Μια μικρή μια μουρμουρίτσα
μια θαλάσσια τιγρίτσα
άφηκε βρε το κοπάδι
στην Αρκίτσα ένα βράδυ
Πέρα δώθε πέρα δώθε
εβαρέθηκε η Μαρίτσα
εμονόλεγε στον πάτο
γλείφοντας την άμμουδίτσα
Κι άρχισε τα πάνω κάτω
απ το κύμα στην αμμούδα
ήθελε λέει λίγο ήλιο
να τον βάνει ‘κει στον πάτο
Κι ένα γλάρο να γνωρίσει
να του στέλνει μπουρμπουλήθρες
που να φτιάχνουνε τσουλήθρες
να τσουλάει να μην πεινάει
Να τσουλάει να ξεχνάει
αχ, την άδική του πείνα
και ν’ αφήσει τα ψαράκια
να χουνε εννιά στο μήνα
το βραδάκι όμως βάνει
κουφολιάς το πυροφάνι
ρίχνει κι ένα δυναμίτη
π έσυντάραξε τα ύψη
και που λες ανερωτήθη
αν ηκούσθη ο ηλίας
ενώ όλο το χωριό
είχε βγει στην παραλία
να εδεί την κυρα λίτσα
μιαν αβτζού σωστό θερίο
που ‘χενε καταπιμένη
τη Μαρίτσα την καημένη
Αχ Μαρίτσα, μουρμουρίτσα
κι αν πετάει κι αν κολυμπάει
κι αν γαβγίζει κι αν δαγκώνει
'κείνη η πείνα κάπου σώνει
Αχ Μαρίτσα μουρμουρίτσα
φαταούλες να φοβάσαι
άνθρωποι ξελιγωμένοι
σου την έχουνε στημένη
Δευτέρα 27 Απριλίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου