Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

Ρε συ Μπάμπη

Κάπου βαθιά στο γαλανό ορίζοντα που παιχνιδιάρες αχτίδες τον έλουζαν σκάει μύτη πελαργός παράξενος που μπαλαντζάρει επικίνδυνα. Τσίτα τα γκάζια στροφές με τις μπάντες σταματοξεκινήματα άγαρμπα. Το ζεμπίλι του γεμάτο μα κεφαλάκι δε φαίνεται. Σε μια όπισθεν ξαφνική πετάγεται κεφάλα φαλακρή ξεδοντιασμένη με μούσι δάσος ασπροκιτρινογκρι μύτη κόκκινη και την τραγιάσκα στα δόντια. Κοιτάει το λοιπόν με ελαφριά απορία τον πιλότο ο μωροπάππους και τον ρωτάει...ρε συ Μπάμπη μπας κι όντως τον εχάσαμε το δρόμο;



'Αντε καλό καινούριο δρόμο συνκολυμβητές :)

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

Προσφάι γι’ ανήμερα καθημερνά

πλήρωσέ με νανοίξω
τα κιτάπια του θεού μου
που περιμένει ψαλμό χρωστούμενο
για να ξανάρθει στη γιορτή
φτερό φτερό δουλεμένα ψυχέρματα αδερφέ
ταληράκια γινωμένα στη στυφάδα, στο κιβούρι της ανάγκης
γιαρίμια σκαλισμένα ένωση γεμάτο
παράδες γιοκ, μπικτίμ από παράδες
αυτές την αγοράζουν δεν την επληρώνουν τη γιορτή



Καλές γιορτές ναχουμε συνκολημβητές :)

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Βόλτα στο χιόνι

Μέχρι να ρθει να στάξει μάτι δάσκαλε και να βήξει σπλάχνο η νύχτα χάρη θεού για το σχόλασμα στο δρόμο για τους κήπους κι είθε να μας ακούει και να χιονίζει κρύο καθαρό στροφούλα στροφούλα κάψα να καζαντίζει και τα χνώτα να μη χαμπαριάζουν από τζάμια ν’ αφρίζουν γινάτι σφυρι άνοιγμα να γκρεμίζει για το ρογχούδι… τη φωνή ν’ απολνάει… ξόδιο σκοπό για το μαραγκιασμένο το κεφάλι ν’ αφήσει τα χέρια να τραγουδήσουνε θάλασσα λυμμένη κι αγαρινή σιωπή κερασιά στο φάρο της Αλεξανδρούπολης να βάνει τον αέρα ξάγναντο να μπουγιουρντίζει

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Κατεβαίνοντας την ακροπόλεως

Την έβγαλε σπρώχνοντάς την απ το ψιλικατζίδικο.
Εκείνη παραπάτησε προς στιγμή μα τα φουστάνια της και τα χρυσαφικά της τη στήσαν πάραυτα φάτσα στα σικάτα αναπαλαιωμένα νεοκλασσικά…φευ… αισθητικό παραλήρημα σαλεμένης αρχιτεκτόνισσας. Άρχισε να απομακρύνεται κλείνοντας το μάτι στα καπούλια της να εκδικηθούν μ’όλη τη γύφτικη τους άπλα τη μαγαζατόρισσα με το ξυσμένο ξανθό μαλλί το σφιχτό ροζ χείλι και το κινητό στο χέρι που την άδειασε .
Τώρα θα σε φτιάξω μωρή δίπλα είναι το τμήμα τώρα τους παίρνω ο διοικητής είναι φίλος μου θα σε χώσω μέσα παλιοπουτάνα να σαπίσεις άρχισε να ουρλιέται από πίσω της η ψιλικατζού σφράγιζοντας μόλα τα πρέποντα χαρτόσημα την καταγγελία για το αγέρωχο βάδην
Δε ξέρω ποια να ΄ταν που τη γύρισε … το πηλίκιό του στην καρέκλα και τα σάλια του που μαγάρισαν τα δάκρυά της το μαυρισμένο μάτι ο εμετός και τα δόντια τα φτυσμένα στο σοκάκι το τρελάδικο που θελε δήλωση μόνιμης κατοικίας θαρρείς τοίχους θα γιάτρευε το βρεφούδι της που το παράχωσε στα γρήγορα… μέσα μέσα τους γύρισε να καταπιεί τα κόκαλά του και να της φτύσει τα χώματα με τα χύσια του στους μαρμαρινους καλογυαλισμένους τάφους της χοντρέμπορους γαρύφαλλων για το βραδυνό της μεροκάματο …τ’ άντρωσε τ’ άντρωσε με μιας το βρεφούδι της να τη δικαιώσει που δεν μπόρεσε να τ΄ασπροντύσει…ανίερη και ανόσια μάνα γενιάς λασπωμένης απ το μαύρο της πανήγυρης…δεν ξέρω ποια…μια γύφτισσα ήταν…ίδιες όλες τους αδακά τις έχω να μου στραπατσάρουν τη φάτσα όχι με τα λόγια τους όχι μα με κείνον τον ταυρίσιο αέρα που σηκώνουνν σε κάθε τους κοίταγμα

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

Αμεα ποίηση

Μακρύς ο διάδρομος και γέμισε ως το ταβάνι με το δε θέλεις δε θέλεις δε θέλεις του. Αυτός να πισωπατά, σπρώχνοντας με τα χέρια του τον τρόμο του να ξεσκίσει το τεράστιο σάπιο στήθος της κι αυτή με τις παλάμες της ανοιχτές να εκλιπαρεί απ’ ότι ανθρωπιά της ξέφυγε με λήθη να το κάνει, παίρνοντας μαζί και τον καρκίνο της. Για πρώτη κι ίσως μοναδική στιγμή ανταμωμένοι με το ίδιο έντρομο χαμόγελο που παίρνει μπάλα τα πρόσωπα και κάνει τον αυτισμό να σε ξηλώνει, παύλα ποιητή δάσκαλε.

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

Άκαυτος

το πρόβλημά είναι πώς δε σου μυρίζω ρε παιδί δε σου μυρίζω καμένο μόνο σαν σου φτύσω τα σημάδια μου στα μούτρα σου έρχεσαι όπως σου 'παν κάνουν τα ανθρωπόσκυλα όταν τους έχουν κόψει τη γλώσσα...να τα γλύψεις... κι ενώ καίγονται τα χέρια μου γλύφεις τα πόδια μου που καίγονταν όταν έγλυφες τα μαλλιά μου που καίγονταν όταν έγλυφες τα δάχτυλά μου που καίγονταν όταν έγλυφες τα νώτα μου που κάηκαν όταν με πήρε παραμάζωμα ο γκρεμός να σώσω το παραμύθι μου που μου το κλώτσησες. Φύγε φλόγες γλύφεις καίγομαι , φύγε κι άκαυτος θα πας απ την τσίκνα μαζί με τα υπερφίαλά μας ξόανα και το Μεβλανά στο βάζο , πυρίμαχο τσιτατοφόρο νερωνάκιο

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

Όσο να ‘ρθεις

Τόσο μακριά όσο κοντά ήταν πάντα εκείνη και τόσα λόγια όσα ποτέ δεν του ‘πε.
Παλεύομαι την τρύπα στο ζιπούνι του να ράψω να γυρίσω θυμό κι ευγνωμοσύνη
ξέφτια να μην αφήσουν, γρέκι να στρώσουν, φουσκωμένο μπουμπούκι σφιχτό αποδοχής να μπορέσω να μας κεντήσω μ’ίδρο μ’ αγκαλιασμένη μ’ αγάπη μ’ να σκάσει στο γιακά της ζακέτας μου χαμαμιού μυρωδιά στα δάχτυλά μου, θεια Παραμυθιά στα ρουθούνια μου όσο να ΄ρθεις να με βοηθήσεις να τη βγάλω

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Να ράφτει λίθινα

Με ήλιο ν’ αρχινά κι ακορντεόν απ’ τα στενά
κι ένα δυο τρία φόδρινα μαξιλαρούδια στρογγυλά
χέρι δεξί χέρι ζερβί να ράφτει αλήθινα για να φανεί
γυαλιστερό πολύχρωμο παλιατσοκουκλί

Και πέντε έξι εφτά οχτώ
πόδια να σου φτιάσω προσπαθώ
να κουδουνίζουνε ν ακολουθώ
ένα δυο τρία άνεμο σαν κυνηγάς
πέντε έξι έφτά οχτώ
στη θάλασσα μου σαν βουτώ

Κι ένα δυο τρία πάλι απ την αρχή
πολύχρωμό σου κατρακύλι μου κρατώ
για κυριακάτικο αχτιδοκυνηγητό
νεραυλακιάς αντιγραφτό
και αστραπόβροντου κρυφτό

Και πέντε έξι εφτά οχτώ άμα ζαβώσει ο καιρός
κι όλους τους δράκους ζαλωθεί ο ουρανός
τα μάτια σου όλα στο μαθιό που ‘χει απάγκιο το τειχιό
κουτσοπερίστερο στοιχειό μην τύχει και το παρακούσεις
ένα δυο τρία απ την αρχή χέρι δεξί χέρι ζερβί
να ράφτει λίθινα να καμωθεί την πέτρα τη λειψή
να ράφτει λίθινα να μην κρυφτεί
γυαλιστερό πολύχρωμο παλιατσοκουκλί

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

2 και 80 με τα μάτια χαμηλωμένα

Δικασμένοι από φτιαξιά για φυλακή ολόκληρη και αποδράσεις μισές, μαχαίρι φίλε
που διψάει μασάτι να γλύψει, τι τα θες γλιτωμό δεν έχουμε απ το κόκκινο φεγγάρι
που κυλάει στα σκέλια μου σταγόνα σταγόνα σαν μήλο το κρασί θα κυνηγάμε, για μιαν αδραξιά κατιφεδένιου πένθους απόδραση, για τη χαμένη ευκαιρία, πολιτισμένα τώρα, φανερά στον πάγκο του ψιλικατζίδικου 2 και 80 μόνο να μου ζητάς με τα μάτια χαμηλωμένα και ‘γω να σε συμπαθώ ακόμα που ψάχνεις εφημερίδα να μου τυλίξεις το λυγμό και σακουλάκι να τον κουβαλήσω, όχι, όχι τώρα, ξέρω έχω καιρό να σ’ακούσω να μου λες πόσο παιδεύτηκες, θα ξανάρθω άλλοτε, πρέπει να βάλω καζάνι σήμερα να βράσω το, να το ξανακάνω άσπρο να μην το ντρέπεσαι που τ’ άφησες οι εφιάλτες σου να το μακελέψουν κι ακόμα το βλέπεις κρεμασμένο στα συρματοπλέγματα ανάμεσα στα φτηνά στραβοπατημένα σου παπούτσια, άλλοτε μόλις μας ξαναφτιάξω άσπρο το φεγγάρι θα ‘ρθω να μπορέσω ν’ ακούσω πόσο, πόσο καημένε μου παιδεύτηκες σε κείνο το φανταρικό στη Λήμνο

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

Και το μικρό καράβι τ’αταξίδευτο

Μάτια που τα χει πάρει το ποδοβολητό της πόλης φαλάγγι και τρέχουνε να ξεφύγουν από ευθείες και σταυροδρόμια κουκούλι να ‘βρουν, με μόνο σύμμαχο μαντήλι στο λαιμό κι απ’ το κουλέ καφέ ως τη θάλασσα όλα τα καρφιά για τα δόντια τους με τα κουτσαβάκια τα μαστόρια απ’ τον καφενέ να κρατάνε τσίλιες… και με το κατεβαίνει… να μην αφήνουν δέντρο για δέντρο και κολόνα για κολόνα να καρφώνουν να χειροκροτάν και να γελάνε περήφανοι που την εκάνουνε ζάφτι τη ζωή. Κι όταν κανενού τύχαινε να φανεί ο γιος του να του ζητήσει μια δραχμή…ψαχνόταν… δήθεν κάτι μπορεί να χε στην τσέπη του εκτός απ τα καρφιά, ψαχνόταν με πλάτη στο τσίρκο μέχρι να χαθεί απ’ τα μάτια του, κουκίδα μπλε μες στα γέλια και τις φωνές και το μικρό καράβι τ’αταξίδευτο, χωρίς κουλούρι για την εκδρομή