Πέμπτη 31 Ιουλίου 2008

Πάρτυ πάρτυ πάρτυ κάθε μια βραδιά, αδέρφια!

Κοίτα ρε που βρήκαμε το μπελιά μας τώρα στα γεράματα. Δεν μας φτάναν ούλα τασυμμάζευτα έχουμε και το νταλγκά της νέας εμμονής. Άι πάγαινε ρε γραφιάκο που μου γινες και με άποψη, άι πάγαινε να συμμαζέψεις το κεφάλι σου που λες ότι σου κατέβει και παιδεύεις τον κοσμάκη, άι στα πιάτα σου κι άσε τα βαρύγδουπα, αχταρμάς και το κεφάλι σου κι η ζωή σου τι έχεις να πεις ποιον δρόμο θα δείξεις που από δέντρο σε δέντρο είσαι σκαρφαλωμένη και κεραμίδι δεν άφησες που να μην τανέβείς; Στα κάγκελα χρυσό μου στα κάγκελα σου πρέπει μαζί με τους Μπαογκτζήδες, ότι μυαλό σου απόμεινε κόλλησέ το στα κάγκελα και σταμάτα να μιλάς, σταμάτα δεν ενδιαφέρει κανέναν ο αχταρμάς σου και ταδιέξοδα και τα ίδια και τα ίδια, 42 χρονών κι ακόμα με τη μάνα σου να προσπαθείς να συμφιλιωθείς, ολούρμο ρε, ολμάζ καρντασίμ προχωράει ο κόσμος και συ πίσω να προσπαθείς ακόμα να χωρέσεις, φτάνει πια σε βαρέθηκα, φτάνει τα ίδια και τα ίδια τον κέρασες τον κόσμο πιλάφι μπόλικο με μύδια ξινισμένα, γιετέρ πια κουτσή Μαρία μας τα πες δεν αλλάζει τίποτα, πάρε την κουτσάβλα σου και τρέχα, XAXAXA... άκου τρέχα σούρσου μωρέ σούρσου όσο πιο γρήγορα μπορείς για ΄ερχονται και θα σε πατήσουν προχωράει ο κόσμος κουπούκι προχωράει το μάθαμε τώρα μικροί μεγάλοι στα καφενεία, ουστ ρε στη σπηλιά σου κρύψου, λάχανο θα σε φάνε κρύψου κοπούκι, πως το λέει μωρέ ο τούρκος ο σοφός… ιπινί κοπαράν καζιγινί τσικαράν μπορντά, κι αυτός που έκοψε το σκοινί του κιαυτός που έβγαλε το καζίκι του ούλοι αδακά, μαζεμένοι… τι νόμισες μωρέ επειδή αποφάσισες στα σαρανταφεύγα να δεις το σκοινί και το καζίκι σου και ναρχίσεις σαν το σκυλί να το δαγκάνεις το σκοινί για να ξεφύγεις, να το βγάλεις κι… α… απά δα μια φορά δάγκαμα κι… α… απά κει ξανά και στο λαιμό κι… ά… λίγο ακόμα απαρακάτ τράβηγμα και δάγκαμα, και τράβα και πάτα και δάγκα το σκοινί και το λαιμό, το κατάφερες…μεγάλη δουλειά ωρέ κοπούκι, κοπρόσκυλο ήσουν καζικωμένο κοπρόσκυλο τώρα δαγκωμένο να τρέχεις και να το σέρνεις το σκοινί και το καζίκι και κείνο να σε χτυπάει στα πλαϊνα κι όσο να τρέχεις τόσο να σε χτυπάει θα το κουβαλάς το καζίκι σου θα το σέρνεις και θα φαίνεται, κουρνιαχτό θα σηκώνει…οι κόπροι πεθαίνουν καμάρι μου άιντε 17, 18 χρόνια το παλεύουν και μας χαιρετάνε, κόπρος και κουτσός και στραβός και σαρανταφευγάτος …στον Άγιο Παντελεήμωνα χρυσό μου μπας και σελεήσει…αργήσατε δεσποσύνη το πάρτυ τέλεψε...Α, ΠΑΠΑΠΑ, σήκωσε πάλι κεφάλι ο Χιτλερίσκος ή με φαίνεται της ξανθιάς, ποιο πάρτυ μωρέ τέλειωσε που ξέρεις εσύ από πάρτυ ποιονε άφηνες να σε πλησιάσει και να τολμήσει να σε καλέσει σε πάρτυ καρακακιασμένο μια ζωή που θα με δώσεις και συμβουλές και πρόσεχε θα σε φάνε λάχανο, μόνο εσένα πρέπει να προσέχω χολιασμένο μόνο εσύ μπορείς να με φας και λάχανο και πατσά ψιλοκομμένονε να με κάνεις μπορείς, και νατακυρώσεις όλα… ξέρεις να λες τέλος πριν καν αρχίσεις την έχεις τη μονοκοντυλιά μια ζωή να με κυνηγάς με το δε φτάνει δε φτάνει τόσο, δεν γίνεται έτσι πιο γρήγορα πιο γρήγορα πρέπει, τρέχα πιο καλά δες τους άλλους δες, δεν τους φτάνεις μαλάνιασες σαράντα χρόνια μαλάνιασες… ναι βρε σαράντα μόνο σαράντα, σαρανταδυό και σαρανταδυο μας έπρηξες άλλους έξι μήνες θέλει για τα σαρανταδυό μισόν άνθρωπο γεννάς σ έξι μήνες αρκεί ναταποφασίσεις …νάτο νάτο έτοιμο πάλι να τη ρίξει τη χολή σε ξέρω βρε επίτηδες το πα για να σε δω ναλαφιάζει το μάτι σου , ναι ρε δεν ταποφάσισα σαράντα χρόνια και να σου πω κάτι τσακαλάκο περήφανη είμαι που δεν ταποφάσισα γιατί κατάλαβα ότι δεν μπορώ ναποφασίσω και δεν το γέννησα γιατί ήξερα ότι πολύ θα το παιδέψω αναντίμ ρε, αναντίμ για το ξερα με σένα αφεντικό στην πρώτη στραβοτιμονιά θα του λέγαμε πως το χασε το τρένο όπως εκείνη η σοφή η δασκαλίτσα που πε για το κορίτσι πως το χασε το τρένο... Τετάρτη δημοτικού ήταν και δυσκολευόταν με τους δεκαδικούς και τα κλάσματα και την έβγαλε την απόφαση η δασκαλίτσα και την απόφαση και την ποινή και τη χολή, αλλά έπεσε σε τσακάλι μάνα που την έβαλε στη θέση της, δεν πειράζει της είπε ακόμα και να το χασε αυτό το τρένο …πολλά ακόμα την περιμένουν στο σταθμό και φεύγουν συνέχεια …είναι απόφαση, απόφαση συνειδητή να μην αποφασίζεις τσακαλάκο, ευθύνη είναι δεν ειν φταίξιμο…όπα όπα γύρισε το μάτι δύσκολα σου βαλα μωρέ το ξέρω απ το άσπρο μαύρο, απ το καλό κακό απ το ξέρω δεν ξέρω απ το μπορώ δεν μπορώ απ το φοβάμαι δε φοβάμαι, απ το φταίω δε φταίω… δεν είναι απέναντι γιαβρί μου ούλα τούτα συνέχεια είναι σε μια γραμμή είναι δε θα χρειαστεί να κάνουμε κανά άλμα τελείτσα τελείτσα θα τη φτιάξουμε τη γραμμή και θαχουμε περάσει απέναντι χωρίς να το καταλάβουμε…που λέει ο λόγος μανάρι μου σαράντα χρόνια ταχουμε ακόμα …άιντε έλα κουραστήκαμε πάμε κι έχει πάρτυ στο νατασσούκο πάμε που σε λέω καλοκαιρινό δροσάτο σαν γρανίτα λεμονοφράουλα, πάμε να μας τρατάρει το κορίτσι!!!

Τρίτη 29 Ιουλίου 2008

Μα το θεό βρε χαρά μαυτό τόνειρο ζω να μπορέσω να πω στα πενήντα να μπορέσω να πω στα παιδιά, ότι τίποτα δεν ήταν χαμένο, κανένα κλάμα και κανένας λυγμός και κανένας πόνος τους δεν ήταν χαμένος, δεν πήγε τζάμπα, δεν πήγε στράφι και να το πω νηφάλια θέλω, μετά λόγου γνωσις, χωρίς ποτό... πρωί να τους το πω θελω, πρωι με τα μαλιά μου άσπρα και καρφάκια, να τολμήσω να με δω στον καθρέφτη και να με δω όμορφη με τάσπρα μου και τις ρυτίδες μου και τα σημάδια μου και να τους πω ...'οχι στα δικά μου παιδιά, στα παιδιά του κόσμου να πω...και να μαι σίγουρη να μαι σίγουρη πως τίποτα απ τον πόνο κι απ τα δάκρυα κι απ το χτύπημα δεν πήγε χαμένο...και να τους πω να δουν κατάματα την ανατολή και τα χρώματα και τη χαρά για το καινούριο, το άσπρο το παιδεμένο, μόν σίγουρη να μαι, θέλω


Θα σκάσω, μα το θεό θα σκάσω γιατί κι αύριο θα ναι το ίδιο, το ίδιο το προσκλητήριο θα κληθούν όλα, όλα τα κομμάτια...
αστράγαλοί παρόντες, πονάνε
γόνατα εδώ κι αυτά και πονάνε
μέση αδακά, αδακά και πονάει κι αυτή
ώμοι, ώμοι είπα κιχ...ώμοι θα σας βγάλω στην αναφορά παρουσιάστε είπα, παρόντες αφεντικό παρόντες και πονούντες κι οι ώμοι...
έμεινε τίπουτις άλλλο που να μην αναφέρθηκε, σαν κάτι να κινήθηκε...
ισύ εκινήθης νέος εκινήθης, και γιατί εκινήθεις, έχς τίπουτα ναναφέρεις κι εκινήθεις ωρέ ψάρακα...
κιχ... ου νέους... άκουσε τη φωνή και κρύφτηκε, τι να πει ου δούλιος μια ζωή πονεμένος και κιχ...
καλά που ναι κι οι αστράγαλοι κι η μέση κι ώμοι οι πουνεμένοι και δεν ακουγόνταν ου νέους στην αναφορά

Άχ, ρε Λαυρέντη και πως γίνεται καμάρι μου να πεθάνεις μια φορά καλύτερα απ την πρώτη... δε γένιται Λαυρέντη ή πεθαίνεις ή δεν πεθαίνεις καμάρι μου και μεις οι παλιοί στρατιώτες αντέχουμε, γαμώ την πουτάνα μου δεν πεθαίνουμε, γιαλαντζί κι ο θανατός μας γιαλαντζί, αντέχουμε Λαυρέντη, αντέχουμε να πονάμε, συνηθίσαμε!

Δε θα σε ξαναπώ

Μπουχέσα τον έλεγε και κεφάλα και ζερβοκουτάλα...κι ήταν ο αγαπημένος της, ο καθείς με τον τρόπο του κι η μάνα με το χωρίς της, κάτι ανάμεσα σε αγάπη και χουμόρ, ενήλικο... να ετοιμάζονται τα παιδιά για, είναι δύσκολα εκεί όξω, να μην τα βγάλουμε και χαλβάδες, από γεννησιμιού η εκπαίδευση στην αλήθεια, απ το μπουσούλημα κι ο κεφάλας να χτυπάει όλη τη μέρα την κεφάλα του στο παράθυρο τανοιχτό που ήταν κάτω απ το πάρκο του και μπρος πίσω και γκντουπ και μπρος πίσω και γκντουπ ώρες ατελείωτες κι επιτέλους να τελειώνουν οι δουλειές και κανα μυξωκλάμα πότε πότε αν του ξέφευγε και τη βαρούσε πολύ την κεφάλα του και τότε πήγαινε να τον δει στο πάρκο και του δινε την αγαπημένη του κορδέλα την κόκκινη και την τσάκωνε με το δεξί καιτην έκρυβε στη χούφτα του και με το ζερβί την έμφάνιζε σιγά σιγά και ωωωπ, μόλις την είχε πια στο ζερβί την κούναγε μπρος στα μάτια του κι αλληθώριζε και χαμογελούσε ο ζερβοκουτάλας και χαίρονταν... κι όλες οι δουλειές γεννότανε. Και κει γύρω στο χρόνο , άρχισε νανησυχεί που το παιδί δεν στεκόντουνε και μόνο καθιστό ήτανε ολημερίς και δεν του την έδινε πια την κορδέλα μον την έδεσε στο πάρκο και κείνος για να τη φτάσει πιανόταν κιάρχισε να στέκεται, ο μπουχέσας τα κατάφερε έλεγε κι άμα τον ερωτήσεις και τον ίδιο ούτε που θα το θυμάται το μπουχέσας... και τη ρώτησα προχτέ γιατί τον έλεγε έτσι και τι θα πει και μου πε ε, όχι με την έννοια της λέξης και την ξαναρώτησα ποια έννοια τι θα πει γιατί τον έλεγες έτσι, ε, μου πε φοβητσιάρης γιατί όλα του ταργησε και μουλωχτός πάντα ήταν και λέξη δεν του παιρνες μουλωχτός και πεισματάρης εκείνο που θελε εκείνο θα κανε και χωνότανε μες στο δωμάτιο κι όλα τα παιχνίδια του φύλλο και φτερό τα κανε κι όταν τελείωνε τη δουλειά της και πήγαινε να του ρίξει καμιά ματιά και βλεπε όλη την καταστροφή άνοιγε τη στοματάρα της κι άρχιζε το σιχτίρι και κείνος χεσμένος απ το φόβο του άρχισε να γελάει μπας και την εξευμενίσει κι έκανε να τον τσακώσει μα παραπατούσε πάνω στα διαλυμένα αυτοκινητάκιά και τις ρόδες και τις πόρτες και κείνος γέλαγε περισσότερο, είναι αστείο να βλέπεις τη μαμμά σου να πέφτει και έβρισκε ευκαιρία να σηκωθεί και να τη σκαπουλάρει. Μα και κείνη... εκεί που σκόνταφτε γέλαγε και κείνη, κι ο μπουχέσας έλεγε τη γλιτώσαμε τώρα και παίζουμε κι άρχιζε να τρέχει μες στο σπίτι ...μα που να την εγλιτώσεις μέσ στο σπίτι σε κάποια γωνία τον ετσάκωνε και που σε πονάει και που σε σφάζει αγαπημένε μου. Ώσπου έμαθε την πόρτα ο μπουχέσας και κει που άρχιζαν τα γέλια, την άνοιγε και βουρ τις σκάλες κάτω, αλλά κι η μάνα το κατόπι να τον ετσακώσει, κι η ναργκίς πιο πίσω να μπαίνει στο τσάκωμα επάνω και να της λέει δώσε καμιά και σε μένα να ξεθυμώσεις κι άμα τον ερωτήσεις το ζερβοκουτάλα τίποτα απ αυτά δε θα θυμάται γιατί και γιαυτόν είναι η αγαπημένη του η μάνα...ο πατέρας δούλευε κι όταν γύριζε το λίγο που γύριζε τη θυγατέρα κανάκευε, τα κορίτσια έχουν ανάγκη από χάδια. Μέχρι που μπήκε στον πύργο στην παιδική χαρά, εκείνους τους πύργους από σίδερο τους πολύχρωμους με σίδερά κάθετα κι οριζόντια και κενό στη μέση και βρήκε ένα κουτάκι που χωρούσε η κεφάλα του και χώθηκε ο ζερβοκουτάλας και πολύ το πανυγήρισε που τα κατάφερε κι η ναργκίς απέξω να τον κοιτάει και να γελάει που νίκησε ταδέρφι κι έπαιξε μέσα στον πύργο κι ανεβοκατέβηκε και θριάμβευσε ο μπουχέσας τα κατάφερε δε φοβήθηκε. Κι ανέβηκε ντάλα ο ήλιος κι ήθελε να βγει και να γυρίσουν πίσω κι άρχισε να ψάχνει το τετραγωνάκι που χωρούσε και να βάζει την κεφάλα του και να μη χωράει σε κανένα τετραγωνάκι και να κλαίει και να φουσκώνει το μυνήγγι του και να σφηνώνει στα τεραγωνα του πύργου και να κλαίει και να σφηνώνει και να κοκκινίζει και ναλλάζει τετράγωνα και να μην τον χωράνε και να ιδρώνει να κλαίει και να κοκκινίζει τρία τέσσερα χρονών πρέπει να τανε, και τότε άντεξε και βρήκε την τρύπα που μπήκε τελικά και βγήκε , όταν ήρθε η αγαπημένη του η μάνα και τον ηρέμησε και δεν τον μάλωσε μόν του λεγε έλα παληκάρι μου όπως μπήκες, κάπως μπήκες θα βγεις, θα το βρείς, εγώ είμαι εδώ κι έτσι τον γλίτωσε και όταν χώθηκε στα χρέη και σιωπηλός πήγε να το βγάλει πέρα...μα δε γίνεται καμάρι μου δε βγαίνει πέρα το φορτιό, όταν είναι πολύ, μοίρασμα θέλει κι έσκασε το κεφάλι του του μπουχέσα απ το ζόρι, στην κυριολεξία έσκασε...ανεύρισμα λέει, εκ γενετής κι ήταν η δευτερη φορά που δε φοβήθηκε και του δειξε εμπιστοσύνη του απατεώνα και τον εκαθάρισε σαν αυγό ο αλήτης, αλλά, το πήρε πάνω της η μάνα και τον χάιδεψε και του πε δω είμαι κι έλα γιαβρί μου όλα θα γίνουνε, με το σκούφο και τα πατούνια της στην εντατική μέσα να τον χαϊδευει και να καταπίνει τα δάκρυά της μην τυχόν και την ακούσει και φοβηθεί, μόν σήκω να σε δω στα πόδια σου ξανά σήκω παληκάρι μου, δεν είν παιχνίδι τούτο μη μου κρύβεσαι άλλο, πες μου, σήκω και μαζί μαζί θα το πατήσουμε το κακό, μη μου φοβάσαι άλλο δε θα σε ξαναπώ μπουχέσα, αστείο έκανα δε θα σε ξαναπώ.


Δευτέρα 28 Ιουλίου 2008

Τράβηγμα το μανίκι...και μπουου!

Έλα, έλα...και σου χω παιχνίδι
...
Έλα μωρέ σοβαρέ, δε βαρέθηκες...παιχνίδι σου λέω
...
Έλα καινούριο είναι, θα δεις θα σαρέσει
...
Καινούριο...ε όχι καινούριο το ξέρουμε δε θα παιδευτούμε, έλα
...
Έλα, μωρέ σαν τα παλιά τα μπουου, τότε που σου τραβούσα το μανίκι να μου πάρεις
...
Α, θα θυμώσω ούτε τα μπουου δε θυμάσαι τα παγωτά μωρέ της μηχανής που τρώγαμε...εντάξει δε σαρεζαν εσένα... που έτρωγα, πότε δεν είπες όχι όταν σου τράβαγα το μανίκι...έλα, μπουου
...
Έλα μωρε βγάλε αυτά τα γυαλιά να δω τα μάτια σου να καταλάβω, έλα παιχνίδι σου λέω
...
Καλέ σταμάτα είπαμε τα γυαλιά να βγάλεις κι εσύ έβαλες και την τραγιάσκα, σταμάτα παιδί δεν έχει τόσο ήλιο πια, έλα
...
Α καλά... απ το καλό στο καλύτερο και την Κυριακάτικη τώρα ανά χείρας, που πας και συ ρε Καραμήτρου να ζητάς παιχνίδι κυριακάτικα, τα νέα τρέχουν, η ενημέρωση...έλα μωρέ ένα διάλειμμα θα ναι για λίγο
...
Εντάξει και γύρισμα πλευρό στην ξαπλώστρα...κιχ, αλλά ξεκάθαρος...άι πάγαινε ρε απά δα...θα παένω εντάψει, εσύ θα χάσεις το καινουριοπαλιό παιχνίδι...και θα το χορέψω μονάχη, γιατί έχει και μουσική το παιχνίδι, με τα δυο μου δάχτυλα το δείχτη και το μεσαίο θα το χορέψω, βαλσάκι είναι, βαλσάκι για σαρανταφευγάτους...ελάτε καλά μου δαχτυλάκια σε λάμδα σταθείτε, έτοιμα; Πάμε!

Έλα να παίξουμε όνειρο, ζωή, έλα ένα όνειρο με μουσική, μαζί με φως με χρώμα ζωή που να θυμίζει χαρά παιδική. Έλα να παίξουμε όνειρο ζωή και να ναι τόνειρο ως μάνας φιλί, μαζί με γεύση και με οσμή που να μυρίζει βανίλια ζωή. Να παίξουμε τόνειρο με μάνα τη ζωή να το χορέψουμε με μουσική, χωρίς γιατί, με πώς παιδικό, με πόσο πολύ με τώρα γιαρχή, που να θυμίζει γραφή παιδική, που να μυρίζει μαστίχα ζωή, έλα για τόνειρο μένα χορό, μαζί κι δυο μαζί με ρυθμό νακολουθάμε σκοπό αλλότινο. Να βάλουμε όνειρο ξανά στη ζωή να το ακούσουμε με μουσική, χωρίς γιατί, με πώς παιδικό, με πόσο πολύ με τώρα γιαρχή. Έλα μαζί με χρώμα κι οσμή σα ναναι πάλι βανίλια η ζωή, έλα μαζί με γεύση κι αφή να κάνουμε μάνα ξανά τη ζωή έλα ξανά, να πιούμε ζωή ως να ναι πάλι παιχνίδι, μαζί.

Άρωμα γυναίκας

Δε μπορεί ρε γαμώτο , δε μπορώ να το χρεωθώ όλο εγώ, δε μπορεί να φταίω και για τα φύλλα που κουνιούνται, ναι τα φύλλα απ την κλαίουσα που ναι λεπτά και πολλά και ξεραίνονται εύκολα και μένα φυσηματάκι ένα λίγο λίγο αεράκι πέφτουν και γιομίζουν την αυλή που λεγε η γιαγιά του Δημητρού κι ανασκουμπωνόταν τη σκούπα και σκούπιζε με μανία να τα διώξει να την καθαρίσει και τον αγροιοκοίταζε το Δημητρό και δεν του χαμογέλαγε κι έπαιρνε και κεινος τη σκούπα τη μικρή να βοηθήσει να το διορθώσουν και μου τολεγε και γελούσε, πως γύρω στα 18 συνειδητοποίησε πως δεν έφταιγε εκείνος για τα φύλλα που πέφταν...πόσο ίδιοι είμασταν στερημένοι από κανάκεμα κι από χάδια λειψοί από αγάπη και μόνοι, κουρασμένοι και κάτι μας έφταιγε πολύ κάτι δεν κόλλαγε κάτι ψάχναμε και συναντηθήκαμε τις ενώσαμε τις μοναξιές και την κούραση και σερωτεύτηκα αχ πόσο... κι αφέθηκα μαζί κι από βραχάκι , τι άκι βράχος ακλόνητος πέτρα συμπαγής, μασίφ έγινα φτερό σακολούθησα στον αέρα γιατί κι εσύ ήσουν μόνος αλλά στον αέρα, φτερό στον άνεμο ήξερες να χορεύεις να γυρίζεις και να πέφτεις και να σηκώνεσαι να γελάς ήξερες και να κάνεις και τους άλλους να γελάνε και μέκανες και γέλασα αχ πόσο γέλασα και στο χρωστώ πολλα σου χρωστώ, γιατί ήταν βαθύ το πηγάδι και μαύρο και κρύο γαμώτο πολύ κρύο, υγρό πάντα και γω να τρίβομαι στα πλαϊνά του για να ζεσταθώ κι αυτό να μαδάει εκείνο το πράσινο το αηδιαστικό το υγρό και να με βάφει ολόκληρη και φορές φορές μετά από μήνες στο πηγάδι απ την πείνα κι απ τη δίψα να το γλείφω αυτό το πράσινο για να χορτάσω και να πιω έστω αυτό το πράσινο, τη μούχλα να πιω και να το τρώω και να με τρώει και να το πίνω και να με καταπίνει ολοπράσινη να γίνομαι απ τον εμετό...να σαι καλά με γλίτωσες τότε κι ούτε του δωσες σημασία του εμετού και με φίλησες με χάιδεψες με κανάκεψες όσο ήμουν ξαπλωμένη και με πήρες και πετάξαμε για λίγο και κει κάπου στον αέρα έγραψες... με τα λόγια σου θα τα πω που τα ψαχνα τις προάλλες προσπαθώντας να βρω που χαθήκαμε τι λάθος έκανα εγώ πάλι και γέμισε η αυλή φύλλα και δε μου φτάνει η σκούπα μου να την καθαρίσω κι είσαι και συ δίπλα και σκουπίζεις με μανία και κουνάς και το δικό μου το χέρι και έλα μου λες θα την καθαρίσουμε κι είναι βουνό τα ξερά βουνό και με πνίγούν κουράστηκα κουράστηκα σου λέω κι όσο σε βλέπω να σκουπίζεις και να ιδρώνεις και να ξεφυσάς τόσο κουράζομαι βουνό βουνό είναι να ερωτεύεσαι ναγαπάς να δίνεσαι να χάνεσαι... να χάνεται το εγώ στο εμείς να σκορπίζεις κομμάτια να γίνεσαι για να βουλώσεις τις τρύπες κι αυτές όλο και να ξεφυτρώνουν και νανοίγουν το στόμα τους να σε καταπιούν...βουνό σου λέω είναι να προσπαθείς ναγαπήσεις γιατί και συ δεν ξέρεις δε σου παν δε σου δειξαν πως και να το λες το γαμημένο αυτό που δεν άκουσες πότέ να το ξεστομίζεις και να ξέρεις πως δε θα μπορέσεις να το πάρεις πίσω ΠΟΤΕ δε θα μπορέσεις... και συ ναναρωτιέσαι, αλήθεια ακόμα αναρωτιέσαι αν είναι έρωτας αυτός γιατί φοβ'ηθηκες να μην ξανακαείς πόνεσε πολύ το ξέρω...πόνεσες τότε το ξέρω, πονάει να καίγεσαι μόνος κι αφήνει πληγές που πρέπει να γλείψεις μόνος και σημάδια που δε σκουπίζονται δε φέυγουν...πονάει ο συνειρμός, μάστορα...πονάει ναγαπάς όπως θέλεις κι όπως ξέρεις... για θέλει δυο η αγάπη, θέλει μαζί κι εγώ βιάστηκα το ξέρω ήμουν πιο διψασμένη και πιο πεινασμένη από σένα, ήθελα πιο πολύ... αλλά δε μπορεί, δε μπορεί ότι ο έττερος ζητήσει ότι ποθεί ότι προσφέρει να ναι αγάπη αλύπητη ναναι αγάπη βίαιη οδοστρωτήρας που τα σαρώνει όλα τα πατάει τα σκοτώνει...πια μωρέ πια σκότωσε τα φύλλα τα ξερά, αφού όλα τα χες κρυμμένα και φυλαγμένα για σένα, γιατί το ζησες εσύ κι είπες δε θέλω να το ξαναζήσω ΠΟΝΑΕΙ και το τανγκό το φύλαξες...το χες χορέψει, εκείνο που ούτε τόλμησα να στο ζητήσω, το τανγκό που δε με κέρασες γιατί φοβήθηκες μη σε πατήσω...θυμάσαι εκείνα τα καρναβάλια που σού πα έλα να προσπαθήσουμε...στα δέκα χρόνια πρέπει να τανε , το καράβι είχε αρχίσει να μπάζει νερά, από τότε, και στο πρώτο στραβοπάτημα, άρχισες να με τραβάς και να μου λες ακολούθα με ακολούθα το βήμα μου κι ούτε άκουσες την ανάσα την πνιγμένη το λαχάνιασμα και την αγωνία και σου άφησα το χέρι και σουπα άσε δεν μπορώ και συ ούτε ρώτησες γιατί, ούτε σου πέρασε απ το μυαλό ότι έτρεχες και συνέχισες να χορεύεις με μιαν άλλη ντάμα έμπειρη γρήγορη, τη μια τη δική σου τη χαμένη την ιδανική, αφού εσύ ήξερες γαμώτο... για δε μου το μαθες για δε με περίμενες...και το κλαψα εκείνο το τανγκό το κλαψα πολύ... κι ακόμα το κλαίω, με ενοχή και ζήλεια και πόθο...κόκκινο είναι το βλέπω.



Τετάρτη 16 Ιουλίου 2008

Φτου, φτου, φτου!

Αν υποψιαστώ ρε Ζερβέ ότι τα πολλαπλά αψιού δεν είναι γιατί με καλομελετάνε, ο πόνος στο σβέρκο δεν είναι απ τις αθλοπαιδειές και τα δέκατα δεν είναι απ την τρέλα ή μια ύστατη προσπάθεια εξισορρόπησης με τις εξωτερικές θερμοκρασίες...και με κόλλησες γρίπη, διαδικτυακή θα κάνω ανακοίνωση σε συνέδριο για την κρυμμένη αμεσότητα του μέσου...σαν νανέβηκαν τα δέκατα με φαίνεται κι έχω χάσει και το μάτι το πολίτικο, θα το βρω βρε και θα το κοτσάρω εκειά κάτω απ το μοχίτο σκασμένα κρυφογαλανομμάτικα και φτου σκουληκομυρμηγκότρυπα θα λέω κάθε που γλιέπω 2 στους χρήστες, φτου φτου φτου τρις θα φτύνω στον κόρφο μου...τι έκανα βρε μια ρακέτα έπαιξα μέναν ωραίο νέο, φαγωθήκατε και θα χάσω και το ραντεβού του Σαββάτου!!!
Αψιού αψιού και γκούχου γκούχου...α δεν είναι αστείο... φτάρνισμα και βήχας συγχρόνως... δε θέλει και πολύ ο άνθρωπος για να το πει το ποίμα που λέει κι ο πατέρας...τι βρε αυτό ειν το ζητούμενο να πει το ποίμα το ρουλιώ πείτε το βρε, αμαν είναι να τη γλυτώσουμε τη γρίπη να το πει...σάματις τι...ούλοι μια ευκαιρία για τον παράδεισο δεν ψάχνουμε;))))



Powered by eSnips.com

Άλλος για Καστελόριζο

Μέσα Ιούλη και πουφ πουφ και δεν αντέχω, μας γάνιασε και φέτος και φουλ η γκρίνια μαζί με τα αιρκοντίσια ...τον εσβήσαμε τον περσινό καλόπαιδα τον Ιούνη με το χοντροκαύσωνα απ το έμπα του καλοκαιριού και παραπονιόμαστε για τα φέτος, ζέστες και χαζά, φωτιά θα πέσει να μας...όι όι φωτιά, κάτι άλλο ρίξε και σύ, αμάν με τις τιμωρίες και συ, νισσάφι πια... καν και κομματάκι υπομονή θα μάθουμε να χαιρόμαστε κάποια στιγμή!!! Αλλά και πως να χαρείς άμα η σφαλιάρα παένει σύννεφο και σκύβεις ναποφύγεις τη μια και σου ρχεται η άλλη και φλαπ η καρπαζιά και γκντουπ η κουτουλιά και μπαπ μπαπ μπαπ τρια μπουνίδια γρήγορα απανωτά και πάρτονε κάτω τον αγωνιστή. Πως να σαι ευχαριστημένος βρε θε μου μαυτά που χεις όταν και λιγοστά είνι και ξαφνικά εκεί που πα να πεις δόξα, για σένα να το πεις, σου βάζουν το χέρι μες στην τσέπη και στα παίρνουνε στο πιτσ φυτίλι και βόηθα Παναγιά μου ξανά...καλά που ναι και η Μαρία κατανοητική πάντα, μάνα, γιατί εσύ...πολύ αυστηρός ρε θε μου...τι είπες...και γιατί ότι έχεις και δεν έχεις τα βάζεις στην τσέπη είπες...και που να τα βάλω θα με τα κλέψουνε αλλιώς, πρέπει να τα κρύψω να μην είναι όλα φόρα παρτίδα...καλά να πάθω είπες, αφού τα κρύβω, τα φλάω σαν να ναι κλεμμένα καλά κάνουν και με τα ματακλέβουνε...δεν καταλαβαίνω τι...να σταματήσω να φυλάω την τσέπη μου και να κοιτάξω το χέρι που μπαίνει και με τα παίρνει...και να σταματήσω με λιες να φλάγομαι κι απ τις μπουνιές και να κάτσω να τις φάω και να γίνει η μούρη μου κιμάς μπας και πονέσω σταλήθεια και κάνω κάτι και με τα χέρια μου και με τα χέρια όλων των άλλωνε των μπουνιδιασμένων...και ναρχίσω να μιλάω με λες και να σταματήσω να προσποιούμαι πως όλα είναι τριλαλά και τριλαλό και να δω κατάματα το γιαλό και να φωνάξω δεν είναι στραβός αδέρφια δεν τον έφτιαξε στραβό, εμείς στραβά αρμενίζουμε!!!
Θυμάστε ρε τσακαλάκια δεν παν πολλά χρόνια το κρουαζιέρα θα σε πάω γιατί σε νοιάζομαι και σαγαπάω κι ούτε δωμάτιο απ τα πριν θα κλείσω΄και με ταργό το καράβι κατάστρωμα θα πάω και στο σλίπινγκ μπαγκ θα την πέσω στο κατάστρωμα κάτω απ τάστρα και καρπούζι με τυρί θα φάω και σε κάμπινγκ θα μείνω, δεν είναι πολύ πίσω που ο γιαλός δεν ήταν στραβός...κι ας μην είναι Μύκονο και Σαντορίνη, πια, ας είναι Καστελόριζο και Μυτιλήνη, μόν σαν ερωτευμένοι πιγκουϊνοι να ναι, μύτη... μύτη, όι τσέπη... τσέπη, έχουνε βρε τσέπες οι πιγκουίνοι!!!



Κυριακή 13 Ιουλίου 2008

Αχ βρε Κυριάκο, νιο ξανθό

Κυριάκος φετάτος
μαγκίτης φευγάτος
ταμ νιος, σε λέω μπιτάτος
σφίχτης σωστός

Στέρνο μπαλκόνι
χωρίς να κορδώνει
μαλλάκι ξανθό
ορθό καρφωτό

το δε το ρουλιώ ταγόρι το τρελλό, ταγόρι το γυμνασμένο, το μοσχαναθρεμμένο

Αχ βρε Κυριάκο, νιο ξανθό
να μουν κι εγώ εικοσιδυο
κι ουχί σαρανταδυό
μονολογούσε το ρουλιώ
σκουπίζοντας τον ίδρο
και βρίζοντας τον ήλιο

κρατάει ρακέτα
φωνάζει την Τέτα
εκείνη αρνείται
και μένει το νιο το ξανθό
να παίζει μοναχό

ταπ ταπ το μπαλάκι απ τη μια στην άλλη
κουνά το κεφάλι,το μωρό
και ψάχνει συμπαίκτη σωστό

το δε το ρουλιώ ταγόρι το τρελλό, ταγόρι το καημένο το απογοητευμένο

Αχ βρε Κυριάκο, νιο ξανθό
να μουν κι εγώ εικοσιδυο
κι ουχί σαρανταδυό
μονολογούσε το ρουλιώ
σκουπίζοντας τον ίδρο
και βρίζοντας τον ήλιο

γιατί βρε Τέτα, του κάνεις νερά
γιατί βρε Τέτα, πιάσε και πέτα
πάρ τη ρακέτα
κι άσε τα νάζια αυτά

μα η Τέτα νυστάζει
κι έτσι χωρίς δισταγμό
γυρνάει με νάζι το γλουτό
και την πέφτει για ύπνο
στο λεπτό

ταπ ταπ το μπαλάκι απ τη μια στην άλλη
κουνά το κεφάλι,ταγόρι το ξανθό
και ψάχνει συμπαίκτη σωστό

το δε το ρουλιώ ταγόρι το τρελλό, ταγόρι το καημένο το απογοητευμένο

Αχ βρε Κυριάκο, νιο ξανθό
να μουν κι εγώ εικοσιδυο
κι ουχί σαρανταδυό
μονολογούσε το ρουλιώ
σκουπίζοντας τον ίδρο
και βρίζοντας τον ήλιο

ο Κυριάκος ρωτάει πια δυνατά
κανείς για ρακέτες κι ας μην έχει και φέτες
κανείς για ρακέτα, αχ με πίκρανες Τέτα
μα ύπνο εδώ;


εγώ,βρε μωρό φωνάζει το ρουλιώ
...μα είσαι στρουμπουλό
της λέει ο Κυριάκος
στρουμπουλό και τροφαντό
κατέεις το, το παιχνίδι αυτό

Αχ βρε Κυριάκο, νιο ξανθό
να μουν κι εγώ εικοσιδυο
κι ουχί σαρανταδυό
μονολογούσε το ρουλιώ
σκουπίζοντας τον ίδρο
και βρίζοντας τον ήλιο

κατέω το του λέει το ρουλιώ, πιάσε και πέτα
του νοου ας μπέτα
μόν λίγο ασπέτα
να ετοιμαστώ να βάλω παπουτσάκι σωστό
γιατί έχω πατουσάκι τρυφερό

Γέλασε το αγόρι το τρελό, ταγόρι το καημένο το απογοητευμένο

και πιάσε και πέτα ρακέτα στη ρακέτα
Κυριάκος και ρουλιω
το παίξαν το παιχνίδι το γνωστό
παιχνίδι για φετάτους μα και στρουμπουλούς
αρκει το ρακετάκι μα και το μπαλάκι
να τακούς

κι ορίσανε και ραντεβού για το άλλο το σαββάτο
για παιχνίδι φευγάτο μαζί και μπιτάτο

Αχ βρε Κυριάκο, νιο ξανθό
να μουν κι εγώ εικοσιδυο
κι ουχί σαρανταδυό
μονολογούσε το ρουλιώ
σκουπίζοντας τον ίδρο
και βρίζοντας τον ήλιο


Τετάρτη 9 Ιουλίου 2008

Πόσο στάχτη έχω φτιάξει όλα αυτά τα χρόνια, τριαντα πέντε χρόνια κοντά... παραγωγή στάχτης... και που πήγε, τι την έκανα;Όλη παραχωμένη μες στο κεφάλι μου, στουμπωμένη
σφιχτά

Πως ταδειάζετε ρε γκαρντάσια το κεφάλι σας;
Πείτε, πως;

Μαύρη ζάχαρη πικρή

Μια φορά κι έναν καιρό που λες άλλε ένας μαστορας άφησε τη γυναίκα του και τα παιδιά του και μπάρκαρε, δεν τα βγαζε πέρα ο άνθρωπος ζήτησε και δανεικά απ το γαμπρό του και δεν του δωσε, τι να κανε, μπάρκαρε. Τα καλύτερα παιχνίδια έφερνε στα παιδιά του όποτε τελείωνε το μπάρκο και τα καλύτερα δώρα στη γυναίκα του, πρώτη απέκτησε γούνα στην πόλη... τι απέκτησε δηλαδή η γυναίκα η ντουλάπα της απέκτησε, την κρέμασε και την κρυφοκοίταζε, που κουράγια να την εφορέσεις κι ο μάστορας θύμωνε με το φόβο της και με τα παιδιά του θύμωνε που τα κάναν χάρισμα τα καινούρια τους παιχνίδια στη γειτονιά και τα βγάζαν στο πάρκο ταυτοκινητάκια, σιδερένια ήταν και τρέχαν μόνα τους βουρ βουρ βουρ τρεις φορές τα πήγαινες μπρος πίσω με το χέρι και μετά τάφηνες και τα παιδιά στο πάρκο τρέχαν και τα κυνηγούσαν να δουν που θα σταματήσουν κι οι γιοι του γέλαγαν και ταυτοκινητάκια σήκωναν σκόνη και τα παιδιά που τα κηνυγούσαν καμιά φορά τα πατούσαν κι ο μάστορας θύμωνε με τους γιους του που δεν πρόσεχαν το βιος τους και τον κόπο του. Και σένα γυρισμό του, πήρε στον ένα του γιο μια κιθάρα και στον άλο μια φλογέρα και τους είπε να μάθετε, του άρεζε του μάστορα το τραγούδι κι όταν έπινε το ούζο του και σεκλετιζόταν έβαζε τέρμα το μαγνητόφωνο... μόνο αυτοί είχαν στη γειτονιά και τραγουδούσε το πετραδάκι πετραδάκι κι η γυναίκα του ντρεπόταν και του λεγε μη θα ξυπνήσεις τη γειτονιά και κείνος θύμωνε κι έβγαινε στο μπαλκόνι και δώστου πετραδάκι πετραδάκι κι όλο πιο δυνατά και κιχ η γειτονιά... και την άλλη μέρα τοίχο τοίχο, με το κεφάλι κάτω πήγαινε η γυναίκα του στο φούρνο και στο μπακάλη. Πριν φύγει ξανά, έγραψε τους γιους του στο ωδείο κι είπε στο δάσκαλο μόνο το πετραδάκι πετραδάκι να τους εμάθεις και τίποτάλλο δε θέλω κι όταν επέστρεψε τους το ζήτησε να το παίξουν... πέντε ο ένας εφτά ο άλλος και στο πρώτο φάλτσο άλλε μου, κομμάτια την έκανε την κιθάρα και τη φλογέρα ο μάστορας και ξαναβγήκε στο μπαλκόνι και τραγούδησε μόνος.Από μέσα απ τη κουζίνα κιχ... κι η γειτονιά κιχ κι αυτή. Μπήκε μέσα μετάπολίγο. Η κουζίνα άδεια τα πιάτα μαζεμένα και η γούνα μένα ψαλίδι πάνω στο τραπέζι αφημένη. Έβαλε το μαγνητόφωνο στη διαπασών...ξυπνήστε βγήκε και φώναξε στο μπαλκόνι. Ξυπνήστε κακομοίρηδες...πετραδάκι πετραδάκι δεν ακούτε, αλλά που να ξέρετε εσείς όλα έτοιμα, όλα εύκολα για την πάρτη σας...ξυπνήστε, ορέ κι άρχισε να πετάει πέτρες στα διπλανά σπίτια και να τραγουδάει. Σηκώθηκε η γυναίκα του, έλα μέσα του πε έλα να μας πεις καμιά ιστορία απ τα καράβια να γελάσουμε, να ξαλαφρώσεις ξύπνησα και τα παιδιά έλα και σε περιμένουνε, έλα σου φτιαξα και τζατζίκι φρέσκο που σαρέσει, μεζέ για το ούζο σου.
Ήπιε μια γουλιά μπαίνοντας, φέρε τη γούνα πίσω της είπε και το ψαλίδι...πήγε μέσα την έφερε... την πήρε στα γόνατά του κι άρχισε να λέει για τη μαύρη τη ζάχαρη και το τελευταίο μπάρκο, που ταν στο αμπάρι με τους άλλους τρεις και τη φορτώναν στα τσουβάλια κι έλεγε και γέλαγε κι έκοβε... κι έλεγε, πώς το εκάναν μέρος το αμπάρι, μαυρη η ζάχαρη ποιος θα καταλάβαινε και τα παραχώναν τα καλούδια τους κι οι τρεις σαν τα γατιά κι έλεγε και γέλαγε κι έκοβε ο μάστορας... και πως του σερβίρανε τον καφέ του στο γυρισμό σταεροπλάνο με μαύρη ζάχαρη, πολιτική της εταιρείας του παν για την υγεία σας φροντίζουμε και τον ήπιε σκέτο τον καφέ του κι ούτε την άσπρη τη ζάχαρη εμπιστευόταν, τώρα σκέτο θα τον πίνω τους είπε κι έλεγε και γέλαγε κι έκοβε, πικρό και μαύρο θα τον πίνω τον καφέ μου

Παιδικά

Μια ιστορία

Ήταν μια φορά ένα παιδί που έβαζε συνεχώς τα παπούτσια του μπαμπά του. Κάποιο βράδυ ο μπαμπάς βαρεθηκε να του παίρνει το παιδί τα παπούτσια, κι έτσι το έβαλε κολλημένο στο φως, αλλά τα μεσάνυχτα έπεσε. Τότε είπε ο μπαμπάς:"Τι συμβαίνει, μπήκε κλέφτης;".
Πάει να δει και βλέπει το παιδί στο έδαφος. Το παιδί όμως είχε μείνει εντελώς αναμμένο. Τότε ο μπαμπάς δοκίμασε να του γυρίσει το κεφάλι, αλλά δεν έσβησε, δοκίμασε να του τραβήξει ταυτιά, αλλά δεν έσβηνε, δοκίμασε να του ζουλήξει τη μύτη, αλλά δεν έσβηνε, δοκίμασε να του τραβήξει τα μαλλιά, αλλά δεν έσβηνε, δοκίμασε να του πιέσει τον αφαλό, αλλά δεν έσβηνε, δοκίμασε να του βγάλει τα παπούτσια και τα κατάφερε, το έσβησε.


Κι ένα αίνιγμα, ψεύτικο


Ένας περιβολάρης με λίγο μυαλό
έσπειρε στον κήπο του τη λέξη μαϊντανό.
Μια απάντηση σου ζητώ χωρίς να μπλέξεις:
Φύτρωσε μαϊντανός ή λέξεις;


Παιδιά νηπιαγωγείου επινοούν ιστορίες
"Γραμματική της φαντασίας" του Τζάνι Ροντάρι

Τρίτη 8 Ιουλίου 2008

Χωρισμός

AYRILIŞ

Bakakalırım giden geminin ardından;
Atamam kendimi denize, dünya güzel;
Serde erkeklik var, ağlayamam
--------------------------------------------------
ORHAN VELİ KANIK (1914-1950)



Προσπάθεια απόδοσης


Αιριλίς...Χωρισμός

Μπακακαλίριμ...Μένω με το στόμανοιχτό...γκιντέν γκεμινίν...να κοιτάζω του πλοίου το φευγιό...αρντιντάν... μένω, πίσω
Αταμάμ... Δεν μπορώ...κεντιμί ντενιζέ...να με ρίξω στη θάλασσα...ντουνιά γκιουζέλ...η ζωή είναι ωραία
Σερντέ ερκεκλίκ βαρ...Μου παν άντρας να μαι...αγλαγιαμάμ...να κλαίω δεν μπορώ

Δικαίωμα!

O Tσιτσάνης γούσταρε να βλέπει γυναίκες να χορεύουν μπροστά του. Όποιος είναι ωραίος και χορεύει ωραία και όποιος έχει μαγκιά, ανεξαρτήτως φύλλου, δικαιούται να χορέψει, μου έλεγε χαμογελώντας. Kαι σε επιβεβαίωση, όταν ετοιμάζαμε στο στούντιο τις “12 νέες λαϊκές
δημιουργίες”, το 1977-78, συνειδητά συμπεριέλαβε το τραγούδι του “Mοντέρνες και
μαγκίτισσες, οι πριγκηποαλήτισσες, οι Aθηναίισσες, τα βράδια τρέχουν να βρουν ρεμπέτικη
γωνιά κι όλα τα δίνουν για μια ρεμπέτικη πενιά. Kι αφού καθίσουν και τα πιουν, και στα μεράκια τους να μπουν, θα διατάξουνε ένα φίνο ζεμπεκάκι. Nα το χορέψουνε τρελά, που θα τρομάξει ακόμα κι η μαγκιά!”



“Tρέξε μάγκα να ρωτήσεις να σου πουν ποια είμʼ εγώ. Eίμʼ εγώ γυναίκα φίνα, ντερμπεντέρισσα, που τους άντρες σαν τα ζάρια τους μπεγλέρισα”, τραγουδούσε η Xασκίλ, ήδη από το 1947.

ΥΠΆΡΧΕΙ ΒΈΒΑΙΑ ΚΙ Η ΆΛΛΗ ΆΠΟΨΗ... (Άτσα και πολιτικώς ορθή η ρουλίτα...για λίγο αδέρφια μην ανησυχείτε!)

Το ζεϊμπέκικο είναι σαν το «Πάτερ Ημών». Τα είπες όλα με τη μία.

Το ζεϊμπέκικο δεν είναι γυναικείος χορός.
Απαγορεύεται αυστηρώς σε γυναίκα να εκδηλώσει καημούς ενώπιον τρίτων· είναι προσβολή γι' αυτόν που τη συνοδεύει. Αν δεν είναι σε θέση να ανακουφίσει τον πόνο της, αυτό τον μειώνει ως άντρα και δεν μπορεί να το δεχτεί...


Και για μισό... βρε τσακαλάκια...εμείς Πάτερ Ημών, γιοκ μου;...τουρκόσποροι είμαστε μεις και μεις πρέπει πάντα με τη δυο και με τη τρεις και τη εννέα καμιά φορά να τα πούμε...με τη μία...τσ... δε γέννιτι; κι εσείς ρε παληκάρια τι φορτιό είν τούτο όπου δείτε πόνο να τον ετσακώνετε και να τον ανακουφίζετε; ολμάζ ρε καλόπαιδα δεν γίνεται πάντα... ακσέπτ το που λιεν και στας Ευρώπας...άβυσσος δε λέγαμε και τσι προάλλες

Ρίχτα ρε Ρουλιώ να καούν τα κάρβουνα...πάμε κόρες!


Πως θα θελα αλάνι μου το αχ μου να σου στείλω πως θα θελα, ναι άντρα μου το αχ μου να σε πω...μένα ρυθμό ζεϊμπέκικο να σου το τραγουδήσω, μένα ρυθμό ζεϊμπέκικο να εξιλεωθώ. Με χέρια ανοιχτά, αχ, για σένα να γυρίσω... με μάτια σφαλιστά, αχ, να σου φανερωθώ.Με χείλια, αχ κλαμμένα για σένα να χορέψω, εμένα να μερέψω...αχ, μια στιγμή να ορθωθώ. Μένα ρυθμό ζεϊμπέκικο γυναίκας να γουστάρω...εσένα να τρατάρω, αχ, ετούτο το χορό






Υ.Γ. Κι αν σας εβρίσκετε εκειό το "Μοντέρνες και μαγκίτισσες οι πριγκιποαλήτισσες οι Αθηναίισες"...τρατάρετέ το μας, περιμένουν τα κορίτσα!

Παραπομπών συνέχεια...

Ωραία που ναι...χωρίς πολλά πολλά, μόνο και μόνο που επιμένουν...ΜΑΖΙ
Νησί άγονης γραμμής


Powered by eSnips.com

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2008

Ποιος σαμάνος έφερε τούτη τη βροχή;

Ο μίμης ρωτάει...ο μίμης ο ζερβός καλέ, για παένετε κι απά κει, δροσιά σε μάτια και αυτιά, αχ αυτά τα νιάτα...αλλά κι η πόλη, αχ αυτή η πόλη που τα σπουδάζει

ΒΡΈΧΕΙ!!!!!

...Ανωνύμως, αφού κατατεθεί ΑΛΗΘΕΙΑ και ΓΕΛΙΟ επωνύμως



Powered by eSnips.com


Άμα ο άνθρωπος είναι μιρμίρης,το να του βρωμάει τάλλο του ξινίζει ηχητικό εφέ τη λέει τη βροχή...άμα δε σου πετύχει και μιρμίρης με άποψη...μιζόρικο το πράμα...και με την Τσανακλίδου, λοιπόν το άσμα, έχω την τιμή ναναφέρω, αληθινή όντως, πολύ...αλλά λιτή;...με τίποτα, σε λέω... υπερβολική και πληθωρική κι αληθινή, γίνεται πότε πότε κι είναι ωραίαααααα, ωραία που ναι η Τάνια!