Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

Δόνα Διαφανή

Μήνες τώρα γυρίζω κάλτσες
Να καταφέρω να χώσω το χέρι μου στο μουνί μου
μέχρι να πιάσω πρόσωπο απ τα μούτρα να με τραβήξω μέσα
σφιχτά κρατώντας με απ τη μέση για να με σταματήσω
στην πόρτα να με βρεις έτοιμη να φορεθώ
Ξανά και ξανά γκρεμνισμένη μονεμβασιά στις μελανές ομίχλες της κούνιας μου
και στα σκοτεινά ιδρωμένα μεσημεριανά κρεβάτια της εφηβαίας αγωνίας μου
που ήξερε πώς γλιτωμό δεν έχει απ το λιόγερμα και θα το πνίξει
σε μύξες δάκρυα αίμα και βλέννες κοριτσιών που αμμούδα τις προίκισαν.
Πρόβες τοκετού μ’ανεμογκάστρια της κεφαλής, με μια ελπίδα μοναχά
όντως να νοιώθω τις στάλες να τρέχουν στον αγκώνα μου
και να λεκιάζουν σήψη το πατάκι μου κάθε που το χέρι μου ξαναγεννώ
ζητιανεύοντας πίσω τη δόνα Διαφανή μάνα στέρφα των παιδιών γύρω απ το φούρνο
αννέ της γειτονιάς με τα μπόσκα της λυμμένα να τρατάρει τ’άναποδιασμένα
ψαθουράκι γεμισμένο με μαστίχα βροχή μυρωδιά ν’ άλλάξουν τα μέσα τους
να σ'αφήσουν να τα χαϊδέψεις

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

Ερωδιορίζοντας Τρίτη και 13

Παραχώνοντας τον καθρέφτη του νοτιά κλαις
και με δίνεις κρυφογελώντας στα, που τα πέθανα χτες
Και γιομίζει η πόλη καφεδιά έϊ κοριτσάκι κι αγάντα κίτρινα
πεταλούδες π’αγγέλουν μπρούσκα κόκκινη γιορτή
και χώνονται στους αγκώνες στα γόνατα στους αστραγάλους μου
τραβάνε τη μπλούζα τη φούστα μου απαιτώντας άσπρες μπαλαρίνες αρθρώσεις
Γελάς γελάς με δάκρυα και φυσάς μου συλλείτουργο
τον άδειο χθεσινό κάδο στη μέση του δρόμου μου
να βγω να ψάξω ουρανό
να σου πω τι χρώμα τον όρισες
βαρδάρη μου φεγγάρι

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

Κι άλλα φύλλα

μηχανευόμαστε μήτρες δέντρων
να δώσουν γέννα στα χέρια με χέρια κι άλλα
άλληλα χέρια χέρια τριχιές ροζιασμένες νεράιδες
να ξεφλουδίζουν τον αέρα τριζόνι να μυρίσει
και φύλλα κι άλλα φύλλα άλαλα φύλλα ξύλα φύλλα
χίλια στο τάληρο φύλλα στάμπες ενος στοκ φθινόπωρου
που την πισίνα γέμισε να πλατσουρίσουμε
αποσωσμένοι βουτηχτάδες
ηττημένοι μιας χεριάς
του Αυγούστου θάλασσας

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009

Προσκλητήριο

Κεφάλι… παρών… μπροστά και παράλληλα, εκτός να προχωρεί
γερμένο μ’ όλες τις γυναίκες του σογιού στο πλάι αριστερά
που ψώνια κουβαλούσαν με ώμους άντρες… παρόντες εδώ…
με το μπολερό να υποστηρίζει, κληρονομώντας ευχή για ένα φύσηγμα
στο ίσο της σαπουνόφουσκας, λουλούδι ανασασμού να γλιστράει στην κούρμπα
κλέβοντας τη ματιά σου για λίγο απ τα στήθια… παρόντα, εδώ…
μαζί με την ασπρόμαυρη φωτογραφία τσαλακωμένη, απ’ αγκαλιά κλεφτή στη βρύση
γωνιά και θυμησιά στη ρώγα μου με το βλάμη κόκκινο από ντροπή
για τ’ άδεια χέρια… εδώ κι αυτά…
που παλεύουν με το τραπεζομάντηλο ν’ αρθρώσει πόνο αμήχανων δαχτύλων
με νύχια μαλακά, ανάγκη γεμάτα
σύντροφοι των ποδιών… πρησμένα και πονούντα… εδώ…
να ψάχνουν την τραβέρσα της καρέκλας σου, γι’ αποσταμό και να γκρεμίζονται ξανά και ξανά στο μωσαϊκο
δυο χειλιών σκασμένων… δεδομένα αδακά…
που ρετάρουν για νερό και λέξη για κεια τα μπούτια τα σταυρωμένα…εδώ…και το μουνί…εδώ…
ν’αχνίζουν ιδρώτα
για ποίηση να τα χωρέσει σε δυο μάτια…εδώ γαμώτο, εδώ…κοίτα με την κραγμένα διαθέσιμη

Κάλιο λαμόγιο

3,5 και περήφανος που κατάφερε να κυνηγήσει

μαμά, μαμά χτες σκότωσα μια πεταλούδα

γιατί βρε παιδί μου… και τι θα κάνουν τώρα ο μπαμπάκας της κι η μανούλα της;

Θα κλαίνε μαμά;

Θα κλαίνε βρε γιε μου και θα ψάχνουν παντού να βρουν τις βουλίτσες και τα χρωματάκια που είχε στα φτερά της και δε θα τα βρίσκουν πουθενά

Θα κλαίνε και ταδερφάκια της μαμά…και θα ψάχνουν μαζί με τον μπαμπάκα και τη μαμάκα της;

Ναι μωρέ όλη η οικογένεια της πεταλούδας θα κλαίει και θα την ψάχνει

Κι ο παππούκας μαμά;

Ναι μωρό μου κι ο παππούκας κι η γιαγιάκα της

…Αποχωρεί ο κυνηγός…ένα με το χώμα…κι επιστρέφει μετά από λίγο…

Θυμήθηκα, θυμήθηκα μαμά δεν ήταν πεταλούδα…μια βρωμόμυγα ήταν που σκότωσα!!!

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Μαζί

με νυχιασμένα μιάου
σφήνα στις ρόδες μας
έγλειφες τα σπλάχνα της
αδιάφορος αν θα προλάβεις
μνήμη να εγχειρήσεις μας

Για μια τζούρα

Σε πίστεψα χτες
λευκό πουτανί
πως ξεπρόβαλες κόρφος
να σβήσεις κουτιά και νέον
πως πνοή κατέβαινες
να φυσήξεις κορδέλες
σκιάχτρα να σκαρώσεις
στα φανάρια του δρόμου
με κουδούνια στα καπέλα τους
να καλούν για τη σπορά
Πόσο ακόμα χαρμάνη μου,
πόσο θα καρναβαλίζεσαι
για μια τζούρα άσπρο

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Δυο σκυλοσόγιων τόπι

Ελπίδα μόναχα πατρίδα τα μεριά μας
που ρυθμικά λικνίζουμε στ’ αφέντη την κλωτσιά μας
αφού καλά το ξέρει αυτός, πως πρώτα τα παιδιά μας
ενέχυρο τα δώκαμε άλφα της απληστιάς μας

για να γεννούνε λέει κάποτε αφεντικά
λακέδες σε καλή τιμή στη γειτονιά μας
μ’ένα ω… μέγα θησαυρό στην αγκαλιά μας
σελίδα πράσινη κενή, αίφνης παρηγοριά μας

Με αγγλιστί υπογραφή ως γνήσιοι βρωπαίοι
λετς πάμετε ρε ζωντανά κι είναι πολλά τα χρέη
πριν γίνετε πατρόν κιμπί ψωρωκωνσταντιναίοι

Κι αν δεν της βγει της πράσινης να μάθει μας το νέο
πως κλώτσο τον κλώτσο θα γενεί πατρόν ο πειναλέων
θα χουμε και σε μπλε κενή αμόλυντη κι ωραία
μπόρα σαν εμαυρίσει μας, μια δρακοπούλα θαν' μοιραία

Ελπίδα μόναχα πατρίδα τα μεριά μας
εξόν το ταυ της απληστιάς που γέρνει στη μετόπη
δείξει μας πως χαρβαλογίναμε, δυο σκυλοσόγιων τόπι

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009

4.10.09

σαπιοκοιλιάδων
σβουνιά στεφανωνόταν
ο κυρίαρχος

που εκοιμότανε
τις Κυριακές

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Κι ο ουρανός θ’ άκούσει

Τραγούδι όσα μου φοβάμαι
με τρένα πλοία φορτηγά να τα κοιμάμαι
παρέες αχτίδες με μια μπουρού ελπίδες
Τραγούδι όσα μου θυμάμαι


χαμόγελο της γύφτισσας με τα λειψά τα δόντια
που ζητιανεύει βύζαγμα στιγμής στα φώτα της αναμονής
κάτω απ τον τρύπιο ουρανό που άλλο δε μας βρέχει
μον’ καίει μας τις μουσικές σ’ ένα ποτάμι έχειν

κτήματα απ του παιδιού μας τις ανάσες
‘κει που χωράφια του ‘πρεπαν νιοέλληνες ραγιάδες
χώμα φωνάζει η μπουρού κι ο ουρανός θ’ακούσει
πεφτάστερη θα ρίξει λάσπη του να τον εξαναχτίσει



Υ.Γ Ξέρω ξέρω επαναλαμβάνομαι :)
Μα ρίξτε το και σεις σωστό και δαγκωτό
να σταματήσω!!!

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

Διαβασματοτέρας

Έλεγε όλες εκείνες τις ευφάνταστες ιστορίες που σκαρφίζονται οι υποστράτηγοί του δημίου για γραμματάκια που χάνονται σε δασάκια, σκοντάφτουν σε πετραδάκια μ’ ακούν κάποτε τα πουλάκια και βρίσκουν πάλι το δρομάκι που έχασαν.

Όλες ήταν σαν παραμυθάκια μικρούλες τρυφερούρες όλες πίτα στα υποκοριστικά να χαλαρώσει ο κατάδικος να ξεχάσει το σχέδιο απόδρασης και να συναντηθεί με τον ένα τον μεγάλο τον τεράστιο τον ανυπόφορο δήμιο που αμέσως πετούσε από πάνω του φυλλαράκια λουλουδάκια και πουλάκια και στόχευε στο λαιμό δένοντάς τον κόμπο… κι ώμοι , μάτια, φρύδια, άκρες απ τα χείλια του κατάδικου, αυτόματα να σέρνουν πορεία προς το πάτωμα κι ένα ξέπνοο δεν ξέρω να κατρακυλάει απελπισμένο στο χαρτί.

Μια τέτοια είχαν πει για το έψιλον που μόλις άκουσε το τραγούδι ενός τρυποκάρυδου βρήκε τον φίλο του το γιώτα κι απ τον ενθουσιασμό τους φώναζαν και τα δυο ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι βρεθήκαμε!!!

Ο κατάδικος την άκουσε γέλασε ρώτησε για τον τρυποκάρυδο τα δέντρα αν ήταν πυκνά κι αν άφηναν τον ήλιο να μπαίνει στο δάσος, για τα φύλλα αν γλυστρούσαν,τα άλλα ζώα του δάσους…. αν είχε ποτάμι εκεί κοντά, αν είχε βίδρες το ποτάμι…είπε και μια ιστορία που είχε δει στην τηλεόραση γιαυτές και τις μουσούδες τους…ξεκίνησε να λέει και για ένα παιδικό που έδειξε μετά το ντοκυμαντέρ για τις βίδρες…κουβέντα για το έψιλον και το γιώτα…άκου ονόματα για φίλους…ο δήμιος κατέτρωγε το λαιμό του υποστράτηγου…

Λαιμός να ταν κι ότι νάταν…προτιμούσε βέβαια λαιμό τρυφερουδίου, αλλά στην ανάγκη…
Πήρε το σοβαρό του ο υποστράτηγος ... έβγαλε τα κρυφά όπλα απ το θηκάρι, χρόνος, βόλτα στο πάρκο μετά, αυτοκόλλητα…μάζεψε τα πεσμένα ο κατάδικος απ το χαρτί και κρατώντας τα σφιχτά στη χούφτα του…βρέ…βρε…βρέ…χε διάβασε… δηλαδή έβρεχε είπε κοιτώντας με παράκληση για έλεος τον υποστράτηγο.

Αυτός αμίλητος ξαναέδειξε …χει… και είπε βρε…σωστά, μούγκα και δείκτης αμίληκτος στο παρεάκι του δάσους…χει
Ναι είπε ο κατάδικος βρε…χε… δηλαδή έβρεχε σου λέω εκείνη τη μέρα
Ξανά ο δείκτης του υποστράτηγου…χει
Σκουντιά ο κατάδικος να χωρέσουν οι αλυσίδες του και βρε…χε… δηλαδή έβρεχε και ξανά με σκουληκοσούρσιμο στην καρέκλα και βρε…χε… δηλαδή…δάκρυ έβρεχε και κόκκινο μάγουλο και βρε…χε… δηλαδή σκουπίζω τα μάτια και βρε…χει… αχτίδα , μαζί με τη χούφτα ανοιχτή τώρα να χτυπάει ρυθμικά …χει… χει…χει… βρε…χει… βρε…χει…δεν είπες θα φωνάζουν όταν βρεθούν ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι δεν είπες βρε…χει…χει…δεν φωνάζουν αυτά…τίποτα δε λένε…δε λένε ιιιιιιιιιιιι βρε…χει…κι όλα τα πεσμένα φρύδια, μάτια, άκρες απ τα χείλια να τσαλαπατιούνται πάνω στο βρε…χει για να φωνάξει ιιιιιιιιιιιιιιιιιι βρε...χιιιιιιιιιιιιιιιιιι