Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

Προεγχειρητικός έλεγχος- φάση Β- επεισόδιο δεύτερο


Ο γιατρός της, χτύπησε το χέρι στο γραφείο του, κάτι έπνιξε, μέσα στα δόντια του και στράφηκε προς τον ύψιστο.

Αν εσύ χτυπάς το χέρι στο τραπέζι, που να χτυπήσω εγώ το κεφάλι μου; Γιατί δε μου πήρες πλήρες ιστορικό γιατρέ μου; 8 φορές, δεν είναι και λίγες; 8 ρημαδοεπισκέψεις σου ‘κανα και σου τα ‘σκασα τα 80 τη φορά και συ ούτε ένα ιστορικούλι, βρε; Ατιμούλικο. Έχε χάρη που σε συμπαθώ, γιατί φαίνεσαι του κλαμπ, με την κοιλίτσα σου και τα μαγουλάκια σου. Πρώτος είσαι, πρώτος γιατρέ μου από καμιά τριαντάδα συναδέλφων σου, που έχω επισκεφθεί. Πρώτος και μόνος εσύ δε σχολίασες, ούτε κατάμουτρα ούτε με υπαινιγμό το ΕΥΡΟΣ μου. Μη με απογοητεύσεις. Παρακαλώ σε.

Βγήκε στον αέρα η κόρη και πήρε την κατηφόρα σκυφτή.

Δε σταμάτησε ούτε για να στρίψει τσιγάρο.

Μόνο να φύγει, ήθελε. Όσο πιο γρήγορα γινόταν.

Λίγο πριν το πάρκινγκ, σήκωσε το κεφάλι…
Ασημί, μακρύ αυτοκίνητο, παρκαρισμένο κάθετα , κλείνει το δικό της και τα δυο εκατέρωθεν αυτοκίνητα .

Τα βρήκαμε τα λεφτά μας!

Κοντοστέκεται η κόρη και κοιτάζει κι απ’ του σκόρδου κι απ’ του κρεμμυδιού την πλευρά για να εντοπίσει πιθανούς οδηγούς.

Και τις βλέπει.

Δυο τεράστιες…

ΠΙΝΑΚΙΔΕΣ
ΠΑΡΚΙΝΓΚ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ ΚΛΙΝΙΚΩΝ

Τα ξαναβρήκαμε τα λεφτά μας και πάμε για κατάθεση, τώρα.

Γι’ αυτό άδειο το πρωί και γι’αυτό τόσο άνετο και γι’αυτό με λίγη ανηφόρα.

Έλα, μωρέ, δε μπορεί…κοτζαμάν διευθυντής κλινικής να κλείσει, έτσι καουμπόϊκα τρία αυτοκίνητα. Δε μπορεί, κάποιος εδώ γύρω θα’ναι, σκέφτεται η μωρή σαραντάρα, ελπίζοντας, ακόμα, να μην πληρώσει ακριβά την πρωϊνή της πατατιά.
Ρωτάει τις δυο παρέες στο απέναντι παρκάκι, όχι τις απαντούν.

Μπαίνει μέσα στην ψυχιατρική κλινική που γειτνιάζει με το πάρκινγκ.
Δεν μπορεί, κάποιος αλλόφρων ασθενής ή συνοδός…κάπου εδώ μέσα θα΄ναι, τροφοδοτεί τις ελπίδες της η κόρη.

Ρωτάει στο πρώτο γραφείο που είχε ανοιχτή την πόρτα.
«Όχι δεν είναι δικό μας, αλλά πηγαίνετε όλο ευθεία και πείτε της προϊσταμένης να φωνάξει από το μεγάφωνο να’ρθουν να το πάρουν» της λέει εξυπηρετικότατος και εξίσου πιστός στην ελπίδα κύριος.

«Μπορείτε σας παρακαλώ να πείτε στο μεγάφωνο για ένα αυτοκίνητο που με κλείνει, εδώ απέναντι;»
Σουφρώνει το φρύδι η προϊσταμένη και ρωτάει με ύφος υποψιασμένο «Πού εδώ απέναντι…Πού παρκάρατε, κυρία μου;»
«Ε, δυ…δυστυχώς στο πάρκινγκ των διευθυντών των κλινικών. Δεν το’χα δει» απαντά χαμηλόφωνα η κόρη.
«Εσείς δεν το’ δατε κι αυτός σας έκλεισε επίτηδες…το κάνουν αυτό. Ποιον διευθυντή κλείσατε;»
«Δεν είδα;»
«Α, ούτε αυτό δεν είδατε; Ε, πηγαίντε να δείτε και ελάτε να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για σας;»

Πάει η κόρη στο αυτοκίνητο, βλέπει στο ρείθρο των πεζοδρομίων και των δυο πάρκινγκ ταμπελίτσες σε κάθε θέση, διευθυντής τάδε, διευθυντής δείνα. Θυμάται το πρωινό ΓΚΝΤΟΥΠ.
Τα περιθώρια για όπισθεν είναι ελάχιστα για κείνην. Μια πιθαμή απέχει ο καθρέφτης του, δεν ξέρω ποιου, διευθυντή.
Πάει να τον κλείσει, σταματά…κι αν έχει συναγερμό;

ΟΠΙΣΘΕΝ, με θάρρος κόρη.
Κάνει λίιιγο, όπισθεν, βγαίνει, σκύβει στο ρείθρο…
Διευθυντής καρ… μέχρι εκεί φαινόταν. Καρ…Εντάξει καρδιολογικής. Κάνει να φύγει…κι αν είναι καρδιοχειρουργικής; Μέσα πάλι και αφού μονολογεί «Βόηθα Παναγίτσα, μου», ξαναπροσπαθεί.

«Σιγά, σιγά θα τον χτυπήσεις» ακούγονται φωνές απ’ έξω.

Με ψυχραιμία Schumacher, απτόητη η κόρη, συνεχίζει την προσπάθεια και σταματά μια αλογότριχα χοντρή, πριν τον καθρέφτη του διευθυντή.
Κατεβαίνει, σκύβει Καρδιοχειρουργικής. Κλειδώνει, κάνει να φύγει, ξαναγυρίζει.
«Βάλτο ξανά μπροστά, καλό μου μην τυχόν και κατέβει ο χριστιανός και μας αρχίσει και στις γρήγορες. Φαίνεται και τσαμπουκαλεμένος ο χειρουργός»

Πίσω στον εν δυνάμει σωτήρα, την προϊσταμένη της ψυχιατρικής.
«Ωχ!» βαρύ με την ανακοίνωση της ειδικότητας και την περιγραφή του αυτοκινήτου. «Για να πάρουμε ένα τηλέφωνο μπας και σας γλιτώσουμε.» συνεχίζει αυστηρά η γλυκύτατη προϊσταμένη.
«Ναι, είμαι η προϊσταμένη της ψυχιατρικής, έχει ο διευθυντής σας ένα ασημί αυτοκίνητο με τις τάδε πινακίδες. Χμ…Ρωτάω, γιατί η κυρία που του πήρε το παρκάρισμα το πρωί είναι εδώ και προσπαθεί να τον βρει.»
Σιγή για λίγο η προϊσταμένη.
«Α, μάλιστα, καλά ευχαριστώ πολύ»

Η κόρη κρέμεται από τα χείλη της προϊσταμένης.

«Κυρία, μου είναι σε χειρουργείο…εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς…μπορεί 3, μπορεί 6, μπορεί και 8 ώρες να χρειαστεί…Κοινώς την πατήσατε άσχημα.»
Ευχαρίστησε η κόρη, έβαλε την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια και αποχώρησε από την Ψυχιατρική.

Έκατσε στο παγκάκι κι έστριψε τσιγάρο.
ΚΑΙ ΤΩΡΑ;

Δυο τρεις τζούρες, βαθιές…

Τα πρόσωπα άλλων εν δυνάμει σωτήρων παρήλασαν απ’ την κεφαλή της...του καλού της, του γιατρού της…του θεού της.

ΟΧΙ, ΜΟΝΗ ΣΟΥ ΚΟΡΗ.
ΘΑ ΠΑΩ…ΚΑΙ ΘΑ ΖΗΤΗΣΩ ΣΥΓΓΝΩΜΗ...

Και βλέπουμε. Χειρότερα δε γίνεται; Της ήρθε μια εικόνα του εαυτού της μπαταρισμένου με μώλωπες, αλλά την έδιωξε πάραυτα και κίνησε για την καρδιοχειρουργική.

Εισέρχεται η κόρη στην κλινική.Μαινόμενος ιατρός με πράσινη στολή, τα ψάλλει χονδρά στην προϊσταμένη του.
«Ωχ,ωχ,ωχ» κάνει η κόρη και κατευθύνεται προς τον καυγά, κοιτώντας αδιάφορα ζερβά, δεξιά.
Στο πρώτο ζερβά, εντοπίζει το γραφείο του διευθυντή της κλινικής. Πρώτη, πόρτα στο διάδρομο, ανοιχτή, γραφείο κενό.

Δεύτερος αναστεναγμός.

Σταματά λίγο πιο ‘κει απ΄τον καβγά και περιμένει κοιτώντας τα παπούτσια της.
Φεύγει ο χειρουργός, απομακρύνεται στο διάδρομο και μπαίνει σε ΄κείνη την πρώτη, ανοιχτή πόρτα του διαδρόμου. Την κλείνει, το λιγότερο άκομψα.

«Μου φαίνεται δε θα το γλυτώσουμε το ξύλο» λέει από μέσα της η κόρη και πλησιάζει την προϊσταμένη.

«Δυο λεπτά κυρία μου, να τακτοποιήσω, κάτι σημαντικό και έρχομαι».

Η κόρη που ελπίζει, ακόμα, να έχει κάνει λάθος στην πόρτα την περιμένει.
Η προϊσταμένη της αφαιρεί και την τελευταία ελπίδα…

Κατευθύνεται με βαριά βήματα προς το τιμωρητήριο.

Δυο άνδρες, δουλεμένοι άνθρωποι, κατευθύνονται γρήγορα προς το γραφείο του διευθυντή, την ψιλοσκουντάνε στην είσοδο και μπαίνουν, πριν την κόρη, μέσα.
Κουτί της έκατσε…σαν ανήσυχοι, ζαλισμένοι της φάνηκαν. Κωλονοσοκομεία!
Βγήκαν πολύ γρήγορα.

Μπήκε στο γραφείο.

Ο γιατρός κάτι βόλευε στο συρτάρι του. Δεν σήκωσε το κεφάλι του.

«Καλημέρα, γιατρέ» είπε η κόρη.
Σήκωσε το κεφάλι ο γιατρός και την κοίταξε πάνω απ’ τα γυαλιά του.

«Είμαι η κυρία που σας πήρε το πρωί το παρκάρισμα» συστήθηκε η κόρη.
Σιγή…

«Τι να πω…τι να σας πω…ΤΙ ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ ΚΥΡΙΑ ΜΟΥ;» αναρωτήθηκε τρις ο γιατρός με αυξανόμενη ένταση στη φωνή του.

Την πάπια, την πάπια. Άστον να ξεχαρμανιάσει τον άνθρωπο σκέφτηκε η κόρη και συνέχισε να κοιτάει το γιατρό.

«Εμείς, κυρία μου δεν ερχόμαστε εδώ για δώσουμε φυλλάδια, να προωθήσουμε προϊόντα και μηχανήματα…έχουμε αρρώστους χειρουργεία… μόλις βγήκα απ’ το χειρουργείο και μπορεί να με ξαναχρειαστούν…δεν μπορώ να’ χω στο νου μου το αυτοκίνητο και το παρκάρισμα.» ξεφόρτωσε μια δόση ο γιατρός.

«Έχετε δίκιο γιατρέ. Έχετε απόλυτο δίκιο…αλλά και’γω δεν ήρθα για καλό εδώ.»

Για λίγο σιωπή και δεύτερος γύρος ο γιατρός, όρθιος, τώρα και με τα κλειδιά του αυτοκινήτου του στο χέρι..

«Τι να σας πω, τι να σας πω…δεν μπορώ να βγω με τα πράσινα έξω…το χειρουργείο συνεχίζεται…δεν μπορώ…»
«Μπορώ να περιμένω, γιατρέ» είπε χαμηλόφωνα η κόρη πισωπατώντας για να αφήσει το γιατρό να βγει στο διάδρομο.

«Δε γίνεται να πάρω το αυτοκίνητο, τώρα…δε γίνεται»
«Μπορώ να σας περιμένω γιατρέ» επανέλαβε η κόρη.

Σημασία δεν της έδωσε, μπήκε στη διπλανή πόρτα.
«Μπορείς, να πας να ξεπαρκάρεις το αυτοκίνητο μου για να πάρει η …ΚΥΡΙΑ…το δικό της.» είπε στον συνάδελφό του.

Του ‘δωσε τα κλειδιά και απομακρύνθηκε στο διάδρομο.

«Ευχαριστώ γιατρέ και χίλια συγγνώμη» του φώναξε, σηκώνοντας το χέρι και ακολούθησε το συνάδελφο ποιώντας τη νήσσα, ακόμα μια φορά.

Ο συνάδελφος προχώρησε μπροστά, με βήμα ταχύ σαν να μην τον ακολουθούσε κανείς.
Μπροστά στις τεράστιες πινακίδες, επιβράδυνε λίγο το βήμα του και ρίχνοντάς της μια υποτιμητική μισοματιά τη ρώτησε


«Και γιατί παρκάρατε στη θέση του διευθυντή;»
«Ζαλισμένη, γιατρέ, θολωμένη, ήρθα για προεγχειρητικό έλεγχο, πρώτη φορά…δεν τις είδα.»

Πήρε ο γιατρός το αυτοκίνητο, μπήκε η κόρη στο δικό της.

«Φτηνά τη γλιτώσαμε κόρη, πολύ φτηνά.»

Ποιος ξέρει τι φάτσα είχε και τη λυπηθήκαν όλοι;







Δεν υπάρχουν σχόλια: