Σάββατο 19 Απριλίου 2008

Ο πατέρας 2

Κωνσταντίνε, αν έχεις βρει ντορό, μες στο Ρούλειο κουλουβάχατο πικροόνειρο περί πουστοχωρίου, μήνυσέ μου να σταματήσω να κερνώ παλιά ξινά σταφύλια τους ανθρώπους


Βγήκε, λοιπόν, προς άγραν του μεροκάματου, ο πατέρας με καλές συστάσεις. Αλλά το όνειρό του για το σχήμα δεν το άφηνε. Είχε γνωρίσει κι έναν φίλο στα κατηχητικά, διαβαστερό και από καλή οικογένεια , που πήγαινε σε εκκλησιαστικό λύκειο και ήταν από τότε ταγμένος στην ιεροσύνη... που τον βοηθούσε να το φυλάξει.

Του ‘λεγε ο Παναγιώτης : « Υπομονή. Πίστευε και προσπάθησε. Ο Θεός, είναι μεγάλος, μας βλέπει. Πήγαινε σε ένα νυχτερινό και μετά στην ιερατική σχολή. Θα σε βοηθήσει και η εκκλησία.» Ο πατέρας ήθελε να τελειώσει το σχολείο... τ’ άρεζε το όνειρο. Πελεκούσε και έθαβε όσο μπορούσε το «κάθετι ψηλά» της μάνας. Πελεκούσε κι ονειρευόταν.
Μέχρι τα 22 του, υπηρέτησε με αυταπάρνηση τη σχέση δέους, εμποτισμένη με το πιστεύω του Παναγιώτη, λαϊκά, σκαλίζοντας εξακολουθητικά, φτερά και νύχια των πάσης φύσεως πτηνών που κοσμούσαν τις εκκλησίες της πόλης. Ώρες ιδρώτα συνοδευμένες από ύμνους, και επικρίσεις στις δόλιες τις καντηλανάφτρες που τολμούσαν να του προσφέρουν το μεσημέρι λίγο φαγητό και κρασί... αλλοίμονο, «Μες στον οίκο του Θεού». Νεανικές, παθιασμένες, αυστηρές, χριστιανικές επικρίσεις, μακράν χειρότερες από τα διαολοστέλματα, που έκαναν τις καντηλανάφτρες να φεύγουν άφωνες, με σκυμμένο το κεφάλι και την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια.


Μόνο , μια έφυγε σιγομουρμουρίζοντας, «Καλό αυτό το παιδί, αλλά σάμα το 'χει χαμένο»…και την άκουσε… και γέλασε.

Και συνέχισε να πελεκάει, να υμνεί και να δοξάζει… κάθιερώνοντας, πια, ένα μικρό διάλειμμα για φαγητό, τρώγοντας, αυστηρά και μόνο στον πρόναο, συνοδεύοντας το φαγητό του, αν ο ναός είχε στοργική καντηλανάφτρα, πότε, πότε και με κανένα μπρούσκο. Εντωμεταξύ, τα γυναικόπαιδα κατέβηκαν στην πόλη. Απέδειξε και κείνος, στην πιάτσα τις συστάσεις του, με το φασόν νυχιών και φτερών. Ο Θεός τους έβλεπε, καλά του ‘λεγε ο Παναγιώτης…

... Ώσπου συναντήθηκε… με τα «αμαρτωλά προσκυνητάρια».

Μόλις, είχε γυρίσει από φαντάρος ο πατέρας. Ο μάστοράς του από το ορφανοτροφείο είχε αναλάβει την καθολική ανακαίνιση μιας κεντρικής εκκλησίας της πόλης και τον είχε μαζί του. Έπρεπε να αλλαχτούν όλα, πόρτες, στασίδια, άμβωνας, ξυλόγλυπτα πλαίσια … προσκυνητάρια. Η εκκλησιά έπρεπε να γίνει το στολίδι της πόλης. Δουλειά και ευθύνη μεγάλη. Ο μάστοράς του ήταν ανήσυχος, μα συνέχιζε να δουλεύει μειλίχιος. Για τον εαυτό του και τη δουλειά του ήταν σίγουρος. Στα υπόλοιπα μαστόρια, μαραγκούς, τορναδόρους, λουστραδόρους, δεν είχε εμπιστοσύνη.

Μες τη φούρια κάποια μέρα οι μαραγκοί παρέδωσαν τα τέσσερα προσκυνητάρια έτοιμα για σκάλισμα. Τα παρέλαβε ο μάστορας και με τους μαραγκούς τα τοποθέτησαν στη θέση τους, δυο στον κυρίως ναό και δυο στον πρόναο. Την ώρα που έβαζαν τα δυο τελευταία στον πρόναο και ταίριαζαν την εικόνα στο πλαίσιο, μπαίνει μια μικρή κοπέλα με ένα μωρό στην αγκαλιά παίρνει το κερί της και κατευθύνεται προς το προσκυνητάρι.

Απομακρύνθηκαν όλοι και στάθηκαν σε παράταξη, ακριβώς, πίσω απ’ το προσκυνητάρι. Οι μαραγκοί έστριβαν εν χορώ τα μουστάκια τους, περιμένοντας τα συγχαρήκια. Ο πατέρας, δυο βήματα πιο κει. Ο μάστορας περίμενε να δει.

Ανάβει η μωρομάνα το κερί με το δεξί, κάνει το σταυρό της και σκύβει να φιλήσει την εικόνα. «Παναγιά μου…», παραλίγο να της φύγει το παιδί… Σηκώνεται σε όρθια στάση, ξανακάνει το σταυρό της, σφίγγει αποφασιστικά το μωρό και με τα δυο της χέρια και ξαναπροσπαθεί.
Τα κατάφεραν τη δεύτερη φορά. Προσκύνησαν και φίλησαν την εικόνα και οι δυο, η μαμά με τα χείλη και το παιδί με το μέτωπο. «Γκντουπ», ηχηρό ακούστηκε συνοδευμένο από κλάματα. «Σώπα, σώπα, καλό μου» το καθησύχασε, αποχωρώντας η μαμά, γυρίζοντας την πλάτη στον ναό. Δεν ήταν ώρα τώρα. Άλλη μέρα θα προσκυνούσαν και στα άλλα προσκυνητάρια.

Οι μαραγκοί άφησαν τα μουστάκια τους και πιάσαν να ξύνουν τα κεφάλια τους, ο μάστορας κατάχλωμος… ο πατέρας κάτι πήγε να πει, αλλά άρχισε να σιγορετάρει.
Η θέα ήταν πολύ πρόσφατη και αρκούντως αμαρτωλή στην πίσω μεριά του προσκυνήματος.


Με το δεύτερο φιλότιμο σκύψιμο της μωρομάνας, το ελαφρύ μίνι πήρε την ανηφόρα, αποκαλύπτοντας, τουρλωτό ποπό, πόδια και ελάχιστη μεν… δαντέλα δε, από τη ζαρτιέρα της.
«Το μέτρο, το μέτρο μου» φώναξε ο μάστορας, βγάζοντας το μολύβι από το αυτί του. Ο πατέρας έτρεξε στο κασελάκι με τα εργαλεία… οι μαραγκοί ακούνητοι.
Μέτρησε και τα τέσσερα, γρήγορα και ξανά και ξανά. Γύρισε πίσω, κάθιδρος. «Καλά, βρε βόδια, ούτε ένα, ούτε δυο, δέκα πόντους κοντύτερα. Για μπανιστήρι τα κάναμε τα προσκυνητάρια, Θε μου σχώρα με;»

Οι μαραγκοί κάτι ψέλισαν για τη μη πρέπουσα αμφίεση της στρουμπουλής μωρομάνας, για τη μόδα που κάνει κύκλο, για τις παλιές καλές, μακριές φούστες που θα φορεθούν ξανά, σύντομα. Ο μάστορας, έξαλλος. Τους έδιωξε, γυρνώντας τους την πλάτη.
Άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε στα σκαλιά της εκκλησίας. Ο πατέρας τον πλησίασε και όρθιος του είπε: «Μάστορα κάτι σκέφτηκα», Γύρισε και, μόνο, τον κοίταξε. Δεν απάντησε.

Όλο το βράδυ σχεδίαζε στο τραπέζι της κουζίνας. Η μάνα, αφού για πολλοστή φορά τον ρώτησε αν θέλει να φάει και πήρε την ίδια αρνητική απάντηση, έπεσε δίπλα του στο ντιβάνι να κοιμηθεί. Οι υπόλοιποι, τέσσερεις, κοιμόταν από ώρα στο άλλο δωμάτιο. Έπρεπε να τελειώσει το σχέδιο, σήμερα, να το πάει σε ένα μαραγκούδικο να του το κόψουν, να το κολλήσει το πρωί, να το αφήσει να στεγνώσει για να μπορέσει να αρχίσει να το σκαλίζει από την επομένη. Ο μάστορας περίμενε.

Θέλω αυτό κι αυτό είπε, αξημέρωτα, στο μαραγκό εξηγώντας, πώς ήθελε την δεκάποντη «ποδιά», πάνω στην οποία θα πατούσε το προσκυνητάρι για να ‘ρθει στα ίσα του... κατά τις γραφές. Επέμεινε, πολλές φορές στο «Δέκα πόντους». «Εντάξει, εντάξει, είπε βαριεστημένα ο μαραγκός. Ούτε τον καφέ μας δεν ήπιαμε». Όση ώρα έκοβε ο μαραγκός, εκείνος πατούσε το σχέδιο με το καρμπόν στο ξύλο.

Πήρε τα ξύλα παραμάσχαλα. « Το Σαββάτο που θα πληρωθώ, μαστρο- Βαγγέλη» του είπε. « Α, καλός είσαι βλάχο…να μη σε χάσουμε από πελάτη», απάντησε ο μάστορας και συνέχισε τον καφέ του.

4 σχόλια:

νατασσΆκι είπε...

:):):)

(κι εγώ είδα εικόνες!)

Φοβερός ο πατέρας -αλλά το "σχήμα" τι το ήθελε;

Καλημέρα Ρούλα!

Καλό Σαββατοκύριακο!

roula karamitrou είπε...

Παραπάτ'σε, Νατασσάκι στα νειάτα του...ευτυχώς, μόνο:)

roula karamitrou είπε...

Νατασσάκι, έκανα χιούμορ άκαιρο, προηγουμένως κι είπαμε με τα σοβαρά δεν πρέπει...αν θες δες το "πατέρας 1"...κι εκεί είναι η αιτία του σχήματος, που με μια ελεύθερη μετάφραση πάλι νταλγκάς είναι, που ΄λεγαμε και στο Αλουφάκη το πρωί

123kostas είπε...

Δεκτα Χαρουλα.Και επιθυμητα.