Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

Η γιαγιά, η Λέγκω


Λέγκω τη λέγαν τη γιαγιά και κείνο και πολλά βράδια , μετά, αποκοιμιόταν σκεφτόμενοι τους άντρες της και κείνους που είχε και κείνους που έχασε, γιατί είχε γίνει ένα μαζί τους. Απ’ ανάγκη.

Γύρω στα εβδομήντα της κοιμήθηκε. Στα χέρια του ξανθού της.

Δεν ήξερε να παραπονιέται η Λέγκω, είχε κάτι πόνους τους είπε μετά, αλλά τα παιδιά είχαν τα δικά τους τις σκοτούρες τους, που να τους φορτώσει και με τους πόνους της, θα περνούσαν. Φορούσε και μαύρες κάλτσες χειμώνα καλοκαίρι τους γιατρούς δεν τους μπόραγε, όταν την πήγαν το κακό είχε προχωρήσει, πολύ.

«Λίγο νωρίτερα να τη φέρνατε θα το γλιτώναμε. Λυπάμαι.» τους είπε ο γιατρός

«Ντιπ, άχρηστη έγινα, σακάτισσα. Άντε να με πάρει να γλυτώσω και ‘γω και ‘σεις.» έλεγε του πατέρα.
Και κείνος για να ξεχάσουν και οι δυο το πόδι, της ξετύλιξε τη ζωή της, εκείνο το βράδυ.

«Πια να πάρει, ρε μάνα; Και τι θα τις κάνει τις βλάχες, αν σε πάρει, που θα γεμίσουν τον τόπο κουρίτσια;»

Είχε ειδικότητα η Λέγκω στις βλάχες.
Δεν τους τράταρε τον καφέ, μόνο τον έλεγε.
Ερχόταν οι βλάχες του μαχαλά με το φλυτζάνι κρυμμένο, κάτω απ’ το πεστιμάλι και το πεσκέσι τους φανερό, για τα ορφανά.

Όλα εν τάξει…και η Λέγκω πρόσφερε υπηρεσίες, περήφανα και οι βλάχες κάναν το καλό και το πουστοχώρι δεν ήξερε τίποτα.

Μετά το μεσημέρι, ο πατέρας χωνόταν στο κατώι, κάτω απ’ τον καλό τον οντά και απ’ τις σχισμές των σανιδιών, παρακολουθούσε την ιεροτελεστία.
Έμπαινε η βλάχα κι άφηνε το κάτιτις της, χωρίς μιλιά, μη θυμώσει η Λέγκω και σταματήσει να της λέει τα μελλούμενα.

Κι άρχισε και’λεγε η Λέγκω για τα κοπάδια και τα λιβάδια και τα τυριά. Για το τέλος άφηνε τις οδηγίες για τη γέννηση «πιδιού», στις φρεσκοπαντρεμένες.
«Με γεμάτο φεγγάρι και με παπούτσια, τα καλά όχι τα τσουράπια» ήταν οι οδηγίες και κρυφογελούσαν οι κόρες κι ο πατέρας απ’ το κατώι απορούσε.

«Αχ, πάν οι βλάχες, πάει και το ποδάρι, παιδί μου, άστα να με πάρει να κάτσω και ‘γω μια φορά ψηλά.»

Και με το ψηλά ο πατέρας θυμήθηκε τον παππα-Γόλη.

«Κι ο αξάδερφος σου, μάνα ο παπα-Γόλης, άμα ορεχτεί κανά μεζέ από ποιον θα τον ζητήσει;»
Τα κατάφερε ο πατέρας, γέλασε η Λέγκω.

«Α, τον αθεόφοβο που ‘θελε να το κόψω ζωντανό το γουρούνι…να από δω Λέγκω, λίγο, απ’ τα μπόσκα θα κόψουμε, θα την κάνουμε την τηγανιά. Ζωντανό είναι, δεν καταλαβαίνουν αυτά. Μες στο σπίτι το μεγαλώναμε…δεν καταλαβαίνουν αυτά…γίνεται βρε, τράγο…Θε μου σχώρα με.»

Συννέφιασε η Λέγκω.
«Κακό πράμα η πείνα, τι τραβήξαμε . Γι’ αυτό σου λέω…»

«Κι ο νοματάρχης, ρε μάνα; Αν έρθει και ρωτήσει γιατί δε βάλαμε σημαία τι θα του πούμε;»

Τα κατάφερε ξανά. Δεν ήταν πρώτη φορά που ήταν ανταριασμένη η Λέγκω.

«Να του πεις ότι δε βάλαμε σημαία, για δεν είχαμε. Ρούχα δεν είχαμε τι σημαίες και πράσιν’ άλογα κυρ- νοματάρχη μου, παντελονάκια για τα παιδιά την έκανα τη σημαία. Ντροπή κυρ- νοματάρχη μου, αλλά τι να κάνουμε, για τα παιδιά.»

« Άσε, τώρα ξανθό μου και το νοματάρχη και τον παππα-Γόλη και τις βλάχες, περσινά ξινά σταφύλια. Σύρε και φέρε μου την τσάντα της πεθεράς σου, της δασκάλας, που μου ‘στειλες. Κάτι έχετε ξεχάσει μέσα να στο δώσω, μην το’χω βάρος.»

Πήγε ο πατέρας. Το’χε αποφασίσει η Λέγκω να φύγει.

Άνοιξε την τσάντα, την πήρε στα χέρια της και την επέστρεψε.

«Χαλάλι, βρε μάνα δικιά σου είναι. Να τη δώσεις στο πρώτο εγγόνι σου που θα στεφανωθεί, να τη δώσεις χαλάλι, εμένα με το στανιό μου την έδωσε η συγχωρεμένη. Δικιά σου είναι, μαζί με την τσάντα, να πιάσουν τόπο.»

Του χαμογέλασε η Λέγκω και του κράτησε το χέρι.
«Να κοιμηθώ τώρα μπιοκ μο, καλό. Να ξεκουραστώ.» του ‘πε η μάνα.




Δεν υπάρχουν σχόλια: