Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Παιχνίδια τ' ουρανού και του νερού, Γιάννης Ρίτσος

Καθόταν στο κατώφλι και χτενίζονταν.
Ένα πουλί της κράταε τον καθρέφτη.
Άσπρα και κόκκινα τριαντάφυλλα της μίλαγαν.
Οι σουσουράδες στη ροδακινιά την πείραζαν.
Κι αυτή όλο να χτενίζεται κι όλο να τραγουδάει:

"αχ τρέλα,τρελή τρέλα μου, τρελή μου τρέλα, τρέλα"
Κι ο κήπος την αγκάλιαζε με δυο χιλιάδες άνθη.

...................................................


Καρέκλα η βάρκα του-ταξίδευε. Πώς κάθονταν
επάνω στ' ανοιχτό νερό χωρίς να τραμπαλίζεται;
Πάνω στο γόνα του έγραφε, και τίποτα δεν κοίταζε.
Γύρω του χτύπαγαν τα κύματα και τα χαρτιά του δε βρεχόντανε.
Μεγάλος ήταν σαν τη μοναξιά, μόνο δυο μέτρα πιο γαλάζιος.


....................................................


Αντιγράφω απ την Αγγελική που κάλεσε σε εαρινή μάζωξη

Δεν μπορώ να δεχτώ πως έχουμε Ετος Ρίτσου και η μητριά- πατρίδα ακόμα κοιμάαααααται. Και μάλιστα, έναν ύπνο του αδίκου. Επομένως, ας πάρουμε τα πράγματα στα χέρια μας. Οσο μπορούμε.

«ω τι όμορφα σαν σμίγουνε, σαν αγαπιούνται οι ανθρώποι»

Δευτέρα 27 Απριλίου 2009

Δικαίωμά μου... και να σε ζηλεύω!!!

Εγώ πάλι από τα χτε που είδα την ανάρτηση στο ποιείν
ζω εν πρασίνω...απ τη ζήλεια Γεράσιμε!

Δικαίωμά μου βρε παιδί,άμαν πια!
Αλλά ευτυχώς ξέρεις εσύ...να κλέβεις.Στη γεια σου :)

Εν Λευκώ

Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Νατάσσα Μποφίλιου
Θέμης Καραμουρατίδης



Μια μουρμουρίτσα

Μια μικρή μια μουρμουρίτσα
μια θαλάσσια τιγρίτσα
άφηκε βρε το κοπάδι
στην Αρκίτσα ένα βράδυ

Πέρα δώθε πέρα δώθε
εβαρέθηκε η Μαρίτσα
εμονόλεγε στον πάτο
γλείφοντας την άμμουδίτσα

Κι άρχισε τα πάνω κάτω
απ το κύμα στην αμμούδα
ήθελε λέει λίγο ήλιο
να τον βάνει ‘κει στον πάτο

Κι ένα γλάρο να γνωρίσει
να του στέλνει μπουρμπουλήθρες
που να φτιάχνουνε τσουλήθρες
να τσουλάει να μην πεινάει

Να τσουλάει να ξεχνάει
αχ, την άδική του πείνα
και ν’ αφήσει τα ψαράκια
να χουνε εννιά στο μήνα

το βραδάκι όμως βάνει
κουφολιάς το πυροφάνι
ρίχνει κι ένα δυναμίτη
π έσυντάραξε τα ύψη

και που λες ανερωτήθη
αν ηκούσθη ο ηλίας
ενώ όλο το χωριό
είχε βγει στην παραλία

να εδεί την κυρα λίτσα
μιαν αβτζού σωστό θερίο
που ‘χενε καταπιμένη
τη Μαρίτσα την καημένη

Αχ Μαρίτσα, μουρμουρίτσα
κι αν πετάει κι αν κολυμπάει
κι αν γαβγίζει κι αν δαγκώνει
'κείνη η πείνα κάπου σώνει


Αχ Μαρίτσα μουρμουρίτσα
φαταούλες να φοβάσαι
άνθρωποι ξελιγωμένοι
σου την έχουνε στημένη

Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

Περίμενα

Σαν το παιδάκι που του ‘τάξαν εκδρομή
κι όλη τη νύχτα μάλωνε με το κεφάλι του
που ένευσε φοβούμενο να μην κακοκαρδίσει
πώς θε να κάνει υπομονή κι άλλο δε θα ζητήσει


από δαχτυλοχρώματα να χει να ζωγραφίζει
βαρκάκια με πανάκια προσμονής, λησμονημένα αρόδο
να τραγουδούν βιράρουμε, μονάχα εν παρόδω
κι ας είν’ η θάλασσα γυαλί κι ας έχει και φεγγάρι


Όνειρα σε ουρά αναμονής σπαθιά μες στο φηκάρι
που γλύφουνε παλιές πληγές, άφατα παραμύθια.
Σ ’ένα μοιρολόι ατέλειωτο μιας χορωδίας παιδικής
που συντονίζεται μ’ ένα φτερούγισμα στα στήθια

Ένα ποντίκι ήμουν τυχερό

Θέλω να βάλω μια φωνή ο κόσμος να χαλάσει
να ανεβεί στον ουρανό στα σύννεφα να μοιάσει
να ξαναβρέξει ανθρωπιά, μιαν άσπρη καταιγίδα
να πάρει σβάρνα όλα, τα δεν άκουσα δεν είδα

εγώ κοιτάω τη δουλειά μου, προσέχω για να έχω
δε νικατώνω τη σβουνιά, βρωμεί και δεν αντέχω
έχω καλό αφεντικό, χίλια ένα και στο χέρι
μου ‘χει και ράντζο βολικό να βγαίνει το νυχτέρι

εγώ ‘μαι πάλι εργατικός, τρεις δουλειές, πια ανεργία;
και μένα ο μπαμπάς πολιτευτής κι ο μπάρμπας μου στην εφορία
εγώ είχα ορμήνειες έξυπνες, με τους πολλούς, θα βρεις την ευκαιρία
και μες στ’ αυγό άμα χωθείς , δόξα την παναγία


ετρούπωσα λοιπόν, κουράστηκα, από τ ’αυγό στο βάζο
να γλύφω συνεχώς, απ’ άνθρωπος λιγδιάρης ποντικός.
Δεν άκουσα δεν είδα που λες γείτονα, τα μάτια σου που υγρά ‘ναι
Δεν άκουσα δεν είδα σε, τα χνώτα σου βρωμάνε

Μόν’ άκουσα κάποια στιγμή να με πυροβολάνε
τα χέρια σου που μύριζαν χλωρίνη κι υγρασία.
Θε μου τι αδικία, ένα ποντίκι ήμουν τυχερό
δεν έκανα ποτέ καμιά παρανομία

Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

Δεν την αντέχεις εύκολα την άνοιξη




Στιγμές στιγμές παίρνει η ψυχή το τραγούδι
και λέει για τα μύχια της, να ακουστούν
κει που χορεύεις με το βουνό αντίκρυ
με μάτια-χείλια και πόδια-κιτάπια, να διαβαστούν

Με αλήτη μάχη θα ντην εχάσεις
τα χέρια μου κάνω μαύρα φτερά
όσο κι αν φύγεις δε θα ξεφύγεις
θα 'ρθω πετώντας από ψηλά

Με αλήτη μάχη θα ντην εχάσεις
τα μάτια μου δες, το τραγουδούν
τσιγγάνα μοίρα, με άμμο πλένεις
πόδια στυλιάρια που με πολεμούν

Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

Φρου και φρου και τσίμπι, τσίμπι

Μάθαιναν τα χελιδόνια,
μια φορά, ν’ αγαπιούνται
και με πόθο ν' αμολιούνται
πα στα κύματα

Φρου και φρου και τσίμπι,τσίμπι
τυχερά τα ζωντανά,
λέξεις δεν τα κυβερνούσαν
Φτεροκόπημα μπαλάντζο
άνοιξη ‘χαν στο κουμάντο


Φρου και φρου και τσίμπι,τσίμπι
σ’ ένα ατέρμονο παιχνίδι
ερωτoκαπετανάκια, με τιμόνι την ουρά
εστροφίζαν θαρρετά
κι άιντε βουρ για τα βαθιά


Φρου και φρου και τσίμπι,τσίμπι
ατελεύτητο ταξίδι
απ’ το σύννεφο στο κύμα
κι η βουτιά στο κάθε βήμα.
Φόβια μου καρδιά, τι κρίμα


να χεις χέρια για φτερούγες
και να ζεις μ’ ελπίδες φρούδες
πώς μια μέρα θε να πάψεις,
πια να θέλεις να πετάξεις


Φρου και φρου και τσίμπι,τσίμπι
επιμένουν τα θρασίμια
σήκωσαν και μπαϊράκι,
κόκκινο σ’ ένα βαρκάκι
την καρδιά μου δε πιστεύουν
την ψυχή μου εγυρεύουν

Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

Πες του, πως θα φωνάξουμε

Αφού φυσάω σε, γιατί δεν πρασινίζεις
Αφού ρωτάω σε, γιατί δεν μου μιλάς
Αφού κοιτάω σε, γιατί δε λουλουδίζεις
Αφού περμένω σε, γιατί δε μ’ απαντάς

Σήκω που σε σκουντάω, σήκω να μου το πεις
πως δε θα μάθεις μου το ψι, να ξεχωρίσω ποιο ειν’ το ψέμα
πως δε θα μάθεις μου το βήτα να ξέρω ποιος, δεν είναι βασιλιάς
Μον’ θα μου δείχνεις τ’ αλητάκια, υπόγειος, θκος τους αηλιάς

Πεσμένο, ακριβό μου καραγάτσι, μπρος στο μπαλκόνι μου
στα πόδια μου θυσία να μην φοβάμαι μόνη μου
μόνη εγώ που καρτεράω ένα σου φύσημα
πνοή ζωής μες απ’ το πνίγος, πρώτο μ' ανάστημα

Σήκω που σε σκουντάω, σήκω να μου το πεις
πώς μον’ παιδάκι το μπορεί, με μαυροδέντρι να μιλήσει
να πλημμυρίσει του ζωή, άνοιξη να μυρίσει
πώς μον’ παιδάκι το μπορεί σαν σε να μ’αγαπήσει

Πες του κι εσύ παππά να σηκωθεί, πες του εσύ, που λες σ’ ακούει
Πες του ανθίσαν πασχαλιές, λαλούνε τα πουλάκια
Πες του, πως τα παιδιά της γειτονιάς θα βγούνε στα σοκάκια
Πες του, πως θα φωνάξουμε για ‘κεια τα αλητάκια

Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

? ? ?

Γιατί άραγε όταν λέω λιμάνι
δοκάρια στη θύμησή μου έρχονται
και όταν λέω ανοιχτή θάλασσα πανί;

Όταν λέω Μάρτιος γάτα,
όταν λέω Δίκιο εργάτης
και γιατί άραγε ο γερο μυλωνάς
πιστεύει στο θεό χωρίς να σκέφτεται;

Και σε καιρούς με αέρα
λοξά πέφτει η βροχή;

Orhan Veli Kanık

Κυριακή 12 Απριλίου 2009

Αποστολή συστημένων

Πηγαίνω, που λέτε προχτέ, στο ταχυδρομείο με δυο φακέλους. Ο ένας έχει αποστολέα την Μαρία Παπακωνσταντίνου κι ο άλλος τη Ρούλα Καραμήτρου. Ζητάω απ την κυρία να τα στείλει συστημένα και περιμένω να μου δώσει τις αποδείξεις αποστολής. Πληκτρολογεί η κυρία τους αριθμούς κατάθεσης...γρρρρ,γρρρρ,γρρρ...φτύνει το μηχανάκι με πλέριο εκσυγχρονισμό τις δυο αποδείξεις ΠΑΡΑΥΤΑ, μαζί με το 6,85 ευρώ...από κάπου σαν να κούγεται πάρε να χεις και να σκέφτεσαι πώς θα τον επληρώσεις τον εκσυγχρονισμό, παπάρα...αλλά δεν δίνω σημασία.

Ανοίγω το πορτοφολάκι μου και ψάχνω τα ψιλούλια μου...τα βλέπω δεν τα βλέπω, βγάζω τα γυαλιά για τα μακριά, βάζω τα για τα κοντά, κάπως καλύτερα...η κυρία αδημονεί...ο νεαρός από πίσω ξεφυσεί...εγώ ακάθεκτη κι αργή απελπιστικά μετράω δεκαρικάκια, εικοσαρικάκια, μονόφραγκα και δίφραγκα, που απλώνονται στον πάγκο. Όπως πάντα στο παρατσακ...δεν φτάνουν.

Δυστυχώς έχω 6,70 λέω με το μεγαλύτερο ενοχικό μου χαμόγελο της υπαλλήλου...ελπίζοντας βαθιά μέσα μου σένα τόσο δα σκόντο ρε παιδί...η κυρία είναι έτοιμη να με φάει, ο νεαρός παρακαλεί να μην με πετύχει στα εξήντα μου στην ουρά κι εγώ μαζεύω τα ψιλούλια μου και αποχαιρετώ το ένα και μοναδικό μου εικοσάρικο, που απεγνωσμένα προσπάθησα επι ματαίω να κρατήσω φυλακισμένο στο πορτοφολάκι μου.

Η κυρία με κινήσεις αποτομούτσικες μαζεύει μου τα ρέστα και τα χώνει στη χούφτα μου μαζί με τις δυο αποδείξεις λέγοντας...αυτή είναι της Μαρίας Παπακωνσταντίνου κι αυτή...είναι της άλλης...ορίστε της λέω;...της άλλης κυρία μου...ελάτε συντομεύεται...δείτε μέχρι έξω έχει φτάσει η ουρά...ελάτε!

Σηκώνω δειλά το κεφαλάκι μου...όντως τα πράματα στην ουρά είναι εξαιρετικά σκούρα και στα βλέμματα τον συμμετεχόντων στην ουρά ΚΑΤΙΜΑΥΡΑ. Ένα ώρε που μπλέξαμε ίπταται πάνω απ τα κεφάλια τους, τρακάρει ζαλισμένο στο αυγό που ναι δίπλα στο καλή ανάσταση που έχει αναρτήσει το ταχυδρομείο και προσγειώνεται στο κεφάλι μου.

Πως είπατε ξαναρωτάω ξεχωρίζοντας τις αποδείξεις απ τα ρέστα...αυτή είναι της Μαρίας...

ΤΗς ΜΑΡΊΑς ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΥΡΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΤΗς ΑΛΛΗς...πεταγεται ο νεαρός από πίσω...΄ΚΑΝΙΤΑΙ ΚΥΡΙΑ ΜΟΥ,ΜΑς ΤΣΑΤΑΛΙΑΣΑΤΕ ΤΑ ΝΕΥΡΑ ΠΡΩΙΝΙΆΤΙΚΑ!


Έτσι που λιέτε σύντροφοι...κανένας σεβασμό στην ποίηση κι η νέα κι η παλιά γενιά και πάναπόλους η ουρά...άλλη η ρούλα καραμήτρου...α, ρε δε θα εκδοθώ πρώτα στο ταχυδρομείο θα πάω...στην πιο μεγάλη του ουρά να μοιράσω αντίτυπα...η άλλη!!!

Βρε μπας και να το ξανασκεφτώ με το ψευδώνυμο...σαν να με φαίνεται κανένα σεβασμό δεν εμπνέει...για να το ξανασκεφτώ, με την ποίηση;...δεν ξέρω, δεν ξέρω πολύ με μπέρδεψε το ταχυδρομείο...άντε καλή μεγαλοβδομάδα σύντροφοι κι είναι καιρός για περισυλλοή με φαίνεται :)


Α...έχω κι ανέκδοτο που με φαίνεται κολλάει στο ατυχές περιστατικό...

Τι σχέση λέι έχει ο boy george με τον barry white...όσο μπόυ είναι ο τζωρτζ αδέρφια, τόσο γουάιτ είναι ο μπάρυ...αχ, δόλια ψωνάρα ρούλα :)

Σάββατο 11 Απριλίου 2009

Όλα σου τα ’χω, με τα δάχτυλα γράφω

Τζάμια γραμμένα στης ψυχής τ’αφημένα
σκόνες και γύρη η αλήθεια να γύρει
χνώτα κι ιδρώτας να ζητάνε τα πρώτα
όλα σου τα ’χω, με τα δάχτυλα γράφω

ποτάμια οι μνήμες κι άλλα λόγια δεν ηύρες
για το έλα που στάζει στης ομίχλης το νάζι
για το έλα που δέρνει στης βροχής το κατόπι
για το έλα που πνίγει του αέρα τη μέρα

τζάμια γραμμένα στης ψυχής τ’ αφημένα
κι ένα τι ζωγραφίζει τη συγγνώμη π’ αξίζει
με τα δάχτυλα γράφω για ταξίδι φευγάτο
για καράβια στη σκόνη, δίχως κύματα ακόμη

ποτάμια οι μνήμες κι άλλα λόγια δεν ηύρες
για το μέγα ποτάμι της νεχίρ το κοράλλι
που κεντάει της αυγής βραδυνό παρακάλι
αμανέ στο φεγγάρι τη σιωπή της να πάρει

Πέμπτη 9 Απριλίου 2009

Να ‘χα να κόβω, να μας δίνω πασχαλιές

Άσπρο και ησυχία να μπορούσα να φυτέψω
για ‘κειες τις μέρες μάτια μου, που δε μπορώ ν’αντέξω
και λίγο ζέστη για τα πόδια μας, που σήμερα κρυώνουν
να 'χα να κόβω, να μας δίνω πασχαλιές να μας ελευτερώνουν

Σπόρο να 'χα από χρώμα και νερό, τώρα που το χώμα χάσκει
και χάντρες γυάλινες για το θλιμμένο μου γυφτάκι
και μουσική… αχ, εκείνο το παλιό μου το βιολάκι
να το φυτέψω στο μυαλό, να σβήσει τη νταρμπούκα

Να κάτεα πώς θα 'θελα, τη γλώσσα των φτερών
απ’ το πρωί οι όμορφες λαλούν το μυστικό
για ευτυχίες ανοιξιάτικες και φτου ξελεφτερίες
πώς δε λυπούνται μας, καθόλου τους παρίες

ίσως και να τολμούσα τότε να σου πω
πώς σα ‘νταμώνει μωβ με πράσινο
και τ’ άσπρο τ’ άγκαλιάζει, ο αφαλός μου χαίρεται
και η ψυχή μου σταματά να σκιάζει

Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

Φόρεσα παλιές ελπίδες

Φόρεσα τα μαύρα σου πουλιά
και πήγα, ψάχνοντας το δρόμο
με μυρωδιά σου, από φιλιά
να απαλύνει μου τον πόνο

φόρεσα παλιές ελπίδες
πώς έχει χρώματα το μαύρο,
που κάποτε φέρνουν καταιγίδες
σε χώμα που καλεί να το ξανάβρω

και μέθυσα με παιδικές φωνές
πολύχρωμες χοντρές ψιχάλες
που χαστουκίζουν μας τις ανοχές
και βρέχουν για πορείες άλλες

βρέχουν και κλαίνε τις σιωπές μας
τον ήλιο μας απ’ τον καθρέφτη
που κουρασμένος βασιλεύει
και κειο, το νιο φεγγάρι στέργει

τ’ αχνό του πώς ζηλεύει!

Δευτέρα 6 Απριλίου 2009

Σε νιώθω πες, σαν το γατί

Έλα, πε μου στη γεια σου, αρχή να στήσω
Πες μου, πώς είσαι δω να ξεκινήσω
Πες μου, μη φοβηθείς, πες μου θυμάσαι
Βήμα το βήμα, αν το πατάς δεν το φοβάσαι


Σε νιώθω πες, σαν το γατί,
που σε παρκέ μεγαλωμένο
Στέκει και βλέπει αχόρταστο
το δρόμο, ανταριασμένο

Κάνει να πάει κατά δω
μεμιάς το μετανιώνει
Τρέχει να πάει κατ’ αλλού
και πάλι δε ζυγώνει

Να το μυρίσει, να το πατήσει
Τι να ναι ‘κειο το πράσινο
κι αν το χαλάσει
κι αν την πατούσα του θα βάψει

Μα τι ναι πες χειρότερο
απ το στανιό σπαγκάτο
η μάνα σου σε γέννησε
γατί μου για φευγάτο

άφηκε την κυρία σου
να τρίβει το παρκέ της
και άντεσε στη γειτονιά
που αλυχτά τον γκαϊλέ της

Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Παραχωμένες εκδρομές

Κάποτε είχα ένα παιδί
π’ ανέβαινε στα δέντρα
και έχτιζε δεντρόσπιτα
να φύγει απ τα τσιμέντα

Κάποτε είχα ένα παιδί
που μάζευε κοχύλια
να τα χαϊδεύει τις νυχτιές
να του μυρίζουνε μυρτιές

Τώρα γριά λεχώνα
που ξεγεννάει όνειρα
βαμμένα σε κολόνια
να βγάνει το χειμώνα

Κάποτε είχα μια ψυχή
που γέλαγε με πίστη
που σε ξεπούλησα φτηνά
σε ποιο αλισβερίσι

Κάποτε είχα ένα παιδί
που 'κλαιγε το φευγιό σου
για έχανε τον ήλιο
το φωτεινό το φίλο

τώρα το φως σου βάσανο
ξυπνάει κοχύλια και μυρτιές
παραχωμένες εκδρομές
που κράζουνε για νύχτα

Μίστερ Παρταλιός

Βάδισμα σουρτό
γυαλάκι κρεμαστό πρεσβυωπίας
κοιλίτσα στρουμπουλή
μαλλάκι περασμένης αναρχίας

Ύφος κοιτάμε κατ’άλλού
μη μας εδεί η μάνταμ Παρταλιού
χειραψία τσιγκούνικη
μα ευγένεια ζαμπούνικη

Βαρ κιμπί, γιοκ κιμπί
που λέει κι ο τούρκος
υπάρχει, δεν υπάρχει
ακόμα το κουρμπέτι

Ει, μίστερ Παρταλιός
όσο που προλαβαίνεις
καθάρισε τη θέση σου
όπως καταλαβαίνεις

Γιατί η χοληστερίνη σου
άγει την ανιούσα
όχι μονάχα απ τα ψητά
αλλά κι απ τα λεφούσια

Λεφούσια είναι τα πρέπει σου
λεφούσια και τα θέλω
και μάχη στήνουν στα στερνά
σε ηρωικό μπορντέλο

Όπου σηκώθηκαν οι γέμορφες
να φάνε την τσατσά
να κλείσουνε το μαγαζί
με φίνο νταβανά

Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

Διερευνήστε την επίθεση εναντίον συνδικαλίστριας

Η Κωνσταντίνα Κούνεβα, μετανάστρια από τη Βουλγαρία και συνδικαλίστρια, δέχθηκε εκτεταμένα χτυπήματα όταν της επιτέθηκαν στις 22 Δεκεμβρίου 2008 στην Αθήνα. Η επίθεση πιθανώς συνδέεται με την συνδικαλιστική της δράση, την απαίτησή της για βασικά δικαιώματα για τις μετανάστριες και την επακόλουθη, σύμφωνα με μαρτυρίες, κλιμάκωση της έντασης μεταξύ της Κούνεβα και των εργοδοτών της.

Ως αποτέλεσμα της επίθεσης, στην οποία δύο άτομα έριξαν θειικό οξύ στο πρόσωπό της, η Κωνσταντίνα Κούνεβα έχασε ολοκληρωτικά την όρασή της στο ένα μάτι, και έμεινε με μερική όραση στο άλλο. Οι φωνητικές χορδές της επίσης υπέστησαν σοβαρή βλάβη. Παρέμεινε σε κωματώδη κατάσταση για αρκετές ημέρες και η νοσηλεία της συνεχίζεται ακόμα. Η Κωνσταντίνα Κούνεβα, που εργάστηκε ως ιστορικός στη Βουλγαρία, ήρθε στην Ελλάδα το 2001 για να μπορέσει να πληρώσει την ιατρική περίθαλψη του γιου της. Εργαζόμενη ως καθαρίστρια, συμμετείχε στις δραστηριότητες του συνδικάτου, απαιτώντας βασικά δικαιώματα για τους μετανάστες, καταφέρνοντας να γίνει τελικά Γενική Γραμματέας της Παννατικής Ένωσης Καθαριστριών και Οικιακού Προσωπικού.

Σε διάφορες περιπτώσεις, η Κωνσταντίνα Κούνεβα επέκρινε τις πρακτικές που σύμφωνα με πληροφορίες χρησιμοποιούνται από τους εργοδότες για να εκμεταλλεύονται τους εργαζομένους, συμπεριλαμβανομένων των καθυστερήσεων στην πληρωμή των μισθών και την έλλειψη πληρωμής της κοινωνικής ασφάλειας των εργαζομένων, πολλές από τις οποίες είναι μετανάστριες. Μετά την ανάληψη της θέσης ως Γενικής Γραμματέως, άρχισε να λαμβάνει ανώνυμα απειλητικά τηλεφωνήματα. Το συνδικάτο έχει αναφέρει ότι οι εργαζόμενοι που παλεύουν για τα δικαιώματά τους απειλούνται και μετατίθενται εκ νέου σε εργασίες υπό ακόμα πιο δυσμενείς όρους.

Η επίσημη έρευνα της αστυνομίας για εγκληματική ενέργεια είναι εν εξελίξει, αν και τα αρχικά συμπεράσματα της έρευνας δείχνουν ότι δεν είναι ούτε λεπτομερής ούτε αντικειμενική. Η Διεθνής Αμνηστία ανησυχεί για το γεγονός ότι η αρχική φάση της έρευνας εστίασε στις άσχετες λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής της Κωνσταντίνας και απέτυχε να λάβει υπόψη τις δραστηριότητές της ως συνδικαλίστριας, ως πιθανό κίνητρο για την επίθεση.

Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να εξασφαλίσει ότι θα πραγματοποιηθεί μια λεπτομερής και αμερόληπτη έρευνα σχετικά με την επίθεση στην Κωνσταντίνα Κούνεβα.

Υπογράψτε την αίτηση απαιτώντας την κατάλληλη έρευνα σχετικά με την επίθεση στην συνδικαλίστρια Κωνσταντίνα Κούνεβα


Αναδημοσίευση απ το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας

Τετάρτη 1 Απριλίου 2009

Βρωμείς, το ξέρεις φιλαράκο;

Λεκές μου μοιάζεις ανθρωπάκο
νομοθετείς τη φυλακή σου
βρωμείς το ξέρεις φιλαράκο
μόνο σημάδι στη ζωή σου

Θα λένε για σένα στα σχολειά
πώς κάποια μέρα του εννιά
ξανάφερες δημοκρατία
πατάσσοντας την αταξία

και θα σε μνημονεύουνε
παιδούδια μα και θειάδες
σε πάρκα και λαϊκές
μα και στους μαχαλάδες

παρακαλώντας το θεό
να στείλει ανομβρία
μη τύχει και μας χρειαστεί
κουκούλα αναρχίας

Α ρ’ Ελληνάρες κάποτε
θα λέγαμε είναι φάρσα
πρωταπριλιάτικο χαζό
για το καλό, μπαγάσα

μα τώρα περιμένουμε
ίσως και μ’άγωνία
να ‘ρθει τραγιάσκα στη σειρά
το καπέλο στη γωνία

Στο βωμό της τάξης Έλληνες
χρόνια δημοκρατίας
πάλι ‘θε να διδάξουμε
μα κουκούλας ιστορία