Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Γενέθλιο

Από μιας σιγασμένης πιτσιρικαρίας τ’ αγαπομπαϊρια μάτια προφητικά λέει, αυτοεκπληρούμενης στο δρόμο όπου βιαστικοί ειδικοί θεοί ματαίωση της όρισαν σφραγίζοντάς της σαν τα δαμάλια τα πλευρά με φτεροκοψιές μιας ιδιόκτητης αξιολόγησης που μόνο η λύσσα της ξέφυγε απ το μέτρημα, δυο χρόνια τώρα ταϊζω μέλι αναπάντεχο το λεχούδι μου που σαράντα χρόνια το κουβάλαγα θεονήστικο να δαγκώνει τη στεγνή μου ρόγα με τάφου πίστη στα βλέμματα

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Όνειρο μέσα σ’ όνειρο

A Dream Within A Dream

Take this kiss upon the brow!
and, in parting from you now,
thus much let me avow-
you are not wrong, who deem
that my days have been a dream;
Yet if hope has flown away
in a night, or in a day,
in a vision, or in none,
is it therefore the less gone?
All that we see or seem
is but a dream within a dream.


I stand amid the roar
of a surf-tormented shore,
and i hold within my hand
grains of the golden sand
How few! yet how they creep
through my fingers to the deep,
while i weep - while i weep!
O God! can i not grasp
them with a tighter clasp?
O God! can i not save
one from the pitiless wave?
Is all that we see or see
but a dream within a dream?



Edgar Allan Poe



Όνειρο μέσα σ’ όνειρο




Κράτα αυτό μου το φιλί στο φρύδι, μιλημένο
χώρια από σένα τώρα πια που μόνος επιμένω
έτσι με το στόμα μου πολύ ας στο χω χαρισμένο
πως λάθος δεν ήσουνα που πίστευες να θες
τις μέρες μου, όνειρα φόβια σε πεζοδρόμια
ν’αγωνιεύουνε σκυφτά τις ταραχές
όμως ακόμα κι αν επέταξε η ελπίδα μου για πέρα
σε μια νυχτιά σε μιαν ημέρα με λυσσάρικο αγέρα
σε μιαν εικόνα ή εκεί στο μπάρκο για το διόλου
λες το φευγιό της εν γλαρόσταλτο, φτερό στοιχειό
κλέφτης λαφρύς αβούλιαχτο βαρκάκι στη θάλασσα της απειλής
που βούτηξε να πάρει απ το παιχνίδι των χειλιών μου την κραυγή
και στέλνει τη για να την ταξιδέψουνε σε λευκαγύρτες κι άλλους
βροχή λευκή, στάλα μέσα στη στάλα από της τσίγκινής μας λαμαρίνας
τη ροή, πως όνειρο αυτό που βλέπουμε αόριο μέσα σ’ όνειρο, σε όνειρο

έτσι όπως στέκομαι ακόμα ορθός ανάμεσα στης θάλασσας το μάνιασμα
που ξεκαρδίζεται από της παθημένης της ακτής το χάλασμα
και μέσα στα χέρια μου σφιχτά κρατώ
χρυσής άμμου λίγους κόκκους φυλαχτό
κι όμως απ τα δάχτυλά μου στα βάθη ξεγλιστράνε
αν και τα κλαίω αν και τα κλαίω αν και που δε μου φτάνουνε τα κλαίω

Αχ άραγε πώς να μην μπορώ έστω και σ ’έναν θε μου να φυλάξω γλιτωμό
από τα κύματα που κρίμα δε φελάνε
κι αυτής της ίδιας χούφτας μου αχ θε μου να περσσέψω
πώς άραγε να μην μπορώ τ' αγκάλιασμα
και να πιστέψω αυτό που βλέπουμε όνειρο μέσα σ’ όνειρο αγάλλιασμα

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Εκεί που γράφει για ρουξούνι

Την άλλη κόρες θυμηθείτε, στην πρώτη την ουρά
όχι ,όχι για την πρωτιά ποιος τη γαμάει αυτήνε
απ το βάρος ν’ αλαφρώσουμε
της αιτίας
και τους ζηλεύω τους ζηλεύω τόσο παιδικά βαθιά
έμπλεους στη λαφράδα του αποτελέσματος
ν ’απολαμβάνουν άπειρων δεδικασμένων το χατηράκι
μιας χρόνιας απ’ αδυναμία αθωότητας
Θυμηθείτε, θυμηθείτε κόρες την άλλη, στην πρώτη
εκεί που γράφει για τσουτσούνι που γέλαγε η γιάγια μου
κι η μάνα μου διόρθωνε για ρουξούνι μάνα, την τρίτη την ουρά

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Θολωμένοι έκπληκτοι

στιγμές που ένα άλλο βγαίνει απ τα πετσιά σου
θολωμένο να κοιτάει έκπληκτο μόνον εσένα
στιγμές που τρόμο τον τρόμο για σένα, έναν άλλον λευτερώνεις
στιγμές που οι χοντρόπετσοι με μάτι θολωμένο έκπληκτοι κι αυτοί
παρακολουθούν τη φονική αναδίπλωση προσπαθώντας γι' αλλαγή
να καταλάβουν την τελευταία που τους σέντραρε
και ίσα που μπόρεσαν να πιαστούν απ τη γωνία της κορνίζας
του αγχωμένου πρίγκιπα κάδρου που μπαλατζάρωντας αντραλιασμένος
εκλιπαρεί το δουλικό του το καρφί να πάψει στον τοίχο το χαροτριβιό
και το γελοίο φάλτσο του τραγούδι για την τελευταία, την τελευταία, την τελευταία
έστω στιγμή, έστω για λίγο, έστω πρωταγωνιστής και να αποσώνει... το δράμα που ξάφνου κοκκινίζει στο ημίφως με ολίγο από μορικόνε ν'αχνοκούγεται, αρκετό... γκούχου, γκούχου... είπαμε αρκετό ρεγουλάρισε το μηχάνημα θα πνιχτούμε αλμπάνη...από άσπρο καπνό εν είδει γκρεμίσματος και φωνή αξούριστου παλαιόθεν κοπουκίου με κιλά έκο κι ένα μαυροπήτειο πουρίδιο σβησμένο,εκκοσμόν το μουτράκιον του να μασουλάει τη λύση...τοίχος γκαρντάσια δι όνλι εντττ λόνλι σολούσιον, λούσιον, λούσιον, λούσιον...θα μπορούσε να ναι και φαρσοκωμωδία τρόμου σε καρτούν, θα μπορούσε και να χει κάπως γέλιο αν η χαρβαλομούρη μου δεν μου βογγούσε χαιρετίματα στ άνάμεσα ξυπνήματα που σάρωσαν τους χρόνους

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Του μυαλού μου χάλασμα

Brain Damage
(Waters) 3:50

The lunatic is on the grass.
The lunatic is on the grass.
Remembering games and daisy chains and laughs.
Got to keep the loonies on the path.


The lunatic is in the hall.
The lunatics are in my hall.
The paper holds their folded faces to the floor
And every day the paper boy brings more.

And if the dam breaks open many years too soon
And if there is no room upon the hill
And if your head explodes with dark forebodings too
I'll see you on the dark side of the moon


The lunatic is in my head.
The lunatic is in my head
You raise the blade, you make the change
You re-arrange me 'til I'm sane.
You lock the door
And throw away the key
There's someone in my head but it's not me.

And if the cloud bursts, thunder in your ear
You shout and no one seems to hear.
And if the band you're in starts playing different tunes
I'll see you on the dark side of the moon.

"I can't think of anything to say except...
I think it's marvelous! HaHaHa!"




Του μυαλού μου χάλασμα



Από του χόρτου το γινάτι αρπαγμένη η σαλή
με πράγμα πρώτο, δες τα, τα ρέστα μου γρυλίζει
λες κι αποκεφαλίζει παιχνίδια γέλια μου, δεσμά μου, μαργαρίτες
και λαιμαριά μου της τυλίγει να συγχωρήσω μου τις ήττες
και τις γυρίζει τις γυρίζει με πνιγμό να της θυμίζει να θυμίζει
κι άλλες παρμένες πώς χωρεί το μονοπάτι της τρελής


που είναι στο χωλ μου απλωμένη
στο διάβα μου ούλες να μπερδεύονται οι τρελές
κι η εφημερίδα να κρατάει τσαλακωσιές
τα μούτρα τους στο πάτωμα μου χτύπους
και κάθε μέρα η μικρή να φέρνει κι άλλους ίσκιους


Κι αν πολλές έπνιξε το φράγμα που δεν άντεξε, σπορές
από πολύ νωρίς κι αν πα στο λόφο δεν υπάρχει τόπος
που να ταιριάζει της σαλής κι αν το κεφάλι σου εκραγεί
μαζί με κρύφιες προφητείες
αλλήστρατη θα σ άνταμώσω σ’ αλητείες
στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού


που υψώνεις τ’ αλάνι και με καρφώνεις
με μιας αίμα η τρελή στο κεφάλι μου πηδάει
τη σκηνή αλλάζεις τη σκηνή τελειώνεις
η σαλή το μυαλό μου στ’ ανάθεμα σκορπάει
ωσότου φρονιμέψω και με κλειδώνεις
με το να πόδι στη γωνία χωρίς κιχ
μέχρι να ακουστώ όσο εσύ
καθώς θα λιώνω με το μέτωπο ντουβάρια
και σε σκυλέψω όπως εσύ
από τα σπλάχνα σου να κλέψω το κλειδί
είναι κάποιανε τρελή μες στο κεφάλι μου
την ακούω άλλη, άλλη από μένανε φωνή



Και αν το σύννεφο γεμίσει και κεραυνό σου σκάσει μες τ’ αυτί σου
μάταια φόβια στριγγλίζεις κανείς δε φαίνεται ν’ακούει την κραυγή σου
κι αν η μέσα σου μπάντα γίνει η χάβρα του μυαλού σου θα 'σαι δω
στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού θε να σε δω



Τίποτε άλλο δεν μπορώ να πω
εκτός ότι είναι μαγικό, ότι είναι μαγικό
ότι είναι της σαλής μου που γελάει, μαγικό

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Ενοχική μου μικραγκάλη πλέρια

Young Lust (Gilmour, Waters)


I am just a new boy,
Stranger in this town.
Where are all the good times?
Who’s gonna show this stranger around?
Ooooh, I need a dirty woman.
Ooooh, I need a dirty girl.
Will some cold woman in this desert land
Make me feel like a real man?
Take this rock and roll refugee
Oooh, baby set me free.
Ooooh, I need a dirty woman.
Ooooh, I need a dirty girl.





Ενοχική μου μικραγκάλη πλέρια


Είμ’ ένα μόναχο πιτσιρικάκι
μέσα στην πόλη αυτή ξενάκι
Που φύγαν τα καλά μας χρόνια;
Ποιος θα γυρίσει το ξενάκι;
Αχ πόσο θέλω μια γυναίκα μέσα στη βρωμιά
να τη γεμίσω μ’ αγοριού ένοχη πεθυμιά
για ένα μυξωμένο, λασπωμένο κοριτσάκι

άντρα, να μοιάσει με ένα βιτρινογκομενάκι
δεν το μπορεί σ’αυτή τη χώρα τη ρημάδα
Πάρε και κύλα τον το βράχο προσφυγάκι
Λευτέρωσέ με, ρε μωράκι με απλάδα
λευτέρωσέ με απ τα χίλια απουσίας γράδα
μέσα στ'άλικα σου πληγιασμένα νάδα
Και να σαι βρώμια να σαι λέρια
ενοχική μου μικραγκάλη πλέρια
για ένα μύξιο λασπωμένο μουτζουράκι

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

στο καθρεφτάκι μου, για το καινούριο φορεμένο τσίτι

νύχτες με πώμα αντρικό
νύχτες με πτώμα θηλυκό
νύχτες με πιώμα π’ αντηχεί
στόμα μωρουδιακό


νύχτες με κουκούλι τη μετάφραση
νύχτες πλατύσκαλα με θέα στην πρασιά
νύχτες με ρούχα λόγια δόντια νύχια δανεικά
θηλυκών επίορκων που άλλο δεν αντέχουνε γυμνές
νύχτες με άπνοιες νύμφες ονείρωξης σε αρπαγές

έρμη ψυχούλα μου πόσο για λίγο αγκαλιές
νυχτες με χνάρια βάλσαμο επίθεμα
σε φρέσκα δαγκωμένα μύχια παιδικά
γριές μου κουρασμένες εκπνοές, όσο περίλυπες γραφές

απαντοχής λαχανιασμένης συντροφιές
να γλείψει η ανάσα μου αέρα δυο ριχτιές
να ξαναπαίξει στην άδεια τη μεριά σου
ίσως απ ’αύριο ξανά το χτες σε δυο ζαριές

με φαγωμένα νύχια μαστοράκι
μπορεί και χρώμα να ξανοίξει μου
απ τις παραχωμένες μου κηρομπογιές
και γω να του φωνάζω είπες λαφάκι
είπες μυρούδια είπες για άνοιξες τραγούδια
ποταμάκι είπες είπες και τι δεν είπες μάτια μου
όσες ψευτιές τόσες σκαφτιές


για ηχόχρωμες λαλιές λίγο πιο κάτω πόσο ακόμα χώμα
πόσο ακόμ’ αρούρια τύφλα σε στοές, πόσο ακόμα ίδιες αντοχές
όσες γενιές δεν είπες μάτια μου τόσες οργιές, τόσες ψυχές

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Και του πρέπει ανήμερη του αγεριού μας η ζωή

Wild is the wind


Love me, love me, love me, love me
say you do
Let me fly away with you
For my love is like the wind
And wild is the wind
Wild is the wind

Give me more than one caress
Satisfy this hungriness
Let the wind blow through your heart
Oh wild is the wind, wild is the wind

You touch me, I hear the sound of mandolins
You kiss me
With your kiss my life begins
You are spring to me, all things to me
Don't you know you're life itself!

Like the leaf clings to the tree
Oh my darling cling to me
For we’re like creatures in the wind
And wild is the wind
Wild is the wind
Wild is the wind
Wild is the wind
Wild is the wind

Nina Simon




Και του πρέπει ανήμερη του αγεριού μας η ζωή

Να μ’ αγαπάς κι άλλο να μ’αγαπάς
πουλούδι μου και να μου λες το
κι ας μακριά φτεροκοπήσουμε μαζί το τάμμα
αφού ειν’ η αγάπή μου για σε ρούσα δρυάδα
που θυσιάζει στο βωμό του τα μαλλιά της, βάμμα
στου αγεριού του λυτρωτή την αγριάδα
στου αγεριού του λυτρωτή την αγριάδα


που λυσσομανάει δως μου, δως μου ψυχή μου, όσης
ζωής καθημερνά μου χάνω, τα προδομένα θέλω
την πείνα πλήρωσε της πρώτης μου μ’ανάσα νοιώσης
και είθε η ανάγκη να τρυπήσει σαν το βέλος
από τα μέσα την καρδιά σου
του αγεριού η αγριά σου
του αγεριού η αγριά σου


Κάποτε που με δάχτυλα ζητιάνικα με βλέπεις
μαντολίνα ω, σά να μου αγάπη μουρμουράνε
κάθε όμως που χιμάς στα δυο τα κόκκινα μου χείλια
λιονταρίνας φίλημα με μιας ζωή ξαναβαστάνε
κείσαι σ’ όλα μου εσύ, άνοιξη καθημερνή στα πόδια μου
πάγοι κλαφτοί, σε ρέμβη υγρή που εγκυμονεί τα ξόδια μου


Λες κι είσαι φύλλο μάτια μου που ετρώθει
απαρχής σαν το παιδί να αρπαχτεί απ το κλαδί του
σταθερή να κλέψει του ζωή από δρόμο προς τις ρίζες
κι είμαι κλαδί που φυλλωσιά επόθησε σ’ανασαιμιά
με χρώμα και λαφράδα να κρυφτεί ,να αρπαχτεί
σαν χέρι απ’ απαλάμη, ζωή να πάρει του χουφτιές
να τις επερασύρει σε θάλασσες και σε στεριές
μ’ αγέρα να τις σπείρει μ’αγέρα να τις σπείρει

γιατ’ είμαστε πλασμένοι απ’ αγέρικη πνοή
και του πρέπει ανήμερη του αγεριού μας η ζωή
και του πρέπει ανήμερη του αγεριού μας η ζωή

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

Πχίου πχίου








Έξι εκείνος, πέντε εγώ
σκούπας ξύλα τ’ άλογά μας
μαύρα εκείνος, άσπρα εγώ
αεί νικηφορής στο πάλεμά μας

πχίου-πχίου μου έριξε
πχίου-πχίου με γκρέμισε
πχίου-πχίου το γκντουπ φριχτό
πχίου-πχίου το γκντουπ για δυο
πχίου-πχίου ταίρι μου συ με σκότωνες γι αυτό

περάσανε τα χρόνια κι οι τρόποι άλλαξαν
τον έλεγα δικό μου σαν μεγάλωσα
γελούσε κι έλεγε θυμήσου
τότε που έπαιζα μαζί σου

πχίου-πχίου σου έριξα
πχίου-πχίου σε γκρέμισα
πχίου-πχίου το γκντουπ φριχτό
πχίου-πχίου το γκντουπ για δυο
πχίου-πχίου ταίρι μου συ σε σκότωνα γι αυτό


μουσική ακουγόταν
άνδρες γυναίκες τραγουδούσαν
μόνο για μένα οι καμπάνες χτυπούσαν

έφυγε πια να πάει μακριά
γιατί δικό του δεν έχω να λέω
κάποιες ημέρες,ακόμα συχνά
και τώρα,μωρό μου,μας κλαίω

δεν ένευσέ μου, ένα γεια
δεν χάρισέ μου, μια ψευτιά


πχίου-πχίου μου έριξε
πχίου-πχίου με γκρέμισε
πχίου-πχίου το γκντουπ φριχτό
πχίου-πχίου το γκντουπ εγώ
πχίου-πχίου κοιτάζοντας με σκότωσε
το βλέμμα του,που έσταζε στο πλάι
πχίου-πχίου αδειάζοντας με σκότωσε
το βλέμμα του,που απόμεινε στο πλάι

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Και κείνος λάγιεψε σαν άδης

Μας πήρε στο κυνήγι μάτια να μας ενδώσει
τρύπωσε όνειρο κακό στις δανεικές μας τις φωλιές
με υγρό θυμό, ξέρει πια πώς θα μας ελιώσει
που ένα καλοκαίρι δεν μας έφτασε για δυο ματιές


στο γαλανό του, που με καημό τσαλάκωσε
παιδιού μονάχου να κοιτάει τη ζωγραφιά του
αφού το ίδιο θολωμένο μπράβο ξανατσάκωσε
δεμένο σ'ένα χαρτομάνι που χρωστά του


στο πίσω κάθισμα αντικριστή λαλιά
και χνώτα να γροικούν και να χαϊδεύουν
ήλιον τε και πουλιά και σύννεφακια στη σειρά
που ψάχνουνε καιρούς να τα χορεύουν


ξοδέψαμεν τους και μην κλαις, πάλι δε θά δεις
λακίσαμε απ τ’ ουρανού το θες
και κείνος λάγιεψε σαν άδης


ξοδέψαμεν μας και μην λες, πάλι δε θά βρεις
ξαπλώσαμε επά στις σκαλωσιές
και κείνες σκούριασαν οι αυθάδεις


ξοδιάσαμεν τη, τι τα θες πάλη τσακνού σακάτη
που τι δε θα δινε ζωές για μάνα, μπλιο σ'αγάπη

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Εχ βρε τέλη το κουνέλι!

Εχ βρε τέλη το κουνέλι
τη μουσούδα σαν φρακάρει
και τον μύστακα ντραπάρει
σάμα του κατσε το τέλι

μη και πόλυσάσιρντίζεις
τα κιτάπια μην ανοίγεις
δε τη να την κύρα λένη
που χει την αυλή βρεγμένη


και μαζώχτει τους σαλιάγκους
αχ με κάτι πύγους δάγκους
που το έρμο το κουνέλι
άλλο απ το να πνιχτεί δε θέλει

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

Ζεις μωρ’ αννέ με δαγκωνιές

Θα σε λιανίσω δασκαλίτσα
όχι όχι στο μύλο της αναπηρίας
αυτόν σάμα τον ένιωσες να σου τραβά το φουστανάκι
και φλάγεσαι τελευταία απ το στέρφο βέλασμα
ημίμαθης γκιόσας συμπεριφορίστριας
υπο ερώτηση μήπως εξαίρεσης πια, ενσυναισθητική λες σουσουραδίτσα;

Τώρα δασκαλίτσα… αναγνώστρια ακόμη στο μπαλταδάκι της γύμνιας μου;
που άκουσε…ζεις μωρ’ αννέ με δαγκωνιές… τα πρωινά μου χάλκινα
πετρίες να πετσικάρουνε των στομαχιών το γάνωμα
κι άρχισε να θυμάται πως και τα μπλάρια απόλναμαν
κάποτε κι από ντροπή για την ανήλεη ελπίδα
πώς θα φαρδαίνει κάποτε η μάνα και θα το μαζέψει
έστω στο μερί της το κόκαλο που έχασκε
εκεινά που κουτουλούσαμε για χάδι
βρεφούδι’ αφημένα στα χασαπιά των συνόρων
να βυζαίνουν μόνο αίμα απ της μάνας τους τη σπλήνα
και κείνη να τ’ αφήνει να τ’αφήνει να τ’αφήνει
μπαλόνι να τους γίνεται για μάσημα
μ’ επιθυμιά περίσσια για μια όπως όπως χρήση
απ ’του δαγκάματος να τους δίνει τ’ αγάλιαγμα
και της λαστίχας την αντοχή
στο σάλιο τους που ρισπεντάλ μυρίζει
και κάτι υπόκωφα σαθρό από πατέρα
στενό ανήλιαγο στα πλαϊνά του σπιτιού
χορτασμένου κρύο
ορεσίβιον επιβιώσαν μύστην
που ρούχο τη νογάει τη ζωή
μόναχα να το φέρει .

Κι έλα τώρα εσύ δασκαλίτσα έλα να σε ιδρώσω γι’αλλαγή
να μου μάθεις πώς η ζωή σου δίνει κι εκτός από φαί με τη χούφτα
έλα με την τάβλα να με πείσεις να διαλέξω απ’ ένα μενού για όλους
δημοσιουπαλληλίστικης συνεστίασης σερβιτοράκι για το μεροκάματο
που έφτασε να παίζει στο σχόλασμα και τις αφορμές του
τα τελειώματα της αχρηστίας του
τα πρώην παιδιά
τους κάποτε μαθητές
τα νυν υποκείμενα
τα μέλλοντα αντικείμενα
σκουλήκια στης πόλης τα χεσμένα
να ταϊζουν την ανακοίνωσή τους σε βουλιμικές αυτόχειρες
σάντουιτς να πάρουν μαζί στο σπίτι το απόγευμα
πνιγμένη σε μιαν ανέραστη ερωτική αποποίηση σάλτσα

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Σκυλί σε βάφτισε κοπρίτη

νάιλον δοσμένη φτηνή
δεύτερο χέρι φόρμα
σου λαχε τομόρ στενή
στείρα χαντούμη νόρμα
λυπησιάρη αφεντικού
που απ το γκρέμνιο
το αγύρτιο του βουνού
σκυλί σε βάφτισε κοπρίτη

ανάσκελο ν'αναριγάς για σπίτι
τόμυ, στο είπανε του ριπαρού
τ’ αυτιστικού του αλβανού
να σαι γλυκό βρωπαϊκό
πιστό να λές και φχαριστώ
χωρίς μιαν άννιε να γαβγίζει
πως τ’ αποφόριο σου μυρίζει

χωματερής ζαγάρια
σκουπίδια να αδειάζουνε
σ’ αδέσποτα τομάρια
παιδιώνε που σαλιώνουνε
ντουβάρια πλαστικά
παιδιώνε που αρπάζονται
από στήθια δανεικά
παιδιώνε που γρυλίζουνε
παράχωσες τη χάνα
παιδιώνε που δαγκάνουνε
για τη θαμμένη μάνα

Όσο παιδί σου πρέπει

Μη μονάχη μου τώρα
πατέρα θένε
τα κρινάκια της ροδόπης
πατέρα γέρνουν
ντυμένα αγριόκουρκοι ξεδοντιασμένοι
δεν εφτάνω
πατέρα ξένε
λειβαδίτη
να κουδουνίζει για ποδηλατάδα
στο έμπα τους δάσους της Χαϊντούς
ακούτε ποιητά;
Είστε ακόμην εκεί;
Ακούτε γαμιόλη μετά από τρεις κούπες βίσκυ
και μια νερό μ’έξη μιράντα παπάρα; Για όσα
είναι φυσικώς αδύνατα και προσωπικώς φαντασιόπληκτα;
Ακούτε πολλάκις τη νύχτα εφιάλτη;
Να κερδίζεις μόναχη όσο παιδί σου πρέπει;

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Ομάδα η δεύτερη η αναπληρωματική

Mαζευόμαστε τώρα μαζευόμαστε λέμε
αρμ παρουσιάστε ούλοι
φόβους, θυμούς, λάθη, πάθη… ξεχάσματα
κούραση ναι κούραση ξέρω
πόνοι, πόνοι, πόνοι στις ανάσες μας μπηγμένοι
να σπρώχνονται σειρά να πάρουν, ούλοι μαζί ορθοί
μαζί μάνα και πατέρα ορθοί κι ενήλικοι
μπουσουλήματα τέλος σε συνταγές κι εξετάσεις
και αυτοκτονικές θεραπείες κυνηγώντας ένα φευγιό δειλιασμένο
τέλος τα γεροντομουρά κι οι νιογέροντες
οι απασχολημένοι απόλυτα στο γλείψιμο
των κακοφορμισμένων πληγών τους
με νυχιασμένες γλώσσες νανοίγουν ξανά και ξανά
τον λατρεμένο πόνο
αφέντη κύκνο να καμτσικιάζει
τα έρμα κορμούλια
λαθρεπιβαίνοντα σ’άτσαλες αμαξάδες
για λίγη βόλτα
ρεβηθούληδες και ρεβυθούλες τώρα μάνα και πατέρα
ανάρριχτες ψυχές σ’άχερους ώμους ντελάληδες
να φουσκώνουν τρώγοντας και φτύνοντας τα κοινά σηψιασμένα μέλη
σε Σεπτεμβριάτικα πανηγύρια αυτοακρωτηριασμού
που θα χαράζουν θα χαράζουν
αυγές φεγγίτες μιας Ηούς του σκοταδιού
γύρω απ την κοινή θυμωνιά
να μπουμπουνίζει με παιδούδια σκιτσαρισμένα
σε χαρτί διπλωμένο
ψαλιδισμένο από δαγκαμένα γλωσσάκια εναγώνια
πρωτάκια να κρατήσουν τα χέρια ενωμένα
και να μυρίζει σάρκα το χαρτί κρέας καμένο μάνα και πατέρα
γιατί είναι μιλημένα τ’ ανθρωπάκια χέρια να μην αφήσουνε

Ομάδα τώρα λίγο πριν το τέλος μάνα και πατέρα
σακατεμένη αλλά ομάδα η δεύτερη η αναπληρωματική
του πάγκου της λαϊκής να ψάχνει βλέμματα κι ιδρωμένα κούτελα
και καμι’ απαλάμη μπροστά να φωνάζει του πίσω έλα έλα
και τελειώνουμε
και να μην τελειώνουν τα στραβοπατημένα τα παπούτσια
και τα σκαμμένα τα χέρια
και τα κασόνια με τα χτυπημένα τα φρούτα τις ντομάτες τα λάχανα
ακουμπισμένα πίσω απ τους πάγκους να περιμένουν τους ξεκανεμένους
και να μην τελειώνει τ’αλισβερίσι
και το έλα έλα να πάρεις και μεσημέριασε
θα φύγουμε ετοιμαζόμαστε να φύγουμε
με δεκάδες μικρά μικρά καταραχτάκια πάνω απ τα κεφάλια μας
να χαϊδεύουν τ’ απόντα μέλη και να φουρφουρίζουν να φουρφουρίζουν
πλάι σε κρεβατούδια με σεντόνια τριζάτα να προσκαλούν
τις αρθρώσεις να πιάσουν τόπο, παραγώνι κουρασμένο
απ τους ψευτες καυγάδες
όπου λάχανα ντομάτες και σπανάκια απ ‘ αφορμή
έγιναν αιτία
π’ έπνιξε την ανάστροφη χούφτα της γύφτισσας
με φρέζες ρεγάλο, να λέει αντίο
στ’αδειανό πλαστικό πορτοφόλι
από συρμό άσπρο
του μεσημεριού της Τετάρτης

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Μπα και συχάσουνε οι νιοριπές

Έλα ομορφιά και θα σε πω ακόμη μια
ροδιά σελάχια και μεδούσες ναν μαβιές
λευτερωμένα απ' ορμήνιες
θα σου τα’ ανοίξω να τα θες
καθοδηγούμενα από μνήμες
μιας φύσης μάνας πουτανής
που τζάμπα θα σου δίνεται
σαν ξέσκεπος θα την επιεις
με ακριβές σταλιές ψυχής
ξύδι να στάζουνε, λαθιές
με αντιγύρισμα θωπιές
να μου ζηλεύεις
τα χείλια σα φουσκώνουνε
σε κύμα π’ αναδεύεις

Έλα και θα σου έμπω ακόμη μια
να σε μαζέψω σα παιδί μ’ ανατριχίλα
μπας και ακούσουνε στην αντηλιά
πως ξέβρασες και σήμερα κοχύλια

Έλα τη νύχτα τους αρμούς ν’ ανασκαλίσεις
και θα μ’αφήσω μισοχαϊδευτή
ματιά, μικρού σπουργίτη μαζωχτή
απ' το στεκούμενο να δραπετεύει ενοχική
νερό που έκλεβε της βρύσης

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Ροζ απολυτέ

Άκου με δάσκαλε
και ίσως σ’απαντήσω
με κεια τη ροζ απολυτέ
κορούλα ευτυχία μας ξυπνήσω


πε πως σου κάθεται μετ’από δρόμο
σαργούδι αγιορείτικο, ένα και μόνο
με μαύρο σήμαδο στη μύτη
καθαρισμένο σ’από σπίτι


και κει που ρέει κράσος ξανθωπός
κι αρμύρα μπούκα στη μπουκιά, γιατρός
λες και νογάει η κυρα αύρα την κλεψιά
πετιέται μόρτης γάταρος σωστός
που ξέρει πώς μπουκιά πεσμένη
σημαίνει πλάκα λαδωμένη
συνεπαγόμενη το ειωθός
θα σου ξηγήσω μόνος


τρώει που λες, θέλει δε θε, σα γόνος
μι’ αφεντικό, μια δάχτυλα κελάρει
να που όντως πειναλέος, όμως
του πέφτει μια, σα να ρετάρει
έτοιμος είναι για αλέ
μα λέει ο σιτιστής, για δε
σου φεξε κι ας λεν λυπητερή
πολλές βολές τα μπάλωσε η καψερή
τ’ αφεντικό πλερώνεται
ως νεωτέρας, η λαδιά σου αθωώνεται
και πάει αμείλιχτη η ροζ απολυτέ


με δεύτερο ενσταντανέ
παπιοτσούρμο κουνιστό
του μαγερειού αγαπητό
την άμμο να κεντάει
μ’ αχνάρι που γελάει


τη μαίρη πόπινς πα στην άμμο να σκορπάει
με θέλω μύρια να τη σαβουρντάει
αχ κατά που μαιρούλα μου πααίνω
καν’ ομπρελίτσα μου να μη λαθαίνω
για κοίτα που με το τρεχιό μαθαίνω
κουάκ και που ναι το φαί
κουάκ μου λείπει και δροσί
και δε το εκεί ένα παιδί
κουάκ σα μένα πορπατεί


κι έν’ άλλο ασυνήθαγο
παπουτσωμένο, δεν κοτάει
τέτοι’ άμμο μπερδεψιάρικη
και θάλασσα κλαψιάρικη
πώς θέτε να κοιτάει

μ’ αστέρια να της τάζουν
και φώτα τις ευχές ν’ αρπάζουν
μόν’ άμμο διηγητή και θάλασσα τραγουδιστή
αντέχει ετούτο το παιδί



με του μπαμπά του τη φωνή
βαστώντας στου μπαμπά το χέρι
που ανακούρκουδα του τα υμνεί
σα να ταν άμμος μα και θάλασσα αστέρι


και όλα αυτά σε μία νύχτα ανακωχής
απ ‘ την αλάνα την εφηβική που με καλεί
καρέ καρέ να μου φωνάζουν το τραγούδι
να μας θυμίσω λύτρωσης στιγμές ζωής


και όλα αυτά σε μία νύχτα ανακωχής
για χάρη των δικών μας κοριτσιών της κυριακής
ναι δάσκαλε… μας έχουνε εκ γενετής


και όλα αυτά σε μία νύχτα ανακωχής
για κεια που ασπροντύνει δεσποσύνη
που ζήτησε σινέ πριβέ… το ροζ απολυτέ
με μιαν αειθαλή μαρκίζα να καλλιγραφεί
ωσότου ολαίματη η προσμονή ξαναφανεί
για κείνη, που μες στα φυλλοκάρδια θα κρυφτεί

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Γλειψιό εν άλω

Άι μαρή φουφούκα
μεγαλοκοπέλιασες
κι άρπαξες ντουντούκα
για όσα παραμέριασες

και κεινα αφηνίασαν
τσιτάτα δεν ακούγαν
για υπόγειους άλλους θησαυρούς
βήτα απόδρασης προορισμούς

Πήρες το δρόμο το δρομί
με μια λιγούρα ω τι ορμή
μην τ’ αρνηθεις μου το μαρτύρησε η οσμή
άσε το σάλιο που φιλάει καθ’ αρχή

Σαν που αλλού έρμη φουφού
είπες στη θάλασσα να ρίξεις
ότι του καθρέφτη σου πολύ
ανέβαλλες να φτύσεις

και να σου εκείνος να γελά
κάθε βραδιά και μ’άλλο
ψαροκεφάλι που επιπιλάς
σα ναν γλειψιό εν άλω

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

22530 41976 Ευριδίκη Ταρανή Άναξος Πέτρα Μυτιλήνης

Ευριδίκη Άναξος Πέτρα Μυτιλήνης όβερ δωμάτια ενοικιαζόμενα 20 ευρώ για μέσα αυγούστου
όβερ θέα θάλασσα 15 λεπτα ποδαράδα όβερ ακύρωση όβερ τηλέφωνο οβερ για επιστροφή των
κατατεθειμένων χρημάτων οβερ ακούει; δροσούλα Σεπτεμβριάτικη ευριδίκεια οβερ
ακούει;Τη λε φω νο για επι στρο φη χρη μα των και πε ρα στι κα!!!Αρνείται οβερ και τα 50 ευρώ οβερ της προκαταβολής οβερ θα το πιούμε οβερ το κρασί μαζί οβερ για τα περαστικά όβερ όταν ξανάρθεις οβερ

Ευχαριστώ οβερ που εν τω μέσω ναυαγίων οβερ και ποντικιών που εγκαταλείπουν τα μπατάρικα υπάρχεις οβερ αλλοτινή δικιά οβερ παραξενη οβερ

Ζαμάνηδες ραγιάδες

και μας ήκατσαν ζαμάνηδες ραγιάδες
π’ ακριβήναν οι παραδες
και φτηνήναν οι μπελάδες
κι άδειασεν ο καφενές

ουλοι μάγκες το λοιπόνε
καμωνόταν τον καπόνε
σε ταβλάκι με κλικάκι
ευκολάντζα παρτιδάκι

σε κερδίζω θα σε παίξω
με κερδίζεις θα την κάνω
ένα ασσοδυο παραπάνω
στη μανούλα μου θα τρέξω

στη μανούλα αφασία
που μας τύλιξε μουγγή
σε φασκιά υπεραξία
με ταμάχι αντί ζωή


στη μανούλα αφασία
που ξινίλα υστερία μας εφόρεσε
με λυγμού οικονομία μας αφόρισε
σε μια νια πολιτισμένη λέει πορεία
με φτιαγμένη επιθυμία
μια μπλαζέ εφησυχία
ώσπου ο θάνατος να ρθει
να ζητήσει το γιατί

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

Συνάζουν μου το κύμα

Χείλια καμένα
π’ αρμύρα εκβιάζουν
από κάθιδρες σιωπές
σύγκορμα νοτισμένα μαξιλάρια
σ’ανέστια λυγμικά επεισόδια
καρέ καρέ να διαβρώνουν
καθ’οδόν την πανοπλία
της πληγιασμένης μαναντρούς μου
ορφανορκισμένης να σταλάξει
θάλασσα πνιγμένη στα παιδιά
που γουβώσανε σε γέλια τα κουρέλια τους...
...του θέρους μου γυρνάσι και μυριώνουνε το άδραγμα
συνάζουν μου το κύμα
σαν τότε αδημονούσι
για βυθό γιοματάρη
απύθμενο

Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Πρόσκληση

Ο σύλλογος γονέων του Ειδικού Δημοτικού Σχολείου
για παιδιά με αυτισμό στη Θεσσαλονίκη

σας προσκαλεί στην προβολή της ταινίας

"Ben X - ένας διστακτικός ήρωας"

την Τετάρτη 30.6.2010

στο θερινό κινηματογράφο Alex (Ολύμπου και Αγίας Σοφίας)

στις 9 και 30 πρώτη προβολή και στις 11 και 10 η δεύτερη



Μπορούμε όλοι μαζί
και με τη δική σας έμπρακτη αγάπη
να μεταμορφώσουμε
το καγκελόφραχτο μπαλκόνι του σχολείου μας
σε αυλή

Αγροτική Τράπεζα
Αρ. Λογαριασμού 0740101720647

Μαρία Χαριτίδου
Πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων
Βάσω Γούναρη
Ταμίας

ΤΣΑΚΑΛΆΚΙΑ :)
ΕΜΠΡΑΚΤΗ ΑΓΑΠΗ ΔΗΛΑΔΗΣ:

ΤΟ ΑΚΟΎΜΕ
ΤΟ ΜΙΛΆΜΕ
ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ
ΚΑΤΑΘΕΤΟΥΜΕ ΣΤΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟ ΣΥΛΛΟΓΟ ΓΟΝΕΩΝ ΡΙΧΝΟΝΤΑΣ ΙΔΕΕΣ...

ΚΙ ΌΤΙ ΆΛΛΟ ΚΑΤΕΒΑΣΕΙ Η ΚΟΥΤΡΑ ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΥ ΣΑΣ...ΚΑΝΟΥΜΕ!!!!

ΦΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ :)

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Το νου σου τρομοκρατημένε δήμιε

γύρισμά σου
όσο μόνο κλαψουρίζω
πάλι λέξεις μ’αρτήματα
κόθαρο νερό και ξύδι
γονατισμένη χριστιανούλα
που τείνει ξετσίπωτα νιμμένα χέρια
σέναν ουρανό, ηλί για πόσο ακόμα συγχωρό
του τόσου αίματος
που κι απόψε
στάζει απ τις βρύσες μας
σπαταλημένη ενοχή


τσάκισμα του νου σου
τρομοκρατημένε δήμιε
αλαφιασμένη σκατόμυγα το νου σου!
περι σού για λίγη ουσίτσα
δωράκι θειούλη στ’ανθρωποπάζαρο
φύλακας του κώλου σου να μαι
που χέζει της συνείδησής μας τα κουφάρια
βορρά σε μιαν εγκόσμιας ακαθαρσίας βοθροθάλασσα
τάφο βδελυρό της δολοφονημένης μας ντροπής

Το νου σου τρομοκρατημένε δήμιε
της ψυχής γυροβολιά σου
βουϊζω και γλείφω σε
λερώνομαι με ιδιοτέλεια γερασμένης τσατσάς
σε μπουρδέλο ξοφλημένο
αναμοχλεύοντας της νιας πουτάνας τους ριτζάδες
στη βρώμα να περσέψει
ωσότου κιαντέξουν κουμπίζουν μας τα σαθρά ντουβάρια
και μας χαλάσουν
γόνιμα γκρεμνίσματα να πετρώσουμε την υμέτερη θάλασσα

Σάββατο 29 Μαΐου 2010

πουλάκια σε ναμάζηδες

τίπι τίπι ταπ
πουλάκια
μες στη ναιρημιά
βιολάκια

διαλυμένου εμμονικά
τρακτεριού ροδάκια
ζουρ και φουρ και βουρ
ρωτάνε
χόρτο για νάνθεί
για να ‘ναι

άκρων που δε φτάνε
νάμα της οργιάς.
Θύτης ο βοριάς
κλωτσάει
της παραφωνιάς
να πάει

σε παρακουσμένες έλα μαρίνες
πα σε ρέκλες και βιτρίνες
σε σκουπίδια σε πλακάκια
σα λουμίνια τραπεζάκια
ξομπλιασμένες μας μυρσίνες

φαπ και μπαπ και γκνταπ
να βάνει
πα στην ασχημιά
χαρμάνι
χώμα ν’αλυχτά
να γιάνει
νόχι μια στριγκλιά
να ράνει

το μαράγκιο το γεράνι
βούι βούι βαπ
γεράκι
μπι κεράς γιαπί
βάμμα ανθρωπινό
φωσάκι
γούριο δειλινό
στης ληθιάς μας το κοράκι

τίπι τίπι ταπ
κι όμως αντηχεί
δε το να σταθεί
αχ νά κει
τίπι τίπι ταπ
λαφράκι
τίπι τίπι ταπ
φοβιάκι
τρεις βολές μπουρδουκλωίσιες
τσόφλιες προσευχές πλαϊσιες
τίπι τίπι ταπ
γλυτώνει
τούτου του καιρού
κι ορθώνει
κλάμμα τ' αγεριού
να σώνει
κόντρα άλλο μη ζαλώνει

Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

μας είχα θυμάσαι;

ήταν τόσο ακριβό το πλήρωμα του άλεκτου
πολυαγαπημένο μου μουροσέληνο
που τώρα μ’ένα βήχα μόναχα
γαμωσύζυγο πιστόνε
φτύνω ακαταπαύστως κιτρινοπράσινα φλέματα
γαριασμένα αθήλυκα στρωσίδια
εις μίαν ευκοίλια φουσκοχύλικη παρωδίτσα
του εφηβικού γδαρμένου γκομενεδύου μου
φυτεμένο αδά που θέση θα πρεπε
στο ραγαδιασμένο κατσάκη λαιμό μου

μας είχα θυμάσαι;
όμως... άσπρη, καταφυγή υποσχεθεί

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Εντεταλμένη επιθετικοποίηση της θάλασσας

Άναυδος κι ερωτησάκιας μια ζωή. Τι έγινε ρε παιδιά πότε, πώς, πούουουου ου ου; Πού το καημένο το κορκοδειλάκι, σαν πούυυυυ (πάμε με το ένα δύο τρία λέμε…ενωμένα τα χειλάκια και απορία στο μάτι μέχρι να σκάσει γάιδαρο και πουουουου ούλοι μαζί για συμπαράσταση) έγινε το κακό και δεν το πήρα πάαααααλι χαμπάρι; Και πότε ρε θεέ πότε με τη φορέσανε και κιχ δεν είπα; Και γιατί βρε μάνα εσύ που όλα τα με ξέρεις και όλα τα συ λέω γιατί ενώ με είπανε μόδα είναι το χαμηλοκάβαλο τώρα μη τον επιάνουνε κι ας πρόσεχες μη λιένε;
Πε με ρε μάνα έγινε κάτι και δεν κατάλαβα μίλα ρε μάνα μίλα ρε μάνα πατρίδα βάλε βουνά καμμένα και θάλασσες βρώμικες και δρόμους σκοτώστρες και γιοφύρια διακοσμητικά βάλε γυναίκες ξεμυαλιασμένες και άντρες ξέστρωτους παιδούδικη καβούρικη ψυχή όση σαπόμεινε και ιστορία θολή και γινάτι ατόφιο, βάλε φωνή και κύμα νακούσω πώς, που, πότε, γιατί πάλι σάφησα χαρτογιατάκικό μου καραβάκι να σε μακελέψει ημιαπασχολειό χαρτογιακάκικο σε μια φωτοτυπία της Τετάρτης που σουπιάζει τα μαγιάτικα θαλασσόρεινα θαλασσάρικα θαλασσιανά θαλασσένια θαλλασάκουστα θαλλασσάφερτα θαλλασσάπικρα θαλλασσάκρυβα θαλλασσάτρεμα θαλλασσάκλαφτα θαλλασσάκλειστα θαλλασσάπνιχτα θαλλασσακραύγατα θαλασσάπνιγα θαλλασάλιγα θαλλασσαδιάβαστα θαλλασσαγγέλητα θαλλασσαγέννητα θαλασσαδιάβατα θαλλέσωδιάλεχτα θαλλασούδικα
θαλασσοδρόσερα θαλασσάρμυρα θαλασσάκικα θαλασσομουρμούρικα θαλασσίζικα θαλασσαλάχεια θαλλασυστέρικα θαλασυστερικάαααααα θαλλασάλεχτα θαλλασαστέρινα θαλλάσδικα θαλλασίδικα θαλασσάδικα θαλασσαλλότινα θαλασσάρικα θαλασσιάτικα θαλάσσινα θαλλάσσιμα θαλασσικά… μωρέ τοπία… τόπια…μπάλλες χορταρισιες ολόδροσες τις λήγει με το έμπα τις λίγει άπρεπα σε σανόμπαλλες για τον στάβλο των –ιμών, -ινών, -ικών σας

αρμύρα μύρισε άφοβιο χαρτογιατάκικό μου καραβάκι
και δάγκανε ότι σου στερεί γιανοκαλοκαιράκι

Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Οπισθενάκηδες θεραπευτές

πίσω σε μάστορα το φτιάμα
μ'ανασαιμιά του το γινάτι
κι αποκοτιά για γαϊτανάκι
πίσω στης Μιχαλούς το τάμα


δε θέλει λόγια περιττά
μον βλέμμα τώρα αρχινά
στον έσω τον καθρέφτη
και κόρνες φώτα γρηγοριές
θα ψάχνουνε το φταίχτη


τους πρέπει ναι, απιδιακή
του σάκου στα φανάρια απορία
να λυτρωθούνε με την έτσι υστερική
ανάπηρη οπισθενοπορεία
με μάτια χέρια μύτες και αυτιά
από γλαστρόνια σ'αχρηστία
γατόνια να φερμάρουνε με τράκα ιστορία


και να ναι λέει στον οχτώ
τ'αδήφαγο μιλέτι
οι νιοδηγοί τρακαριστές
μια νέα φτιαξη αναρχικοί
και να ναι λέει στον οχτό
μια νέα τάξη ατυπική
οπισθενάκηδες θεραπευτές
με φάρσα να γδικιούνται το κουρμπέτι



πίσω σε πακέτο κόκκινο
με ζεϊρια νέτα σκέτα
πίσω σε ζωή βεντέτα
ν'αχειλίζει τι μποέμ δεινό
με μπερεδάκι τη ναυτία
και μπόρσα μερακλίδικη
πολυαισθητηριακή αναπηρία

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Πάμε Θανασώ

Θα ταν ορκισμέ… ένα τα καημένα
Κάμια δέκαριά πε… εδιά κυρά δασκάλα
κάμια δέκαριά πε… εδιά

πάνε στη δασκά...άλα τη δασκάλα
να της κλέψουν δυο φι…ιλιά κυρά δασκάλα
να της κλέψουν δυο φι…ιλιά

κείνη δεν εδέ…έχθη κυρ δασκάλα
και της κόψαν τα μα…αλλιά κυρά δασκάλα
και της κόψαν τα μα…αλλιά


Δημοτικό κάπου απ τα Γιάννενα ή κατά κει τάκουσα εγώ...όποιος όποια ξέρει κάτιτις παραπάνω ας πει :)

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Τα κυ χνάκια

Μεταξύ μας, μας ελέμε
τα στραβούλια τα κυ χνάκια
που ακόμα πάλι θέμε
ζωγραφίζοντας κυ χλάκια
από κάπου να πιαστούμε

και βάϊζει και βάϊζει
στραβά ζαβά πατούμε
μονόπατα στη λάσπη
και εχ και εχ και εχ
ξανά μανά στενούμε
σχολειό να μας αδράχτει

σε μια ρασμίνα εχ δρομή
που έχ θεση δε θα ζητάει
με ρόδινο να εχ τελεί
το κ που εκλεκτεί
για χ που κομποδένεται
σε ένα λαιμοτράγουδο
και όλο εβηχάει



για τη Νεφέλη, τραγουδάκι Αναστασίαααααα

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Λάλα το ρεεεεε!

Λάλα το ρε λάλα το
το έρμο το ανάλατο
αφού το τρώεις άτρωτε
κατά τη σε αμάσητε

μπορδούφαγε κατά τη με
περιφραγμένε ρεμπεσκέ
με σερνικομανιών το παιδοκόπι
που απ τα ψε ανακαλύψανε το φαγοπότι

και μπούρδου μπούρδου πέρδονται
απ το φαφούτικό τους στόμα
και λούρου λούρου ούρλιουνται
γραβατωμένες προσευχές
νερουλιασμένες προτροπές
παντάπιστοι πως εξεχνά
ακόμα λίγο, μια φορά
ο καλτ εικόνα ζελεγιός
ο εν προσομοιωτή λαός
το καθ'υπόταξη γρεκό

Σάββατο 15 Μαΐου 2010

Ωραία μας, κάποτε εσώρουχα

Πόσο ζωένια
στα μπούτια απέραντη
ανάσα στη σέλα έχω χύσει
να στανιάρω μυρωδάκι
απ'αλώνι αζύγιαστο
μονονταούλικο μαχόνι
στου βρακιού μου το καθημερνό
εν μύδρω μαρκόνι
που στ'αλογα ρυθμεί
επιστροφή

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

άρριμες επιθυμίες

σα στην πλατεία, στα τελειώματα
μιας εθνικής γιορτής
με μιαν ανάσα ναι, μιαν όχι
της δασκαλίτσας που δεν προκάμει
σειρά να βάνει μετά το μπισκοτολούκουμο
στα άρτι παρελαύνοντα ιδρωμένα μέτωπα
καθώς, με μια ξεκαρδισμένη αγωνία
πηλαλάνε για τη βρύση
που ταϊζει το κακό... να πάει καλιά του
έτσι ρίμα να φτιάεις
να λέεις μου να τραγουδάω
άμαν οξωνοιαστείς
και στην τρεχάλα παραβγείς
τ'οφτό ξεδιαλεγούδι
που 'ρχεται πάντα σε στιγμή
που απαρατά σου το τραγούδι

εσύ για σέ
ιδιότροπέ μου εαυτέ
μπάλα κι ανασταρούδι

Κυριακή 9 Μαΐου 2010

Κράτα απ τους λυγμούς μου

και στήσου επιτέλους
στήσου μουνούχικο ηλεκτρονικό περίττωμα
πάρε πίσω τ’αρχίδια σου απ τα κεφάλια μας
βαρέθηκα να τα γλύφω
μαζί μ’όλα τ’ ανεκδίηγητα τα δίποδα τα χαλασμένα
τη γλώσσα μου βρωμίζουν
πάρτα και χώσε τα στο στόμα μου βαθιά
κάνε με να έχω άδικο
κάνε με να το βουλώσω
χώρισέ μας,γίνε μου άδικος...χώ ρε σέ με

κράτα απ τους λυγμούς μου
εδώ στην τελευταία ξέρα
σβέρκος γίνε σου λύκου γκιαούρη
σβήσε, σβήσε τ’ άνδρόγυνα λόγια μου
κανκάγιες άσκημες γριές
ανάξιες κι ανάπυρους να μας μεγαλώσουν
και προπάντων άρπαξε απ τα χέρια τους το γόνο σου
το θεό μας δευτέρωσε αδακά
στον πάτο της εθιμικά κληρονομημένης συναλλαγής
παγώσαμε... τώρα
φύσηχτον ξανά στα στήθια μας
να τον κοιμήσουμε… μαζί για λίγο
για λίγο μ’έναν ύπνο κουρνιαχτό
που θα ξεθάψει τ’ όνειρο
όπου όλα τα στήθια θα βάνουν πλάτη για τα νώτα
για λίγο, για λίγο… κουκούλι μεταξένιο να ντυθούμε
για κειο τ’αθερινάκι που τη λαχτάρα αρνήθηκε
τόσα χρόνια στο πευκί παρατημένο, κάμπιες να μας ζωγραφίζει

όμως εσύ σήκω, κράτα απ τους λυγμούς μου και σήκω
εγώ θα του νανουρίζω τη συγγνώμη μας
σήκω να χωματιάσεις ξανά τα νύχια σου
να ιδρωθείς χέρια κουπιά, ασβεστωμένα
που σκάβουνε στα πίσω νερό να φέρουνε
κράτα απ’ τους λυγμούς μου
εδώ στην τελευταία ξέρα
μα πριν, σύμμασε όλες τούτες
πάνω πάνω είναι,πάνω μας
μας γελάνε τρώγοντας μας
μια μια τις υποθήκες του αέρα μας
που σκούζουνε κι άλλο κι άλλο
πουληθείτε οι σκρόφες
όλες οι γρήγορες εύκολες αυτόματες απεριόριστες
πλαστικές αλμπενίδικες δανεισμένες ανίδρωτες
φιάκικες αρυμαλλούσες ευκαιρίες μας
κακόμοιρες αποδείξεις της συνενοχής μας
πέτα τες έξω
καθάρισε το σπίτι μας
κράτα σου λέω απ τους λυγμούς μου
εδώ στην τελευταία ξέρα
να θυμηθούμε ουρανό κι αέρα
και σφάξε τες στο γόνατο
αίμα απενοχής να τρέξει
να μας πιστέψει το ψαρόπουλο
να ματασπαρταρήσει
κύμα ορεγόμενο
ευλαβικός οδηγητής στα μέσα μας τραγούδια
κόκκινους από την τελευταία ξέρα
στα νερά μας, γέννα να μας κλέψει

Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

Βάσει πιθανοτήτων

παλεύω με τις πόρτες
ελλείψει δέντρων
διεκδικώντας ένα όριο
διαφυγής απ' τ'ανοιχτό
να βυζάξω
να παίξω στα σάλια μου
να κατουρήσω
να χέσω
να μαλακίσω
να πλύνω,για μια φορά να πλύνω
τον αυτισμό μου
σ' αγάλλιαγα χάδια
βάφτισης μαγδαληνής
γράφοντάς τον στους τοίχους
με σακατεμένη αξιοπρέπεια
σκύλο να θυμίσω
που περιχαρακώνει
παιδί που καταπίνεται
άνθρωπο να θυμίσω
που ντρέπεται
τη γλιτσερή φτήνια
της άρριζης κανονικότητά σας
άφωνο στην ελαφράδα του τρόμου σας

άνθρωπο να θυμίσω άλλον
που θέλει πίσω την πορεία και τα πόδια του

Εδώ στων μοναχών τα ρείθρα

Κουνάει θες δε θες
η μέρα τα γοφιά της
ρουφάει σε στα ξαφνικά
με βλέμματα απόμαχα
στα πεζοδρόμιά της


Εδώ στων μοναχών τα ρείθρα
αρπάζει σε απ τους καθρέφτες
ανέτοιμου θανάτου ρήτρα
ποδένει σου τους κλέφτες

κατάδικους και στους φιλεύει χρόνια
απ ’των παιδιών τσαλακωμένες σαϊτιές
απαρνημένες των ψυχών τους μυρουδιές
που τις αφάνισες με τούτη την εμετική κολόνια

Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Μαρτυρια-καταγγελια εργαζόμενης στη ΜARFIN

Απ την Πεντανόστιμη



Γυρισα αργα σπιτι,εχοντας ζήσει το τραγικο γεγονος της δολοφονιας των τριων εργαζομένων στη ΜΑΡΦΙΝ και τη μεγαλειώδη διαδηλωση.Ακουσα απο την ΤV πολλά σενάρια.
Ειμαι θλιμένη,ανοιγω το μειλ μου και βρισκω την παρακάτω επιστολή-



καταγγελια εργαζόμενης στη ΜΑΡΦΙΝ

"Νιώθω υποχρέωση απέναντι στους αδικοχαμένους συναδέρφους μου να πω αυτές τις αντικειμενικές αλήθειες. Στέλνω αυτό το μύνημα σε όλα τα μέσα ενημέρωσης και όλα τα ενημερωτικά sites. Όποιος έχει ακόμα συνείδηση, ας το δημοσιεύσει. Οι υπόλοιποι ας συνεχίσουν να παίζουν το παιχνίδι της κυβέρνησης.


● Η πυροσβεστική υπηρεσία δεν έχει δώσει έγγραφη άδεια για το συγκεκριμένο κτίριο, η συμφωνία ήταν κάτω από το τραπέζι, όπως άλλωστε γίνεται πρακτικά με όλες τις επιχειρήσεις και τις εταιρείες στην Ελλάδα.

● Το συγκεκριμένο κτίριο δε ...
διαθέτει πυρασφάλεια και πυροπροστασία, ούτε μελέτη ούτε εγκατάσταση, δηλαδή ψεκαστήρες οροφής, εξόδους διαφυγής, πυροσβεστικές φωλιές. Μόνο φορητούς πυροσβεστήρες, οι οποίοι φυσικά δε μπορούν να αντιμετωπίσουν μια εκτεταμένη πυρκαγιά σε ένα κτίριο φτιαγμένο με προ πολλού ξεπερασμένες προδιαγραφές ασφαλείας.


● Κανένα κατάστημα της τράπεζας δε διαθέτει προσωπικό εκπαιδευμένο στην αντιμετώπιση πυρκαγιών. Ούτε καν στη χρήση των λιγοστών πυροσβεστήρων. Η διοίκηση προφασίζεται πάντα το κόστος και δεν κάνει ούτε στοιχειώδεις κινήσεις για να προφυλάξει το προσωπικό.


● Ποτέ δεν έχει γίνει άσκηση εκκένωσης οποιουδήποτε κτιρίου από τους εργαζόμενους της τράπεζας ούτε έχει γίνει σεμινάριο από πυροσβέστες, ώστε να δοθούν οδηγίες για τέτοιες καταστάσεις. Οι μόνες ασκήσεις που έχουν γίνει στη Mafrin Bank είναι για σενάρια τρομοκρατικών ενεργειών και διαφυγή των μεγάλων κεφαλιών της τράπεζας από τα γραφεία τους.


● Το συγκεκριμένο κτίριο δεν είχε ειδική πρόβλεψη για φωτιά, παρόλο που λόγω η κατασκευή του είναι πολύ ευαίσθητη κάτω από τέτοιες συνθήκες και παρόλο που ήταν γεμάτο με υλικά από πάνω μέχρι κάτω. Υλικά που παίρνουν φωτιά πολύ εύκολα, όπως χαρτί, πλαστικά, καλώδια, έπιπλα. Το κτίριο αυτό αντικειμενικά είναι ακατάλληλο για χρήση σαν τράπεζα λόγω της κατασκευής του.


● Καμία ομάδα προσωπικού ασφαλείας δεν έχει γνώση πρώτων βοηθειών και πυρόσβεσης, παρόλο που πρακτικά του ανατίθεται με προφορική εντολή κάθε φορά να προστατέψει το κατάστημα. Οι τραπεζικοί υπάλληλοι καλούνται να γίνουν πυροσβέστες και σεκιούριτι ανάλογα με τις επιθυμίες του κάθε κ.Βγενόπουλου.


● Τα στελέχη της τράπεζας απαγόρεψαν κάθετα και κατηγορηματικά στους εργαζόμενους να φύγουν, παρόλο που οι ίδιοι το ζητούσαν επίμονα από νωρίς το πρωί, ενώ επέβαλλαν στους εργαζόμενους να κλειδώσουν τις πόρτες και επιβεβαίωναν συνέχεια τηλεφωνικά το κλείδωμα του κτιρίου. Όποιος φύγει να μην έρθει αύριο για δουλειά, ήταν η μόνιμη απειλή. Τους έκλεισαν ακόμα και την πρόσβαση στο διαδίκτυο για να μην επικοινωνούν με τον έξω κόσμο.


● Εδώ και μέρες επικρατεί πλήρης τρομοκρατία στην τράπεζα σχετικά με τις κινητοποιήσεις, με την προφορική προσφορά "ή δουλεύεις ή απολύεσαι".


● Οι δύο αστυνομικοί της ασφάλειας που δουλεύουν στο συγκεκριμένο κατάστημα για τις ληστείες δεν εμφανίστηκαν σήμερα, παρόλο που τα στελέχη είχαν υποσχεθεί προφορικά ότι θα τους φέρουν εκεί.

Επιτέλους κύριοι, κάντε την αυτοκριτική σας και σταματήστε να περιφέρεστε παριστάνοντας τους σοκαρισμένους. Είστε οι υπεύθυνοι για αυτό που έγινε σήμερα και σε κάποιο ευνομούμενο κράτος (σαν κι αυτά που κατά καιρούς χρησιμοποιείτε σαν παράδειγμα από τηλεοράσεως) θα ήσασταν ήδη κρατούμενοι για τις παραπάνω πράξεις. Με δόλο έχασαν τη ζωή τους οι συνάδερφοί μου σήμερα. Δόλο της τράπεζας και του κ.Βγενόπουλου προσωπικά, που έδωσε εντολή, όποιος δε δουλέψει να μην έρθει αύριο στο γραφείο."

[συμφωνα με πληροφορίες οι υπάλληλοι στη Marfin του συγκεκριμενου καταστήματος παρακαλούσαν απο τις 12 να φύγουν φοβουμενοι ενδεχόμενα επεισόδια. Διευθυντικό στέλεχος που βρισκόταν σε άλλο κατάστημα τους το απαγόρευσε. Οταν επεσαν οι μολότοφ οι υπάλληλοι άρχισαν να...
ανεβαίνουν προς τα πάνω. Υπήρχε μια σιδεριά και ήταν κλειδωμένα και δεν υπήρχε έξοδος κινδύνου. Οι υπάλληλοι ένας ένας πηδούσαν απο τον φωταγωγό σε διπλανά κτήρια, στην Costa Boda και στο Βασιλόπουλο για να σωθούν αλλά οι 3 δεν πρόλαβαν, πέθαναν απο τις αναθυμιάσεις."]

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΟΤΟΕ[απο τα ΝΕΑ]

......«Οι φυσικοί αυτουργοί πρέπει να βρεθούν και να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Οι ηθικοί αυτουργοί, όμως, πρέπει να αναζητηθούν στην ασκούμενη πολιτική, στην επιχειρησιακή στάση της αστυνομίας αλλά και στις διοικήσεις των Τραπεζών που με την εκβιαστική τους πρακτική εμποδίζουν τη συμμετοχή των εργαζομένων στις κινητοποιήσεις και με την ανευθυνότητά τους δεν λαμβάνουν έγκαιρα όλα τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, για να προστατευθούν οι ανθρώπινες ζωές των εργαζομένων και των πολιτών στα τραπεζικά καταστήματα, που αποτελούν γνώριμους και διαχρονικούς στόχους σε όλη την διαδρομή που ακολουθούν κάθε φορά οι εργατικές πορείες και οι διαδηλώσεις.»



δεν ξερω τι να πω
πικρα,θλιψη,θυμος,δεν μπορω να αναλυσω πολιτικά τα γεγονότα παρα μονο να φερνω στο μυαλό μου ''ποιος οφελειται απο αυτη τη δολοφονια??????''
δεν θελω να γραψω τιποτε άλλο.αργότερα ισως

Δίδαξε η αλούπω η δημαρχέσσα

Γλωσσοϊστορία

Παλιοί αναρχικοί-2008 νεοαναρχικοί-κοινοί εγκληματίες του ποινικού δικαίου ή εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου…μη του φάμε και το δίκαιο, δεν είμαι και καλή στο μάθημα

Αριθμητικούλα

4 νεκροί 20 δέντρα 3 κάδοι 1 απορριμματοφόρο 2 μηχανάκια σαρώματος και καμπόσα πεζοδρόμια , πολλά πάντως γιαυτό και δεν είχε προλάβει να τα μετρήσει…ούλα μαζί ανθρώποι δέντρα μηχανάκια πλάκες ούλα μαζί…κι ο μουρόχαβλος χώρια να μετράει


Δράση και φυσικά συναίνεση

Με τη μάπα κατακόκκινη όσο και το βιζόν,ναι βρε θυμώνουν κι αυνά, …η κυρα Μάρω έσκασε απ το κακό της...

Επιτέλους όλοι ξέρουμε τα στέκια τους…να μη μείνει κολυμπηθρόξυλο όρθιο σήμερα το βράδυ!




Μιαν αλήθεια που πονάει 4 ζωές στο σφυρί, μουτζουρωμένη από πολύ προσεκτικά θολωμένη διατεταγμένη υπηρεσία με στόχο ποιος ξέρει άλλες πόσες

Ήρθε μια γρία απ την πόλη κι έφερε το χάσι χάσι Παναγίτσα μου να χάσει


Άιντε και τραγουδώντας να ξεκουβαλάμε αδέρφια γι' απέναντι

Σάββατο 1 Μαΐου 2010

Καλό μήνα

Πηγαίνει μια χρονία κλινίρης σένα χαροψυχολόγο να τη βοηθήσει ν'αρματωθεί για ν'αντιμετωπίσει το επερχόμενο μοιραίο.
Αμμόλουτρα κυρία μου,αμμόλουτρα πολλά... πρωί μεσημέρι βράδυ...συνηθάει ο άνθρωπος

Κυριακή 11 Απριλίου 2010

Λυπήσου ότι
απ' όνειρο σε μένα
και πες, πες μου πώς
ξημέρωνές το

Σάββατο 10 Απριλίου 2010

Μωρουδιακή αποθυμιά

Για δυο μονάχα
μόνο δυο
στιγμούλες φτερωτές
από μια μονάχα
μόνο μια
μωρουδιακή αποθυμιά


σκόρπισε η υπομονή
χέρια να θυσιάζει
σε στέρφας πόλης το κορμί
που την αυγή εξουσιάζει

εσκύλιασέ μου τόνειρο
κι εκδίκηση ζητάει
σ’ότι απ των ανθρώπων
τόσονα στη θάλασσα μιλάει


Μα λίγεψάν μας τα νερά
απόνερα ξεβράζουν
κιοτήδων σπόρο μουχλιακό
που έλλογα σπαράζουν


Κουλουριαστήκαν τα μωρά
τρώνε απ το γέννημά τους
κι η αποθυμιά αγριεύτηκε
απ το περίσσεμά της
κινά και πνίγει τ’άλογο
στο μυριανάθεμά της


για δυο μονάχα
μόνο δυο γαλήνης
υποψίες
από μια μονάχα
μόνο μια
πατρίδας εξορία

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Νανούρισμα

νάνι νάνι το βρεφούδι’μ νάνι
κι όπου του πονεί να γιάνει

κι αν τα ματούδια του πονούν
να βρεις χελδόνα να τακούσει
άνοιξη να τους κρούσει

κι αν τα χερούδια του πονούν
ταξιδευτή θαλασσινού να πεις
ανάσα να τους πέμψει

κι αν κείνοι οι ώμοι του πονούν
ήλιο κουβαλητή να στείλεις του
μ'αχτίδες το φορτιό να του ζεστάνει

κι αν αδακά καημός δονεί του
το στηθάκι
μανούλα να πλεχτείς του
στεφανάκι
μυριόφορο του ύπνου καραβάκι

νάνι νάνι το βρεφούδι’μ νάνι
κι όπου του πονεί να γιάνει

Άνοιξη

Σκούζαμε όλη νύχτα
αυτοί δυο μόνη εγώ
άνοιξη ζώντων
και ημιθανών ζώων

Σε μία εκ των καλύτερων

Δε θασχοληθεί η ζωή αδερφέ
με τις πάνες δυο σκατωμένων
σαραντάχρονων μωρών
που αλληλοπασαλείβονται
ούτε μια φτυσιά δε θα χαλαλίσει
απαρχής ήξερε που μας εμπιστεύτηκε
στη μανούλα και στον πατερούλη
που να λέμε του γονιού το δίκιο
δε μας γάμησαν ασάλιωτους

Τραγούδα όσο μπορείς αδέρφι
όσο πιο δυνατά μπορείς σου λέω
εκειό το παληκάρι απ τα Σφακιά
και τρέχα τρέχα τρέχα τρέχα
τον έχει καπαρώσει ολούθε το θεό
να μας έχει στο σημάδι η πουτάνα
ωσότου ξεφασκιώσουμε το θκο μας

Κυριακή 4 Απριλίου 2010

Είπαμε ρε παιδί...

...αλλά και συ το παραεπαναστάτησες το πράμα...είπαμε στο απλό είναι η μαγκιά δε θέλει πολλά χρώματα και σχεδιάκια γιατί το μάτι χάνεται και δε μένει τίποτα... μια χαρά διάλεξες και το χρώμα κόκκινο πιονέρικο... αλλά ρε παιδί το παρααυτό σε ξαναλέω ούτε μια διεύθυνση, ένα τηλέφωνο σταθερό, κουνητό κάτι ρε Χρίστε Ανέστη πώς θα σε βρούνε έτσι...τζάμπα τ'αναπτηράκια ρε παιδί...κρίμα

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Μπορεί να μην παένει με το πνεύμα...

...αλλά με το γεύμα των ημερών κι απά δα κι απά κει, ταμ μπιριντζί είναι

Ακούτε βδε άσπρα παχουλά, ακούτε στη σειρά πως δεν το σφάζουν το μαύρο πρόβατο, μπορεί και να προλαβαίνουμε ακόμα






Συναδέλφισσα στη γεια μας :)

...και συνάδελφε και συνάδελφε σε ξέχασα εσένα

ούτε εσύ απήργησες ασπροπροβατάκο

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Για βόδια... για μύγες

Άμα θορυβωδώς
αδύναμος λέει, ποταπός
ενόχληση θα τον επείς σαφώς

Άμα απ την άλλη αθορύβως
θα ναι το λίγο ανθεκτικός
και κατά μόνας δυνατός
ή κατά φαντασίαν ασθενής
ψεύτης και υγιής

Αχ μωροί ανθρώποι, υγιείς
για βόδια μας σταβλίζετε
για μύγες μας μολάτε
ανθρώπου αρρώστου το πορτί
αμεταφράστως πώς
θα εγινεί να το χτυπάτε;

Σιώπα εσύ κακεντρεχή
πως είναι μας βαθύ το χάλι
Δεν επιστεύω σε… ζαμέ!
Σταμάτα να κουνάς με το κεφάλι
Πώς είπες;
ας είν και μεταφραστικώς
μόνε το πορτί να ψάχνουν;
Πώς είπες;
διεκπεραιωτές των ανθρωπίνων οι ανθρώποι
μα οσονούπω πληρωτές σε τούτο το ρημαδοτόπι;
Πώς είπες;
λαπαδιάσανε μέσα μας τα συμφωνημένα
κείνα τα σκότια μοναχά ελπίδα για τα δεδομένα;
Πως είπες;
Για δε μου μιλάς;
Τι τάχα ζωγραφίζεις;
Ένα σωρό μηδενικά
κάτι σαν μαύρες βούλες
χέρια ξανοίγουν μοναχά
Πώς είπες;
άρρωστες σβησμένες νούλες;
Μα πόσο πια κακεντρεχής;
Πώς είπες;
Όι;

Ναι όι… κακεντρεχής
Κακεντρεχές…το βόδι

Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Για να κοιμηθώ

Διάλειμμα σήμερα
από εύκολες δειλές εικόνες
για πουλιά σκυλιά και δέντρα
που αργοπεθαίνουν
με κυνηγάνε σήμερα
τα παιδιά
μ ΄έχουν τσακώσει απ το φουστάνι
με τραβάνε
με χτυπάνε
με φτύνουνε
γδέρνουν με ψάχνοντας για τσίπα
και για το φιλί που το βαλα μες στον κύκλο
για να χουν κίνητρο συμπερίληψης
στ’ ανθρώπινα
παιδιά που βλέπουν με ταυτιά
κι ακούνε με τα μάτια
παιδιά που φιλάνε γλείφοντας
κι αγκαλιάζουν με τα βλέφαρα
παιδιά που χαϊδεύονται και βυζαίνουν
το χέρι που τους στέρησα
παιδιά που διαλύουν πρόσωπα
σε μάτια φρύδια και στόματα
θυμωμένα και ζωγραφίζουν
τρόμο καθάριο για το όριο
και τις κραυγές που συνοδεύουν
τον ισόβιο χορό του
αγρίμια που δαγκώνουν στο σβέρκο
κάθε π'ανασαίνουν
ζωές ενταγμένες ενοχικές μικρούτσικες
που πηγαινοέρχονται
λυπούμενες κοιτάζουν
υπομένουν επιμένουν
απομένουν ότι μπορούν
κάνουν ότι μπορούν
γυαλίζοντας καθημερινά τα παράσημα
της ηρωικής τους προσπάθειας
ιεροφάντισσες της ομαλότητας
της σωτήριας αποκτήνωσης
Για σένα σήμερα
Νίκο Περικλή Γιάννη
Χαρούλα κρεμάω ψιθυριστά
λίγα μπαλόνια και δυο πανιά
σαπουνόφουσκες καθαρμού
να διασκεδάσουν τα κάγκελα
του πολιτισμού μου
για μένα
για να κοιμηθώ

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Νιοφτέρουγη θα την επούμε

Της το φιλούσε με θυμό
στο μαύρο της χρυσάφι
δεν ημπορούσε τον καημό
ζωή αφτέρουγη πως θα χει

της το φιλούσε η ανθρωπιά
που άσπρη με γερά φτερά
θάλασσες κι ουρανούς γυρνούσε
τις βούταγε τους έπιανε
όποτε το ζητούσε

Εσυμφωνήσαν το λοιπόν
σκοταδιαστοί καπεταναίοι
το μπλε να μαγαρίσουνε
φτερούγες να τσακίσουνε
Θεό να εκδικηθούνε

Έπεσε πρώτη μια μικρή
που του σμαριού της τις φωνές
απ το πρωί αψηφούσε
τρελλή τις θάλασσες ρωτούσε
κι αυτές την έστελναν στους ουρανούς
κι όλοι μαζί νονοί της έλεγαν
το λιόγερμα θα ρθούμε
Νιοφτέρουγη θα την επούμε


Βούτηξε μέσα στο κακό
κι οι θάλασσες κι οι ουρανοί
μον' εκοιτούσαν κι έκλαιγαν
και τούτη ετσιμπιότανε
μαδιόταν ξεπουπουλιαζότανε
και κείνοι εκοιτούσανε
κοιτούσανε τη και κλαίγανε
πως πάλευε τα μάτια τους
ν' ανοίξουν να τη δούνε
από φτερά και πόδια και ουρά
να τήνε απαλλάξουνε
μια μπάλα να την κάνουνε
γι’ αυτό το δείλι μοναχά
ζωήχαρη σε μια στεριά
για μια φορά να την πετάξουνε

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Μουνίτσα μου σουσουραδού

Μουνίτσα μου σουσουραδού
ότι σε κόβει βγάλτο
τραγούδησέ το του φελλού
αβτζούδικα το σάλτο


να θυμηθεί πως με πορδές
κόκκινα δε θα γένουν
βαρέθηκαν οι πασχαλιές
σταυρό να περιμένουν

Πιστρέφαμέ το και που λες
τσιπουρακίου σώνει
τέσσερις κούκλες αλαφρές
άδοντας τελειώνει

η πρώτη γύρα επιτυχώς
μα δόξα στην υγειά μας
την ήττα κεραστήκαμε
νωρίς παραγγελιά μας


και τώρα που θα πάρουμε
εμείς την κατηφόρα
συ πες μας που τα έδωκες
ενέχυρο στην μπόρα

ξέρεις μωρέ μη βάζεις με
να στα λιανίσω άλλο
μ’άμα σου φέξει και τα βρεις
σου χω τρανό ρεγάλο

γιατί οι χειλάρες μας φελλέ
συνάντησης λειμώνες
χρωστάνε ζήση στη ζωή
άνοιξη στους χειμώνες


Άιντε και του χρόνου με υγεία :)

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Με τα δόντια μου
θα στο κόψω το χέρι που δε μου δωσες
τ’ άλλα άστα σε μένα
μαχαίρι πληγή αίμα ζεστό
να γράψει δρόμο διαφυγής
στρίβε λέμε σε κρατάω γερά στα δόντια
εσύ μόνο στρίβε το μαχαίρι στην πληγή
όπως κάθε πρωί που σηκώνεις τα περιστέρια
να πάρω το βλέμμα μου απ τα παπούτσια μου
και μετά στο διάλειμμα ξανά να μη βλέπω τα νερά
που ακολουθούν τις ψυχές στο σχολείο μένοντας στάσιμα
μόνο τα περιστέρια που γύρα γύρα με φέρνουνε
σήκωσε να λένε τα μάτια εδώ, εδώ λίγο, λίγο πιο πάνω απ τα κάγκελα
και πάνω απ τις αποθήκες εδώ, εδώ πιο πάνω απ το γιαπί και τα μπάζα
και τις διαφημίσεις εδώ πιο πάνω λίγο, κορίτσι, απ τις κεραίες
εδώ για σένα γυρίζουμε ανάσες μας είπε να σου πεταρίσουμε
εδώ πίσω είναι με το καλάμι του σε σένα μας στέλνει ασπρόμαυρες έννοιας πινελιές
και κάποτε πολύχρωμες όσο ξεμακραίνω όπως προχτές στη σκάλα στη θάλασσα
με το κοριτσάκι που μου στειλες με τα κόκκινα πατίνια να παλεύει με τα κορδόνια του και το χαμηλοκάβαλο που της έπεφτε
να παλεύει μ’ένα χέρι και με το άλλο να τραβολογάει τον αδερφό της να μην πέσει
κι εκείνος να πηγαίνει μπρος πίσω μαζί της κι οπα, όπα να της φωνάζει και να γελάνε τους είδα μας είδα γέλασα
και μπάλα αμέσως στον έφηβο να δοκιμάζει τη βάκα τη δεμένη να βάζει το ένα πόδι και να δοκιμάζει κι αυτήν και τ’ ανοίγματά του
πιασμένος απ το φανοστάτη και το κίτρινο φως να τον λούζει
αυτός δεν γέλαγε φυσούσε και ξεφυσούσε κι ιδρωμένος θα ταν
αφού νότισαν οι αντανακλάσεις στο τζάμι του μαγαζιού θόλωσαν για ώρα
γιατί πλάτη ήμουνα όπως το πες αλλά όλο το μαγαζί αφόρητα λαμποκοπούσε μπροστά μου νίκελ απ τις κουζίνες, φώτα ποτήρια μπουκάλια κι άσπρη η νύχτα άσπρη
μ'όλα τα καλοσιδερωμένα τραπεζομάντηλα να κρύβουν τη θάλασσα και μόνο κάπου σε μαύρο σε μια πόρτα κλειστή να ξεφεύγεις με λίγο φεγγάρι αγκαλιά
να μου κλείνεις το μάτι να σε δω να τη δω να μας δω
και σα να πήγα ναπλώσω το χέρι να σε πιάσω
κι είχες βάλει το μπουκάλι μου του τσίπουρου μπροστά
κι ήταν εκεί φωτεινή γαλάζια πρωϊνή μου την έχεις φυλάξει δες δες να μου λες μπροστά σου τόσο κοντά γαλάζια λουσμένη στο φως του ήλιου γαλήνια
με είδες ξανά θολωμένη και είπες στο ζευγάρι των πενηντάρηδων να τελειώσει τη βόλτα
να γυρίσουν χέρι χέρι πιασμένοι κουκουλωμένοι να φαίνονται μόνο οι κόκκινες μύτες τους και τα γυαλιά τους τα θολωμένα από χνώτα μαζί κράτα κράτα να μου λένε μαζί

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

Σχολείο ζητάει...

...υπολογιστές χουρντάδες, μια που οι δικοί του κουβάδες μας αφήνουν χρόνους ένας ένας, που να μπορούν να γράψουν ένα κείμενο στο word να παίξουν μουσική και παιχνίδια

Όσοι κομπιουτεραίοι, κομπιουτεραίισες έχουν να προτείνουν κάτι ας επικοινωνήσουν στο μέιλ μου να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε

Πώς το λεγε η τρελοντόριν στο νέμο

παρόλαυτα...κολυμπάμε κολυμπάμε!

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

Του χάφτα του πολλά θαρρεί

άι... λαβρόπουλο
που πίστεψες το οιστρί
ξυστρί θε να'ναι

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Πρεζόνι Μπαόκι

Έξω από το γήπεδο και άμα τη λήξει του μάτσεος πλησιάζει καντίνα με βρώμικα στον μπάγκο της οποιάς μπεκροπινοπανηγυρίζουν 6 λαμόγια μπαόκια των διαρκείας στεγασμένων.

Ρε αδέρφια τους λέει βάλτε από ένα δεκάλεπτο να πάρω ένα εισιτήριο που ξέμεινα

Με βλέμμα υπό γωνία και μετά από λιγόλεπτη σιγή ο πιο μπριγιαντομένος αναλαμβάνει

Μπα ρε φίλε δεν έχουμε...

Άμαν ρ' αδέρφια... και πώς την επαλεύετε τοση φτώχεια!!! συλλυπάται το πρεζόνι και παίρνει το δρομί δρομάκι φιλώντας το κασκόλ του και δοξάζοντας

ΝΑΙ ΡΕ ΜΠΑΟΚ ΚΑΙ ΣΤΑ ΠΟΔΆΡΙΑ ΜΑΣ

Και κει που πήρε τον κατήφορο της Κλεάνθους σέρνοντας ποδάρια και συνθήματα λίγο πριν τη στάση πετυχαίνει έναν ξεμοναχιασμένο ιδρωμένο χοντρόνε αδερφό να τρώει ένα πιτόγυρο...αυνοί όχι δε λέγανε

Ρ'αδέρφι δώκε ένα δεκάλεπτο ένα εισιτήριο να πάρω που δεν έχω...μείωσε τις προσδοκίες

Ψάχτηκε ομολογουμένως ο αδερφός αλλά...

Γιοκ του λέει γκαρντάση μου τα πήρε τα τελευταία...το αίσθημα...αλλά κάτσε κάτσε έχω εισητήριο!

Με γαμάς ρε φιλαράκι...πολύ με γαμάς να το ξέρεις...δώσε να κατέβω κέντρο μπας και ρεφάρουμε...ω ρε γκίνια σήμερις που με δέρνει!

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Πούντοι οέοοοοοοο ;)

Να υποθέσω πως το ρεπορτάζ απ τον περιβάλλοντα χώρο του ταληρικού...γράψε γράψε λάτος, φαληρικού πατατρακοτηγανίου αργεί εεεεεεεεεεε;)

Φιλιά βρε στα ξεροτηγανισμένα :)

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

Ανθάκι

περήφανα ανάπηρο
ένα εγώ απτάλικο
στην άμμο θα στο ξεδιπλώνω
στου φεγγαριού τις απλωτές
σαν πάντα που θα σ' ανταμώνω

κι αν θες πανάκι θα γεννώ
κι αν θέλεις πέτρα πέτρα
αφρώνιερη σου ευχοκαλιά
απ' τα μικράτα μου παλέτα

μια λιοφιγούρα εμμονική
ατμός νερό και χιόνι
πόδια αγκαλιά που αιμοραγεί
τουφούλα γη σ'αμόνι

κι άιντε πάτα και τουφ τουφούλα
ξέρω πόσο πονεί μικράκι
κι άιντε ανάσα και γρουμφ ανθούλα
ξέρω κουτσό π'αργεί ανθάκι
μα γι' άκου το πως δωρωδεί
πονάκριβο περιβολάκι

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Σ’ακούω πια

μετά μια βδομάδα
μου άνοιξα τα στόρια
απ’ αγάπη μόναχα
ψυχούλα μου τόσο
περίσσευμα σιγουριά πως θ’ αντέξω
απ’ αγάπη φυλαχτό
ευκή σκυλίσια
σ’ ακούω πια ψυχούλα μου
με σφιγμένα δόντια να μου γρυλίζεις
κορίτσαρέ μου
απ’ αγάπη μόναχα για το Φροσί

Υ.Γ.Κεντρωτή να χεις να κερνάς να καλόπερνάς :)
Σ'ευχαριστώ

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

Συχώρα μας

γαλότσες αλυσίδα μάρκα
ν’ αντέχουν νερό και λάσπη
κι ασπρόρουχα λερά, α με μάνα
με μέλι ήλιο κι αλισίβα φως άθελο
μάσε ξύλα κόκκινες να σμίξουμε, γα με μάνα
γάλα ευχή βρόχινη απ' τον τενεκέ, πα με μάνα
πάτησέ μας να γεμίσει λάσπη θκια μας αγκομαχητά μας θηλυκά, με μάνα
με πετροβολούν ταφημένα λόγια σκόρπισα
σ'άμμο τραγούδα με ύπνο ναξιωθώ
και περιμένεις μας... ξημέρωμα να σου χτίσω, γυαλέλι
κείνο το δώμα για το φουρό και τα γοβάκια
το φως αλαφράδα να τα χορεύει
δώδεκα δεκατρία λίγα μάνα σκαλοπάτια μακριά
ρίξε μας!

τέλειωσέ μας να ζήσουμε
απόκαμα γουστερίτσα στα πόδια σου, μάνα
τέλειωσέ μας να λυθούμε
απ των φαντασμάτων σου τον τρίφτη
θρύμματα αβαρή άσπρου σαπουνιού
γαλήνες νυφοπεταλούδες απ' τα χέρια σου
να λευτερώσουμε καινούριο ουρανό
ξαναγέννα μας αλλιώς μάνα

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Προσευχή χαράματη

φαν φίριιιιι φιν φον
φαν φίριιιιι φιν φον
φαν φίριιιιι φιν φον
προσεύχονταν όλος
φουουου για φούσκα και για φύγε γκρεμός
ριιιιιι για γρίλια και μπάλα και φως

καθώς πλάκωνε ο ανήφορος
κι οι ανάσες λάκων και σταυρών
φαν φίριιιιι φιν φον
κι αλάργευε του χριστού η γέννα
και ζύγωνε ο άγιος των φορτιών
να φωτίσει ένα μπράβο βλέμμα
απ της μάνας το σκασμό των βουβών
που ρουφάει των φόβων το φλέμα

φαν φίριιιιι φιν φον
και δεν είμαι οχτώ χρονών
και δε φοβάμαι τ’ ακούμπημα των σκοταδιών
τ’ αφιόνι των φορτωμένων γαιδουριών
που ξεχωρνάνε της ορφάνιας το πέζεμα
απ τον ιδρώτα και το ταμάχι με των σκιών τ’ αγκίστρι

κι έχω σπαθιά πέντε νυχιασμένα στο καπίστρι
φαν φίριιιιι φιν φον
να χιμάνε όλα
φουουου για φούσκα και για φύγε γκρεμός
ριιιιιι για γρίλια και μπάλα και φως


δήγμα βουνίσιων γουρουνιών
φαν φίριιιιι φιν φον
ντόντου μου ακριβέ μου δον
όλα για ένα μπράβο βλέμμα
για μια κλωτσιά, της μάνας κρέμα
σε μια φούσκα από αίμα χριστούγεννο
φαν φίριιιιι φιν φον