Κυριακή 23 Μαρτίου 2008

(6)


Αυτό δεν ήταν κατεβαίνω ήταν ροβολώ, κουτρουβαλάω, είχε και το shape η Ρούλα, βόλεψε. Έφτασε αναψοκοκινισμένη στο σταθμό, όχι ότι δε σκέφτηκε να ακολουθήσει τα τρωκτικά, αλλά η φάτσα του πιστολά την απέτρεψε, πάραυτα.

-Ένα αστείο κάναμε, πώς κάνεις έτσι;
-Αχ, γελάσαμε, βρε και σήμερα, αντέτεινε η Ζαχαρούλα με το ίδιο, συμπαθέστατο ύφος. Προχώρα!

Και γαμώ την ταλαιπώρια μου, προχώρησε, δεν είχε επιλογή. Αφού, μπήκε στο πρώτο σούπερ- μάρκετ, σίγουρη, τι άλλο, ότι ήταν το εμπορικό κέντρο και αφού, ρώτησε τρεις φορές μια τυπική, ηλικιωμένη γηγενή, μόνο αυτοί κυκλοφορούν στις 12 το μεσημέρι στην πόλη, που δεν την καταλάβαινε…Όφου το είδε!

Άφησε σύξυλη την κατά τα άλλα συμπαθή κυρία, αυτοί οι ξένοι τι αγενείς, και όρμησε, ως ταύρος σε υαλοπωλείο, στην είσοδο του κέντρου. Ένα δάσος από ταμπέλες, με τιμές και ποσοστά έπεσε στο κεφάλι της. Γαμώ την τύχη μου, δε με λυπάσαι, καθόλου;

ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ!

Μιλούνια έξαλλες Θεοπούλες αλάλαζαν ανάμεσα σε βουνά, από πάσης φύσεως σεντόνια, πετσέτες και κατσαρολικά. Η χαρά της γριάς. Δόλια Ρούλα!

Έβαλε τον πιστολά μπροστά ως συνήθως, to do the dirty job, το παιδί στη μέση κι αυτή έμεινε τελευταία και στα πρόθυρα εγκεφαλικού. Πάτησαν, έσπρωξαν, έφτυσαν, έβρισαν, τα κατάφεραν να βγάλουν κεφάλι στον πρώτο…ή όχι. Ίδιο σε παραλλαγή το τοπίο με βουνά τώρα από βρακιά και σουτιέν. Παναγίτσα μου τι αμαρτίες πληρώνω , ακόμα δεν τις έκανα;

S.O.S. Όαση δεξιά, χωρίς Θεοπούλες!

Τραπέζια παρατημένα με καρέκλες στοιβαγμένες, άδεια ψυγεία, σκουπίδια ολούθε. «Κλείσαμε» της είπε βαριεστημένα η υπάλληλος.

Τόσο δεν είχε αργήσει ποτέ στη ζωή της.

Εκεί, που η Ζαχάρω πήγε να βάλει τα κλάμματα, η επαναστάτρια άρπαξε το τηλέφωνο και πήρε το παιχνίδι επάνω της, κραυγάζοντας «Μας δουλεύει!».
Με μια κίνηση που δε την πιάνει ανθρώπου μάτι, αλά Τζακ Χώκινς στον «Μικρό Καουμπόϋ», η Ρούλα, της ξαναπήρε το τηλέφωνο και αφού μέτρησε ως το δέκα και πήρε βαθιές ανάσες, κάλεσε το Σωτήρα.

-Έλα, σ’ αυτό το καφέ, μάλλον δε θα μπορέσουν να μας σερβίρουν.
-…Γέλια. Ναι το είδα. Δεν το ‘ξερα, μετακομίζουν,λέει. Γι’ αυτό όλος αυτός ο πανικός. Σε περιμένω στην είσοδο.

Μα που είναι, ποιο καφέ και ποιον πανικό είδε, μια σκάλα έχει, από πού ανέβηκε και από πού κατέβηκε; Που πάει αυτός ο κόσμος; Κρίση ταυτότητας η Ρούλα.…Πανικός; Ούτε που το πρόσεξα. Τρεχάτε. Τώρα είναι εύκολο. Τις σκάλες κάτω κι όξω από την πόρτα.

Πούντος; Που με περιμένεις, βρε καλό μου, απόκαμα. Τηλέφωνο…Ευτυχώς δεν είχε προλάβει να το βάλει στην τσάντα.

- Που είσαι, βρε παιδί μου;
- Στην είσοδο, εσύ πού είσαι;
- Κι εγώ στην είσοδο.

Σιγή η Ρούλα… Δυο τρία βήματα μπροστά, ένα πίσω και στροφή γύρω από τον άξονά της για φινάλε…ωχ,ωχ ζαλίζομαι η συφοριασμένη.

Σα να την έβλεπε.
-Μείνε εκεί που είσαι, μην κουνηθείς. Θα ‘ρθω εγώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: