Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

(8)


Το κάποτε ωραίο, κεντρικό καφέ- μπαρ ήταν φουλ, ανδροκρατούμενο και ψιλοντεκαντάνς.

60φευγάτοι γηγενείς, με παλιοκερήσια κουστούμια, το στυλ ήταν ανέκαθεν ιδέα στην πόλη, κουβέντιαζαν μπροστά σε βαρελοπότηρα μπύρας. Δυο τρεις κουλοχέρηδες, μπας και… μια μόνη ηλικιωμένη κυρία που έβριζε φωναχτά, τον καθρέφτη της και ένας μπάρμαν με άσπρο πουκάμισο, πριν από πολύ καιρό, και χρυσό δόντι. Εντυπωσιακός πολυέλαιος και, δόξα τον Πανάγαθο, Rolling Stones μουσική υπόκρουση. Άγρια δύση σε ημικατάρευση!

Ο πιστολάς στο στοιχείο του, έχοντας και το ηλικιακό προβάδισμα σε σχέση με τους θαμώνες, σημάδευε τον πολυέλαιο, να γίνει λίγο σαματάς, βρε παιδί μου, να θυμηθούμε τα παλιά. Το παιδί και η Ρούλα κοιτούσαν πίσω. Την πόρτα. Η μια δείχνοντας με το δάχτυλο και γκρινιάζοντας «Πάμε να φύγουμε » και η άλλη αμίλητη.

- Δεν είναι ότι καλύτερο, αλλά δεν έχουμε άλλη επιλογή. Ας όψεται η μετακόμιση είπε ο καλός ιππότης, προσπαθώντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις.
- Άχουτο, το καλό μου ήθελε κάτι καλύτερο για την πρώτη μας συνάντηση είπε, μελιστάλαχτα η πριγκιπέσσα από μέσα της και «Δεν πειράζει» από έξω της, με χαμόγελο συγκατάβασης.

-Να πάμε προς τα μέσα, γιατί εδώ δεν καπνίζουν ή μήπως το ‘κοψες, είπε γελώντας. Φανατικός αντικαπνιστής, την πείραζε και στο παλιό κάστρο που κάπνιζε σαν αράπης.
- Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι, δε λένε; Αντέτεινε η Ρούλα.

Σα να ζεσταίνονταν λίγο, λίγο.

Η Ρούλα προχώρησε προς τα μέσα.

- Στάσου, που πας; Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Εδώ τα κάνουμε όλα μόνοι μας. Μόνοι μας παραγγέλνουμε, μόνοι μας σερβιριζόμαστε. Ευτυχώς, εσύ έφυγες νωρίς… Τι θέλεις να σου πάρω; Φαγητό, ποτό;

Pa mal, pa mal …όμως, όχι, όχι, καλό μου ποτό… λάου- λάου. Άντε και θα πιούμε ένα, μετά πως σταματάμε;

-Ένα καφέ σε παρακαλώ.
- Καφέ; Μόνο; Να σου πάρω κάτι να φας; Δεν πεινάς;

Να το θεωρήσω υπαινιγμό για το physic μου, κορίτσια, που με ρωτάει αν πεινάω στις δώδεκα;

- Όχι, τήρησα το τοπικό έθιμο. Έφαγα το πρωί κι έχω και ποδαρόδρομο, μετά, ως τρελός τόριστ που είμαι.
- Και πού θα φας, μετά… πάρε κάτι, τα βάζουμε και σε φωτογραφίες εδώ. Να εκεί πίσω απ’ τον μπάρμαν. Δε μοιάζουν πολύ με τις φωτογραφίες τα αληθινά, μα συνηθίζει ο άνθρωπος.

-Αχ, μωρέ τι γλυκός… και ‘γω που νόμιζα… μη, καλό μου, μην είσαι τόσο περιποιητικός… πονάν τα χέρια μου από το γυάλισμα το χθεσινό, είπε η Ρούλα κάνοντας, ζήλια- ζήλια στον πιστολά. Για να μάθεις να λες ότι ήρθαμε για ένα πήδημα. Καλά σου ‘λεγε η βασιλομήτωρ «Απόπατο τον έκανες τον στόμα σου, παιδάκι μου».

- Άντε, μωρή χοντρή, έβαλε τα μεγάλα μέσα ο killer. .« Είδε πόση είσαι και είπε να σε ταϊσει ο άνθρωπος, μην έχει και τύψεις.»

Η Ζαχαρούλα ήξερε, ότι η Ρούλα έκανε φιλότιμες και συνάμα αγωνιώδεις προσπάθειες να το παίξει άνετη, με τις πανταχού παρούσες καμπύλες της.. Την είχε δει να κοιτάζεται στον καθρέφτη και να του κλείνει τσαχπίνικα το μάτι, λέγοντάς της «Φτου σου, κοπελάρα μου».
Μόνο, όμως ανφάς! Το προφίλ το απέφευγε, όπως ο διάολος το λιβάνι. Την είχε δει, τελευταία να βάζει, νωχελικά κρέμα, μετά το μπάνιο και στα πιο τρωφαντά της πιασίματά, και ζήλευε. Που τέτοια μεγαλεία επί των ημερών της. Αλλά εκείνο το χοντρή, ήξερε ότι δεν το άντεχε, ακόμα. Την είχε γεννήσει, ο killer, τη Ρούλα.

Η Ζαχάρω που ξερογλειφόταν, βλέποντας τις φωτογραφίες, ακούγοντας τον καυγά και την… κακιά λέξη, έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλια και ασχολήθηκε με τα κορδόνια της.

Είχε τον τρόπο της, όμως αυτή, θα τους εκδικούνταν τους μεγάλους, θα πήγαινε να φάει, μετά. Θυμωμένα και κρυφά.

Μονίμως πεινασμένο αυτό το παιδί, καλύτερα να το ‘ντυνες, αν έβρισκες νούμερο, παρά να το τάιζες. Όλα οδηγούσαν, καταλάγιαζαν, λύνονταν στο ψυγείο. Καυγάς ψυγείο, αγωνία ψυγείο, στενοχώρια ψυγείο, μοναξιά ψυγείο, βαρεμάρα ντουλάπι με τα γλυκά για αλλαγή…
… Σαν τους πουτσούλες, έτσι έλεγε το ισχυρό φύλλο η βασιλομήτωρ. « Αχ, κόρη μου, αφού τους ξέρεις που τους χάνεις που τους βρίσκεις στην ταβέρνα. Χαίρονται στην ταβέρνα, θυμώνουν στην ταβέρνα, κουράζονται στην ταβέρνα, γεννάει η γυναίκα τους στην ταβέρνα, πεθαίνει η γυναίκα τους… πάλι στην ταβέρνα».

…Η πιθανότητα να είναι συνηθισμένος ο ιππότης να τρώει , εκεί γύρω στις δώδεκα, κατά την τοπική συνήθεια, να μη γουστάρει να τρώει κατά μόνας, να θέλει να πιει και μια μπύρα γιατί είναι κι αυτός χαρούμενος, μα και αμήχανος ( αγχωμένος; Απαπα!) με τη συνάντηση δεν έπαιξε σε κανένα από τα τρία κεφάλια. Ούτε στο παιδικό, ούτε στο εφηβικό, ούτε στο ενήλικο.

Ήθελα να ‘ξερα τι σας μαθαίνουν τόσα χρόνια στα σχολεία;

Τα κορίτσια προχώρησαν στα ενδότερα. Ο ιππότης, με τη μπύρα του στο χέρι, διάλεξε το τραπέζι και τη θέση. Στο καναπεδάκι και με την πλάτη στον τοίχο. Η πριγκιπέσσα ακολούθησε, με τον καφέ της και κάθισε στην καρέκλα απέναντί του.

Της ήρθε μια πλάκωση!

Άβολη στενή η καρέκλα, τα νώτα της εκτεθειμένα, φάτσα στον τοίχο. Αριστερά του τραπεζιού κολλητά με την πλαϊνή καρέκλα ένα καφασωτό σαν αυτά των σουλτάνων να κρύβει το μισό μαγαζί και το χειρότερο… θεόστενο, μικρό τραπέζι.

-Γουάου Ρούλα. Θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια εξ αμφοτέρων, για να μην ακουμπηστείτε. Κύριε ιππότα, τα συγχαρητήριά μου, ξέρεις να διαλέγεις. Τη στρίμωξες την πριγκιπέσσα είπε ο εξυπνάκιας, που δεν ήταν του ντελικάτου, αλλά του βουρ.
-Αυτό το σκατό όλα τα βλέπει. Όντως τα γόνατά τους ακούμπησαν, έτσι, όπως έκατσε η Ρούλα. Όχι, όχι δε γίνεται έτσι. Θα σε ξεπατηκώσω πιστολά.

Έλαβε μια κλίση προς τα αριστερά, έβαλε το ένα της πόδι στην πλαϊνή της καρέκλα και το άλλο ξέφυγε, έτσι, διαγώνια, από τα ιπποτικά χωράφια.

Καθόλου πριγκιπικό αυτό το πόδι στην καρέκλα, αλλά σίγουρα πιο άνετο και προπάντων πιο ασφαλές. Αισθάνθηκε καλύτερα. Του χαμογέλασε. Την κοιτούσε. Έκανε να απλώσει και το δεξί της χέρι πάνω στο τραπέζι να χαλαρώσει τελείως….Όπα, όπα πριγκιπέσσα…

Πολύ κοντά πάλι. Το μάζεψε. Διάλεξε, εν τέλει, έστω, το πριγκιπικό σταύρωμα για την αρχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: