Μας πήρε στο κυνήγι μάτια να μας ενδώσει
τρύπωσε όνειρο κακό στις δανεικές μας τις φωλιές
με υγρό θυμό, ξέρει πια πώς θα μας ελιώσει
που ένα καλοκαίρι δεν μας έφτασε για δυο ματιές
στο γαλανό του, που με καημό τσαλάκωσε
παιδιού μονάχου να κοιτάει τη ζωγραφιά του
αφού το ίδιο θολωμένο μπράβο ξανατσάκωσε
δεμένο σ'ένα χαρτομάνι που χρωστά του
στο πίσω κάθισμα αντικριστή λαλιά
και χνώτα να γροικούν και να χαϊδεύουν
ήλιον τε και πουλιά και σύννεφακια στη σειρά
που ψάχνουνε καιρούς να τα χορεύουν
ξοδέψαμεν τους και μην κλαις, πάλι δε θά δεις
λακίσαμε απ τ’ ουρανού το θες
και κείνος λάγιεψε σαν άδης
ξοδέψαμεν μας και μην λες, πάλι δε θά βρεις
ξαπλώσαμε επά στις σκαλωσιές
και κείνες σκούριασαν οι αυθάδεις
ξοδιάσαμεν τη, τι τα θες πάλη τσακνού σακάτη
που τι δε θα δινε ζωές για μάνα, μπλιο σ'αγάπη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
δεν ξέρει κανείς τι να πει
διαβάζοντας τέτοια ποιήματα.
τα διαβάζει και μένουν μέσα του.
θα 'θελα ένα βιβλίο με τέτοια.
Ο μαλάκας ο αχόρταστος... τι ευχαριστώ και τιμή μου τα λόγια σας και σπουδαιοτάτη ωραιοτάτη αραβολόγος μας...και γω θέλω και γω θέλω!!!
Σας φιλώ στη γλυκητάτη κουνελομούρη
σας:)
Δημοσίευση σχολίου