Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

«Λίγο μπαμπάκι και γάζα…»

Γύρισε νωρίτερα από το μαγαζί.

- Τι έπαθες; τον ρώτησε, ανήσυχη η γυναίκα του.
- Δεν είμαι στα καλά μου. Βάλε μου, λίγο να φάω και να ξαπλώσω.
- Τι αισθάνεσαι, βρε παιδί μου;
- Κουτσουλημένος…

Έφαγε το φαγητό του και πήγε για ύπνο.
Σε λίγο τη φώναξε, τρομαγμένος.
- Άννα, έλα…Άννα.

Πήγε, γρήγορα στην κρεβατοκάμαρα.
- Τι ‘ναι…τι έγινε;

- Γυρίζουν…όλα…γυρίζουν… και ‘γω, μαζί…σαν εγκεφαλικό…Δεν είμαι καλά…φώναξε τον Τάσο…γυρίζουν...

Βγήκε η Άννα στο μπαλκόνι.
- Νίκη, Νίκη…Πες τον Τάσο σε παρακαλώ να ‘ρθει. Ο Πέτρος δεν είναι καλά.

Ήρθε ο Τάσος με την τσάντα του.
- Τι έγινε, βρε…τι έπαθες; του ‘πε, χαμογελώντας.

- Μη γελάς Τάσο, δεν…όλα γυρίζουν…δεν είμαι καλά.

- Στάσου, για πες μου. Το δωμάτιο και τα πράγματα γυρίζουν ή εσύ γυρίζεις;
- Σταμάτα, ρε, Τάσο. Μη με ρωτάς τέτοια κι αντραλιάζομαι χειρότερα…όλα γυρίζουν και ΄γω κι αυτά…Βαλτός είσαι και ‘συ;

- Καλά, καλά…
Τον πλησίασε…

- Γύρισε, του είπε. Να δω, λίγο τον αυχένα σου.

- Μη λες έτσι, ρε Τάσο…ζαλίζομαι σου λέω…δεν είναι ώρα γι’ αστεία. Πώς να γυ…ν ’αλλάξω πλευρό;

Τον βοήθησε…του ψηλάφισε τον αυχένα…
- Πονάς εδώ;
- Πότε, πότε.
- Ήπιες, τίποτα;
- Γιατί εσύ δεν ήπιες; είπε στο γιατρό που μύριζε φρέσκο, μεσημεριανό ούζο.
- (Γέλια)… Άσε με μένα… Εγώ γιατρός είμαι.
- Τι να πιω, ρε Τάσο…άντε, άσε με και συ στον πόνο μου.
- Καλά, καλά φεύγω…κοιμήσου να ξεκουραστείς…Δεν είναι τίποτα…ίλλιγγος είναι, θα περάσει. Θα σου γράψω κάτι ενέσεις.
- Ωχ!
- Θάρρος, ρε Πέτρο. Μεθαύριο ούζο θα πίνουμε στο καφενείο. Άντε περαστικά.

Σε κανά δυο ώρες πήγε η Άννα να τον δει. Τον σκούντηξε ελαφρά.
- Καλά είσαι;
- Ναι καλύτερα.

Σε άλλες κανά δυο, ξαναπήγε.
- Καλά είσαι;
- Ναι, άσε με να κοιμηθώ, θα το ξεπεράσω.

Στις τρίτες κανα δυό…
- Καλύτερα, άσε με να κοιμηθώ, να ξεκουραστώ.

Στις τέταρτες κανα δυο… όπως ήταν γυρισμένος προς την άλλη πλευρά...

- Άννα, κοίτα…Μαύρο κουστούμι και παπούτσια έχω…Η κάρτα του πεθαμεναντζή είναι στο μπουφάν μου, σήμερα πέρασε, το πρωί, ο συφοριασμένος και μου την άφησε… Βάλε και λίγο μπαμπάκι και καμιά γάζα στο κομοδίνο για πρόφταση κι όλα καλά θα πάνε.

Αισθανόταν πολύ καλύτερα…

«Αλήτη, ε, αλήτη…»του’πε η Άννα. «Εγώ φταίω που ανησυχώ…» και του κλείσε, χαμογελώντας την πόρτα.


Υ.Γ. Απ την αρχή,απ τα παλιά...άντε αδέρφια καλή μέρα να χουμε:)


Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008

Μιμοκωμωδία

Πιπιλίζοντας, ψάχνεις …ανοιγοκλείνοντας τα ρουθούνια σαν το κουνέλι, έχοντας σφηνώσει τη μουσούδα σου στο κοτετσόσυρμα. Ψάχνεις το βυζί της μάνας σου…ή έστω… την πιπίλα τη μαλακιά, που μύριζε το σάλιο σου και τη φρουτόκρεμα της
Κοιμήσου κουνελάκι μου, κοιμήσου και ρουθούνιζε…κοιμήσου, κοιμήσου και πιπίλιζε
Έρχεται η μάνα, με καραμέλες σωρό, πολύχρωμες, ματζούνια μυρωδάτα με γεύσεις φρούτων. Κοιμήσου κουνελάκι μου, κοιμήσου και ρουθούνιζε…κοιμήσου, κοιμήσου και πιπίλιζε… κι η μάνα, σου παρήγγειλε μπαλτά καλοακονισμένο σε μάστορα παλιό, γύφτο κιμπάρη…έρχεται κουνελάκι μου με το μπαλτά και το βυζί της στο χέρι, καραμέλες σου φέρνει.

Μπορώ να ξυπνήσω, μαμά μου… πες μου να ξυπνήσω μπορώ;

Για τα ζούδια, τα νησιώτικα

Powered by eSnips.com

Οοο παλιατζήηης...παλιά παίρνω

Παλιά παίρνω...οοο παλιατζήηης
άστρο φτιάχνω, παίρνοντάς τα
με παλιά μουσική η ψυχή μου χορταίνει
λιγοθυμώ, μπρος στην παλιά μουσική.

Ποιήματα γράφω
Γράφοντας ποιήματα,παλιά παίρνω...οοο παλιατζήηης
Παίρνω μουσικές, δίνοντας παλιά

Αχ, και να μουνα ψαράκι... μες το μπουκάλι του ούζου, ψαράκι να μουνα


Προσπάθεια απόδοσης

Eskiller alιyorum

Orhan Veli Kanικ

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008

Αρχίζει!

...και μια πουτάνα κόρη, έχει και ένα βούκινο που το γαμάνε όλοι!

Τι έγινε ρε παιδιά;
Άρχισε;

Ντριν, ντριν, ντριν, ντριν...

Τα παιδιά, σήκω...σε ψάχνουν τα παιδιά για την ανταπόκριση

γαμώ τα κρασιά μου, αλλού πετάω, αλλού χύνομαι...όχι δεν είναι έτσι... και καίει πολύ καίει το κόκκινο, αλλά κι αυτό το βούκινο...ποιονε λένε τα γκαρντάσια...το Βουλινό, έτσι δεν τον ελέγανε...σήκω, τηλέφωνο να δούμε τι γένιται, το φελέκι μου γαμώτο, πονάω!

69........

Η τηλεφωνική κλήση δεν είναι εφικτή προσωρινά για λόγους διαθεσιμότητας του δικτύου του παρόχου σας...
να, να το βούκινο που φωνάζαν τα παιδιά, για τη φτώχεια μας... ΤΟ ΒΟΎΚΙΝΟ, γαμώ και τσι φτηνές τις συνδέσεις που θα μας ελύναν τα χέρια και έγινε λαχείο το τηλέφωνο...κι όχι εθνικό ένας στους δύο κερδίζει...λαικό, ένα στό τόσο θα πιάσεις, αμορτί... το δίκτυο του παρόχου σου κι η διαθεσιμότητά του!

οεεεε,οε,οε,οε
οε,οε
οεεεε, οε,οε,οε
οε,οε

Μα εννιά και δεν είπαν...άντε δεν είναι και δεν είναι εφικτή...τώρα στο δέκα το καλό καμάρι μου έλα να τον επιάσουμε το Μπάμπη να δούμε το γένιται;

ΟΕΕΕΕΕ,ΟΕ,ΟΕ,ΟΕ
ΟΕ,ΟΕ...ΕΕΕΕΕΕΕ

Γιες! Μας έκατσε, μας έκατσε!

Έλα, ρε θηρίο, τι γίνεται άρχισε;
Προθέρμανση, αδέρφι...κάτσε να δώκω το σύνθημα, μην κλείσεις...

Κάθε πατέρας αριανος
έχει πουτάνα κόρη
έχει και ένα πούστη γιο
που τον γαμάνε όλοι!

ΠΑΜΕ!
ΚΑΘΕ ΠΑΤΕΡΑς ΑΡΙΑΝΟς... έλα τι με λεγες;

Άρχισε, ρε παιδί μου;
Όι μωρέ τις μπύρες ανοίξαμε,ζέσταμα κάνουμε...ΟΕΕΕΕ,ΟΕ,ΟΕ,ΟΕ... 9 και τέταρτο θα βγουν τα παληκάρια κι οι σκουληκαδερφές...άντε σαφήνω ΟΕΕΕΕΕ,ΟΕ,ΟΕ,ΟΕ...ΠΆΡΕ ΑΡΓΌΤΕΡΑ


ΠΟΙΑ ΦΤΏΧΕΙΑ ΡΕ ΡΟΎΛΑ ΚΑΙ ΠΟΙΟ ΒΟΥΚΙΝΟ;;;;;
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΙΝΑΙ ΛΑΡΤΖΖΖΖΖΖΖ ΣΕ ΛΕΩ!!!!

οεεεε,οε,οε,οε μανάκα μ...στο να χέρι το τσιμπιδάκι, σταλλο το καθρεφτάκι...κι όλονε το ντουνιά γραμμένο...οεεεε,οε,οε,οε

ΟΕΕΕΕΕΕ,ΟΕ,ΟΕ,ΟΕ
ΑΡΧΙΖΕΙ!!!


Μπορεί και να συνεχιστεί


Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2008

Η Ψαρού, το θαλασσοκόριτσo

Σαν να είχε βγει από τη θάλασσα, μόλις… έτσι μου φάνηκε… τα μαλλιά της, τα χείλια της, αρμύρα μου μύριζαν, ως το πρωί… τα στήθια της… κύμα, που ανεβοκατέβαινε.

Φτωχιά ήταν, το ξέρω…-νισάφι, όμως…με την κουβέντα για τη φτώχεια-...του έρωτα, τραγούδια θαλασσινά, μου σιγομουρμούρισε… στ’ αυτί μου. Στα χρόνια που πέρασαν, άραγε ποιος ξέρει, πόσα είχε δει και πόσα είχε μάθει πιασμένη, λαιμό με λαιμό, με τη θάλασσα… στα δίχτυα, να μπαλώνει, να καλάρει, να μαζεύει, να δένει αγκίστρια στη μπετονιά, να βγάζει δολώματα, να καθαρίζει το καΐκι.

Ένιωσα τ’ αγκάθια των ψαριών, όταν τα χέρια της ακούμπησαν στα δικά μου
Είδα, εκείνη τη νύχτα…στα μάτια της, είδα τη μέρα… πόσο όμορφα γεννιέται στην ανοιχτή θάλασσα!
Τα μαλλιά της μου έμαθαν το κύμα… ως το πρωί μπαινόβγαιναν, μες τα όνειρά μου


Προσπάθεια απόδοσης

Deniz kιzι

Orhan Veli Kanik

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

Άλα!

Λοιπόν άκου με
Αυτό το νυχτέρι ολόδικό σου, το ξέρεις...γιατί σου πρέπει, μον σήκω δεν είναι για δυο ο χορός αυτός σήμερα, σήκω να χορέψεις, διάλεξε εσύ τι, γιατί σου πρέπει...σερεφέ, στην τιμή... και στην υγειά σου,μωρέ...και γω είμαι δω, δίπλα... στο γόνατο το ένα το πονεμένο θα στηρίζομαι,όχι γιατί το γιανες, αλλά γιατί σου πρέπει...κι όχι δε θα σου χτυπάω παλαμάκια...το πάτωμα θα χτυπάω, με το κεφάλι κάτω, γιατί ξέρω...εσύ, μόνο χόρεψε, αλάνι...γιατί σου πρέπει

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

ΝΑΚΑΓΙΑ!!!

Ούτε ο καιρός...Από μαγιό σε παλτό...λάου-λάου, βρε

Τι παλτό μωρε συ σήμερα, με τέτοια κουφόβραση;

Σου ρχεται το παλτό θα διεις σε καμιά ώρα...Με τέτοια τι, με είπες;

Κουφόβραση, παιδί μου

Ποιος κουφός και ποια βράση, βρε…α… βράση δικιο έχεις κάψα, κάψα με λες την έχει, αλλά ποιος κουφός…ποιος κουφός είναι που βράζει;

Ποιος κουφός μωρέ;

Ε, αυτό σε λέω και γω…ΚΟΥΦΌβραση δεν με είπες;

Όχου σταμάτα κι άκου… σε λέω και σε λέω, μας έπρηξες…κουφή βράση, κρυφή ρε παιδί μου, που δεν ακούγεται

Κάτσε, κάτσε …κουφή που δεν ακούγεται; Ο κουφός δεν είναι που δεν ακούγεται… δεν ακούει ο άνθρωπος, οπότε καλά σε λέω…

…Δε θα συννενοηθούμε, ΣΕ ΛΕΩ!!!…Πως ΤΟ ΛΈΤΕ ΜΩΡΈ ΑΥΤΌ ΠΟΥ Ο ΟΥΡΑΝΌς έχει κατέβει κι είναι αδακά λιγο απαραπάν απ το μέτωπο ή κούτελο , κατάλαβες ε; αυτό, αυτό που κολλούσαμε κάποτε το πεντοχίλιαρο, που το χουμε καθαρό πότε-πότε... κι είναι έτοιμος να πέσει στην κεφάλα σου την ξερή τη σαλονικιώτικη κι είναι και μαυρογκρίς… όλος ένα σύννεφο κι έχει και κάψα, βράση ζέστη πολύ κάψα, ρε παιδί…
Αμάν αυγό σκας σε λέω!

Μια χαρά το πες…όλος ένα συννεφο, άρα συννεφό…κι έχει και κάψα, άρα καμά…ΣΥΝΝΕΦΌΚΑΜΆ έχει σήμερα…κι άσε τον κουφό ήσυχο τον άνθρωπο, σε λέω…άκου κουφόβραση!

Όπως σε είπα…άκρη δε βγάζουμε...
σκας αυγό κοπέλα μου για χίνισι για σφιγγάτο γίνισι, αμά πολύ σφιγγάτο… στόκος σε λέω

Δεν καταλαβαίνω πάλε…αλλά τώρα που πες αυγό…Τι το κάνω με είπες;

Τέλως πάντων, πες…που να σου εξηγώ…α ρε πασχ(π)αλίτσα...που σαι να βοηθήσεις;

Άντε καλά άστο…πως την είπες αυτή;

Άστο λέμεεε!

Καλά καλά ταφήνω μη φωνάζεις...τώρα που πες το λοιπόν αυγό να σε κάνω μια κανάγια…Ωχ... πάρτηνε, έτσι δεν το λέτε;

Τι να με κάνεις;

Όι! Όι, νακάγια να σε κάνω

Να…τι… να με κάνεις;

Ναγιάκα το βρήκα, το βρήκα

Αχ, τζάζεψες εντελώς με φαίνεται…

Ναι, ναι μωρέ στη λήγουσα το τονίζετε…νακαγιά να σε κάνω

Και τζαζεμένη και δασκαλίτσα, ποια λήγουσα, μωρέ, που τη θυμήθηκες…τι το θελα το αυγό το σκασμένο…

Ναγιακά μωρέ, ναγιακά να σε κάνω

Απ αυτόν θα σαρπάξω απ το γιακά, θεόμουρλη…που θα με κάνεις και ναγιακά μαυγά…ΚΑΓΙΑΝΑ, μαρή…

Αυτό σε είπα και γω ΝΑΓΙΑΚΑ, στραπατσάδα, μωρέ με ντοματούλα φρέσκια μυρωδάτη, δροσερή στραπατσάδα, ναντέξουμε την βρασό…κουφό το συννεφόκαμα, ρε παιδί…να σε φτιάξω;

Φτιάξε να δούμε...γιατί μέχρι να το εξηγήσουμε πάεσε το συννεφοκουφόκαμαβράση...βρέχει!


Ευχές

Νατασσούκο
Ζητήηηησατε:)




γιατί το καλό το παλουκάρι...





Το λέει και το κοπέλι... για μένα και για τσι φίλους μου
ναγαπάμε και ναγαπιόμαστε
Γιάντα γελάς;)
Έτσι δε λιέει;)


Τώρα για τσι οχτροί...να σκάσουνε μωρέ
Να σκάσουν οι οχτροί μας!

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2008

Άντε!

Άστε ταυτά τώρα…είπαμε όσο και να τα τραβούμε δε φτάνουν τα κομμάτια, δε βγαίνει ο λογαριασμός
Άντε να σας κεράσω ένα τσίπουρο και σας έχω και συνταγή… μεζέ εκ Καισαρείας…για δε σας κόβω να τον παλέψατε τον παστουρμά…αχ,αχ δε τακούτε το Ρουλιώ…αλλά επειδή σας αγαπάω, βρε…υποκατάστατο παστουρμά φτηνό, γιατί οι μέρες το καλούν…εύκολο, έχουτε και δουλειές, ξέρω ξέρω…που ναταλατώσεις και να το ξαρμυρίσεις και να το κρεμάσεις…αλλά, ξηγημένα πράματα, μυρίζει όπως κι ο γνήσιος ίσως και κομματάκι παραπάνω, οπότε ή δυο δυο τον ετρώτε, ή μονάχοι ο καθένας όταν είστε στη σπηλιά…και καλυτερότερα Σαββατοκύριακο κι ένα μπανάκι το πρωί πριν τη δουλειά δε θα ταν κακή ιδέα…μια και ο περι ου ο λόγος εκ Καισαρείας μεζές είναι τσιμένι σε ψωμί κι αυτοί οι αθεόφοβοι οι Καισαριώτες το τρώνε για πρωίνο μαζί με το τσάι, λιέτε μωρέ να την έχουν ασπίδα τη μυρωδιά για τσι εχτρούς, πάντως την κοινή την Ευρώπη την εγλιτώσανε ως τα τώρα…βαλά γιατί μυρίζουνε δεν τους γράφουνε…τέλως πάντων εμείς που μαστε βρωπαίοι, το μεσημεράκι… μεζέ για το τσίπουρο το τσιμένι και πάρτε μολύβι και τεφτέρι και γράφτε:
2 κουταλιές της σούπας μοσχοσίταρο αλεσμένο, πούδρα να ναι
2 κύμινο, φρέσκο
2 κόκκινο πιπέρι ΑΑΑ, απ τακριβό
2 κόκκινο πιπέριΒΒΒ, απ το φτηνό για να φτουράει
1 κουταλιά, πάλε τση σούπας ρίγανη
4 και 5 αν ταντέχετε σκελίδες σκόρδο
Μια πρέζα που λιεν κι οι Σεφ τριμμένο πιπέρι, μαύρο
Λαδάκι λίιιγο, καλό και νεράκι του Θεού όσο σηκώσει…να γένει σαν την ελιά την πάστα που την επληρώνετε όσο όσο, τσακαλάκια, μόνο και μόνο για να μη φτύνετε το κουκούτσι, βρωπαίοι, για!
Ανακατεύετε καλά κι έτοιμος ο μεζές, ψωμάκι τσίπουρο και στη γεια σας!


Υ.Γ. Η συνταγή από φόρουμ, φόρα πως το λιέτε για παστουρμά, τούρκικο βερυ ταμπλ, όπου τη διαφορά την έκανε ένας θρήσκος τούρκος που μπήκε και τους την είπε πως καλά κάνουν και κρατούν τις παραδόσεις και φτιάχνουν σπιτικό παστουρμά, αλλά το ρακί είναι κακό πράμα χαλάει τη διάθεση και τα σπίτια και γίνεται συνήθεια στον άνθρωπο κακιά!
Κι ένας ασυνέτιστος μπήκε και του απάντησε :
Τι να σε πω βρε αμπί, μεγάλε αδελφέ, εγώ 26 χρόνια το πίνω δεν το συνήθισα, ακόμα, κάθε φορά είναι σαν την πρώτη φορά!

http://www.youtube.com/watch?v=sDr0S1X3jo0

Ευτυχώς



Θυμάστε, που μας το χαν πει;Τότε... με τα παλιά τα λεφτά, που γινόταν ακόμα λογαριασμός
Τώρα;
Τι να σας λέω; Τα ξέρετε λογαριασμοί, λογαριασμοί, λογαριασμοί,αλογάριαστοι... ποιο Φθινόπωρο και ποια χρώματα και δροσοσταλίδες πάνω στα φύλλα…όλα λογαριασμοί γέννηκαν απλήρωτοι…και περιμένουν και μεις μπροστά στα μηχανήματα γρήγορης, ρε παιδί αυτόματης ανάληψης να προσπαθούμε ναναληφθούμε, κατά που; Κάπου κατά πάνω, πάντως όχι εδώ για δε συμφωνεί…δε συμφωνεί το γαμημένο το υπόλοιπό μας με αυτό που θαπρεπε να χουμε και για κείνο το υπόλοιπο υπομονής…δεν έχει απάντηση, σάματις έχει ερώτηση έχει τετραγωνάκι να σε λέει, υπόλοιπο υπομονής και να το πατήσεις και να σε πει οφ, ρε παιδί οφ, καταλαβαίνεις, όφου…δεν έχω άλλη μπίτισε κι όσο να βγάζω τα γυαλιά ηλίου και να βάζω της πρεσβυωπίας και να υπολογίζω τους λογαριασμούς στο χέρι και να βλέπω το υπόλοιπό μου δε βγαίνει λογαριασμός δε βγαίνει…παίρνω κι εγώ όλο το υπόλοιπό μου και τα χρωστούμενα και άντε γεια…Συγγνώμη κύριε την κάρτα σας ξεχάσατε…α… κάτι μουρμούρισε μες στα δόντια τα σφιγμένα, πάντως ευχαριστώ δεν είχε το μουρμούρισμα και γιατί να χει, μπίτισε κι αυτό.
Σήκωσε λίγο το κεφάλι φεύγοντας…ναι ήταν κι αυτός εκεί χθες…του χτύπησα τον ώμό, θυμάμαι καλά ήσασταν στου Σουλτάνου χθες στο δικαστήριο;
Ναι, ήμουν…αυτός που βίασε…καλά θυμάστε οι δυο μας ήμασταν που βιάσαμε, μα ευτυχώς δεν κλέψαμε, δεν πατήσαμε άνθρωπο…και μας θυμήθηκε ο Αλί ο δήμιος, μα του φωνάξαμε και μεις …Αλί όχι το χέρι, αυτουνού να το κόψεις, αυτός έκλεψε…και το πόδι εκείνου, αυτός πάτησε…εγώ κι αυτή βιάσαμε, την κόρη μας την αλήθεια μας, βιάσαμε… να μας γαμήσεις είπε μόνο, μη ξεχαστείς…μόνο να μας γαμήσεις είπε
Ευτυχώς σώσαμε, αδερφέ το χέρι μας σώσαμε και θα τον εμαυρίσουμε το μπούλη να μάθει, όπως έμαθε κι ο Γιωργάκης, να μάθει πως δεν αλλάζεις την αλυσίδα εν κινήσει…έμαθε το παιδί να τον ανταμείψουμε, ευτυχώς έχουμε χέρι ακόμη!


Υ.γ.Τον έχει φωτογραφία ο έφηβος να το λέει ξεκάθαρα...και μεις όπισθεν, ρε αδέρφια;
Που θελα παένεις, ρε γκρέκο μασκαρά;

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2008

Η εκδρομή

Για λίγο, είπες , πόσο είναι το λίγο…δείξε μου, περιμένω… δεν πέθανα, γαμώτο, σε μένα μίλα κατέβασε τα μάτια σου, κατέβα… χαμήλωσε να δεις τα χέρια μου. σε περιμένω εδώ κάτω, τεντώνομαι ψάχνω παλεύω με το θόρυβο τις φωνές να μεταφράζω, εδώ κάτω χαμήλωσε… τις δικές μου, τις δικές σου, των άλλων και το ύψος δε το μπορώ, προσπάθησα πολύ, πίστεψέ με, άπιαστο απατηλό… κατέβα, εδώ κάτω… δεν μπορώ να, μα βλέπω το φως σου το βλέπω απ το φεγγίτη, γενναιόδωρα που το μοιράζεις το φως σου κι άλλοτε το βλέπω, άλλοτε το θυμάμαι και κάθε που μπαίνει το φως τα μάτια μου πονάνε, καίνε τα κλείνω… εδώ κάτω, χαμήλωσε, τεντώνω το χέρι μου, μη με τραβάς πονάω, είναι σκοτεινά, τα μάτια σου θέλω να δω, περσότερο απ το φως σου θα λάμπουν για μένα τα μάτια σου… χαμήλωσε, εδώ κάτω μαζί, σκάψαμε ο καθένας απ το πόστο του, εσύ να πετάς σποράκια κι εγώ να μαζεύω, στην αρχή πάνω, πάνω να τα βρω εύκολα κι ύστερα όλο και βαθύτερα, έσκαβες το χώμα και τάφηνες κι εγώ να ψάχνω στα χώματα να τα βρω μύριζε εφηβεία τότε… εκδρομή και σ ακολούθησα τι χαρά έκανα για κάθε σου σποράκι, για κάθε σου σημάδι το ξέρεις, τα μάζεψα όλα, ή έτσι ελπίζω, τα χω εδώ και τα χαϊδεύω βόλτες , δρόμοι χαραγμένοι, σκαμμένοι κι ο φεγγίτης… μύριζε εσύ… την έχω φυλαγμένη τη μυρωδιά σου κρυμμένη στη μασχάλη μου… χαμήλωσε, εδώ κάτω δεν μπορώ νανέβω, μόνο να περιμένω μπορώ δυο χέρια … ένα τεντωμένο, προς τον φεγγίτη και τάλλο να χαϊδεύει τα σημάδια και να μυρίζει τη μασχάλη του…γελάς, ε;…γελάς, σε βλέπω…όλα στο κεφάλι μου κι η εκδρομή κι ο φεγγίτης και τα σημάδια…γελάς, το ξέρω… μα μύριζε εσύ...τι είπες; εώρα, εώρα το...είπες, άκουσα καλά...ναι πες μου, ναι...αιώρα, όπως τότε...παιδιά για ώρα... ναι πες μου,όπως τότε... ξεγέλασέ με, μωρέ...για λίγο, ακόμα



Powered by eSnips.com

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2008

Τώρα, που το μπλε τελειώνει




Astor Piazzolla Vs Koop - Vuelvo Al Sur

http://musicpicker.blogspot.com/2008/06/astor-piazzolla-vs-koop-vuelvo-al-sur.html


Άκουσε τη θάλασσα μέθυσε μαζί της
ακουσε τη θάλασσα, χόρεψε μαζί μου

Mπες στην προσμονή της σφύριξε το θα της
Σφύριξε σταυτί μου, σφύριξε μαζί μου


Δε τους, δες τους γλάρους της
πέταξε μαζί τους
ψάξε για τους φάρους της, φώτισε μαζί τους


Σφύριξε το λα της μύρισε την πικρα της
Σφύριξε σταυτί μου, σφύριξε μαζί μου


Κολύμπησε στα χάδια της, δέξου τα σημάδια της
Δέσου στο σκαρί της

Πάρε τα κομμάτια της σφύριξε το σσα της
Σφύριξε σταυτί μου, σφύριξε μαζί μου

Γεύσου την αρμύρα της, βούτηξε στη μοίρα της
Κάντη ναι δική σου


Σφύριξε το θα το λα το σσα ,σφύριξε σταυτί μου σφύριξε μαζί μου


Φόρα το γαλάζιο της, ντύσου το κορμί της
Πιες απ το φιλί της, πες τη μουσική της

Σφύριξε το θα το λα το σσα, σφύριξε σταυτί μου σφύριξε μαζί μου

Παίξε την στα πλήκτρα σου, πες το μυστικό της
γίνε η ηχώ της


Σφύριξε το θα το λα το σσα, σφύριξε σταυτί μου σφύριξε μαζί μου

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

Κάποτε ήταν εδώ ένα ξανθό, ωραίο λεπτό παιδί που πελεκούσε,μήπως ξέρετε πού πήγε;
Εδώ είναι, φαλακρός,χοντρός και άσχημος, μπροστά σας... κι ακόμα πελεκάει.
Την έξοδο, τώρα


Κράτα βρε πατέρα,για μας κράτα
Λίγο ακόμα


Powered by eSnips.com

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2008

Φέγατι,αδέρφια

Άφκετε το παστουρμαδοκαλόκαιρο και τρεχάτε

στου Μίμη
http://zervosapontes.blogspot.com/2008/09/1.html

κερνάει καλοκαίρι το απιθανόπαιδο

και γέλιο, πολύ

καρκαριστό!!!!!

Ρακινίν οροσπουσού

Η πουτάνα του ούζου σου είναι, ο καλύτερος μεζές, έτσι τον έλεγε. Και κάθε γιαζί παστουρμά, παστουρμαδοκαλόκαιρο, ετοιμαζόταν να τον φτιάξει. Για δε θέλει ούτε πολύ ζέστη, ούτε πολύ κρύο ο παστουρμάς και δε θέλει κι υγρασία. Μια παράταση του καλοκαιριού μες στο φθινόπωρο με ελαφρύ ζεστό αεράκι, θέλει για να στεγνώσει καλά και να κρατήσει. Έπαιρνε το λοιπόν ο Αμέτ δυο κιλά κρέας, βοδινό για να του μείνει λίγο παραπάνω από κιλό παστουρμάς να χει παρέα για το ούζο του ως περίπου το Μάρτη, δεν άντεχε παραπάνω , μποζούκιαζε χαλούσε μετά το Μάρτη, όι σαν τους έτοιμους που πίτα στο σηντηρητικό δε χαλάνε ποτέ. Το πρόσεχε το στομάχι του ο Αμέτ, εν αντιθέσει με το συκώτι του

Δυο κιλά κρέας και καμιά έξι κιλά αλάτι για ταστάρωμα και το σέρτικο. Μαστορικά πράματα και δεν άφηνε κανένα να βάλει χέρι στη διαδικασία. Αστάρωμα έλεγε την πρώτη στρώση αλάτι. Έριχνε ένα κιλό αλάτι στο ταψί και ντελικάτα, αργά με υπομονή γύριζε το κρέας πάνω κάτω και δεξιά αριστερά να πιάσει η πρώτη στρώση ταλατιού, πράγμα δύσκολο μια και το κρέας φρέσκο, υγρό δεν το κρατάει ταλάτι και θέλει επιμονή κι υπομονή και τρόπο. Σαν νύφη το γύριζε κι απα δα κι απα κει μη μείνει γωνίτσα του ακάλυπτη Καμμιά ώρα του παιρνε ταστάρωμα. Μα μόλις έβλεπε ότι είχε πιάσει λίγο ταλάτι, τότε έπιανε το σέρτικο και που σε πονάει και που σε σφάζει. Ευγένεια, υπομονή κι επιμονή τέλος… θα λογαριαστούμε, σέρτικα, τώρα. σκληρά Το γυρνούσε γρήγορα το κρέας, είχε και τη μέση του πόσο άλλο όρθιος πια, νισσάφι και το πατούσε, βίαια κάθε που το γύρναγε, να μπει μέσα ταλάτι για ναφήσει το περίσσιο το αίμα ο παστουρμάς. Αφού κρυβόταν το κόκκινο του παστουρμά και ήταν πια καλυμμένος με αλάτι έπαιρνε τα δυο κομμάτια ξύλο και τις βίδες απ το μαραγκούδικο.


Τα χε υπολογισμένα τα ξύλα να χωράνε στο ταψί το ένα κάτω με μια στρώση αλάτι, μετά το κρέας κι από πάνω το άλλο κομμάτι ξύλο και βουρ πάτημα κι άμα τύχαινε να ‘ναι και στα. ντουζένια του… που για τον Αμέτ ήταν να χει νεύρα και διάθεση για καβγά, βουρ στο χτύπημα, στη μπουνιά ο παστουρμάς, ώσπου λαλούσε και το κρέας και το ξύλο και το χέρι του Αμέτ. Οπαδός του ξεφορτώματος κι ο Αμέτ όσο κι αν πόναγε…μα την ήθελε τη βαρβατίλα ο παστουρμάς δε γινότανε χωρίς αυτήν. Κι αφού τον έδερνε για τα καλά έπαιρνε τις τρεις βίδες του, τις μέγγενες κι έσφιγγε τα δυο ξύλα όσο πιο πολύ έπαιρνε και στη μέση το κρέας σαν καρτούν που του χουν κολλήσει τη μούρη του στο τζάμι, σχεδόν ακουγότανε… θα σκάσω, θα σκάσω.

Άχ, έτσι εκεί να σκάσεις σκασμένο ειδαλλιώς παστουρμάς δε γίνεσαι κρέας θα μείνεις άψητο και θα σαπίσεις…άιντε γκετσμίς ολσούν, μπε περαστικά του ευχόταν και το βαζε στο ψυγείο.

Την επομένη που χε αφήσει το πρώτο αίμα, άνοιγε τις μέγγενες το καθάριζε απ το περισσιο αλάτι και βουρ σέρτικο πάλι και μέγγενες. Το σέρτικο κρατούσε μέχρι να σταματήσει να βγάζει αίμα το κρέας, μέχρι να στραγγίξει, όσο σηκώσει που λεν κι οι μάνες μας στις συνταγές.

Κι αφού δε σήκωνε άλλο πια, άρχιζε το ξαρμίρισμα. Και από κρέας τον εβάφτιζε γιαβρί και κορίτσι του. Έλα τουζλού μου έλεγε, μπι κεράς γιαπί, έλα να σε κεράσω Νερά πολλά κι αλλαγές σχεδόν κάθε ώρα να τον δροσέψει που τον ταλαιπώρησε να μην κρατήσει γινάτι ο παστουρμάς και κλείσει παραπανίσιο αλάτι μέσα του, για μπίτισε ο μεζές…αρμυρός ο παστουρμάς σηκώνει νερό δεν σηκώνει ούζο και με το νερό ο Αμέτ δεν τα πάενε πολύ καλά, τον φούσκωνε. Από φούσκωμα πήγε στο τέλος, αλλά απ το ούζο και το συκώτι του… ευτυχώς όχι από νερό έλεγε στο καφενείο, λίγο πριν μπει για τελευταία φορά στο νοσοκομείο.

Κανά δυο μέρες έπαιρνε το ξαρμίρισμα και μετά…κανάκεμα, το γιαβρί του. Καθάριζε τον πάγκο της κουζίνας και τον σκούπιζε καλά, καλά για ώρα πρώτα με το βετέξ, μετά με χαρτί και μετά με πετσέτα , αφράτη, γιουμσάκ πεσκίρι μπουρσαλίδικο ναπορροφάει καλά, ούτε σταγόνα νερό να μην μείνει στον πάγκο. Κι ένα τελευταίο χουχούλιασμα κι έναν έλεγχο με το χέρι του κι άπλωνε το πεσκίρι για το γιαβρί,. Χαμόγελο και χάδια τώρα και κουκούλωμα με το πεσκίρι και χουχούλιασμα… γύρνα και σκούπιζε και έλα το να το στεγνώσω, έλα το κορίτσι μου, που το ταλαιπώρησα.

Και τώρα αέρας, τζανίμ να σε χτυπήσει, έλα να σε βγάλω έξω στο μπουγάζι να πάρεις τον αέρα σου. Τον κρεμούσε στο τσιγκέλι και τον εσκέπαζε μ’ άλλο καθαρό πεσκίρι, τα γατιά φοβότανε , γιατί βροχή δε φαινότανε... ξαστεριά έχει κορίτσι άιντε ιγι γετζελέρ, καλό βράδυ να χεις κι αύριο πρωί, πρωί θα σε πάω κάτω απ τη σκάλα, που δεν θα σε πιάνει ο ήλιος . Κανά δυο μέρες το πηγαινόφερνε το κορίτσι, μέχρι να ναι έτοιμο, στεγνό τελείως για το τσιμένι.

Μυστικό επτασφράγιστο η παρασκευή του τσιμενιού. Λέξη δεν του παιρνες του Αμέτ, κάτι μισόλογα για τσιμένι σε σπόρους και πιπέρι κόκκινο και σκόρδο κι όλα στουμπηγμένα στο γουδί. Μόνο το, για ώρα του στουμπήγματος ήταν ξεκάθαρό κι ή πλάτη του γυρισμένη στην πόρτα της κουζίνας. Κι άμα έβλεπε τα σκούρα γιετέρ έλεγε τα σουρτα φέρτα, φτάνει πια κι έκλεινε την πόρτα.

Ιεροτελεστία το τσιμένι το τελευταίο χάδι στο γιαβρί, για!
Μόναχος ήθελε να ναι, να ταπλώσει καλά να μυρίσει το κορίτσι για να του δώσει πίσω τη μυρωδιά στο μεζέ, να τον ανταμείψει. Γιατί το τσιμένι έλεγε ο Αμέτ τον κάνει τον παστουρμά, το κάψιμο κι η μυρωδιά του ζευγαρώνουν με το ούζο κι ας τους να λένε πως βρωμάει το τσιμένι και να το βγάζουν. Ολούρμο, μπε γίνεται παστουρμάς χωρίς τσιμένι, φάε χόρτο, καλύτερα και συμπλήρωνε μένα αχ, μισογελώντας προς τη γυναίκα του… άμα ο άντρας δεν μυρίζει τσιμένι και ούζο, μποκ ερκέκ, σκατά στα μούτρα του, γιαλαντζί άντρας είναι. Η Χατιτζέ , απ την άλλη κιχ, όπως πάντα…συμφωνούσε δε συμφωνούσε, μπιλμέμ.

Και πάλι στο τσιγκέλι το γιαβρί να στεγνώσει καλά το τσιμένι, να πετρώσει. Σκεπασμένο με λαδόκολλα πρώτα τώρα και μετά το πεσκίρι. Το πήγαινέλα απ το μπουγάζι στη σκάλα σταθερό κι έλεγχος τώρα, συχνός …στην αρχή με το μάτι και δειλά, δειλά και με το χέρι, για σε γελάει το μάτι… ώσπου να περνάς το χέρι σου απ το κορίτσι και να μην αφήνει ίχνος απ το τσιμένι, μόνο μυρωδιά ναφήνει

Έλα να σε πάω να ξεκουραστείς τώρα, στο φανάρι έπρεπε να σε βάλω να παίρνεις τον αέρα σου, αλλά…νεύρα είναι αυτά που να τα κουμαντάρει ο άνθρωπος, μπιτέ πάει το φανάρι και δεν αξιώθηκα να φτιάξω καινούριο…άιντε μπουζντουλάπ ιτσιντέ και μπεκλέ τζανίμ, στο ψυγείο και περίμενε νακονίσω το τσακί μου και θα κάνουμε παρέα.

Κι έπαιρνε το μαχαιράκι που χε πάντα μαζί του ο Αμέτ και το μασάτι της κουζίνας και ντγουρ, ντγουρ, ντγουρ, τακόνιζε μέχρι να γίνει ξυράφι μην το χοντροκόψει το γιαβρί και το μαγαρίσει. Μένα κατέβασμα του μαχαιριού έπρεπε να κοπεί η φέτα Τσιγαρόχαρτο τον ήθελε τον παστουρμά να σηκώνεις τη φέτα και ναχνοφαίνεται απέναντι το παράθυρο της κουζίνας Ολμάζ, αλλιώς δε γίνεται. Όλο νόμους η ζωή του Αμέτ νόμους απαραβίαστους με ολούρμο ρητορικό και ολμάζ θηλιά στο λαιμό, νόμους δικούς του γύρω απ το ούζο του οι περσότεροι, γιατί τους άλλους νόμους,γραμμένους τους είχε...άι σιχτίρ και σεις και τα ναμάζια σας, οι προσευχές σας, ήταν η απάντηση.

Άιντε σερεφέ κορίτσι της έλεγε μέτα την πρώτη τζούρα άσσου και την πρώτη γουλιά γεντί νούμερο, το εφτάρι το κομοτηναίικο το αγαπημένο του…και να πιεις θα πεθάνεις και να μην πιεις, πάλι θα πεθάνεις…το πότε δε φαινόταν να τον ενοιάζει Στην τέταρτη πέμπτη γουλιά και τζούρα τη δοκίμαζε, με τα μάτια κλειστά.

Aδέρφια, στην υγειά σας, γιατί η Ρούλα μπορεί να ναι στη μακαρονάδα, αλλά εσείς τι φταίτε;)
Σερεφέ, μπε και καλό παστουρμαδοκαλόκαιρο!



Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2008

Μακαρόνια, μόνο

σκέτα θέλω να τρώω εδώ και μέρες .
Όχι σπαγγέτι, δεν θέλω να τρώω με πιρούνι, με κουτάλι, άμα δεν πέσει κουτάλι που να καταλάβεις φαϊ… εκείνα τα μικρά τα κοχύλια, τις καμπανούλες, τις βίδες και το κους κους θα μάρεζε, κατεβαίνει αμάσητο αυτό, μα δεν έχει στο ντουλάπι .Είχα δει και κάτι παιδικά λέει… μακαρόνια, με γράμματα για να μαθαίνει το παιδί σας…να τρώει και να μαθαίνει Σκέτα τα θέλω και χλιαρά. Ούτε σάλτσες ούτε τυριά, μόνο λίγο λάδι καλό από πάνω, όχι για γεύση ούτε για μυρωδιά. Για να γλιστράνε να μην κάθονται στο λαιμό και πνίγομαι

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008

Ο μάστορας

Α, ρε ρουφήχτρα, κουτεντέ.Αγύρτης είσαι. Όλα τα κατάπιες, Δε θα χορτάσεις, μωρέ;
Μας το χαν πει
Μα θέλαμε να μεγαλώσουμε, πολύ
Α, ρε κάλπη με μια καραμέλα κι αυτή μπαγιάτικη, μας ξεγέλασες
Και τώρα …σία κι αράξαμε
Πίσω στην αρχή
Παιδιά που λένε χαράμι και τσακαπίκο
Δεν παίζω, άλλο
παιχνίδι
Άλλο να παίξουμε.
Χλωμό το κόβω
Μαύρο Τι να γράψεις για το μαύρο Σε φοβίζει Του γυρνάς την πλάτη Σε τραβάει Πας να του ξεφύγεις Σε θυμώνει Φωνάζεις, χτυπιέσαι Σε ακινητοποιεί Αφήνεσαι Σε καταπίνει Βυθίζεσαι Γίνεσαι ένα Κλαις
Κι όμως ο μάστορας έφτιαξε απ το μαύρο και μας άφησε
Είναι δύσκολο, πολύ να βρεις μια μαύρη γάτα σένα μαύρο δωμάτιο.
Ειδικά, αν δεν υπάρχει

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

Παραμύθι...σαν

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια τρύπα.
Μέσα είχε κάτι μικρά που όλο πηγαινοέρχονταν.Αυτά τα καφέ τα μικρούλικα, που πηγαινέλα μια ζωή...πως τα λένε μωρέ, που ναι σαν μπεγλέρι με τρεις χάντρες κι όλο κουβαλάνε...α, αδακά κάτω απ τη γλώσσα 'μ το χω, που από κάθε χάντρα τους ξεπροβάλουν δυο πόδια...άι τα σκασμένα, που τα δυο μπροστά και τα δυο πίσω τα πόδια τους είναι πιο μεγάλα... αχ, τι έπαθα η δόλια, καφέ είναι μωρέ κι όλο πέρα δώθε και συννενοούνται με τη μυρωδιά, όταν λέει κουβαλάνε κάτι και τους πέφτει πολύ, πολύ βαρύ...ιδρώνουν κι ο ιδρώτας τους μυρίζει ΒΟΗΘΕΙΑ, φωνάζει ΒΟΗΘΕΙΑ... αααα, θα σκάσω δε τα θυμάμαι, που όταν πεθαίνουνε μόν ο ιδρώτας τους ζει και φωνάζει ΟΥΣΤ... ΣΤΟ ΡΕΜΑ, ΣΤΟ ΡΕΜΑ φωνάζει...άι το χασα τελείως,και παίρνουν τάλλα τα ζωντανά, τον για πάντα ιδρωμένο κι όξω απ την πόρτα...ε,ε, έξω απ την τρύπα... μωρέ πως τα λένε αυτά μωρέ που τα κοροδεύει ο τζίτζικας...ΤΑ ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ ΚΑΛΈ, ΤΑ ΜΥΡΜΉΓΚΙΑ ΜΑς ΈΣΚΑΣΕς
Δόξα τον Πανάγαθο... τα μυρμύγκια το λοιπόν κουβαλούσαν, τι άλλο να κάνουνε και γιομίζαν την τρύπα για να χουν... και πήγαινέλα, πήγαινέλα σποράκι και σπορούμπα, φυλλαράκι και φυλλαρούμπα την είχαν ψιλογεμίσει την τρύπα τους. Κάποια στιγμή, φθινόπωρο ήταν καλή ώρα, τα πολλά ήταν όξω απ την τρύπα και τα λίγα μέσα, κάνει ένα... φσσσσσσσσσ δυνατό κι αέρας μπήκε μέσα στην τρύπα τους.
Αέρας περίεργος, δυνατός τα πέταξε πίσω τα λίγα,μερικά ταναποδογύρισε, κάποια πέσαν το να πάνω σταλλο και μύυυυριζε ο αέρας τούτος, πολύ και την εξέρανε τη μυρωδιά, προχτέ είχαν πετάξει τον τελευταίο, θανατίλα μύριζε, πολύ.
Παραξενεύτηκαν, πρώτη φορά μύριζε τόσο πολύ κι άρχισαν να ψάχνουν τον όξω από δω...
Εσύ πέθανες είπε το ένα, εσύ μυρίζεις
Μα καισυ μυρίζεις του απάντησε αυτό που ταν απόκάτω του
Όχι, όχι είπαν και τα δυο, αυτός μυρίζει
Όχι, όχι ο άλλος
Όχι εκείνος στη γωνία
Να τος αυτός ο κρυμμένος, που ναι κάτω απ το φύλλο, αυτός μυρίζει
Και μπερδεύτηκαν... κουτρουβαλούσαν το να πάνω στάλλο και μυρίζονταν και δαγκάνονταν, μπουρδουκλώθηκαν πόδια και χάντρες και σπόροι και φύλλα κι έγινε αχταρμάς η τρύπα και δεν μπορούσαν να βρούν ποιος...όλοι μύριζαν.
Πάνω στην ώρα άρχισαν να μπαίνουν φορτωμένοι, οι πολλοί απ έξω.
Η θανατίλα τους σταμάτησε.
ΣΤΟ ΡΈΜΑ,ΣΤΟ ΡΕΜΑ ακούστηκε βουητό απ τους πολλούς
Τακουσαν οι απόμέσα και μαζεύτηκαν στη γωνία ο ένας πάνω στον άλλο
Μα δεν πεθάναμε, δεν πεθάναμε φώναξαν όλοι μαζί
ΣΤΟ ΡΕΜΑ-ΣΤΟ ΡΕΜΑ-ΣΤΟ ΡΕΜΑ-ΣΤΟ ΡΕΜΑ απάντησαν ρυθμικά οι πολλοί και μπήκαν σε παράταξη στην τρύπα.
Αποφασισμένοι πλησίασαν το σωρό κι άρχισαν να φορτώνονται στην πλάτη τους πεθαμένους...σαν
Αφού μύριζαν!
Δεν χαμπάριασαν, ούτε από τις φωνές, ούτε απ τα δαγκώματα, ούτε απ τα παρακάλια, τους φορτώθηκαν όλους, τους έβγαλαν έξω απ την τρύπα και ΣΤΟ ΡΕΜΑ-ΣΤΟ ΡΕΜΑ-ΣΤΟ ΡΕΜΑ φώναζαν


Εξω απ την τρύπα,ο κύριος με την άσπρη μπλούζα και το σπρέυ με την ορμόνη στο χέρι, σκούπισε ευχαριστημένος το δικό του ιδρώτα, βλέποντας τα να πορεύονται σε σχηματισμό προς το ρέμα.
Το πείραμα είχε πετύχει, ήταν έτοιμος για τη δημοσίευση.Πήρε, αμέσως, τηλέφωνο τον εκδότη του SDCIENCE ILLUSTRATED για τις λεπτομέρειες

Ευχαριστώ σας



Από τον sarantamilakokkina

http://sarantamilakokkina.wordpress.com/

Γιατί όχι μόνο δεν ξοφλήσαμε κουφάλες ( το πουλόπον το λέει,καλέ!!), αλλά και ξέρουμε και μαθαίνουμε και ψάχνουμε και δεν τα φορτώνουμε όλα άκριτα στην πλάτη ενός γαδάρου.Το ρουλιώ τέλως πάντων έτσι το καταλαβαίνει...έλα'μ, όμως να σε πω... σσσσσ ψιθυριστά , βρε και κράτα μυστικό...ελπίζω, μόνο να συμφωνεί το πουλόπον, γιατί για δεύτερη πατατιά, μάλλον δεν είμαστε΄... άντε σοβαρά τώρα,μη μας ακούσει κανείς,σσσσσ, σε λέω...πάενε τώρα

Ε, και όποιος τσακαλάκος το χει και με τον Κατράκη, ας το κεράσει κι είναι πολύυυυυ ωραίο, δεν είναι, βρε;είπε η ρούλα φτιάχνοντας το μαλλί και το γαλαζουλί φουστάνι της, σαν να μην έτρεχε τίποτα.





Κάγκελα

Κόντευε. Ερχόταν, το περίμενε. Όπως και χθες θα ταν κι ίδρωνε και τα σφιγγε, τα τριζε… μόνο στη σκέψη και κεινα απαντούσαν.
Το πήρε κι άρχισε να το χώνει στα ούλα της . Πρώτα στα πάνω, μα δεν έφτασε, όπως χτες. Ύστερα και στα κάτω, σφιχτά και με τη γλώσσα της το σπρωξε να πιάσει πάτο, ρίζα να πιάσει. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, έτοιμη σαν το Μάικ Τάισον, επί δύο.
Το καμπανάκι χτύπησε..
Άπλωσε τα χέρια να πιάσει τα σχοινιά, το αριστερό κροσέ σκεφτόταν δεν το κατάφερνε και τις φωνές του κόσμου, ρίχτην στο καναβάτσο, κάντην να φτύσει τα δόντια της και τα σφιγγε, τα τριζε και σχοινιά πουθενά. Άπλωσε ξανά τα χέρια, δεξιά αριστερά φωνές, φωνές, παραπάτησε, έπεσε στα γόνατα, φωνές, δεν τις άντεχε. Έκλεισε ταυτιά της, γέλια τώρα, ακούγονταν γέλια, ένα δόντι της έπεσε στο παρκέ, έφτυσε το αίμα και μαζί κι άλλο δόντι κι άλλο κιάλλο, όλα στο παρκέ, σάπια. Ο αντίπαλος δε χρειάστηκε να κάνει τίποτα.
Μόνη με το βαμβάκι στα χέρια
Φτυσιά, δόντι κι αίμα
Το καμπανάκι ξαναχτύπησε, ο αγώνας τέλειωσε. Δόντια, τέλος..
Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι , σήκωσε τα χέρια στον αέρα… για τα σχοινιά.


Κάγκελα, ρε μαστόρια!
Φκιάστε κάγκελα και στα κρεβάτια τα ενήλικα
Να χουμε να πιαστούμε



Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2008

Σταματάτε, βρε!!!

είπε ο Σταμάτης,ο χοντρός ο ευκίνητος, μες σταπρα του χτες βράδυ

Πόση θλίψη, είπε
να ελπίζω σε κάτι
ολοένα και λιγότερο

Κι έτσι ξημέρωσε. Καθώς σκούριαζε, η εκδρομή που δεν πήγαμε, είπε,

δίνοντας το σύνθημα για την έναρξη της παράστασης
της επι θεώ- επι θεώ- επιθεώρησης

Πάμε!


Μισό...
Υ.Γ.1 Ρούλλειος η απόδοση, εντάψει;)...κάπως έτσι το πε, μην αρχίσετε και βαρούτε, αδέρφια
δε το αντέχω το ΒΑΡΟΥΝ, όφου πια... ουλονών οι ανάσες σας στο σβέρκο'μ είνι!

Υ.Γ.2 Α, ρε τσακαλάκια το γλιτώσατε το εθνικό τσιφτετέλι,το "Τρεις χοντροί" δεν το δίνει το λαγούμι, οπότε... ο ύμνος για την εθνική αρρωστεια