε όταν ξαφνικά βρισκόμενος στο τέλος της πλατείας Συντάγματος, άρχισε ομοβροντία χημικών, δακρυγόνων και χειροβομβίδων κρότου λάμψης. Μαζική και χωρίς στόχευση. Ο κόσμος πανικόβλητος έτρεχε να κρυφτεί. Και εγώ μαζί τους σε μια γωνιά Μητροπόλεως και Φιλελλήνων. Με το ένα το κινητό για να μεταδίδω με την άλλη η φωτογραφική μηχανή. Τα λεπτά ατελείωτα και μαζί το κλάμα και η δυσφορία στην αναπνοή. «Θα αντέξεις» έλεγα στον εαυτό μου δίνοντας κουράγιο. Βλέπω μέσα από την στοά του υπουργείου Οικονομικών πίσω από τα ΜΑΤ να βγαίνουν κουκουλοφόροι με καδρόνια στα χέρια. «Πάγωσα».
Αυτό δεν πρέπει να το χάσω είπα.
Μα ξαφνικά μπροστά μου σωριάζεται ένας ηλικιωμένος. Δεν το σκέφτηκα ούτε στιγμή. Μαζί με κάποιους άλλους συμπολίτες μας, τον σηκώσαμε και τον πήγαμε στο πρόχειρο ιατρείο στην πλατεία.
Βλέποντας, θυμήθηκα τα πρόχειρα νοσοκομεία εκστρατείας που είχα δει στο Κόσοβο. Πραγματικά πεδίο μάχης μέσα στην πρωτεύουσα της χώρας μου. Της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Συνέχισα. Αυτή τη φορά τα επεισόδια γίνονταν Φιλελλήνων και Ξενοφώντος. Με μεγαλύτερη ένταση. Χωρίς κουκουλοφόρους. Τα ΜΑΤ έριχναν αδιάκριτα και αναίτια χειροβομβίδες κρότου λάμψης και χημικά. Το ίδιο σκηνικό. Κανένα έλεος σε κανέναν. Τα ΜΑΤ χτυπούσαν με τα κλομπ ό,τι κινιόταν. Μια φρενίτιδα οργής και βίας. Σαν κοπάδι καρχαριών.
Αυτό με έκανε να μπω στις αρχές μιας στοάς επί της Φιλελλήνων, να μεταδίδω και να τραβώ φωτογραφίες από εκεί.
Αυτό ήταν το μοιραίο λάθος μου.
Οπισθοχωρώντας μια ομάδα των ΜΑΤ, ο διμοιρίτης με ρωτάει γιατί τραβάω φωτογραφίες.
Και ξέροντας τη διαδικασία του λέω είμαι δημοσιογράφος και του δείχνω την ταυτότητα της Ενώσεως Συντακτών. Μάταια. Αυτό τον εξόργισε.
Αφού με στόλισε σε «άψογα γαλλικά», με δείχνει με το δάκτυλο σε έναν από την ομάδα του. Κατάλαβα πως κάτι θα γινόταν. Αλλά πίστευα πως το πολύ-πολύ να εισέπραττα καμία «βουρδουλιά».
Όχι. Ο ευτραφής άνδρας των ΜΑΤ σε κλάσματα δευτερολέπτων πετάει μπροστά μου μια χειροβομβίδα κρότου-λάμψης.
Όταν η προβλεπόμενη απόσταση έκρηξης είναι 50 μέτρα, καταλαβαίνετε τι έπαθα όταν η έκρηξη έγινε στους 50 πόντους.
Ένιωσα όλο το σώμα μου να τινάζεται, πέφτω μέσα στην στοά και για δευτερόλεπτα νόμιζα πως ήμουν νεκρός.
Λίγο μετά ένιωσα χέρια να με σηκώνουν και θολά να προσπαθώ να τους δω. Δεν μπορούσα όμως να τους ακούσω.
Ήταν ο Γιώργος, ο Τάκης, η Μαρία, η Κωνσταντίνα, ο Νίκος και ο Πρόδρομος, όπως έμαθα μετά. Ζαλισμένος και λουσμένος με λίτρα νερού, προσπαθούσα να συνέλθω.
«Πρέπει να φύγεις να πας στο νοσοκομείο» μου έλεγαν με νοήματα.
Κατάλαβα πως έπρεπε να το κάνω αμέσως.
Με δυσκολία άρχισα να ανεβαίνω την Φιλελλήνων. Για να κατευθυνθώ προς το Ζάππειο και μετά στον Ευαγγελισμό, πεζός.
Μαζί και δεκάδες άλλοι απλοί πολίτες, κάποιοι από αυτούς με τα παιδιά τους που προσπαθούσαν να διαφύγουν.
Εκεί όμως μας περίμενε μια δεύτερη μεγάλη έκπληξη.
Μια ομάδα δειλών (ας μου επιτραπεί η έκφραση) της «Ομάδας Δέλτα» με μηχανές μας περικυκλώνει, όπως οι Ινδιάνοι τη μονάδα του στρατηγού Κάστερ.
Άρχισαν να μας βρίζουν και να μας χτυπούν. Προσπαθώντας να καλύψω έναν άγουρο έφηβο, ήταν δεν ήταν 15 ετών, δέχθηκα απανωτά χτυπήματα στη μέση και τα πόδια, με τις μηχανές να έρχονται επάνω μας με φόρα και μερικά μέτρα πριν από εμάς οι οδηγοί τους να φρενάρουν απότομα.
Κανονικός τραμπουκισμός και «νόμιμη» βία.
Χωρίς ακοή, χτυπημένος και να σφαδάζω από τους πόνους έφτασα στον «Ευαγγελισμό». Όμως δεν εφημέρευε και έπρεπε να πάω στον «Ερυθρό». Στην κατάσταση που ήμουν, ούτε ένα ασθενοφόρο δεν υπήρχε να με μεταφέρει…
Έφτασα με μεγάλη δυσκολία στον Ερυθρό. Οι γιατροί και το προσωπικό της κλινικής ΩΡΛ και οι παθολόγοι ήταν το λιγότερο άψογοι.
Πέρασα δέκα εφιαλτικές ημέρες προσπαθώντας να σώσουν οι γιατροί την ακοή στο δεξί αυτί, πρωτοστατούντος του καθηγητή κ. Βαθυλάκη. Δυστυχώς όμως η ζημιά ήταν πολύ μεγάλη.
Είχε επέλθει πλήρης κώφωση και στα δύο αυτιά. Είχε καταστραφεί πλήρως το βασικό όργανο ακοής ο κοχλίας και στις δύο πλευρές του κεφαλιού.
Ήμουν κωφός…
Οι αστυνομικοί των ΜΑΤ είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους. Άφησαν ανάπηρο έναν πολίτη. Και αυτός ήμουν εγώ.
Ο ευαίσθητος και δημοκράτης υπουργός Προστασίας του Πολίτη κ. Χ. Παπουτσής δεν καταδέχθηκε ούτε μια συγνώμη να ζητήσει. Ούτε φυσικά ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. κ. Λ. Οικονόμου.
Θα σκέφτηκαν πως ανήκω στις «παράπλευρες απώλειες». Και στα ολιγαρχικά καθεστώτα δεν υπάρχει «συγνώμη» αλλά το: «καλά να πάθεις».
Νομίζω όμως πως ακόμα το πολίτευμά μας ονομάζεται Δημοκρατία.
Τώρα καλούμαι να ζήσω διαφορετικά. Μια διαφορετική ζωή, χωρίς ακοή, με κατεστραμμένα το μέλλον και τα όνειρά μου από τη μανιακή βία των ΜΑΤ, που ένας Θεός ξέρει τι εντολές είχαν.
Τουλάχιστον πρόλαβα να ακούσω πριν πέσω, το: «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία»…»
Αυγερόπουλος και καμιά δεκαριά μλογκς και καμπόσα στόματα και καμπόσα καμπόσα πετσιά που δροσερεύου μ'ιδρώτα μέσα κι όξω απ τις πλατείες και το καλοκαίρι τους υπάρχει μέσα...μέσα,στάλα στάλα στις πράξεις τους
ΑΚΟΎΕΤΕ ΠΑΙΔΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΛΎΚΟΠΎΡΓΟΥ;;;;;;
ΑΚΟΎΕΤΕ;;;;;
ΑΚΟΎΕΤΕΕΕ;;;;
ΑΚΟΎΕΤΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ
Τουλάχιστον πρόλαβα να ακούσω πριν πέσω, το: «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία»…
Άει μωρέ Κυπραίε ευτυχώς ευτυχής τυχερός γιατί "Διάλειμμα,διάλειμμα παιδούδια μαθημέα στο πασάλειμα" φωάζου τώρα
Η συγκλονιστική μαρτυρία του Μανώλη Κυπραίου στον Εξάντα.
«Ήταν κάπου 9 το πρωί στις 15 Ιουνίου, όταν έφτασα με το μετρό στο Σύνταγμα. Αποφάσισα να μη βγω στον κεντρικό χώρο της πλατείας αλλά στην έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας. Βγαίνοντας στο πεζοδρόμιο, είδα στη Βασιλίσσης Σοφίας κάτι που με «πάγωσε».
Ένα σιδερένιο τείχος. Ένα τείχος που όμοιό του είχα δει να στήνουν οι πάνοπλοι ισραηλινοί στρατιώτες απέναντι από τους άοπλους Παλαιστινίους αμάχους.
Αμέσως ένα προαίσθημα ανησυχία και ενδόμυχα ένας φόβος αν θέλεις με κυρίεψε. Αυτοί τη φορά ήταν αποφασισμένοι για όλα είπα μέσα μου.
Αυτό με έκανε να είμαι πιο προσεκτικός και πιο επιφυλακτικός. Ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να ξεσπάσει η «φωτιά».
Οι απλοί έλληνες πολίτες που βρίσκονταν εκεί, ήταν και αυτοί προβληματισμένοι με τους αστυνομικούς «ρόμποκοπ» όπως τους ονόμαζαν κοροϊδευτικά, λόγω των ειδικά ενισχυμένων στολών που φορούσαν.
Η ώρα περνούσε όταν ξαφνικά βρισκόμενος στο τέλος της πλατείας Συντάγματος, άρχισε ομοβροντία χημικών, δακρυγόνων και χειροβομβίδων κρότου λάμψης. Μαζική και χωρίς στόχευση. Ο κόσμος πανικόβλητος έτρεχε να κρυφτεί. Και εγώ μαζί τους σε μια γωνιά Μητροπόλεως και Φιλελλήνων. Με το ένα το κινητό για να μεταδίδω με την άλλη η φωτογραφική μηχανή. Τα λεπτά ατελείωτα και μαζί το κλάμα και η δυσφορία στην αναπνοή. «Θα αντέξεις» έλεγα στον εαυτό μου δίνοντας κουράγιο. Βλέπω μέσα από την στοά του υπουργείου Οικονομικών πίσω από τα ΜΑΤ να βγαίνουν κουκουλοφόροι με καδρόνια στα χέρια. «Πάγωσα».
Αυτό δεν πρέπει να το χάσω είπα.
Μα ξαφνικά μπροστά μου σωριάζεται ένας ηλικιωμένος. Δεν το σκέφτηκα ούτε στιγμή. Μαζί με κάποιους άλλους συμπολίτες μας, τον σηκώσαμε και τον πήγαμε στο πρόχειρο ιατρείο στην πλατεία.
Βλέποντας, θυμήθηκα τα πρόχειρα νοσοκομεία εκστρατείας που είχα δει στο Κόσοβο. Πραγματικά πεδίο μάχης μέσα στην πρωτεύουσα της χώρας μου. Της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Συνέχισα. Αυτή τη φορά τα επεισόδια γίνονταν Φιλελλήνων και Ξενοφώντος. Με μεγαλύτερη ένταση. Χωρίς κουκουλοφόρους. Τα ΜΑΤ έριχναν αδιάκριτα και αναίτια χειροβομβίδες κρότου λάμψης και χημικά. Το ίδιο σκηνικό. Κανένα έλεος σε κανέναν. Τα ΜΑΤ χτυπούσαν με τα κλομπ ό,τι κινιόταν. Μια φρενίτιδα οργής και βίας. Σαν κοπάδι καρχαριών.
Αυτό με έκανε να μπω στις αρχές μιας στοάς επί της Φιλελλήνων, να μεταδίδω και να τραβώ φωτογραφίες από εκεί.
Αυτό ήταν το μοιραίο λάθος μου.
Οπισθοχωρώντας μια ομάδα των ΜΑΤ, ο διμοιρίτης με ρωτάει γιατί τραβάω φωτογραφίες.
Και ξέροντας τη διαδικασία του λέω είμαι δημοσιογράφος και του δείχνω την ταυτότητα της Ενώσεως Συντακτών. Μάταια. Αυτό τον εξόργισε.
Αφού με στόλισε σε «άψογα γαλλικά», με δείχνει με το δάκτυλο σε έναν από την ομάδα του. Κατάλαβα πως κάτι θα γινόταν. Αλλά πίστευα πως το πολύ-πολύ να εισέπραττα καμία «βουρδουλιά».
Όχι. Ο ευτραφής άνδρας των ΜΑΤ σε κλάσματα δευτερολέπτων πετάει μπροστά μου μια χειροβομβίδα κρότου-λάμψης.
Όταν η προβλεπόμενη απόσταση έκρηξης είναι 50 μέτρα, καταλαβαίνετε τι έπαθα όταν η έκρηξη έγινε στους 50 πόντους.
Ένιωσα όλο το σώμα μου να τινάζεται, πέφτω μέσα στην στοά και για δευτερόλεπτα νόμιζα πως ήμουν νεκρός.
Λίγο μετά ένιωσα χέρια να με σηκώνουν και θολά να προσπαθώ να τους δω. Δεν μπορούσα όμως να τους ακούσω.
Ήταν ο Γιώργος, ο Τάκης, η Μαρία, η Κωνσταντίνα, ο Νίκος και ο Πρόδρομος, όπως έμαθα μετά. Ζαλισμένος και λουσμένος με λίτρα νερού, προσπαθούσα να συνέλθω.
«Πρέπει να φύγεις να πας στο νοσοκομείο» μου έλεγαν με νοήματα.
Κατάλαβα πως έπρεπε να το κάνω αμέσως.
Με δυσκολία άρχισα να ανεβαίνω την Φιλελλήνων. Για να κατευθυνθώ προς το Ζάππειο και μετά στον Ευαγγελισμό, πεζός.
Μαζί και δεκάδες άλλοι απλοί πολίτες, κάποιοι από αυτούς με τα παιδιά τους που προσπαθούσαν να διαφύγουν.
Εκεί όμως μας περίμενε μια δεύτερη μεγάλη έκπληξη.
Μια ομάδα δειλών (ας μου επιτραπεί η έκφραση) της «Ομάδας Δέλτα» με μηχανές μας περικυκλώνει, όπως οι Ινδιάνοι τη μονάδα του στρατηγού Κάστερ.
Άρχισαν να μας βρίζουν και να μας χτυπούν. Προσπαθώντας να καλύψω έναν άγουρο έφηβο, ήταν δεν ήταν 15 ετών, δέχθηκα απανωτά χτυπήματα στη μέση και τα πόδια, με τις μηχανές να έρχονται επάνω μας με φόρα και μερικά μέτρα πριν από εμάς οι οδηγοί τους να φρενάρουν απότομα.
Κανονικός τραμπουκισμός και «νόμιμη» βία.
Χωρίς ακοή, χτυπημένος και να σφαδάζω από τους πόνους έφτασα στον «Ευαγγελισμό». Όμως δεν εφημέρευε και έπρεπε να πάω στον «Ερυθρό». Στην κατάσταση που ήμουν, ούτε ένα ασθενοφόρο δεν υπήρχε να με μεταφέρει…
Έφτασα με μεγάλη δυσκολία στον Ερυθρό. Οι γιατροί και το προσωπικό της κλινικής ΩΡΛ και οι παθολόγοι ήταν το λιγότερο άψογοι.
Πέρασα δέκα εφιαλτικές ημέρες προσπαθώντας να σώσουν οι γιατροί την ακοή στο δεξί αυτί, πρωτοστατούντος του καθηγητή κ. Βαθυλάκη. Δυστυχώς όμως η ζημιά ήταν πολύ μεγάλη.
Είχε επέλθει πλήρης κώφωση και στα δύο αυτιά. Είχε καταστραφεί πλήρως το βασικό όργανο ακοής ο κοχλίας και στις δύο πλευρές του κεφαλιού.
Ήμουν κωφός…
Οι αστυνομικοί των ΜΑΤ είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους. Άφησαν ανάπηρο έναν πολίτη. Και αυτός ήμουν εγώ.
Ο ευαίσθητος και δημοκράτης υπουργός Προστασίας του Πολίτη κ. Χ. Παπουτσής δεν καταδέχθηκε ούτε μια συγνώμη να ζητήσει. Ούτε φυσικά ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. κ. Λ. Οικονόμου.
Θα σκέφτηκαν πως ανήκω στις «παράπλευρες απώλειες». Και στα ολιγαρχικά καθεστώτα δεν υπάρχει «συγνώμη» αλλά το: «καλά να πάθεις».
Νομίζω όμως πως ακόμα το πολίτευμά μας ονομάζεται Δημοκρατία.
Τώρα καλούμαι να ζήσω διαφορετικά. Μια διαφορετική ζωή, χωρίς ακοή, με κατεστραμμένα το μέλλον και τα όνειρά μου από τη μανιακή βία των ΜΑΤ, που ένας Θεός ξέρει τι εντολές είχαν.
Τουλάχιστον πρόλαβα να ακούσω πριν πέσω, το: «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία»…»
Αυγερόπουλος και καμιά δεκαριά μλογκς και καμπόσα στόματα και καμπόσα καμπόσα πετσιά που δροσερεύου μ'ιδρώτα μέσα κι όξω απ τις πλατείες και το καλοκαίρι τους υπάρχει μέσα...μέσα,στάλα στάλα στις πράξεις τους
ΑΚΟΎΕΤΕ ΠΑΙΔΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΛΎΚΟΠΎΡΓΟΥ;;;;;;
ΑΚΟΎΕΤΕ;;;;;
ΑΚΟΎΕΤΕΕΕ;;;;
ΑΚΟΎΕΤΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ
Τουλάχιστον πρόλαβα να ακούσω πριν πέσω, το: «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία»…
Άει μωρέ Κυπραίε ευτυχώς ευτυχής τυχερός γιατί "Διάλειμμα,διάλειμμα παιδούδια μαθημέα στο πασάλειμα" φωάζου τώρα
Κυριακή 3 Ιουλίου 2011
φΛΕΡΤΆΡΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΆΝΑΤΟ / ΕΞΆΝΤΑΣ / ΑΥΓΕΡΌΠΟΥΛΟΣ
Έχω καλύψει συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία σε διάφορα μέρη του κόσμου εκτός της Ελλάδας, όπως στην Αργεντινή, την Ιταλία, τη Βολιβία και το Μεξικό. Ειδικά στο Μεξικό, οι αστυνομικοί όπως γνωρίζουν πολλοί, θεωρούνται άγριοι, ανεκπαίδευτοι και διεφθαρμένοι. Όμως αυτό που έζησα και κατέγραψα τόσο εγώ όσο και οι συνεργάτες μου χθες Τετάρτη 29/6 στο Σύνταγμα, ξεπερνάει σε αγριότητα κάθε όριο. Η Ελληνική αστυνομία παίρνει δίκαια και με διαφορά το βραβείο βαρβαρότητας. Μιας βαρβαρότητας που καμία σχέση δεν είχε με καταστολή αλλά ήταν ένα συνεχές φλερτ με τον θάνατο.
Από θαύμα δεν θρηνήσαμε νεκρούς. Και ο κ. Παπουτσής θα πρέπει να ανάψει λαμπάδα στον Θεό που πιστεύει, καθώς μόνο στην καλή του τύχη θα πρέπει να αποδοθεί το γεγονός ότι δεν απολογείται σήμερα για θύματα.
Το σχέδιο εκκένωσης της πλατείας Συντάγματος τις δύο τελευταίες μέρες, ήταν ένα "γιουρούσι" όπως εύστοχα παρατήρησε ο Αϊμάν, Ισπανός δημοσιογράφος που εργάζεται για το Al Jazeera. Ένα γιουρούσι, εναντίον όλων και όποιον πάρει ο χάρος. "Μα καλά τι αστυνομία είναι αυτή που έχετε;" με ρώτησε αγανακτισμένος. "Είστε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τουλάχιστον ακόμα" μου είπε με νόημα χαμογελώντας.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Περίπου στη 13.30 υπάρχει πολύς κόσμος συγκεντρωμένος μπροστά από την Βουλή. Δεν είναι κουκουλοφόροι. Δεν πετάνε πέτρες. Είναι γέροι, νέοι, γυναίκες, άντρες, φοιτήτριες και φοιτητές, εργαζόμενοι, άνεργοι που φωνάζουν συνθήματα, ρίχνουν την γνωστή μούντζα προς το κοινοβούλιο, και οι πιο θερμόαιμοι μπροστά - μπροστά άντε να εκτοξεύουν καμιά βρισιά εναντίον των αστυνομικών και να κουνάνε τα κιγκλιδώματα που έχουν στηθεί μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη. Τίποτα το σημαντικό δηλαδή που να δικαιολογεί αυτό που θα ακολουθήσει. Ξαφνικά από παντού, από δεξιά, από αριστερά και από το κέντρο, αρχίζει μια γενική επίθεση των αστυνομικών δυνάμεων που απωθούν τους διαδηλωτές προς τα σκαλιά της πλατείας Συντάγματος. Φανταστείτε δηλαδή χιλιάδες ανθρώπους να τρέχουν αλλόφρονες προς ένα στενό άνοιγμα το πλάτος του οποίου δεν ξεπερνά τα δέκα μέτρα. Από πίσω τους τα ΜΑΤ, ρίχνουν μέσα στο πλήθος χειροβομβίδες κρότου λάμψης και δακρυγόνα, προκαλώντας πανικό. Άνθρωποι καίγονται από τις φλόγες, πνίγονται από τα δακρυγόνα δεν βλέπουν μπροστά τους και αρχίζουν να ποδοπατούν ο ένας τον άλλον και να κουτρουβαλούν στα σκαλιά. Υπάρχουν άνθρωποι λιπόθυμοι, άλλοι ποδοπατημένοι μέσ' τα αίματα. Παρόλα αυτά οι αστυνομικοί δεν αποχωρούν. Χτυπάνε με τα γκλομπς όποιον βρουν μπροστά τους, ανθρώπους δηλαδή που τρέχουν να σωθούν πατώντας ο ένας πάνω στον άλλον.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Πέρα από την δράση των προβοκατόρων η οποία έχει καταγραφεί σε βίντεο και φωτογραφίες που βγήκαν και θα συνεχίσουν να βγαίνουν τις επόμενες μέρες, πέρα από τους μπαχαλάκηδες την δράση των οποίων απεχθάνομαι και διαφωνώ κάθετα, η πέτρα είναι πλέον εύκολο να φύγει από το χέρι οποιουδήποτε, που τον χτύπησαν, τον ψέκασαν, και είναι άνεργος, άστεγος - ναι, υπάρχουν πλέον νεοάστεγοι - και κάθε μέρα γίνεται φτωχότερος χωρίς να βλέπει διέξοδο από πουθενά.
Δεν σας κρύβω ότι φοβήθηκα βλέποντας μια άνευ προηγουμένου αγριότητα να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μου. Ένιωσα τον ίδιο φόβο που έχω νιώσει σε ζόρικες περιοχές του πλανήτη. Ένιωσα τον φόβο του θανάτου. Καθώς νόμιζα πως ήταν η ιδέα μου και πως είχα ξεσυνηθίσει να δουλεύω στην Ελλάδα - έχω να δουλέψω στη χώρα μου από το έτος 2000- ρώτησα παλιούς μου συναδέλφους αν είχαν ξαναζήσει κάτι τέτοιο εδώ. Μου απάντησαν πως δεν είχαν ξαναζήσει κάτι παρόμοιο.
Θα ήθελα λοιπόν ένας λογικός άνθρωπος από το υπουργείο "Προστασίας του Πολίτη" (το βάζω σε εισαγωγικά γιατί πλέον ο τίτλος του μου θυμίζει το Υπουργείο Αγάπης του Όργουελ στο 1984) να μου απαντήσει στις εξής ερωτήσεις:
Ποιος έδωσε την εντολή για την γενική επίθεση στις 13.30 και γιατί; Ποιανού ιδέα ήταν να διατάξει τις αστυνομικές δυνάμεις να κυνηγήσουν ένα πανικόβλητο πλήθος που ποδοπατιέται στα σκαλιά πετώντας κρότου - λάμψης και δακρυγόνα χτυπώντας αδιακρίτως, παίζοντας κορώνα γράμματα την πιθανότητα, κάποιος ανάμεσα στους χιλιάδες, να αφήσει την τελευταία του πνοή στην πλατεία.
Για ποιο λόγο οι αστυνομικοί δεν σεβάστηκαν το ιατρείο της πλατείας Συντάγματος; Επαγγελματίες γιατροί πνευμονολόγοι και άλλοι, όλοι εθελοντές, φρόντιζαν τραυματίες καθ' όλη την διάρκεια των συγκρούσεων. Δεν ήταν "κουκουλοφόροι", γιατροί ήταν. Φώναζαν στους αστυνομικούς "εδώ είναι ιατρείο" αλλά καμία σημασία δεν έδιναν εκείνοι. Αφιονισμένοι, τους έριχναν δακρυγόνα και τους χτυπούσαν. Όπως μας είπε ένας γιατρός "Αυτά δεν γίνονται ούτε στον πόλεμο. Ακόμα και στον πόλεμο υπάρχει ανακωχή για να μαζέψεις και να φροντίσεις τους τραυματίες." Τα μάζεψαν άρον - άρον οι άνθρωποι και έστησαν το ιατρείο κάτω στο μετρό αλλά ούτε και αυτό γλίτωσε από τις ρίψεις χημικών.
Για ποιο λόγο χτυπήθηκαν δάσκαλοι στην Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος; Και αυτοί κουκουλοφόροι; Δεν νομίζω. Τα ΜΑΤ αφού πέταξαν δακρυγόνα στην είσοδο του κτιρίου στην οδό Ξενοφώντος 15, άρχισαν να τους πετούν πέτρες (!) και να ανοίγουν κεφάλια με την ανάποδη του γκλομπ, σύμφωνα με μαρτυρίες των ίδιων. Τρεις τραυματίες, ένας με σπασμένα πλευρά, ένας με ανοιγμένο κεφάλι και ένας με ελαφρά τραύματα στο χέρι. Έλεγαν οι δάσκαλοι: "Όταν μια κοινωνία κακοποιεί τους δασκάλους της βρίσκεται στο κατώτερο σκαλοπάτι που μπορεί να φτάσει"
Με ποια λογική οι αστυνομικοί έριξαν χημικά και χτύπησαν ανθρώπους μέσα σε μανάβικα και σουβλατζίδικα στο Μοναστηράκι και στην Πλάκα, προκαλώντας τρόμο σε πελάτες και τουρίστες;
Και τέλος κάτι προσωπικό για τον κ. Παπουτσή: Γιατί με χτυπήσατε; Όχι εσείς δηλαδή, ένας από τους άνδρες της αστυνομίας σας. Επειδή όμως εγώ δεν γνωρίζω τον "ανώνυμο" ΜΑΤατζή και γνωρίζω εσάς, θα ήθελα πραγματικά μια απάντηση. Η κατάσταση ήταν σχετικά ήρεμη εκείνη την ώρα και γω τραβούσα με την κάμερα μια διμοιρία των ΜΑΤ που ανέβαινε προς την Βουλή, όταν ένας ξέκοψε από την διμοιρία του, ήρθε προς το μέρος μου και στάθηκε μπροστά μου σε απόσταση αναπνοής. Σταμάτησα να τραβάω και κατέβασα την κάμερα. Με κοιτούσε μες στα μάτια. Του είπα τι θέλει και ως απάντηση εισέπραξα μια, για να θυμάμαι τη μέρα. Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει: "Τον Αυγερόπουλο χτυπάς ρε". Δεν αντέδρασα καθόλου και εκείνος απομακρύνθηκε. Αν είχα αντιδράσει ίσως να τα λέγαμε στο τμήμα όπου θα μου ζητάγατε συγνώμη για την... "παρεξήγηση". Παρεπιπτόντως: Στην Οαχάκα, όταν με είχαν στριμώξει μαζί με τον κάμεραμάν μου οι Μεξικανοί αστυνομικοί, που όπως είπαμε θεωρούνται άγριοι, ανεκπαίδευτοι και διεφθαρμένοι, τους φώναξα "Δημοσιογράφος" και δεν με πείραξαν. Στη χώρα μου τις έφαγα για πρώτη φορά.
Να τσοι χαιρόμαστε!!!!
Παπουτσήδες Κοκκαλάκηδες
με τσ'ανοχής μας το χωριό
της κεφαλής μας μπαχαλάκηδες
και περαστικά τους...
ΓΙΑΤΊ ΕΜΆΣ ΔΕ ΘΑ ΜΑΣ ΠΕΡΆΣΕΙ!!!
ΠΛΑΤΈΑΑΑΑΑ ΛΈΜΕΕΕΕΕΕ
ΝΑ ΕΙΔΩΘΟΎΜΕ ΝΑ ΑΚΟΥΣΤΟΎΜΕ
Από θαύμα δεν θρηνήσαμε νεκρούς. Και ο κ. Παπουτσής θα πρέπει να ανάψει λαμπάδα στον Θεό που πιστεύει, καθώς μόνο στην καλή του τύχη θα πρέπει να αποδοθεί το γεγονός ότι δεν απολογείται σήμερα για θύματα.
Το σχέδιο εκκένωσης της πλατείας Συντάγματος τις δύο τελευταίες μέρες, ήταν ένα "γιουρούσι" όπως εύστοχα παρατήρησε ο Αϊμάν, Ισπανός δημοσιογράφος που εργάζεται για το Al Jazeera. Ένα γιουρούσι, εναντίον όλων και όποιον πάρει ο χάρος. "Μα καλά τι αστυνομία είναι αυτή που έχετε;" με ρώτησε αγανακτισμένος. "Είστε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τουλάχιστον ακόμα" μου είπε με νόημα χαμογελώντας.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Περίπου στη 13.30 υπάρχει πολύς κόσμος συγκεντρωμένος μπροστά από την Βουλή. Δεν είναι κουκουλοφόροι. Δεν πετάνε πέτρες. Είναι γέροι, νέοι, γυναίκες, άντρες, φοιτήτριες και φοιτητές, εργαζόμενοι, άνεργοι που φωνάζουν συνθήματα, ρίχνουν την γνωστή μούντζα προς το κοινοβούλιο, και οι πιο θερμόαιμοι μπροστά - μπροστά άντε να εκτοξεύουν καμιά βρισιά εναντίον των αστυνομικών και να κουνάνε τα κιγκλιδώματα που έχουν στηθεί μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη. Τίποτα το σημαντικό δηλαδή που να δικαιολογεί αυτό που θα ακολουθήσει. Ξαφνικά από παντού, από δεξιά, από αριστερά και από το κέντρο, αρχίζει μια γενική επίθεση των αστυνομικών δυνάμεων που απωθούν τους διαδηλωτές προς τα σκαλιά της πλατείας Συντάγματος. Φανταστείτε δηλαδή χιλιάδες ανθρώπους να τρέχουν αλλόφρονες προς ένα στενό άνοιγμα το πλάτος του οποίου δεν ξεπερνά τα δέκα μέτρα. Από πίσω τους τα ΜΑΤ, ρίχνουν μέσα στο πλήθος χειροβομβίδες κρότου λάμψης και δακρυγόνα, προκαλώντας πανικό. Άνθρωποι καίγονται από τις φλόγες, πνίγονται από τα δακρυγόνα δεν βλέπουν μπροστά τους και αρχίζουν να ποδοπατούν ο ένας τον άλλον και να κουτρουβαλούν στα σκαλιά. Υπάρχουν άνθρωποι λιπόθυμοι, άλλοι ποδοπατημένοι μέσ' τα αίματα. Παρόλα αυτά οι αστυνομικοί δεν αποχωρούν. Χτυπάνε με τα γκλομπς όποιον βρουν μπροστά τους, ανθρώπους δηλαδή που τρέχουν να σωθούν πατώντας ο ένας πάνω στον άλλον.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Πέρα από την δράση των προβοκατόρων η οποία έχει καταγραφεί σε βίντεο και φωτογραφίες που βγήκαν και θα συνεχίσουν να βγαίνουν τις επόμενες μέρες, πέρα από τους μπαχαλάκηδες την δράση των οποίων απεχθάνομαι και διαφωνώ κάθετα, η πέτρα είναι πλέον εύκολο να φύγει από το χέρι οποιουδήποτε, που τον χτύπησαν, τον ψέκασαν, και είναι άνεργος, άστεγος - ναι, υπάρχουν πλέον νεοάστεγοι - και κάθε μέρα γίνεται φτωχότερος χωρίς να βλέπει διέξοδο από πουθενά.
Δεν σας κρύβω ότι φοβήθηκα βλέποντας μια άνευ προηγουμένου αγριότητα να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μου. Ένιωσα τον ίδιο φόβο που έχω νιώσει σε ζόρικες περιοχές του πλανήτη. Ένιωσα τον φόβο του θανάτου. Καθώς νόμιζα πως ήταν η ιδέα μου και πως είχα ξεσυνηθίσει να δουλεύω στην Ελλάδα - έχω να δουλέψω στη χώρα μου από το έτος 2000- ρώτησα παλιούς μου συναδέλφους αν είχαν ξαναζήσει κάτι τέτοιο εδώ. Μου απάντησαν πως δεν είχαν ξαναζήσει κάτι παρόμοιο.
Θα ήθελα λοιπόν ένας λογικός άνθρωπος από το υπουργείο "Προστασίας του Πολίτη" (το βάζω σε εισαγωγικά γιατί πλέον ο τίτλος του μου θυμίζει το Υπουργείο Αγάπης του Όργουελ στο 1984) να μου απαντήσει στις εξής ερωτήσεις:
Ποιος έδωσε την εντολή για την γενική επίθεση στις 13.30 και γιατί; Ποιανού ιδέα ήταν να διατάξει τις αστυνομικές δυνάμεις να κυνηγήσουν ένα πανικόβλητο πλήθος που ποδοπατιέται στα σκαλιά πετώντας κρότου - λάμψης και δακρυγόνα χτυπώντας αδιακρίτως, παίζοντας κορώνα γράμματα την πιθανότητα, κάποιος ανάμεσα στους χιλιάδες, να αφήσει την τελευταία του πνοή στην πλατεία.
Για ποιο λόγο οι αστυνομικοί δεν σεβάστηκαν το ιατρείο της πλατείας Συντάγματος; Επαγγελματίες γιατροί πνευμονολόγοι και άλλοι, όλοι εθελοντές, φρόντιζαν τραυματίες καθ' όλη την διάρκεια των συγκρούσεων. Δεν ήταν "κουκουλοφόροι", γιατροί ήταν. Φώναζαν στους αστυνομικούς "εδώ είναι ιατρείο" αλλά καμία σημασία δεν έδιναν εκείνοι. Αφιονισμένοι, τους έριχναν δακρυγόνα και τους χτυπούσαν. Όπως μας είπε ένας γιατρός "Αυτά δεν γίνονται ούτε στον πόλεμο. Ακόμα και στον πόλεμο υπάρχει ανακωχή για να μαζέψεις και να φροντίσεις τους τραυματίες." Τα μάζεψαν άρον - άρον οι άνθρωποι και έστησαν το ιατρείο κάτω στο μετρό αλλά ούτε και αυτό γλίτωσε από τις ρίψεις χημικών.
Για ποιο λόγο χτυπήθηκαν δάσκαλοι στην Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος; Και αυτοί κουκουλοφόροι; Δεν νομίζω. Τα ΜΑΤ αφού πέταξαν δακρυγόνα στην είσοδο του κτιρίου στην οδό Ξενοφώντος 15, άρχισαν να τους πετούν πέτρες (!) και να ανοίγουν κεφάλια με την ανάποδη του γκλομπ, σύμφωνα με μαρτυρίες των ίδιων. Τρεις τραυματίες, ένας με σπασμένα πλευρά, ένας με ανοιγμένο κεφάλι και ένας με ελαφρά τραύματα στο χέρι. Έλεγαν οι δάσκαλοι: "Όταν μια κοινωνία κακοποιεί τους δασκάλους της βρίσκεται στο κατώτερο σκαλοπάτι που μπορεί να φτάσει"
Με ποια λογική οι αστυνομικοί έριξαν χημικά και χτύπησαν ανθρώπους μέσα σε μανάβικα και σουβλατζίδικα στο Μοναστηράκι και στην Πλάκα, προκαλώντας τρόμο σε πελάτες και τουρίστες;
Και τέλος κάτι προσωπικό για τον κ. Παπουτσή: Γιατί με χτυπήσατε; Όχι εσείς δηλαδή, ένας από τους άνδρες της αστυνομίας σας. Επειδή όμως εγώ δεν γνωρίζω τον "ανώνυμο" ΜΑΤατζή και γνωρίζω εσάς, θα ήθελα πραγματικά μια απάντηση. Η κατάσταση ήταν σχετικά ήρεμη εκείνη την ώρα και γω τραβούσα με την κάμερα μια διμοιρία των ΜΑΤ που ανέβαινε προς την Βουλή, όταν ένας ξέκοψε από την διμοιρία του, ήρθε προς το μέρος μου και στάθηκε μπροστά μου σε απόσταση αναπνοής. Σταμάτησα να τραβάω και κατέβασα την κάμερα. Με κοιτούσε μες στα μάτια. Του είπα τι θέλει και ως απάντηση εισέπραξα μια, για να θυμάμαι τη μέρα. Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει: "Τον Αυγερόπουλο χτυπάς ρε". Δεν αντέδρασα καθόλου και εκείνος απομακρύνθηκε. Αν είχα αντιδράσει ίσως να τα λέγαμε στο τμήμα όπου θα μου ζητάγατε συγνώμη για την... "παρεξήγηση". Παρεπιπτόντως: Στην Οαχάκα, όταν με είχαν στριμώξει μαζί με τον κάμεραμάν μου οι Μεξικανοί αστυνομικοί, που όπως είπαμε θεωρούνται άγριοι, ανεκπαίδευτοι και διεφθαρμένοι, τους φώναξα "Δημοσιογράφος" και δεν με πείραξαν. Στη χώρα μου τις έφαγα για πρώτη φορά.
Να τσοι χαιρόμαστε!!!!
Παπουτσήδες Κοκκαλάκηδες
με τσ'ανοχής μας το χωριό
της κεφαλής μας μπαχαλάκηδες
και περαστικά τους...
ΓΙΑΤΊ ΕΜΆΣ ΔΕ ΘΑ ΜΑΣ ΠΕΡΆΣΕΙ!!!
ΠΛΑΤΈΑΑΑΑΑ ΛΈΜΕΕΕΕΕΕ
ΝΑ ΕΙΔΩΘΟΎΜΕ ΝΑ ΑΚΟΥΣΤΟΎΜΕ
Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011
κι α σαν τα πρωτοδιαβάκια
εγώ εγώ κι εσύ αυτός σαν τα πρωτοδιαβάκια
που απ το πολύ το πώς εμπερδευτήκαν
και εδιαβάζουνε κι α, κι άλλο, κι από
πό μάνα ψάχναμε κι δυο για φως
κι η κατρακύλα μια ‘χανή χαψιά
ζωή μας ξέρασε φωτιά σποριά
σ’ ένα μπαλκόνι πάνω κάτω
σβούρα να φέρνουμε
για λίγο πώς στον πάτο
που η μάνα φόβιο νείχε
γύφτου τυφλό σκυλί
που ζέσταινε τις νύχτες
μέλια σποράκια βρώμικα, ανασασμού φυτράκια
λόγχημα θεού, σβουνιές γενιών καημού
ν’ αποκοιμιούνται με θεριό σε δόντια και σε σάλια
να ονειρεύονται σκολειό με χράμια και παστάλια
πλιο ίδιοι Παντελή
ίδιες μυρτιές Μαρία
πριν μας καθίσει το βεργί
κομ’ άδεια δρασκελιά στην ιστορία
μας μάνα, χωνεμένη
φύσα φωσάκι να γυρίσει
παραμυθάκι ν’ αρχινίσει γιασεμιό
την κάτω κάτω χλόη σου υπομονή
χολή να κάνει επιμονή
δυο δυο,εγώ μ'εσύ,ν’ αυλίσει
που απ το πολύ το πώς εμπερδευτήκαν
και εδιαβάζουνε κι α, κι άλλο, κι από
πό μάνα ψάχναμε κι δυο για φως
κι η κατρακύλα μια ‘χανή χαψιά
ζωή μας ξέρασε φωτιά σποριά
σ’ ένα μπαλκόνι πάνω κάτω
σβούρα να φέρνουμε
για λίγο πώς στον πάτο
που η μάνα φόβιο νείχε
γύφτου τυφλό σκυλί
που ζέσταινε τις νύχτες
μέλια σποράκια βρώμικα, ανασασμού φυτράκια
λόγχημα θεού, σβουνιές γενιών καημού
ν’ αποκοιμιούνται με θεριό σε δόντια και σε σάλια
να ονειρεύονται σκολειό με χράμια και παστάλια
πλιο ίδιοι Παντελή
ίδιες μυρτιές Μαρία
πριν μας καθίσει το βεργί
κομ’ άδεια δρασκελιά στην ιστορία
μας μάνα, χωνεμένη
φύσα φωσάκι να γυρίσει
παραμυθάκι ν’ αρχινίσει γιασεμιό
την κάτω κάτω χλόη σου υπομονή
χολή να κάνει επιμονή
δυο δυο,εγώ μ'εσύ,ν’ αυλίσει
Σάββατο 25 Ιουνίου 2011
Όλη, όλη, όλη...ΌΛΗ
νέτο πια από σημάδια το κεφάλι μου
μισό...μόνο λίγο πίσω απ ταυτιά...
το πλένω μόνο για να καθαρίσω τα νύχια μου
χωματοϊάσια μεγαλώνω, κουτρουβαλώντας
μπίλια σε ρουλέτα, που της κάθεται
πότε η θέση της μάνας, πότε του πατέρα, πότε των αδερφών
όλων λαλίστατων
δεκαενιάχρονης που μόλις πρωτομίλησε
και προσπαθεί να τους πει πώς ξέρει να γράφει
με ότι έχει
όλη μια γλώσσα
να γλείφει απ την καρέκλα της τα μπάζα
όλη, όλη, όλη...ΌΛΗ!
μα το βυζί μου, ρίψασπις
μπακίρισα αμετάπιστη ζυμώτρα πασχαλιάς, σημαδεμένη
αλκοολική γριά φροδίτη, άχερη να φτιάχνει γιορτή με ρετσίνα στο πάρκο
και να τη συνεχίζει στην ανεβασιά για το σπίτι
γλείφοντας τα βρόχινα νερά, μην κοντέψουν στις σχάρες
πεσμένη λύκαινα Βενέτω που γερνάει με το κουφάρι σου αγκαλιά
ταυτίζοντας με μανία τα σημάδια
μοναχά το ένα
το ένα… βυ
γιατί το άλλο…
ζι ζι ζι δυοσμάκι προκλητικό στο γεροντούβαρο
πατάει στις μύτες και τανιέται και λυγιέται
να φτάσει
να πιάσει αέρα
μυρωδιά ν’ ακούσεις του
να σηκωθείς
ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΥΝΙ;
ΤΟ ΜΟΥ ΝΙ ΜΟΥ;
πως ειν κουφάρι γρύλισέ μου, λύκε το μουνί
στα δόντια σου που το εις
δεν μπορεί δεν μπορεί
θα τις ακούεις… γηαγαπούες λύκε
στο εσύ
στα τέσσερα
στο ακόμα
κι αυτές τα ζευγάρια χέρια μας που φυσήξαμε
γκρι να καθρεφτίζουν τα μετρημένα
δεκα οχτώ δέκα οχτώ δέκα οχτώ
των δασκάλων
του πολιτισμικού μας αυτισμού
όταν αρχίσαμε να τους φτύνουμε
γιατί η πόλη δεν είχε άλλο
κλέφτες να φυσάμε μες στις χούφτες μας
και φυσούσαμε και φυσούσαμε
παιδιά παιδιά ιτς όρμα, ιτς όρμα
αχόρταστα παραμύθι χάδι
φτερό νερό, φευγιό δικό
παιδιά πεινασμένα
γη αγάπη
αυτά τα χέρια μας είναι
δεν μπορεί δεν μπορεί
αλήθεια είναι
το παραμύθι που φτιάξαμε
θα τις ακούεις
ελαφριά ξαναγυρίσαν
κλέφτες
ΕΊΝΑΙ ΚΛΈΦΤΕΣ
και φωνάζουν
δεν μπορεί...δεν μπορεί
δες πώς ζω... δες πώς ζεις
κόμ'ακούς... κόμ'ακούς
πίσω πίσω απ το θόρυβο
τον πίσω ρυθμό
γεμάτη η πόλη
γη α γαπώ
γη α γαπώ
γη α γαπώ
τα πετάμενά μας χέρια
μισό...μόνο λίγο πίσω απ ταυτιά...
το πλένω μόνο για να καθαρίσω τα νύχια μου
χωματοϊάσια μεγαλώνω, κουτρουβαλώντας
μπίλια σε ρουλέτα, που της κάθεται
πότε η θέση της μάνας, πότε του πατέρα, πότε των αδερφών
όλων λαλίστατων
δεκαενιάχρονης που μόλις πρωτομίλησε
και προσπαθεί να τους πει πώς ξέρει να γράφει
με ότι έχει
όλη μια γλώσσα
να γλείφει απ την καρέκλα της τα μπάζα
όλη, όλη, όλη...ΌΛΗ!
μα το βυζί μου, ρίψασπις
μπακίρισα αμετάπιστη ζυμώτρα πασχαλιάς, σημαδεμένη
αλκοολική γριά φροδίτη, άχερη να φτιάχνει γιορτή με ρετσίνα στο πάρκο
και να τη συνεχίζει στην ανεβασιά για το σπίτι
γλείφοντας τα βρόχινα νερά, μην κοντέψουν στις σχάρες
πεσμένη λύκαινα Βενέτω που γερνάει με το κουφάρι σου αγκαλιά
ταυτίζοντας με μανία τα σημάδια
μοναχά το ένα
το ένα… βυ
γιατί το άλλο…
ζι ζι ζι δυοσμάκι προκλητικό στο γεροντούβαρο
πατάει στις μύτες και τανιέται και λυγιέται
να φτάσει
να πιάσει αέρα
μυρωδιά ν’ ακούσεις του
να σηκωθείς
ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΥΝΙ;
ΤΟ ΜΟΥ ΝΙ ΜΟΥ;
πως ειν κουφάρι γρύλισέ μου, λύκε το μουνί
στα δόντια σου που το εις
δεν μπορεί δεν μπορεί
θα τις ακούεις… γηαγαπούες λύκε
στο εσύ
στα τέσσερα
στο ακόμα
κι αυτές τα ζευγάρια χέρια μας που φυσήξαμε
γκρι να καθρεφτίζουν τα μετρημένα
δεκα οχτώ δέκα οχτώ δέκα οχτώ
των δασκάλων
του πολιτισμικού μας αυτισμού
όταν αρχίσαμε να τους φτύνουμε
γιατί η πόλη δεν είχε άλλο
κλέφτες να φυσάμε μες στις χούφτες μας
και φυσούσαμε και φυσούσαμε
παιδιά παιδιά ιτς όρμα, ιτς όρμα
αχόρταστα παραμύθι χάδι
φτερό νερό, φευγιό δικό
παιδιά πεινασμένα
γη αγάπη
αυτά τα χέρια μας είναι
δεν μπορεί δεν μπορεί
αλήθεια είναι
το παραμύθι που φτιάξαμε
θα τις ακούεις
ελαφριά ξαναγυρίσαν
κλέφτες
ΕΊΝΑΙ ΚΛΈΦΤΕΣ
και φωνάζουν
δεν μπορεί...δεν μπορεί
δες πώς ζω... δες πώς ζεις
κόμ'ακούς... κόμ'ακούς
πίσω πίσω απ το θόρυβο
τον πίσω ρυθμό
γεμάτη η πόλη
γη α γαπώ
γη α γαπώ
γη α γαπώ
τα πετάμενά μας χέρια
Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011
Σίδερο ρουφάει η μπαϊλντισσα
Σίδερο ρουφάει η μπαϊλντισσα
Μούτζες για ν’ανθέξει η πριγκίπισσα
κι αν ρουφάεις σίδερο
τα πάνω για να πάρεις
στο μαχόνι γάρδενακι μου
ρέκλες ως οχτάρι κάνεις ατυχώς
αχ μωρέ Βαγγέλη πε το ευθαρσώς
πως κείνο το κανάκεμα ήταν αλισβερίσι
δεν ήταν θρέφω ήτανε ταχυό
πεπούλα παχεμένη, γλαστρόνι να σε στήσει
σε ώρες διακοπής να σε μοσχοπουλήσει
σε ώρες για σορμπέ
μια που ο μπάρμπα μπρίλιος
ναi κείνος ο γνωστός, εκείνος με το γάλλο
την είδε κυριλέ
στο νιο το φαγοπότι μ’ ετέρους καρασίκ
πώς να μασαμπουκώνει κουρκόπουλα,κι ευθύς
πρώτη εφεδρία ο Βαγγέλ και το παλιό φυτώριο
τα γαρδενάκια τα σκυλάκια κι οι πετούγιες
που εθυμήθη πώς, ήτανε πελώριο στο μώλο
και με, μια γλάστρα πια, το όλο
εκεί που πάεναι για πάτο
τσάκα και πίκο κηπουργός από το πήλιο
ποιο μπάρμπα μπρίλιο ρε κουφέ;;;;;;;
γαρδένιες φίνες, ίδιες γερακίνες
μοσχοπουλάω για σορμπέ
Σίδερο ρουφάεις η μπαϊλντισσα
Μούτζες για ν’ανθέξεις η πριγκίπισσα
Μούτζες για ν’ανθέξει η πριγκίπισσα
κι αν ρουφάεις σίδερο
τα πάνω για να πάρεις
στο μαχόνι γάρδενακι μου
ρέκλες ως οχτάρι κάνεις ατυχώς
αχ μωρέ Βαγγέλη πε το ευθαρσώς
πως κείνο το κανάκεμα ήταν αλισβερίσι
δεν ήταν θρέφω ήτανε ταχυό
πεπούλα παχεμένη, γλαστρόνι να σε στήσει
σε ώρες διακοπής να σε μοσχοπουλήσει
σε ώρες για σορμπέ
μια που ο μπάρμπα μπρίλιος
ναi κείνος ο γνωστός, εκείνος με το γάλλο
την είδε κυριλέ
στο νιο το φαγοπότι μ’ ετέρους καρασίκ
πώς να μασαμπουκώνει κουρκόπουλα,κι ευθύς
πρώτη εφεδρία ο Βαγγέλ και το παλιό φυτώριο
τα γαρδενάκια τα σκυλάκια κι οι πετούγιες
που εθυμήθη πώς, ήτανε πελώριο στο μώλο
και με, μια γλάστρα πια, το όλο
εκεί που πάεναι για πάτο
τσάκα και πίκο κηπουργός από το πήλιο
ποιο μπάρμπα μπρίλιο ρε κουφέ;;;;;;;
γαρδένιες φίνες, ίδιες γερακίνες
μοσχοπουλάω για σορμπέ
Σίδερο ρουφάεις η μπαϊλντισσα
Μούτζες για ν’ανθέξεις η πριγκίπισσα
Χλαπατσάκια στις μουράκλες
άλλοι σαν τα δίψια ίσα
των πνιγμένων πόθων σας
ζούμε για να πολεμούμε
τους εχθρούς τους φόβους μας
ίδιοι,όλοι γιοι και κόρες
των αστροθαυμάτων μας
ζούμε για να συμμαχούμε
στους θαμμένους δρόμους μας
κάτα μόνας βοτσαλάκια
μα μαζί μια θάλασσα
θέρια να ευαγγελίζει
των θυτών το χάλασμα
χλαπατσάκια στις μουράκλες
ψύλλοι στα φελέκια σας
θα συνθηματολογούμε μπρος
στα μούχλια στέκια σας
των πνιγμένων πόθων σας
ζούμε για να πολεμούμε
τους εχθρούς τους φόβους μας
ίδιοι,όλοι γιοι και κόρες
των αστροθαυμάτων μας
ζούμε για να συμμαχούμε
στους θαμμένους δρόμους μας
κάτα μόνας βοτσαλάκια
μα μαζί μια θάλασσα
θέρια να ευαγγελίζει
των θυτών το χάλασμα
χλαπατσάκια στις μουράκλες
ψύλλοι στα φελέκια σας
θα συνθηματολογούμε μπρος
στα μούχλια στέκια σας
Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011
Δε το,σα ξεφεύγει
ταϊζω χάδι στα ρηχά να χουν να γλύψουν συρμαγιά
για μαύρα που θ'ανοίξουν το πανί
περίβολό σου γιασεμί, τριβόλι πεισματάρικο παιδί
που σε μπροστιάζει, στρατιώτη προσοχή
καθ'όσο εκείνο δε το, σα ξεφεύγει
να ξαπλωθεί στου αγεριού τ'αντάμα
βήμα στο βήμα σου πισωπατεί
ναζούδικο κορίτσι που ντροπιάζεται στ' αχείλι
και μαζώχνει
βάνοντας πλάτη στων μαλλιών του τη θροή
στων ρουθουνιών να φυλακίσουν σε
τη λύσσα για κυνήγι
σ'ένα αδιάλλειμο παιχνίδι διδαχή
που ξετυλίγει
για μαύρα που θ'ανοίξουν το πανί
περίβολό σου γιασεμί, τριβόλι πεισματάρικο παιδί
που σε μπροστιάζει, στρατιώτη προσοχή
καθ'όσο εκείνο δε το, σα ξεφεύγει
να ξαπλωθεί στου αγεριού τ'αντάμα
βήμα στο βήμα σου πισωπατεί
ναζούδικο κορίτσι που ντροπιάζεται στ' αχείλι
και μαζώχνει
βάνοντας πλάτη στων μαλλιών του τη θροή
στων ρουθουνιών να φυλακίσουν σε
τη λύσσα για κυνήγι
σ'ένα αδιάλλειμο παιχνίδι διδαχή
που ξετυλίγει
Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011
Ρωτάει κύριε Θεοδωρίδη ένας ξυλογλύπτης απ τον καφενέ
Έπαιζε το λοιπόν κύριε Θεοδωρίδη το πρωί ο Αγγελειοφόρος στο τραπέζι στον καφενέ από χέρι σε χέρι κάτι σαν αγωνία με ένα φύλλο, δες εξώφυλλο οπισθόφυλλο, ρίξε, σειρά σου…ένας αγοράζει 6 -7 διαβάζουνε…τα φραγκούλια που δε φτάνουνε;…η τσιγκουνιά που είναι πια μαγκιά που έλεγε κι ένα φυλλάδιο με ηλεκτρικά που κοίταγα τις προάλλες, εκείνο το γνωστό πιλάφι με τα μύδια, η τιβιβίτσα…δεν ξέρω… σημάδια των καιρών κι όλα από μια χαρακιά με φαίνεται
Ένιμπέη που λεν κι οι φίλοι μας…όχι όχι ένιγουέη λεν οι εγλετέροι, σόρυ σόρυ κι αν γύριζε κι η γλώσσα του ξυλογλύπτη σόρυ σόρυ ίσως να λεγε παρασυρμένος απ το συρμό, που με φλόμωσε στο λυπάμαι, πε του λυπάμαι , μα επειδή τσάκωσε του παιδιού μου το χέρι… λυπάμαι μπορεί και να μην καταλαβαίνω καλά, αλλά να τον ρωτήσεις θέλω να μας πει…και ξέρετε κύριε Θεοδωρίδη μελό κοινότοπο ίσως ακουστεί αλλά, λάμπουν αλλιώς στο σόρυ και στο λυπάμαι τα μάτια
Κι έλεγε ο άνθρωπος πε του ρώτα τον, σήμερα που την πλήρωσα τη φημερίδα γιατί και τις άλλες δεν τον πολυκαταλαβαίνω τελευταία, αλλά τη λέω τη μαύρην την αλήθεια μου κι ουλουνών μας των συνεταίρων, όταν δεν την πληρώνουμε την κοιτάμε μόναχα. Αλλά σήμερα τη διάβασα και πολλές φορές, καλά ρε παιδί… είπαμε η τσακωσιά και τον συμπαθώ να του πεις γιατί με κείνα τα ιστορικά του και τα ωραία φαρδιά πλατιά ελληνικά του μάρεζε, μάθαινα…αλλά τώρα τελευταία και ειδικά σήμερα δεν κατάλαβα να χαρώ για τον Βενιζέλο…κι άντε όχι όχι να χαρώ αυτό το κατάλαβα, το θυμάμαι το λέει ξεκάθαρα «Δεν έχω ιδέα αν θα πετύχει στο νέο του πόστο»… δεν έχω ιδέα λέει ο άνθρωπος, οπότε χαρά ξεχαρά γιοκ, ολντού που λέει κι ο μεμέτης…αλλά στο νέο του πόστο;… και «Τις τελευταίες ημέρες οι χαλαροί οπαδοι του Πασοκ που «έσφιξαν» περιμένουν κυρίως ένα πράγμα: αν θα τα καταφέρει στο πολιτικό παίγνιο που οικειοθελώς εφόρμησε» Κι οι χαλαροι πρώην και νυν σφιγμένοι οπαδοί συντροφομαχαιρώνονται γνωστό… μα εκείνο το «πολιτικό παίγνιο που οικιοθελώς εφόρμησε ο Βενιζέλος» είναι θέση δική σας, ρώτα τον, για των οπαδών κι αν είναι δική σας που ελπίζω… επιτυχία στο καινούριο του πόστο, πολιτικό παίγνιο…γιατί τέτοιες λέξεις;… και καλή επιτυχία του εύχεστε προσωπική για το καινούριο του πόστο…το ίδιο το υπουργείο οικονομικών δεν είναι, με το ίδιο για ψήφιση μεσοπρόθεσμο;… κι είναι όπως το λέει ο Τάκης 180 που θέλει ακόμα για να περάσει ή 150 που λέει ο Τάκης μετά τη νέα ψήφο εμπιστοσύνης, το ρημάδι το μεσοπρόθεμο «αφού και ο Βενιζέλος εφόρμησε οικειοθελώς σε αυτό το πολιτικό παίγνιο»…ή ρε παιδί μήπως κάνω λάθος και δεν είναι ρημάδι…να μας πει…μήπως είνι καλό για τον τόπο να μας πει να μας εξηγήσει καθαρά να καταλάβουμε…αγράμματοι ανθρώποι είμαστε μα θέλουμε να καταλάβουμε πρέπει να ξέρουμε. Και μήπως ξέρει ο άνθρωπος κάτι άλλο καινούριο που σχεδιάζει ο Βενιζέλος, πρόταση για τη χώρα για τον τόπο να τον γλιτώσει σαν συνταγματολόγος που είναι και του λέει καλή επιτυχία …αλλά τι λέω θολωμένος από τα χτε μείπε ο γιος μου πώς διάβασε στο ιντερνέτι πώς οι δικαστάδες ανέλαβαν τη βρώμικη δλεια, κάτι λέει το συμβούλιο επικρατείας άλλαξε το σύνταγμα στο πιτς φυτίλι και κάτι λέει για το δικηγορικό σύλλογο της πρωτευούσης πε του, θα πάει λέει στην ευρώπα… πε του ξέρει αυτός, θα ψάξει θα βρει…αλήθεια είναι;… καλή επιτυχία για πια, για πια καινούρια σχέδια κάτι δε μπορεί θα ξέρει…πε του μωρέ κι εκτίμησε τη δουλειά μου τον κόπο μου το 97 με την πολιτιστική πρωτεύουσα…γραμματιζούμενος και ταρεσαν του Παπαφιώτη ευκλειδομάστορα τα σκιουρούδια κι οι γαλαζοπαπαδίτσες και τα σκαντζοχοιρούδια και τα κέρατα της κατσίκας που μεπιασε η λόξα και τα κανα κρεματζούλια να μυρνάει τον τόπο μας το στήθος…και ταρεσαν και τσάκωσε του παιδιού ‘μ το χέρι ένα απόγεμα κι είπι από δω θα πάρω τα δώρα μου…είπι το θυμάμαι… για τους ξένους… να γέρασα τόσο… κι ήταν ένας απ τους διευθυντάδες τότε και μετά εξαφανίστηκε, δεν ξαναπέρασε βγήκα και γω στην σύνταξη…μα μείπι δε μπορεί… στρώσαμε τα κρεματζούλια στου παιδιού το δωμάτιο…δε μπορεί μείπι, τόσο μωρέ να ξεκούτιανα… πάνω στο μπιζουταρισμένο το σούγκανταρ το κρύσταλλο με τα δυο ποδάρικα θκα μας ήτανε…ούτε λουί μουί, ούτε λιονταροεγλέζικα…πώς …κάπως τα λένε θα ξέρει τούτος αρχαϊκά…τόσο να μη θυμάμαι και να μη μείπι ο άνθρωπος…μα τα βάναμε με την ίδια σειρά που τα χα στο μαγαζί… κι αφήσαμε και τηλέφωνο και διεύθυνση στο τζάμι στη βιτρίνα…κι όσο αργούσε να φανεί λέγαμε με το παιδί τον φάγανε φαίνεται κι αυτόν…και τώρα το παιδί διαβάζει κι αυτά τα μπερδεμένα που λέει και τάλλα που σε λέω στο ιντερνέτι και με λέει πλατεία παρέα πατέρα… ας τονε τον αγγελειοφόρο πλατεία πάμε… πε του να μας πει καταλαβαίνω ακόμα για όχι… θυμάμαι ακόμα για ξεκούτιανα ντιπ…τον περιμένω πε του σαν το χώμα κάτω απ το τσιμέντο, διψασμένος
Ένιμπέη που λεν κι οι φίλοι μας…όχι όχι ένιγουέη λεν οι εγλετέροι, σόρυ σόρυ κι αν γύριζε κι η γλώσσα του ξυλογλύπτη σόρυ σόρυ ίσως να λεγε παρασυρμένος απ το συρμό, που με φλόμωσε στο λυπάμαι, πε του λυπάμαι , μα επειδή τσάκωσε του παιδιού μου το χέρι… λυπάμαι μπορεί και να μην καταλαβαίνω καλά, αλλά να τον ρωτήσεις θέλω να μας πει…και ξέρετε κύριε Θεοδωρίδη μελό κοινότοπο ίσως ακουστεί αλλά, λάμπουν αλλιώς στο σόρυ και στο λυπάμαι τα μάτια
Κι έλεγε ο άνθρωπος πε του ρώτα τον, σήμερα που την πλήρωσα τη φημερίδα γιατί και τις άλλες δεν τον πολυκαταλαβαίνω τελευταία, αλλά τη λέω τη μαύρην την αλήθεια μου κι ουλουνών μας των συνεταίρων, όταν δεν την πληρώνουμε την κοιτάμε μόναχα. Αλλά σήμερα τη διάβασα και πολλές φορές, καλά ρε παιδί… είπαμε η τσακωσιά και τον συμπαθώ να του πεις γιατί με κείνα τα ιστορικά του και τα ωραία φαρδιά πλατιά ελληνικά του μάρεζε, μάθαινα…αλλά τώρα τελευταία και ειδικά σήμερα δεν κατάλαβα να χαρώ για τον Βενιζέλο…κι άντε όχι όχι να χαρώ αυτό το κατάλαβα, το θυμάμαι το λέει ξεκάθαρα «Δεν έχω ιδέα αν θα πετύχει στο νέο του πόστο»… δεν έχω ιδέα λέει ο άνθρωπος, οπότε χαρά ξεχαρά γιοκ, ολντού που λέει κι ο μεμέτης…αλλά στο νέο του πόστο;… και «Τις τελευταίες ημέρες οι χαλαροί οπαδοι του Πασοκ που «έσφιξαν» περιμένουν κυρίως ένα πράγμα: αν θα τα καταφέρει στο πολιτικό παίγνιο που οικειοθελώς εφόρμησε» Κι οι χαλαροι πρώην και νυν σφιγμένοι οπαδοί συντροφομαχαιρώνονται γνωστό… μα εκείνο το «πολιτικό παίγνιο που οικιοθελώς εφόρμησε ο Βενιζέλος» είναι θέση δική σας, ρώτα τον, για των οπαδών κι αν είναι δική σας που ελπίζω… επιτυχία στο καινούριο του πόστο, πολιτικό παίγνιο…γιατί τέτοιες λέξεις;… και καλή επιτυχία του εύχεστε προσωπική για το καινούριο του πόστο…το ίδιο το υπουργείο οικονομικών δεν είναι, με το ίδιο για ψήφιση μεσοπρόθεσμο;… κι είναι όπως το λέει ο Τάκης 180 που θέλει ακόμα για να περάσει ή 150 που λέει ο Τάκης μετά τη νέα ψήφο εμπιστοσύνης, το ρημάδι το μεσοπρόθεμο «αφού και ο Βενιζέλος εφόρμησε οικειοθελώς σε αυτό το πολιτικό παίγνιο»…ή ρε παιδί μήπως κάνω λάθος και δεν είναι ρημάδι…να μας πει…μήπως είνι καλό για τον τόπο να μας πει να μας εξηγήσει καθαρά να καταλάβουμε…αγράμματοι ανθρώποι είμαστε μα θέλουμε να καταλάβουμε πρέπει να ξέρουμε. Και μήπως ξέρει ο άνθρωπος κάτι άλλο καινούριο που σχεδιάζει ο Βενιζέλος, πρόταση για τη χώρα για τον τόπο να τον γλιτώσει σαν συνταγματολόγος που είναι και του λέει καλή επιτυχία …αλλά τι λέω θολωμένος από τα χτε μείπε ο γιος μου πώς διάβασε στο ιντερνέτι πώς οι δικαστάδες ανέλαβαν τη βρώμικη δλεια, κάτι λέει το συμβούλιο επικρατείας άλλαξε το σύνταγμα στο πιτς φυτίλι και κάτι λέει για το δικηγορικό σύλλογο της πρωτευούσης πε του, θα πάει λέει στην ευρώπα… πε του ξέρει αυτός, θα ψάξει θα βρει…αλήθεια είναι;… καλή επιτυχία για πια, για πια καινούρια σχέδια κάτι δε μπορεί θα ξέρει…πε του μωρέ κι εκτίμησε τη δουλειά μου τον κόπο μου το 97 με την πολιτιστική πρωτεύουσα…γραμματιζούμενος και ταρεσαν του Παπαφιώτη ευκλειδομάστορα τα σκιουρούδια κι οι γαλαζοπαπαδίτσες και τα σκαντζοχοιρούδια και τα κέρατα της κατσίκας που μεπιασε η λόξα και τα κανα κρεματζούλια να μυρνάει τον τόπο μας το στήθος…και ταρεσαν και τσάκωσε του παιδιού ‘μ το χέρι ένα απόγεμα κι είπι από δω θα πάρω τα δώρα μου…είπι το θυμάμαι… για τους ξένους… να γέρασα τόσο… κι ήταν ένας απ τους διευθυντάδες τότε και μετά εξαφανίστηκε, δεν ξαναπέρασε βγήκα και γω στην σύνταξη…μα μείπι δε μπορεί… στρώσαμε τα κρεματζούλια στου παιδιού το δωμάτιο…δε μπορεί μείπι, τόσο μωρέ να ξεκούτιανα… πάνω στο μπιζουταρισμένο το σούγκανταρ το κρύσταλλο με τα δυο ποδάρικα θκα μας ήτανε…ούτε λουί μουί, ούτε λιονταροεγλέζικα…πώς …κάπως τα λένε θα ξέρει τούτος αρχαϊκά…τόσο να μη θυμάμαι και να μη μείπι ο άνθρωπος…μα τα βάναμε με την ίδια σειρά που τα χα στο μαγαζί… κι αφήσαμε και τηλέφωνο και διεύθυνση στο τζάμι στη βιτρίνα…κι όσο αργούσε να φανεί λέγαμε με το παιδί τον φάγανε φαίνεται κι αυτόν…και τώρα το παιδί διαβάζει κι αυτά τα μπερδεμένα που λέει και τάλλα που σε λέω στο ιντερνέτι και με λέει πλατεία παρέα πατέρα… ας τονε τον αγγελειοφόρο πλατεία πάμε… πε του να μας πει καταλαβαίνω ακόμα για όχι… θυμάμαι ακόμα για ξεκούτιανα ντιπ…τον περιμένω πε του σαν το χώμα κάτω απ το τσιμέντο, διψασμένος
ΆΕΙ ΓΑΜΗΘΕΊΤΕ πΑΓΚΑΛΟΙΙΙΙΙΙΙΙΙ / 2
Τι σας 'ελεγα σε μισό...ε υποκειμενικό πράμα ο χρόνος...τεςπα, άλλου παππα ευαγγέλιο τούτο...για τη ρουφιάνα λέγαμε που ότι κι αν έχεις προγραμματίσει σε τσακώνει απ το μανίκι και τσουσουσουσουπ γιάτος... κι άλλος πάγκαλος κι άλλος κιάλλος ατελείωτοι και το σύνθημα να βαράει μια λάρυγγα μια φάρυγγα, πινκ πονκ για γερές καταπιώνες...μ'αυτές αδέρφια μ'αυτές τούτες τις μέρες νακούμε...4 αμμέσως αμέσως ταυτιά... και τα μάτια κλειστά, φερμέ, πάσχουν αναρωτήριο ανάπαψη... κοιτανάπαψη αδέρφια αμέσως, μπας και σώσουμε ότι μας απόμεινε... ...και τι έλεγα...α για τσι πΑΓΚΆΛΟΥΣ...καφενείο το λοιπόν, μετά τη λαίκή για ένα λίιιιγο μικρόνε ΄βάσει σχεδίου καφέ,νερα πολλά κρύα και καμιά κουβέντα με τον πατέρα και πίσω για το ειδικό που λέγαμε... έτσι λέεις... κι η ρουφιάνα...άκου να λέει, άκου και να γελάει...μεγαλώσαν τα τραπέζια στον καφενέ σε παρέα των 6 ο πατέρας κι η κουβέντα τι άλλο, για το τι μας περιμένει, τέρμα τα τι άγόρασα που πήγα κι εγώ κι η κόρη κι ο γιόκας μου, και κει που η κουβέντα πάένει από σουρεάλ κωμωδία με ερωτήσεις του τύπου σερβιτόρα μπορείς ρε Θανάση να γίνεις...τον γιο του δε τον ρώτηξε αν μπορεί να τον κάνει, όχι τόσο μπλακ δεν αντέχει ακόοοοομα ο καφενές περιμένει ακόοοομα...από σου ρεάλ το λοιπόν, ότι μπορεί ο καθένας... σε θολό θολό παντάθολο καράθολο γαμώ την τιβούλα μας και τα 200...αν ξεχνάω κανένα σχωρνάτε με...ρεεεεεε λτί ααααα κι δήσεων που θα λεγε κι ο χάμπος κι βρε κι... κι,δεν...δεν λένε, κι αυτοί κι... τη δλεια τους, το έργον και μεις κει κει κει την αεργία μας...ΔΈΛΛΗΝΕΣ γαμώτο σιχτιριασμένοι απ το επαναστατικό 80 και δώθε σε μοδέλα που λέει κι ο πατέρας φασόν, ένα απ το ράφι, γιουρού βρωπαίοι...σου ρεάλ το λοιπόν με τον ένα να λέει 150 θέλει για να το περάσει και τον άλλο 180,χαλόουυυυυυ μπένυυυυυ συνταγματολόγεεεε και οι συναυτώωωω μικροφωνάκηδεεεες, χαλόουυυυυυυυ εδώωω ω ω, θολός... κάποτε εγώωωω ω ω...κοντά, σιμά ήταν μωρέ...εγώωωω ...τώρα γιογιό ο ο και σι λίγο λίγο λίγο χαλόουυυυυυ γκιογκιόοοοοο ο ο ο... καφενέεε σε σένα φωνάζωωω χαλόουυυυ... τώρα βρωπαϊκα χαιρετισμένον, όπως μας χαιρετίσανε με την Αφροδίτηηηη...χαλόουυυυ... τούτη έχει κομμένα χέρια, εσύ δόξα τον πανάγαθόνε μια χαρά ταχεις και σάματι αδούλευτα τα γλιέπω από καιρό, δλεια βρε δλεια δλεια με χέρια και στα μάτια και σταυτιά και στη μύτη και στη γλώσσα...καφενέεε πατέρααα... δεν ΄΄ηταν άχυροι οι ώμοι που μας δώκανε για να τους δώκουμε...σου πα με την καταπιώνα...άχεροι ήταν...και τούτα τα χέρια είναι θαμμένα στο χώμα στο χώμα που σέασες... καφενέεεε πατέρααα... έβγα έβγα και μύρισε και δες και άκου και γέψου κι ακούμπα χάιδεψε πιάσε, παντού, παντού ευλογία παράδεισος ο τόπος μας κι είναι ακόμα, μας...για λίγο,τέλος χρόνου... τώρααααα πατέραααα... ... έβγα με χέρια παντού και πνίγε πνίγε ότι θολό ότι περιμένει ότι υπομένει ότι προσπαθεί ακόμα να εξηγήσει και να δικιολογήσει, ΔΙ ΚΟ ΛΟ ΓΗ ΣΕΙ, μέσα κι έξω σου ότι παγκάλικο...γιάτος γιάτος σου είπα δίπλα σου νατονε... υπαλληλάκος συνταξιοδοτημένος του Υπουργείου επί των είσπραξεων και δόσεων με πάνω από χιλιαρικάκι σύνταξη...βρε μη, άκου με... χίλια τόσο, χίλια κι άλλα χίλια πέντε δέκα φραγκοδίφραγκα...δυο χιλιάρικα θα σε πω παίρνει...τον τόπο τον τόπο μην ξεχνάς το χώμα και κεινού είναι, φάτονε και θα το θυμηθεί...φάτονε με χέρια απ τον άλλο τον κατάδικό σου κι αυτός κληρονομιά κι αυτός σε μάρμαρο κι αυτόν για να τον δώκεις αλλά όχι όλον όχι τη μιζέρια του, το έτσι είναι και θα ναι μόνο τους ρόζους του δώκε τον ιδρώτα του και τη φωνή του και φάτονε τον ΠΑΓΚΆΛΙΚΟ ΠΑΓΚΑΛΆΚΟ... που ρχεται ωραίος κι ενήμερος νανακοινώσει ότι είπανε πως θα κόψουνε το εκας σόποιον έχει σπίτι κι αυτοκίνητο, κι ότι μπορεί λέει, μπορεί ο μαλακωμαζί ταφάγαμε επειδή γλύφει ακόμα το ταγκιασμένο πια μέλι, και για να διούμε ποιος θα πρωτοφάει σε λίγο που κι ο γιος του κι η κόρη του θα ΄ψάχνουν να γίνουν σερβιτόρες ες ες ες πασοκοταϊσμένεεεε ε ε ε κι ο χαιρετισμός ξέρεις νταβραντισμένος απ αυτόν που ξέχασες μαζί με τον τόπο και χρωστάς στην έρμη τη γυναίκα σου ου ου ου...ότι μπορεί να ζήσει άνθρωπος με σπίτι και 500 δεν ξέρω και με 300 δεν το θείξαμε, αλλά τι τον ενοιάζει αυτός θα ναι που μπορεί να ζήσει...αυτός θα μπορεί να λέει να λέει να λέει και να σε θολώνει πατέραααα με τα πασοκομπουκωμενίστικα του τα δώσαμε τις εισφορές μας τόσο τοις εκατό, τόσο τόσο τόσο... φραγκοδίφραγκα...ξεχασμένο τον έχει τον τόπο, φάτονε και θα θυμηθεί...τον τόποοοο,το σύνθημααααα... και πλατείααααα πατέρααααα
Διάλειμαααα για φαί και φύτεμα :)
μα πριν...πάμε
ΑΕΙ ΓΑΜΗΘΕΊΤΕ πΑΓΚΑΛΟΙΙΙΙΙΙ
για να μην ξεχνιόμαστε...και για να κολλήσει το επόμενο
άφιτερ ε σιμόλ νάπ!
ΈΧΩ ΈΧΩΩΩΩΩΩΩ
Διάλειμαααα για φαί και φύτεμα :)
μα πριν...πάμε
ΑΕΙ ΓΑΜΗΘΕΊΤΕ πΑΓΚΑΛΟΙΙΙΙΙΙ
για να μην ξεχνιόμαστε...και για να κολλήσει το επόμενο
άφιτερ ε σιμόλ νάπ!
ΈΧΩ ΈΧΩΩΩΩΩΩΩ
Δυο χρόνια ειδικό-αυτισμός...ΆΕΙ ΓΑΜΗΘΕΊΤΕ πΑΓΚΑΛΟΙΙΙΙΙΙΙΙΙ
χαμηλός πολύ χαμηλός αυτός ούτε δουλεύι ούτε τίποτα στηλωμένα τα πόδια έτσι και δε θέλει κάτι δεν τον κουνάς με τίποτα... αλλά ήσυχος βάλτον στο παιχνίδι και δε θα σενοχλήσει με τίποτα, δώστου και τίποτα να πετάει και να στριφογυρίζει κατά πάνω κι είσαι εντάξει νασχοληθείς με τον μεγάλο που ποιος ξέρει τι ακούει κάθε μέρα απ την προκομένη τη μάνα του που είχε το θράσσος να μας καταγγείλει και να μας κουβαλήσει στο σχολείο προισταμένους και συμβούλους και να λέει πώς δεν κάνουμε τίποτα που χουμε δώσει την ψυχή μας σαυτό το σχολείο να φτιάξουμε υλικό φακέλους καλημέρες καιρούς μετά το μεροκάματο κι έχουμε φάει τις φτυσιές και τα κλωτσίδια της ζωής μας απ το γιόκα της και τους υπόλοιπους για τρεις κι εξήντα και αν κατά τα νέα μέτρα...μ'αυτόν ο θεός βοηθός όταν είναι στα ντουζένια του είναι και ψηλός γαϊδούρεψε δύσκολα τον κάνεις ζάφτι άιντε να τελειώνει τη χρονιά και στο καλό να ησυχάσουμε και μαυτόν και τη μανούλα... ξέρει βέβαια να διαβάζει και να γράφει κάτι κουτσομετράει βάζε τον όσο μπορείς στη θέση του με πολλούς φακέλους δίπλα να χει να κάνει του αρέσει και θα σαι ήσυχη νασχοληθείς με τους άλλους να κάνεις δουλειά στο τραπέζι ΈΝΑΣ ΠΡΟΣ ΈΝΑΝ ΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΜΠΑΣ ΚΑΙ ΜΑΘΟΥΝ ΤΙΠΟΤΑ...ΑΝ ΚΑΤΑΦΕΡΕΙΣ ΑΥΤΟ ΓΙΑ 45 ΛΕΠΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΜΕΡΑ ΝΑΣΑΙ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΗ!!!!!
διάλειμμα εδώ για το βρισίδι και γιατί η ρουφιάνα η ζωή μας καλεί λαίκή μανουλα πατερούλης αναμένουν...το σύνθημα εσείς...θα εξηγήσω και θα πείτε γεια στο στοματάκι μας...
ΠΑΜΕ ΣΑΣ ΛΕΩ
ΑΕΙ ΓΑΜΗΘΕΊΤΕ πΑΓΚΑΛΟΙΙΙΙΙΙΙΙ
σε μισό επιστρέφω...:)
διάλειμμα εδώ για το βρισίδι και γιατί η ρουφιάνα η ζωή μας καλεί λαίκή μανουλα πατερούλης αναμένουν...το σύνθημα εσείς...θα εξηγήσω και θα πείτε γεια στο στοματάκι μας...
ΠΑΜΕ ΣΑΣ ΛΕΩ
ΑΕΙ ΓΑΜΗΘΕΊΤΕ πΑΓΚΑΛΟΙΙΙΙΙΙΙΙ
σε μισό επιστρέφω...:)
Κυριακή 19 Ιουνίου 2011
Με το έτσιιιι με το θέλωωωω
Με το έτσιιι με το θέλωωωω
την Ελλάδα μας την κάνατε μπουρδέλο
με το ένα με το άλλο
ρε Γαπούλη δε γλιτώνεις το ρεγάλο
η πλατεία είμαστε μεις
που Τετάρτη κι εφεξής
δεν μας έπαιξε κανείς
δακρυγόνα φλομωμένοι
μια απ τα ίδια φιμωμένοι
στην τσιρκάτη παρωδία
εθνοκάλπηδων νταβάδων παρωδία
που ξεχνάει ως εταίρι
παροιμίες που να ξέρει
πώς κοντεύει η γιορτή
και θα είναι θυμωμένη Κυριακή
που, με το έτσιιι με το θέλωωωω
με συνείδηση θα ρίξει το μπουρδέλο
την Ελλάδα μας την κάνατε μπουρδέλο
με το ένα με το άλλο
ρε Γαπούλη δε γλιτώνεις το ρεγάλο
η πλατεία είμαστε μεις
που Τετάρτη κι εφεξής
δεν μας έπαιξε κανείς
δακρυγόνα φλομωμένοι
μια απ τα ίδια φιμωμένοι
στην τσιρκάτη παρωδία
εθνοκάλπηδων νταβάδων παρωδία
που ξεχνάει ως εταίρι
παροιμίες που να ξέρει
πώς κοντεύει η γιορτή
και θα είναι θυμωμένη Κυριακή
που, με το έτσιιι με το θέλωωωω
με συνείδηση θα ρίξει το μπουρδέλο
Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011
Τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα ‘λλου
Τάκα τάκα τάκα τακα τάκα ‘λλου
Γιάννη μ’ την πλατέα να φκιάνεις φο μπι ζου
τραπεζοκαρεκλάτη ευταξία
στου Γαπα τη ρεζίλω ιστορία
Εμείς δω να τη θέμε κουρελού
χρωμάτη ν’ ανεμίζει αλλαχού
ανάπυρη μας θεοδώρα να τρατάρει
πως δεν μπορεί κανείς να μας την πάρει
Γιάννη μ’ την πλατέα να φκιάνεις φο μπι ζου
τραπεζοκαρεκλάτη ευταξία
στου Γαπα τη ρεζίλω ιστορία
Εμείς δω να τη θέμε κουρελού
χρωμάτη ν’ ανεμίζει αλλαχού
ανάπυρη μας θεοδώρα να τρατάρει
πως δεν μπορεί κανείς να μας την πάρει
Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011
πόλη μες σε στάρι απ το χωριό
λύκο λύκο θα σε λέω
και θα σε φανοκρατώ
ρούσα απ το γκρι σου το μοιραίο
πέτρα απ το πεντόβολο μ’ αυτό
λύκο λύκο λύκο πύργο
φτύσε ασβέστη στο χωριό
βλέπω ν’ ασπρίσει το κοιτάω
κόκκαλο απ το θυμικό
ξέρω ν’ απαντήσει στο ρωτάω
έχω στο ανιστόρητο αποκτώ
ζω στο βούβα μούγκα τα βολεύω
μ’ αύριο στόμα ορφικό
χόρτο ν’ αποδώσει στη Μαρία
μνήμη στο νιογέννητο Μαθιό
φανουριό θολό απ την πλατεία
πόλη μες σε στάρι απ το χωριό
και θα σε φανοκρατώ
ρούσα απ το γκρι σου το μοιραίο
πέτρα απ το πεντόβολο μ’ αυτό
λύκο λύκο λύκο πύργο
φτύσε ασβέστη στο χωριό
βλέπω ν’ ασπρίσει το κοιτάω
κόκκαλο απ το θυμικό
ξέρω ν’ απαντήσει στο ρωτάω
έχω στο ανιστόρητο αποκτώ
ζω στο βούβα μούγκα τα βολεύω
μ’ αύριο στόμα ορφικό
χόρτο ν’ αποδώσει στη Μαρία
μνήμη στο νιογέννητο Μαθιό
φανουριό θολό απ την πλατεία
πόλη μες σε στάρι απ το χωριό
Τετάρτη 18 Μαΐου 2011
παράκληση σε μόσκου βολιά
Μοναξιά στημένη σάμα να υστερίζει
σταυρουδάκι βελονιά σ’ εποχής καμβά
να διπλώνει την με πείσμα και αιθάλη
πόνων στη γύρα, ζητιανιά
απ’ ακακίας ρίζα κι ανθάκι φλαμουριάς
μπηγμένη ενοχή στη γειτονιά
λυκανθρωπιά π’ αλλάζει μ’ αποκτησιά
και δημοσιά χωμάτινη μ’ υπόγα μαζωχτή
αποδείξεων αντιβίωσης, στου γύφτου τη γαρδένια
παράκληση κι αυτό το Μάη για έλεος
σε μόσκου βολιά, το λίγο να υπερβάλλει
μοναξιά στημένη θάμα να υστερίζει
σταυρουδάκι βελονιά σ’ εποχής καμβά
φαρδομάνικο φουστάνι απ τη λεβάντα του
τραβά σε μαγίσσας μετερίζι που λέλε ξεχειλώνει
τρούπες μωρέ, ψυχίσιους γρύπους αδερφέ σηκώνει
σε χέρια τανυσμένα να κοιτούν μας, μοίρα σερνικιά
ν’αποσώνει χρόνο και γητειά να στομώνει λέλε πεθυμιά
θυμωμένη, σ’ αχάραγα φορτιά με θηλιά και χαλάλι βρόγχο
μοναξιά στημένη λάμα να υστερίζει
σταυρουδάκι βελονιά σ’ εποχής καμβά
να διπλώνει την με πείσμα και αιθάλη
πόνων στη γύρα, ζητιανιά
απ’ ακακίας ρίζα κι ανθάκι φλαμουριάς
μπηγμένη ενοχή στη γειτονιά
λυκανθρωπιά π’ αλλάζει μ’ αποκτησιά
και δημοσιά χωμάτινη μ’ υπόγα μαζωχτή
αποδείξεων αντιβίωσης, στου γύφτου τη γαρδένια
παράκληση κι αυτό το Μάη για έλεος
σε μόσκου βολιά, το λίγο να υπερβάλλει
μοναξιά στημένη θάμα να υστερίζει
σταυρουδάκι βελονιά σ’ εποχής καμβά
φαρδομάνικο φουστάνι απ τη λεβάντα του
τραβά σε μαγίσσας μετερίζι που λέλε ξεχειλώνει
τρούπες μωρέ, ψυχίσιους γρύπους αδερφέ σηκώνει
σε χέρια τανυσμένα να κοιτούν μας, μοίρα σερνικιά
ν’αποσώνει χρόνο και γητειά να στομώνει λέλε πεθυμιά
θυμωμένη, σ’ αχάραγα φορτιά με θηλιά και χαλάλι βρόγχο
μοναξιά στημένη λάμα να υστερίζει
Τρίτη 10 Μαΐου 2011
Θεσσαλονίκη κινηματογράφος "Ολύμπιον"/ Αφιέρωμα σε ανθρώπους με αυτισμό και νοητική καθυστέρηση
Μια παιδική θεατρική παράσταση.Εφηβικές ανησυχίες και όνειρα. Ένας 5χρονος που ταξιδεύει στη Μογγολία ακολουθώντας μια θεραπευτική μέθοδο των σαμάνων. Σκηνές από έναν κόσμο κοντινό, αλλά περιφρουρημένο από προκαταλήψεις και στερεότυπα. Πρόκειται για ταινίες από το αφιέρωμα με τίτλο " Έτσι είμαι- Ανατρέποντας τις προκαταλήψεις", που προβλήθηκε στη διάρκεια του 13ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και το οποίο με αφορμή την έναρξη των Αγώνων Spesial Olympics Athens 2011, θα παρουσιαστεί εκ νέου από τις 12 έως τις 19 Μαϊου, στην αίθουσα "Παύλος Ζάνας" του "Ολύμπιον"
Στη διάρκεια του αφιερώματος θα προβληθούν 22 ταινίες τεκμηρίωσης που επιχειρούν να ρίξουν φως στον κόσμο των ανθρώπων με αναπτυξιακά και νοητικά προβλήματα. Στο πρόγραμμα περιλαμβάνονται και 4 ελληνικές ταινίες, οι:
'Πριγκίπισσα Χριστίνη' της Ίριδας Ζαχμανίδη
"Παράσταση" του Νίκου Αλευρά
"Μαθήματα-Παθήματα: Τι θα γίνει ο Δημήτρης;" των Βάλερυ Κοντάκος και Γιάννη Μισουρίδη
"Φάκα" της Μαρίνας Δανέζη
Πηγή: Εφημερίδα Αγγελιοφόρος/ Πολιτισμός σελ. 30 / Τρίτη 10 Μαίου 2011
Τσακαλάκια :)
Αναδημοσιεύστε το
Μιλήστε το
Ελάτε !!!
"Έτσι είμαι- Ανατρέποντας προκαταλήψεις"
Στη διάρκεια του αφιερώματος θα προβληθούν 22 ταινίες τεκμηρίωσης που επιχειρούν να ρίξουν φως στον κόσμο των ανθρώπων με αναπτυξιακά και νοητικά προβλήματα. Στο πρόγραμμα περιλαμβάνονται και 4 ελληνικές ταινίες, οι:
'Πριγκίπισσα Χριστίνη' της Ίριδας Ζαχμανίδη
"Παράσταση" του Νίκου Αλευρά
"Μαθήματα-Παθήματα: Τι θα γίνει ο Δημήτρης;" των Βάλερυ Κοντάκος και Γιάννη Μισουρίδη
"Φάκα" της Μαρίνας Δανέζη
Πηγή: Εφημερίδα Αγγελιοφόρος/ Πολιτισμός σελ. 30 / Τρίτη 10 Μαίου 2011
Τσακαλάκια :)
Αναδημοσιεύστε το
Μιλήστε το
Ελάτε !!!
"Έτσι είμαι- Ανατρέποντας προκαταλήψεις"
Πέμπτη 14 Απριλίου 2011
Θα χας ντο νου’ μ
Θα ντον εχάς ντο νου’ μ, θα ντον εχάσω
με γκούρσα σμπαραλία θα χαράξω
τώρα που το σαλιώσαμε το μέλι
και το περίλυπο το κουταλάκι
στραβό στο δόντι ξύνει το φαρμάκι
με καταπιώνα ξάφνου στενεμένη
κουφιά τσατσά η τέως εστεμμένη
κι ο σβέρκος αμετάπιστος χαμέ
ωιμέ τι μου λαχε ωιμέ
κάποτε μάρμαρο τώρα πατάτα
άλλοτε λόρδος και σίμντι
σόρυ, μα τζούφιος πόρδος
μιζάνθρωπος σακάτης
αφιόνης εργολάβος
σπουδαίος δικολάβος
αεριτζής τεμπελχανάς
ελλάδα ν’ αποσώνεις να χαλνάς
κάποτε…φτάνει πια δεν ωφελεί
δόξα χριστόν νονών διαόλων
διάλεξε πώς,μα επτωχεύσαμεν ρωμιέ
κι είναι καιρόν πολύ
τώρα εμείς τα νύχια και τα μύχια
μπιτέ που λένε κι οι γειτόνοι
μπιτέ μόνο ο θόρυβος να ενώνει
φτύσε και μαύρισε και βρίσε
βγες και περπάτα κι είναι άλληνε η στράτα
με χίλιους κι άλλους χίλιους κι άλλους κι άλλους
ήλιους μικρούς μικρούς μικρούς μεγάλους
αγριοξενύχτες χολωμένους παρλιακούς
να εκληρώνουν, άκου τον ρωμιάκι
ξανά μέσα σε δίνη ανθρωπάκι
έναν γδοντάρη γραφικό
αναμαλλιάρη χορευτό
που χει χαμένονε ντο νου’ τ
σε μουσικές κι αλλοτινά τραγούδια
σκαμμένα με σκαρπέλο και ματσόλα
σε ταμπλάδες, κούτσικα πουλούδια
που φέρνουν πόρτες,μιας θεράπουσας
πλατέας εκκλησιάς
για θυμήσου,μιαν όμορφη πόλη πριν
του αχταρμά τη νίκη
θυμήσου και μικυχαρής εγδύσου την
τραγουδιστά, τη φρίκη ανθρωπάκο
Άιντε και καλή ίδια βδομάδα
μεγάλη όπως πολλές ως τα τώρα
και πολλές ως τα μέλλοντα
και καλή άλλη μωρέ πασχαλιά,συνκολυμβητές :)
με γκούρσα σμπαραλία θα χαράξω
τώρα που το σαλιώσαμε το μέλι
και το περίλυπο το κουταλάκι
στραβό στο δόντι ξύνει το φαρμάκι
με καταπιώνα ξάφνου στενεμένη
κουφιά τσατσά η τέως εστεμμένη
κι ο σβέρκος αμετάπιστος χαμέ
ωιμέ τι μου λαχε ωιμέ
κάποτε μάρμαρο τώρα πατάτα
άλλοτε λόρδος και σίμντι
σόρυ, μα τζούφιος πόρδος
μιζάνθρωπος σακάτης
αφιόνης εργολάβος
σπουδαίος δικολάβος
αεριτζής τεμπελχανάς
ελλάδα ν’ αποσώνεις να χαλνάς
κάποτε…φτάνει πια δεν ωφελεί
δόξα χριστόν νονών διαόλων
διάλεξε πώς,μα επτωχεύσαμεν ρωμιέ
κι είναι καιρόν πολύ
τώρα εμείς τα νύχια και τα μύχια
μπιτέ που λένε κι οι γειτόνοι
μπιτέ μόνο ο θόρυβος να ενώνει
φτύσε και μαύρισε και βρίσε
βγες και περπάτα κι είναι άλληνε η στράτα
με χίλιους κι άλλους χίλιους κι άλλους κι άλλους
ήλιους μικρούς μικρούς μικρούς μεγάλους
αγριοξενύχτες χολωμένους παρλιακούς
να εκληρώνουν, άκου τον ρωμιάκι
ξανά μέσα σε δίνη ανθρωπάκι
έναν γδοντάρη γραφικό
αναμαλλιάρη χορευτό
που χει χαμένονε ντο νου’ τ
σε μουσικές κι αλλοτινά τραγούδια
σκαμμένα με σκαρπέλο και ματσόλα
σε ταμπλάδες, κούτσικα πουλούδια
που φέρνουν πόρτες,μιας θεράπουσας
πλατέας εκκλησιάς
για θυμήσου,μιαν όμορφη πόλη πριν
του αχταρμά τη νίκη
θυμήσου και μικυχαρής εγδύσου την
τραγουδιστά, τη φρίκη ανθρωπάκο
Άιντε και καλή ίδια βδομάδα
μεγάλη όπως πολλές ως τα τώρα
και πολλές ως τα μέλλοντα
και καλή άλλη μωρέ πασχαλιά,συνκολυμβητές :)
Δευτέρα 11 Απριλίου 2011
σε μας δικά, τους βατραχούς του βάλτου
Άιντε και ξάσου θολωμένη μοναξιά
πατρίδα διάλεε μεριά ν’αφήεις
πνιχτά στην άμμονε κεριά
μονοιάσματα μιλήματα με τους αποθαμένους
μα αδακά εκειές που λιώσαντε σταξιές,
αγιοκεριού που φώταε στον πλάστη
χαλάσματα στο μαλακό της απαλάμης
σε μας δικά,τους βατραχούς του βάλτου
αδακά που κάνανε χωριό
λάμιες ζαριές μ’ αγγελικές πετριές
λάσπη να μας εφτιάσουνε, βουρλιά
παιδιά που φτούνε μοίρα
σ’αέρανε και σε φωτιά, γιαβριά
σπορά σε γλιτωμό απ το βάλτο
Άιντε και φύσαγε και κάψε μοναξιά
τόπο ν ’ανοίξεις μου για ταίρι
να επανωτίζει βελονιά με δυων,
θεών και δαίμονων αντέρι
πατρίδα διάλεε μεριά ν’αφήεις
πνιχτά στην άμμονε κεριά
μονοιάσματα μιλήματα με τους αποθαμένους
μα αδακά εκειές που λιώσαντε σταξιές,
αγιοκεριού που φώταε στον πλάστη
χαλάσματα στο μαλακό της απαλάμης
σε μας δικά,τους βατραχούς του βάλτου
αδακά που κάνανε χωριό
λάμιες ζαριές μ’ αγγελικές πετριές
λάσπη να μας εφτιάσουνε, βουρλιά
παιδιά που φτούνε μοίρα
σ’αέρανε και σε φωτιά, γιαβριά
σπορά σε γλιτωμό απ το βάλτο
Άιντε και φύσαγε και κάψε μοναξιά
τόπο ν ’ανοίξεις μου για ταίρι
να επανωτίζει βελονιά με δυων,
θεών και δαίμονων αντέρι
Δευτέρα 4 Απριλίου 2011
Ρελάκι σακουλένιο
Επικινδύνως ημιπερατή
ωσμώνει στα μουγκά, κραχτή
για να ν μεμβράνη φυσική
μετά από τόσα χρόνια
ρελάκι σακουλένιο, νιμμένο ναι
σα ‘πο στιγμούλα φυλαγμένο
π’ αναθαρρεύει εωθινό
καθώς τσιγκέλι αποσπερινό
χρωμάτη κουρελού το πλέχτει
με χέρι κόνας που διαλέχτει
και μουρμουράει και θορυβιάζει
και τσαλακώνει κάθε τι που το μαγκώνει
ριγμένο πια να ενοχληθεί απτό
κόνα βασώ, κυράννα, ανεττώ
σε παραλλήλους λεγκωκόρες
που ετσιμπλιάζει, χτικιό τ’ανήλιαγο
το φολιασμένο στο γραφτό
και πνίχτει πνίχτει με θαμμένο
αγάντα κάνετε κυράδες
και συ σταμάτα να κυλάς και να κολλάς με
μυξιάρικο να γαργαλάς συμπόνια
τρέξε και γδάρε μου ρυτίδες χαρακιές
γι αχόρταστες πο φρέσκο κοπελιές
χάσκες επεριμένουν χρόνια
στόματα π’ανησυχάζουνε τα χώματα
για μυρωδιά εγγόνας και τσακιού
ουρές παθήτη κόπρου κολοβού
που ξαναβγαίνουν,για μιαν ακόμα βόλτα
βόλτα ανοιξιάτικη για χόρτα
ωσμώνει στα μουγκά, κραχτή
για να ν μεμβράνη φυσική
μετά από τόσα χρόνια
ρελάκι σακουλένιο, νιμμένο ναι
σα ‘πο στιγμούλα φυλαγμένο
π’ αναθαρρεύει εωθινό
καθώς τσιγκέλι αποσπερινό
χρωμάτη κουρελού το πλέχτει
με χέρι κόνας που διαλέχτει
και μουρμουράει και θορυβιάζει
και τσαλακώνει κάθε τι που το μαγκώνει
ριγμένο πια να ενοχληθεί απτό
κόνα βασώ, κυράννα, ανεττώ
σε παραλλήλους λεγκωκόρες
που ετσιμπλιάζει, χτικιό τ’ανήλιαγο
το φολιασμένο στο γραφτό
και πνίχτει πνίχτει με θαμμένο
αγάντα κάνετε κυράδες
και συ σταμάτα να κυλάς και να κολλάς με
μυξιάρικο να γαργαλάς συμπόνια
τρέξε και γδάρε μου ρυτίδες χαρακιές
γι αχόρταστες πο φρέσκο κοπελιές
χάσκες επεριμένουν χρόνια
στόματα π’ανησυχάζουνε τα χώματα
για μυρωδιά εγγόνας και τσακιού
ουρές παθήτη κόπρου κολοβού
που ξαναβγαίνουν,για μιαν ακόμα βόλτα
βόλτα ανοιξιάτικη για χόρτα
Τρίτη 8 Μαρτίου 2011
Φάλτσα να άδει εν αχρηστία
μιάνε ζωντόχηρου συμβία
πόρτα εχρήσθη ασφαλείας
εις τον γιαλάν τον κόσμο άνω
κάθε π’ αλήθεια καίγαν κάτω
κι ως θύρα έτσι δεδομένη
εκορδονόταν η καρού
καπού την είπενε καπού
χρήση της έδωκε σωσμού
και σώνε σώνε η συμβία
εχρήσθη εκ νέου πια, ρομβία
φάλτσα να άδει εν αχρηστία
να γρατζουνάει στα παλιοπωλεία
ξεκούρντητου ονείρου απορία
πόρτα εχρήσθη ασφαλείας
εις τον γιαλάν τον κόσμο άνω
κάθε π’ αλήθεια καίγαν κάτω
κι ως θύρα έτσι δεδομένη
εκορδονόταν η καρού
καπού την είπενε καπού
χρήση της έδωκε σωσμού
και σώνε σώνε η συμβία
εχρήσθη εκ νέου πια, ρομβία
φάλτσα να άδει εν αχρηστία
να γρατζουνάει στα παλιοπωλεία
ξεκούρντητου ονείρου απορία
Κυριακή 6 Μαρτίου 2011
Απόψε λέω
Απόψε λέω να κάνουμε ένα χάρτη
χάρτη μ’ασκό και λαγκαδά
χάρτη με ξάνθη και με κοζάνη
φουρφούρι στην κακομοιριά
με ορεινή χαλκιδική και παλιακη μπρε πάτρα
ψυχούλας γκρέκας χωριάτας λάτρα
κορδέλ’ να πιάνει από γαϊτάνι
και να χορεύει να γιομίζει το μεϊντάνι
Ναι ένα χάρτη μαρτιάτη γδάρτη
ίδιο σαν ξύρισμα ξερό
επά σε άρμα σφαγείο τάμα
που να θυμίζει στον γαμπρό
γαμπρό πολύφερνο και νιο
με ιερόνε της απόδοσης σκοπό
την κόρη ν’αποκαταστήσει
με όργανο εκκλησιαστικό
που να θυμίζει μπρε, βλαχιά βαρβάτη
να τα ζουλάει τα φραγκούδια τ’ αχαμνά
μπρε ζουρνατζού κοράκλα, μαύρη ελάτη
ν’ακούει ω τζι και τζι και τζι και να δοξάζει
μπρε και μπρε καρνάβαλο αρχιδαρά
χάρτη σε κόκκινα σοκάκια για κάτι άεργα σωστάκια
που δεν την ξέρουν του γαϊδάρου την ουρά
πως είνι μπρε πίτα στην τρίχα, αχού χοντρή μελετημένη
για μπρε λεπτόλιγνα μπρε μπρε και μπρε
γαμπριάτικα λαιμάκια διψασμένη
χάρτη μ’ασκό και λαγκαδά
χάρτη με ξάνθη και με κοζάνη
φουρφούρι στην κακομοιριά
με ορεινή χαλκιδική και παλιακη μπρε πάτρα
ψυχούλας γκρέκας χωριάτας λάτρα
κορδέλ’ να πιάνει από γαϊτάνι
και να χορεύει να γιομίζει το μεϊντάνι
Ναι ένα χάρτη μαρτιάτη γδάρτη
ίδιο σαν ξύρισμα ξερό
επά σε άρμα σφαγείο τάμα
που να θυμίζει στον γαμπρό
γαμπρό πολύφερνο και νιο
με ιερόνε της απόδοσης σκοπό
την κόρη ν’αποκαταστήσει
με όργανο εκκλησιαστικό
που να θυμίζει μπρε, βλαχιά βαρβάτη
να τα ζουλάει τα φραγκούδια τ’ αχαμνά
μπρε ζουρνατζού κοράκλα, μαύρη ελάτη
ν’ακούει ω τζι και τζι και τζι και να δοξάζει
μπρε και μπρε καρνάβαλο αρχιδαρά
χάρτη σε κόκκινα σοκάκια για κάτι άεργα σωστάκια
που δεν την ξέρουν του γαϊδάρου την ουρά
πως είνι μπρε πίτα στην τρίχα, αχού χοντρή μελετημένη
για μπρε λεπτόλιγνα μπρε μπρε και μπρε
γαμπριάτικα λαιμάκια διψασμένη
Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011
Μία, του φόβου φτέρα
Μιαν ιστορία θα σας πω
για τον με το στανιό πατρόν
που να κινά με το λοιπόν
και για το τέλος θα φυλά
ένα… για δυο… φιλιά πεπόν
και το λοιπόν…
Μια, που ποδέχτηκάν τη με ευκές, κορούα
να ζήσει, να μας εζήσει η κοπελούα
μια στέλα μια μπέλα
μια της μαμάς κοπέλα
μια που ποδέχτηκάν τη με ευκές κορούα
σ’ ένα δρομί καθόντουνε θλιμμένη
απ ‘ άκρη σ’ άκρη μπερδεμένη
και κοίταγε μιαν άλλη, μία του φόβου φτέρα
μιαν ακριβή, μια φιλενάδα του αγέρα
σ’ ένα δρομί καθόντουνε θλιμμένη
εκοίταγέν τη και εφώναζε
και έκλαιγε και μέριαζε
με το θυμό φοβιό
απ την εικόνα μερτικό
εκοίταγέν τη και εφώναζε
τη φτέρα που ελυσσούσε
και τ’αγεριού χιμούσε
τη φτέρα που φοβότανε
μη δεν εζήσει και ριχνότανε
τη φτέρα που ελυσσούσε
κουνί κουνί κουνίτσα
πάρε και με μπίνα μανίτσα
και πε του φιλενάδου σου τ’αγέρα
να με κεράσει και εμέ φοβέρα
κουνί κουνί κουνίτσα
να πίνει το φοβιό, να σπάζει
να δίνει στο φευγιό, ν’ αδειάζει
δρόμος να μου γενεί
τρελογυριό θεριό, φωνή
να πίνει το φοβιό, να σπάζει
η πεθυμιά σου προσταγή λέει η κούνια φτέρα
κι αρπάχτει της μαμάς της, τη θλιμμένη θυγατέρα
που εμπερδεύτηκε κι εγέλασε
σαν... μάνα φτέρα την εστέναξε
μα εντρεπόταν και πως κόμπιαζε!
λες και τη ρίζα της ξελόγιαζε
η πεθυμιά σου προσταγή λέει η κούνια φτέρα
έτσι τα φρύδια ρίχτει τ’ αγέρι και γρυλίζει
κορούες έφταξα κι εγώ να παίξουμε σφυρίζει
δεξά λαβώνω και ζερβά γιατρειές σας εσκορπάω
σβουράω και σιμώνω σας, τον πόνο σας ζητάω
έτσι τα φρύδια ρίχτει τ’ αγέρι και γρυλίζει
κράτα με κράτα με μάνα φτερούα
κράτα με να ξεφύγω η κοπελούα
μη με αφήσεις να σου φύγω
και τις ευκές της κούνιας μου να πνίγω
κράτα με κράτα με μάνα φτερούα
και πέμψε μεν της, γκρεμνολούλουδη κούνια φτερούα
πέμψε με ανεμώνα πεισμωμένη κοπελούα
να με φοβάται, μην απ το στανιό φοβιό, δε ζήσω
να με φοβάται, μην κι αυτή τη ζήση της χαρίσω
πέμψε με, της μάνας μου κούνια φτερούα
να μην φοβάται άλλο, μην της αποθάνω
μα να φοβάται μην εφοβιασμένη της μαράνω
πέμψε με της μάνας μου κούνια φτερούα
κρουνών ροή, του φόβου φτέρα
άλλη της ρίζας μου, ίδια μύχια μέρα
να χει θεριό νερό να πίνει
το φόβιο τέρας να μικρύνει
κρουνών ροή, του φόβου φτέρα
Έτσι τελεύει ως εδώ η ιστορία
μα μην του τάξεις του παιδιού
και δη φιλί, μόν’ από χρεία
ένα…για δυο;
φιλιά πεπόν…ε γαλαρία ;)
Το post αυτό γράφτηκε για την “Ημέρα ενάντια στο φόβο”.
Δείτε περισσότερα
http://grfear.blogspot.com/
για τον με το στανιό πατρόν
που να κινά με το λοιπόν
και για το τέλος θα φυλά
ένα… για δυο… φιλιά πεπόν
και το λοιπόν…
Μια, που ποδέχτηκάν τη με ευκές, κορούα
να ζήσει, να μας εζήσει η κοπελούα
μια στέλα μια μπέλα
μια της μαμάς κοπέλα
μια που ποδέχτηκάν τη με ευκές κορούα
σ’ ένα δρομί καθόντουνε θλιμμένη
απ ‘ άκρη σ’ άκρη μπερδεμένη
και κοίταγε μιαν άλλη, μία του φόβου φτέρα
μιαν ακριβή, μια φιλενάδα του αγέρα
σ’ ένα δρομί καθόντουνε θλιμμένη
εκοίταγέν τη και εφώναζε
και έκλαιγε και μέριαζε
με το θυμό φοβιό
απ την εικόνα μερτικό
εκοίταγέν τη και εφώναζε
τη φτέρα που ελυσσούσε
και τ’αγεριού χιμούσε
τη φτέρα που φοβότανε
μη δεν εζήσει και ριχνότανε
τη φτέρα που ελυσσούσε
κουνί κουνί κουνίτσα
πάρε και με μπίνα μανίτσα
και πε του φιλενάδου σου τ’αγέρα
να με κεράσει και εμέ φοβέρα
κουνί κουνί κουνίτσα
να πίνει το φοβιό, να σπάζει
να δίνει στο φευγιό, ν’ αδειάζει
δρόμος να μου γενεί
τρελογυριό θεριό, φωνή
να πίνει το φοβιό, να σπάζει
η πεθυμιά σου προσταγή λέει η κούνια φτέρα
κι αρπάχτει της μαμάς της, τη θλιμμένη θυγατέρα
που εμπερδεύτηκε κι εγέλασε
σαν... μάνα φτέρα την εστέναξε
μα εντρεπόταν και πως κόμπιαζε!
λες και τη ρίζα της ξελόγιαζε
η πεθυμιά σου προσταγή λέει η κούνια φτέρα
έτσι τα φρύδια ρίχτει τ’ αγέρι και γρυλίζει
κορούες έφταξα κι εγώ να παίξουμε σφυρίζει
δεξά λαβώνω και ζερβά γιατρειές σας εσκορπάω
σβουράω και σιμώνω σας, τον πόνο σας ζητάω
έτσι τα φρύδια ρίχτει τ’ αγέρι και γρυλίζει
κράτα με κράτα με μάνα φτερούα
κράτα με να ξεφύγω η κοπελούα
μη με αφήσεις να σου φύγω
και τις ευκές της κούνιας μου να πνίγω
κράτα με κράτα με μάνα φτερούα
και πέμψε μεν της, γκρεμνολούλουδη κούνια φτερούα
πέμψε με ανεμώνα πεισμωμένη κοπελούα
να με φοβάται, μην απ το στανιό φοβιό, δε ζήσω
να με φοβάται, μην κι αυτή τη ζήση της χαρίσω
πέμψε με, της μάνας μου κούνια φτερούα
να μην φοβάται άλλο, μην της αποθάνω
μα να φοβάται μην εφοβιασμένη της μαράνω
πέμψε με της μάνας μου κούνια φτερούα
κρουνών ροή, του φόβου φτέρα
άλλη της ρίζας μου, ίδια μύχια μέρα
να χει θεριό νερό να πίνει
το φόβιο τέρας να μικρύνει
κρουνών ροή, του φόβου φτέρα
Έτσι τελεύει ως εδώ η ιστορία
μα μην του τάξεις του παιδιού
και δη φιλί, μόν’ από χρεία
ένα…για δυο;
φιλιά πεπόν…ε γαλαρία ;)
Το post αυτό γράφτηκε για την “Ημέρα ενάντια στο φόβο”.
Δείτε περισσότερα
http://grfear.blogspot.com/
Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011
Φουρνιά για βρώση στα στερνά
Στης παραμύθας το τελείωμα
στου ίσου την αναλλαξιά
από νωρίς νωρίς προσφέρθηκα
φουρνιά από έκπτωτη γενιά
Φουρνιά ακουλσίζη, γιου κληρονόμου
και κορασίδος πλαδαρής
που κατσκωθήκαν μάνα πατέρα
επί κλινός συζυγικής
Φουρνιά από μίξερ, ναι πρώτη μούρη
φουρνιά των ευ και των αλέ
αλέ γαμάτων γιαπηδοφρύνων
ευ ηττημένων κυριλέ
Ευ διαβασμένων ευ χαρισμένων
σ’ αλέ δασκάλους και γονιούς
ευ μαχομένων καταταγμένων
σ’ αλέ πολέμους χλιαρούς
Ευ λαλημένων παρκαρισμένων
Ευ ευερέθιστων θυτών
Ευ αφημένων ευ αρνημένων
Ευ καιρών αναμασητών
Ξανά !!!
Ευ λαλημένων παρκαρισμένων
Ευ ευερέθιστων θυτών
Πόρτες σαλούν φαληρημένων
Ευ γόνοι παραβιαστών
Φουρνιά με φούρια
φουρνιά καινούρια
δοσμένη μες στο χαβαλέ
σε τοπ λοχίσκους
εν λόφτ σοφίσκους
κρατικοφιόγκους μαλαρμέ
Γι αυτό είμαι μπάοκ είμαι και θρύλος
σε συμμορίες υπαρκτός
γενιά διατάξτε, φουρνιά εντάξτε
απασχολήσιμος εχθρός
γενιά διατάξτε, φουρνιά εντάξτε
ευ αναλώσιμος σωρός
για λίγο χώρο και κάτι χρόνο
παιδιού αντίλαλου θυμός
Στης παραμύθας το τελείωμα
στου ίσου την αναλλαξιά
από νωρίς νωρίς προσφέρθηκα
φουρνιά που ζέχνει τη γενιά
φουρνιά για βρώση στα στερνά
στου ίσου την αναλλαξιά
από νωρίς νωρίς προσφέρθηκα
φουρνιά από έκπτωτη γενιά
Φουρνιά ακουλσίζη, γιου κληρονόμου
και κορασίδος πλαδαρής
που κατσκωθήκαν μάνα πατέρα
επί κλινός συζυγικής
Φουρνιά από μίξερ, ναι πρώτη μούρη
φουρνιά των ευ και των αλέ
αλέ γαμάτων γιαπηδοφρύνων
ευ ηττημένων κυριλέ
Ευ διαβασμένων ευ χαρισμένων
σ’ αλέ δασκάλους και γονιούς
ευ μαχομένων καταταγμένων
σ’ αλέ πολέμους χλιαρούς
Ευ λαλημένων παρκαρισμένων
Ευ ευερέθιστων θυτών
Ευ αφημένων ευ αρνημένων
Ευ καιρών αναμασητών
Ξανά !!!
Ευ λαλημένων παρκαρισμένων
Ευ ευερέθιστων θυτών
Πόρτες σαλούν φαληρημένων
Ευ γόνοι παραβιαστών
Φουρνιά με φούρια
φουρνιά καινούρια
δοσμένη μες στο χαβαλέ
σε τοπ λοχίσκους
εν λόφτ σοφίσκους
κρατικοφιόγκους μαλαρμέ
Γι αυτό είμαι μπάοκ είμαι και θρύλος
σε συμμορίες υπαρκτός
γενιά διατάξτε, φουρνιά εντάξτε
απασχολήσιμος εχθρός
γενιά διατάξτε, φουρνιά εντάξτε
ευ αναλώσιμος σωρός
για λίγο χώρο και κάτι χρόνο
παιδιού αντίλαλου θυμός
Στης παραμύθας το τελείωμα
στου ίσου την αναλλαξιά
από νωρίς νωρίς προσφέρθηκα
φουρνιά που ζέχνει τη γενιά
φουρνιά για βρώση στα στερνά
Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011
Άξιος να ‘μαι βιος
Κίνδυνο για λίγο να χαθώ
δεν μου μέλλει και γω κάποτε να ζήσω
μια που πάντα έχω πλοηγό
στη τζιπάρα μου λολίτα τη φωνή σου
λολίτα λύση μου
κουκλίτσα ψύξη μου
ακρίβηνα την πλήξη μου
αγόρασα υστερία
σαν πιάνω ουρανό, φιμέ οροφής στενό
σινιέ μετέωρος , σικέ αγέρωχος
τα φώτα μου πνεμόνια μου
τους που μ’ αργούν να σβήσω
τζιπάρα Κυριακή,ακούεις αλλαγή
η λόλα σιωπηλή
σε μέρες που μας φτούνε
σε προκάτ αλληλουχία
βορρά σ’ ένα κρυφτούλι
ανήμπορου γονιούλη
φωλιάζω τις ανάγκες σας
φονιάζω τα όνειρά μου
χάρη σ’ένα θεούλη
λεφτούλι δανεικούλι
στου δρόμου το θεριό
του γιόκα και της κόρης μου
την εκδρομή ταίζω
άξιος να ‘μαι βιος
λαμπρός συνεχιστής
του άφατου μανούλα
γιος σου, τρυγητής
άξιος να μαι βιος
βαγόνι συνεργός
πρεζόνι του θανάτου μου
στη φτιάξη, πατερούλη σε χαρίζω
χαρτί τσαλάκωμένο, πρωϊνό παράδομένο
στο φάντασμα που ρούφηξε απ τον ξύπνιο μου
το αναπάντεχό μου το λάθος το δικό μου
που ίσως και να ζύγωνε τον άγνωστο εαυτό μου
που ίσως και να έσμιγε ένα δικό εγώ μου
δεν μου μέλλει και γω κάποτε να ζήσω
μια που πάντα έχω πλοηγό
στη τζιπάρα μου λολίτα τη φωνή σου
λολίτα λύση μου
κουκλίτσα ψύξη μου
ακρίβηνα την πλήξη μου
αγόρασα υστερία
σαν πιάνω ουρανό, φιμέ οροφής στενό
σινιέ μετέωρος , σικέ αγέρωχος
τα φώτα μου πνεμόνια μου
τους που μ’ αργούν να σβήσω
τζιπάρα Κυριακή,ακούεις αλλαγή
η λόλα σιωπηλή
σε μέρες που μας φτούνε
σε προκάτ αλληλουχία
βορρά σ’ ένα κρυφτούλι
ανήμπορου γονιούλη
φωλιάζω τις ανάγκες σας
φονιάζω τα όνειρά μου
χάρη σ’ένα θεούλη
λεφτούλι δανεικούλι
στου δρόμου το θεριό
του γιόκα και της κόρης μου
την εκδρομή ταίζω
άξιος να ‘μαι βιος
λαμπρός συνεχιστής
του άφατου μανούλα
γιος σου, τρυγητής
άξιος να μαι βιος
βαγόνι συνεργός
πρεζόνι του θανάτου μου
στη φτιάξη, πατερούλη σε χαρίζω
χαρτί τσαλάκωμένο, πρωϊνό παράδομένο
στο φάντασμα που ρούφηξε απ τον ξύπνιο μου
το αναπάντεχό μου το λάθος το δικό μου
που ίσως και να ζύγωνε τον άγνωστο εαυτό μου
που ίσως και να έσμιγε ένα δικό εγώ μου
Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011
Για μια Τεία και μια Νία στη φορμόλη
Γύρω γύρω όλοι οι εξ
Στη μέση αυνό με τα σπορτέξ
Εξ λαμόγια εξ νογάτοι
Καστανήδηδες τσουκάτοι
Από λίγο λίγο όλοι
Για μια Τεία και μια Νία στη φορμόλη
Και πιο γύρω κι οι ταχτοί
Τούρκοι πάνω σε μιράζ
Σέχτες που χανε βρεθεί
γκιαούρηδων παλιό τιράζ
Παίχτες εν αναμονή
Να τη βγάνει η αρπαχτή
Κι είναι κι είναι μια κι αυτή
Θεια μ αμιρσούδα παστρικιά
Που φόρενε πολλά βρακια
Κι όσο το έν να λύσει
Τ’άλλα τα έχει κατουρήσει
Τι να συ καν κι η επιτροπή
Ένα και κάτι χρόνο πλύσιμο του ζηλωτή
Της Τείας το να το βρακί απλώνει
Της Νίας τ’άλλο να στεγνώνει
Και λίγο λίγο όλοι
Σεκόντο στη φορμόλη
Να κρατηθούν να κρατηθούν
μια Τεία και μια Νία μικρανιψιές παρούσες
Σε αλλαξοκωλιές με τα μικρά ανθούσες
Μα στα κιβούρια μεγαλοπρεπούσες
Παρτάλου Πολιτεία, Δαμάλου Κοινωνία
Του δύο δέκα του χιλιάρικα απελθούσες
Να κρατηθούν να κρατηθούν να κρατηθούνε
έχουν παιδιά έχουν παιδιά πρέπει να μάθουνε κι αυτά
πώς και τους λάκκους τους να εκχωρούνε
Στη μέση αυνό με τα σπορτέξ
Εξ λαμόγια εξ νογάτοι
Καστανήδηδες τσουκάτοι
Από λίγο λίγο όλοι
Για μια Τεία και μια Νία στη φορμόλη
Και πιο γύρω κι οι ταχτοί
Τούρκοι πάνω σε μιράζ
Σέχτες που χανε βρεθεί
γκιαούρηδων παλιό τιράζ
Παίχτες εν αναμονή
Να τη βγάνει η αρπαχτή
Κι είναι κι είναι μια κι αυτή
Θεια μ αμιρσούδα παστρικιά
Που φόρενε πολλά βρακια
Κι όσο το έν να λύσει
Τ’άλλα τα έχει κατουρήσει
Τι να συ καν κι η επιτροπή
Ένα και κάτι χρόνο πλύσιμο του ζηλωτή
Της Τείας το να το βρακί απλώνει
Της Νίας τ’άλλο να στεγνώνει
Και λίγο λίγο όλοι
Σεκόντο στη φορμόλη
Να κρατηθούν να κρατηθούν
μια Τεία και μια Νία μικρανιψιές παρούσες
Σε αλλαξοκωλιές με τα μικρά ανθούσες
Μα στα κιβούρια μεγαλοπρεπούσες
Παρτάλου Πολιτεία, Δαμάλου Κοινωνία
Του δύο δέκα του χιλιάρικα απελθούσες
Να κρατηθούν να κρατηθούν να κρατηθούνε
έχουν παιδιά έχουν παιδιά πρέπει να μάθουνε κι αυτά
πώς και τους λάκκους τους να εκχωρούνε
Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011
Ω τι τιμή εφέντιμ !
ω τι τιμή εφέντιμ, τι τιμή
τρία χρόνια πια θα πάνε
μα οι ευεργετούσες δεν ξεχνάνε
που με στελ-έχωσες, μα αυθωρεί
και είπες χίλια και διακό
έρεε το ρευστό ακόμα
τώρα χωστό, μα για το κόμμα!
και αυτοκίνητο και κινητό
κι έγραψες κατοστάρικα εννέα
πατρόνε ατιμούλη
ώρες οχτώ και ένσημα
φιλάω και χριστούλη
κι εννοούσες δεκαόχτώ
και πώ πώ πώ …μα κάτι είχα να πλερώ;
μυαλό, ένα μονάχο του κι αυτό, πατρόν
λησμόνησε…κάθε οπόταν το μισθό
κι όταν φοβόταν κανά ένσημο
και σόνραντα γκελί αφεντικό
μυαλό και πατριδογνωσία
πως αν για γίννο θηλυκό ψαχτείς
καπούλια από σερνικό με μιας θα δεις
μα γαϊδουρίτσας γκρεμνολάγνας αφασία
μ ’υπομονή σου την εφτιάχνει τη γωνία
και τι τιμή εφέντιμ, τι τιμή
μεσούσης της καταγγελίας
να χαίρω με τη μία ευδικίας
κι από στέρφο γαϊδουρομούλαρο
εις πουτανί με ταμ εννέα του μηνού του στο μουνί
να προαχθώ, νταχτιρντισμένε εργοδότη
έλληνα προστατευμένε δουλειοδότη
φτηνέ λιγδιάρη πατριώτη
που ναν καλά το τραπεζόνι
σου πήρενε κοψοχρονιά
του πατερούλη τη θηλιά
και τώρα μ’ένα εφηβικό μπροστάρικο αφιόνι
ψηλώνω εκραυγάζεις
πα σε ογδόντα μόνο φαμελιές χαράμι
κι αφεντικό σε στήνουνε ξανά στο μάνι μάνι
για ότι με όπλα και λακέ διπλωματία
δεν μας ίκατσε…χαλάλι αλάνι
τρέμετε βουνά, ποιας ωρέ Αλβανίας;
έλληνας νιος επενδυτής θα σας πατήσει
ίπρεπε… πως αλλιώς, μα για τη βόρειο ήπειρο
είναι καλέ, που έχει φαληρίσει!
ω τι τιμή εφέντιμ, τι τιμή!
τρία χρόνια πια θα πάνε
μα οι ευεργετούσες δεν ξεχνάνε
που με στελ-έχωσες, μα αυθωρεί
και είπες χίλια και διακό
έρεε το ρευστό ακόμα
τώρα χωστό, μα για το κόμμα!
και αυτοκίνητο και κινητό
κι έγραψες κατοστάρικα εννέα
πατρόνε ατιμούλη
ώρες οχτώ και ένσημα
φιλάω και χριστούλη
κι εννοούσες δεκαόχτώ
και πώ πώ πώ …μα κάτι είχα να πλερώ;
μυαλό, ένα μονάχο του κι αυτό, πατρόν
λησμόνησε…κάθε οπόταν το μισθό
κι όταν φοβόταν κανά ένσημο
και σόνραντα γκελί αφεντικό
μυαλό και πατριδογνωσία
πως αν για γίννο θηλυκό ψαχτείς
καπούλια από σερνικό με μιας θα δεις
μα γαϊδουρίτσας γκρεμνολάγνας αφασία
μ ’υπομονή σου την εφτιάχνει τη γωνία
και τι τιμή εφέντιμ, τι τιμή
μεσούσης της καταγγελίας
να χαίρω με τη μία ευδικίας
κι από στέρφο γαϊδουρομούλαρο
εις πουτανί με ταμ εννέα του μηνού του στο μουνί
να προαχθώ, νταχτιρντισμένε εργοδότη
έλληνα προστατευμένε δουλειοδότη
φτηνέ λιγδιάρη πατριώτη
που ναν καλά το τραπεζόνι
σου πήρενε κοψοχρονιά
του πατερούλη τη θηλιά
και τώρα μ’ένα εφηβικό μπροστάρικο αφιόνι
ψηλώνω εκραυγάζεις
πα σε ογδόντα μόνο φαμελιές χαράμι
κι αφεντικό σε στήνουνε ξανά στο μάνι μάνι
για ότι με όπλα και λακέ διπλωματία
δεν μας ίκατσε…χαλάλι αλάνι
τρέμετε βουνά, ποιας ωρέ Αλβανίας;
έλληνας νιος επενδυτής θα σας πατήσει
ίπρεπε… πως αλλιώς, μα για τη βόρειο ήπειρο
είναι καλέ, που έχει φαληρίσει!
ω τι τιμή εφέντιμ, τι τιμή!
Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011
Μαλακίες λέει αυτό από πάνω...
23.13.του 2 10 του χιλιάρικα
από το
Δύο δύο δέκα
Δέκα δέκα θα κατρακυλάς σκαλιά
Για τις δυο μου φτήνιες για τις δυο κοπριές
Π’ όταν σου τις φτύνω, ντύνεσαι λεκές
Πλάκα στο χωριό πλάκα στο χωριό
Ζίμενς βατοπέδι κι άγιος ο θεός
Δύο δύο δέκα
Δέκα δέκα θα σου στέλνω χρεωστικά
Για τις δυο σου φάρες και για οχτώ γενιές
Θα χεις να χρωστάεις και να μυξοκλαις
Φάκα στο χωριό φάκα στο χωριό
ούριο ποντικάκι ο κυρίαρχος λαός
Φάκα στο χωριό φάκα στο χωριό
Τ’ άκουσες, ω φάδερ εγιωργιέψαν τον υιό
δύο δύο δέκα
δέκα θα σου άδω, γιε του στο αυτί...ιιί ιιί ιί
και τούτονε το χρόνο και τ'άλλον που θαρθεί
και κείνον με το τρία και το έξι γιαλαντζί...βρε ιιί ιιί ιί
για να μην ξεχάσεις τη νέα μας αρχή
Φάκα στο χωριό φάκα στο χωριό
ούριο ποντικάκι ο κυρίαρχος λαός
Φάκα στο χωριό φάκα στο χωριό
Τ’ άκουσες, ω φάδερ εγιωργιέψαν τον υιό
Δύο δύο δέκα
Δέκα λέει, θα μου χώνει τα τζιβιά
που σ' άφησε να γλύψεις πειναλέοντα
μια για τη ρεμούλα δυο για την κλεψιά
κι ας χρωστάει ο γιόκας τον Αχέρωντα
Σήψη στο χωριό σήψη στο χωριό
Τ’άκουσες πατέρα βρώμισε χτικιό
Δύο δύο δέκα
δέκα δέκα κι ο πλερούπαις το αυτό
ντο εφτάς πατέρα νταβράντισεν ο γιος;
ντο εφτάς πατέρα, γύρισες πλευρό;
Σήψη στο χωριό σήψη στο χωριό
Τ'άκουσες πατέρα λέρωσα κι εγώ
Δύο δύο δέκα
δέκα το κατάπημένο σου παιδί
κι όταν εγυρίσεις πάλι απ την αρχή
ωσότου εξυπνήσεις, ωσότου σηκωθείς
ωσότου μου εγυρίσεις συγγνώμη διαδρομής
Σήψη στο χωριό σήψη στο χωριό
Ξύπνησε πατέρα, βγες μαζί μου εμπρός
Δύο δύο δέκα
δέκα δέκα ν'ανεβούμε τα σκαλιά
να διώξουμε γιαβόλια και πρίγκιπες υιούς
με δρόμους τα καριόλια, τους ντεμέκ ταγούς
Να γιάνει το χωριό να γιάνει το χωριό
να μυρίσει δίκαιο ξανά λαό
από το
Δύο δύο δέκα
Δέκα δέκα θα κατρακυλάς σκαλιά
Για τις δυο μου φτήνιες για τις δυο κοπριές
Π’ όταν σου τις φτύνω, ντύνεσαι λεκές
Πλάκα στο χωριό πλάκα στο χωριό
Ζίμενς βατοπέδι κι άγιος ο θεός
Δύο δύο δέκα
Δέκα δέκα θα σου στέλνω χρεωστικά
Για τις δυο σου φάρες και για οχτώ γενιές
Θα χεις να χρωστάεις και να μυξοκλαις
Φάκα στο χωριό φάκα στο χωριό
ούριο ποντικάκι ο κυρίαρχος λαός
Φάκα στο χωριό φάκα στο χωριό
Τ’ άκουσες, ω φάδερ εγιωργιέψαν τον υιό
δύο δύο δέκα
δέκα θα σου άδω, γιε του στο αυτί...ιιί ιιί ιί
και τούτονε το χρόνο και τ'άλλον που θαρθεί
και κείνον με το τρία και το έξι γιαλαντζί...βρε ιιί ιιί ιί
για να μην ξεχάσεις τη νέα μας αρχή
Φάκα στο χωριό φάκα στο χωριό
ούριο ποντικάκι ο κυρίαρχος λαός
Φάκα στο χωριό φάκα στο χωριό
Τ’ άκουσες, ω φάδερ εγιωργιέψαν τον υιό
Δύο δύο δέκα
Δέκα λέει, θα μου χώνει τα τζιβιά
που σ' άφησε να γλύψεις πειναλέοντα
μια για τη ρεμούλα δυο για την κλεψιά
κι ας χρωστάει ο γιόκας τον Αχέρωντα
Σήψη στο χωριό σήψη στο χωριό
Τ’άκουσες πατέρα βρώμισε χτικιό
Δύο δύο δέκα
δέκα δέκα κι ο πλερούπαις το αυτό
ντο εφτάς πατέρα νταβράντισεν ο γιος;
ντο εφτάς πατέρα, γύρισες πλευρό;
Σήψη στο χωριό σήψη στο χωριό
Τ'άκουσες πατέρα λέρωσα κι εγώ
Δύο δύο δέκα
δέκα το κατάπημένο σου παιδί
κι όταν εγυρίσεις πάλι απ την αρχή
ωσότου εξυπνήσεις, ωσότου σηκωθείς
ωσότου μου εγυρίσεις συγγνώμη διαδρομής
Σήψη στο χωριό σήψη στο χωριό
Ξύπνησε πατέρα, βγες μαζί μου εμπρός
Δύο δύο δέκα
δέκα δέκα ν'ανεβούμε τα σκαλιά
να διώξουμε γιαβόλια και πρίγκιπες υιούς
με δρόμους τα καριόλια, τους ντεμέκ ταγούς
Να γιάνει το χωριό να γιάνει το χωριό
να μυρίσει δίκαιο ξανά λαό
Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011
Του δύο δέκα του χιλιάρικα, λερή κληρονομιά
Μια κερά μ’ένα φουρό
μια φορά κι έναν καιρό
είχενεν πολλά σκυλιά
πεινασμένα ως τ’αυτιά
Τα λυπήθηκε η δόλια
π’αγυρτάγαν σα διαόλια
κι εσηκώνει το φουρό
και τους δείχτει νιο ντορό
Δω καλά μου, για ελάτε
και σας έχω για να φάτε
λιχουδιά λαχταριστή
θα σας πνίξω βρε μ’αυτή
Μια και δυο τα εσβερκώνει
χουβαρντού αναθρεμμένη
και κινάει να τα δένει
με λουκάνκα η ψημένη
Άι μωρ’ σκλιά μου, άι χορτάστε
κι έχω αρμαθιές μπαμπάτσκες
λουκανίκων, λουκαντρέων
λουκακώτσων των σπουδαίων
λουκατζώρτζων πριγκιπέων
και φρανκφούρτης για σιχτίρι
λουκαχμάκηδων γιωργάκηδων
ευθυτενών κι ωραίων
μα φάτε, φάτε… φάτε ζωντανά μου, φάτε
εφαρδύναν οι μασέλες, ξεχειλώσανε οι κλιές
μπίτισαν κι οι αρμαθιές, γίνηκαν κερά και σκύλοι
να γελάς και να τους κλαις
και κει στης πείνας τις αρχές, στου δύο δέκα του χιλιάρικα το βγες
ένα το πιο διαβαστερό και σοφαρό, που τοχε στείλει ο θεός για δώρο,
ταβάνι να χουνε τα άλλα τα σκυλιά
πόσο πολύ μπορεί να ξεχειλώσει μια κοιλιά
εκεί που μάσαγε μιαν αρμαθιά γκαβάντζα
εσηκώθη απ’ανάγκη ισχυρή
μια που ως άρρεν ίπρεπε ορθός να κατουρεί
κι όσο εψαχνότανε για να βρει που είχενε καταχωνιάσει
κείνο που εμπέρδεψε με τη σκληρή τη βούρτσα του θανάση
του ρθε ιδεάκι τιριλό… όχι ρε θεία!
δεν ειμαστε σα λόγου σου από χωριό
ορμάτε αδέρφια, πόδια γοφιά μεριά κοιλιά
φάτε όπως μας έμαθε η θεια
φάτε σκυλούμπες μου, ώμους δαχτύλια και αυτιά,
φάτε την κι ειν χαζιά η θεια
φάτε την κι είναι σας ελέγω προς δικαίου, δυτικού ντορός
τεό ντορός, τεό συν μόνο κι αυτό ίσως υπευθύνου, ο ντορός
αφού μονάχη αλαφροκάνταρη η θεια έκανε το φουρό
λωρό κι ανάθρεψε αντί παιδιά σκυλιά, γερόντια ξυγκιάρικα σκυλιά
του δύο δέκα του χιλιάρικα, λερή κληρονομιά
μια φορά κι έναν καιρό
είχενεν πολλά σκυλιά
πεινασμένα ως τ’αυτιά
Τα λυπήθηκε η δόλια
π’αγυρτάγαν σα διαόλια
κι εσηκώνει το φουρό
και τους δείχτει νιο ντορό
Δω καλά μου, για ελάτε
και σας έχω για να φάτε
λιχουδιά λαχταριστή
θα σας πνίξω βρε μ’αυτή
Μια και δυο τα εσβερκώνει
χουβαρντού αναθρεμμένη
και κινάει να τα δένει
με λουκάνκα η ψημένη
Άι μωρ’ σκλιά μου, άι χορτάστε
κι έχω αρμαθιές μπαμπάτσκες
λουκανίκων, λουκαντρέων
λουκακώτσων των σπουδαίων
λουκατζώρτζων πριγκιπέων
και φρανκφούρτης για σιχτίρι
λουκαχμάκηδων γιωργάκηδων
ευθυτενών κι ωραίων
μα φάτε, φάτε… φάτε ζωντανά μου, φάτε
εφαρδύναν οι μασέλες, ξεχειλώσανε οι κλιές
μπίτισαν κι οι αρμαθιές, γίνηκαν κερά και σκύλοι
να γελάς και να τους κλαις
και κει στης πείνας τις αρχές, στου δύο δέκα του χιλιάρικα το βγες
ένα το πιο διαβαστερό και σοφαρό, που τοχε στείλει ο θεός για δώρο,
ταβάνι να χουνε τα άλλα τα σκυλιά
πόσο πολύ μπορεί να ξεχειλώσει μια κοιλιά
εκεί που μάσαγε μιαν αρμαθιά γκαβάντζα
εσηκώθη απ’ανάγκη ισχυρή
μια που ως άρρεν ίπρεπε ορθός να κατουρεί
κι όσο εψαχνότανε για να βρει που είχενε καταχωνιάσει
κείνο που εμπέρδεψε με τη σκληρή τη βούρτσα του θανάση
του ρθε ιδεάκι τιριλό… όχι ρε θεία!
δεν ειμαστε σα λόγου σου από χωριό
ορμάτε αδέρφια, πόδια γοφιά μεριά κοιλιά
φάτε όπως μας έμαθε η θεια
φάτε σκυλούμπες μου, ώμους δαχτύλια και αυτιά,
φάτε την κι ειν χαζιά η θεια
φάτε την κι είναι σας ελέγω προς δικαίου, δυτικού ντορός
τεό ντορός, τεό συν μόνο κι αυτό ίσως υπευθύνου, ο ντορός
αφού μονάχη αλαφροκάνταρη η θεια έκανε το φουρό
λωρό κι ανάθρεψε αντί παιδιά σκυλιά, γερόντια ξυγκιάρικα σκυλιά
του δύο δέκα του χιλιάρικα, λερή κληρονομιά
Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011
Στην Αστιανή
φευγάτη σε αλάνα διπλανή
με γλάρους που τις πέτρες καταπίνουν
να στείλουν γλιτωμό στην Αστιανή
και γάτες που πεινάνε και ξοδιούνται
ανάμεσα σε μια μπουκιά και μια κλωτσιά
κλέβοντας κόρες σπουργιτιών που κατοικούνται
από μια σβελτάδα ενοχική για την κλεψιά
ανθρώπων ψίχουλα να διηγιούνται
σε αμανέ τις ευλογίες
στης φουρτούνας τις γητειές
στων λαϊκών τις αντοχές
μόναχων του καφενέ ματιές
για δυο ήλιου τζούρες
μπάμπουσκας μαλαγανιά
στου κόλπου των νυμφών τις υγρασίες
στην τριανδρία στης σουλτάνας
πλάτη στο μέσα και το χέρι μαξιλάρι
να στηρίζει σου τα μπόσκα
του κακοκαιριού αγκωνάρι
να τανύσει σου το στήθος
στην κοπάνα ν αναπνεύσει
το παλιακό ώρα καλή, ψαρά ευκή
για επιστροφή στο γρίφο
με γλάρους που τις πέτρες καταπίνουν
να στείλουν γλιτωμό στην Αστιανή
και γάτες που πεινάνε και ξοδιούνται
ανάμεσα σε μια μπουκιά και μια κλωτσιά
κλέβοντας κόρες σπουργιτιών που κατοικούνται
από μια σβελτάδα ενοχική για την κλεψιά
ανθρώπων ψίχουλα να διηγιούνται
σε αμανέ τις ευλογίες
στης φουρτούνας τις γητειές
στων λαϊκών τις αντοχές
μόναχων του καφενέ ματιές
για δυο ήλιου τζούρες
μπάμπουσκας μαλαγανιά
στου κόλπου των νυμφών τις υγρασίες
στην τριανδρία στης σουλτάνας
πλάτη στο μέσα και το χέρι μαξιλάρι
να στηρίζει σου τα μπόσκα
του κακοκαιριού αγκωνάρι
να τανύσει σου το στήθος
στην κοπάνα ν αναπνεύσει
το παλιακό ώρα καλή, ψαρά ευκή
για επιστροφή στο γρίφο
Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011
Μια γραία της υπομονής
Μια γραία της υπομονής
εσυναντήθη στα στερνά
με μιαν ωραίαν εποχής
και εσασύρντισεν
Εφόρεσε καπέλα
να διασκεδάσει τα λευκά
έμαθε τα γαργαλιστά μποά
κι ωμοεδέχθηκε νυμφίους
παρέα στους έως πρότινος
αλί τρεμάμενους γομφίους
Μ’ άμα τη εμφανίσει γοβακίου στενωπού
κάλοι ανταριάσαν τση ωραίας αλαφρής
γόνα κι αστράγαλοι κλωτσάγανεν της τη φτιαξιά
άμαν έχει ξεσκισμένη στο γιαπί ν’αναχαρίσει
ότι μύρο της απόμεινε τόσο που το χε ντύσει
τόσο που είχε αργήσει με ότι μύρο της απόμεινε
να περπατήσει της, της εποχής αποκοτιά λαθραία
σάλι καπέλο και μποά να κομποζάρει με γαλότσες λασπωμένες
να κουτσοφτιάξει της υπομονής κακογουστιά εξ’αναβολής μοιραία
Άντε καλή χρονιά μας βρε :)
εσυναντήθη στα στερνά
με μιαν ωραίαν εποχής
και εσασύρντισεν
Εφόρεσε καπέλα
να διασκεδάσει τα λευκά
έμαθε τα γαργαλιστά μποά
κι ωμοεδέχθηκε νυμφίους
παρέα στους έως πρότινος
αλί τρεμάμενους γομφίους
Μ’ άμα τη εμφανίσει γοβακίου στενωπού
κάλοι ανταριάσαν τση ωραίας αλαφρής
γόνα κι αστράγαλοι κλωτσάγανεν της τη φτιαξιά
άμαν έχει ξεσκισμένη στο γιαπί ν’αναχαρίσει
ότι μύρο της απόμεινε τόσο που το χε ντύσει
τόσο που είχε αργήσει με ότι μύρο της απόμεινε
να περπατήσει της, της εποχής αποκοτιά λαθραία
σάλι καπέλο και μποά να κομποζάρει με γαλότσες λασπωμένες
να κουτσοφτιάξει της υπομονής κακογουστιά εξ’αναβολής μοιραία
Άντε καλή χρονιά μας βρε :)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)