Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008

Το νιάτο το ανακούρκοδο


Γύρισε από το καφενείο στο σπίτι, τη μοναδική του διαδρομή εδώ και δέκα χρόνια που είχε βγει στην σύνταξη. Πεινασμένος! Σαν λύκος.

Το’χε πάρει απόφαση να κάνει δίαιτα…ρούχο δεν τον χωρούσε…η σύνταξη μικρή… οι γιατροί ακριβοί…είχε και τρία ανύπαντρα, πορνάκια είπε ο πάτερ…έπρεπε να το σφίξει το ζωνάρι, αφού πρώτα σφαλίσει το στόμα..
Ζήτησε, μόνο ένα τσάι το προηγούμενο βράδυ από το Χρυσουλιώ. Δεν κοιμήθηκε, πολύ καλά το βράδυ, έχασε και στο μπουρλότο στο καφενείο.

Γύρισε μες στα νεύρα και την πείνα το μεσημέρι.

Το ταψί με το ριζάτο κοτόπουλο ήταν στη θέση του, αχνιστό.
Ανέβηκε στο ντιβάνι με τα γόνατα και πήρε θέση μπροστά στο ταψί, καθισμένος ανακούρκουδα.
Το Μάη θα’κλεινε 70 χρόνια που έτρωγε ανακούρκουδα, σαν το πουλί στο κλαρί.
«Δεν μπορώ, χαμηλά πλακώνομαι. Θέλω ψηλά να σας βλέπω»
Το Χρυσουλιώ τέσσερα στρώματα γονατιασμένα, είχε αλλάξει στο ντιβάνι της κουζίνας και πήγαινε για το πέμπτο.

«Θα πάω στην Έλλη, μου παρήγγειλε η Βούλα πως έπεσε κι έσπασε το χέρι της κι είναι κι ο Ηλίας στο κρεβάτι με γρίππη, την έχουν αλανιάσει τη Βούλα πάνω-κάτω να τους προσέχει, ογδόντα χρονών είναι κι αυτή, δεν αντέχει»

Πήρε το τάπερ μεγαλούτσικο, απ’ το ντουλάπι κι άρχισε να βάζει κοτόπουλο με ρύζι.
Την κοιτούσε μ’αγωνία…

«Φτάνει, φτάνει Χρυσουλιώ…γέροι άνθρωποι, μην πάθουν και τίποτα!»
«Βρε το νιάτο το ανακούρκοδο!» είπε το Χρυσουλιώ και γέμισε το τάπερ.
«Εμ, Χρυσουλιώ, όταν τρώει ο άνθρωπος από μεσημέρι σε μεσημέρι, χαζένεται…τον χάνει το λογαριασμό.»

Τα φοβόταν ο πατέρας τα γεράματα, δεν τα΄θελε.


(10)



Πρώτα στην, περήφανα θλιμμένη, ωραία κυρία απ’ την πρωτεύουσα και μετά στον ξανθό άγγελο που ήρθε, ανάλαφρα, κουνώντας τις φτερούγες της στο παγκάκι.


Άρχισαν να τιτιβίζουν και οι δυο χαρούμενες. Να μιλάν για μόδα, για beaute, για περιοδικά, για τα μαλλιά τους τα νύχια τους.
Του πιστολά του σηκώθηκαν τα καρφάκια κάγκελο…έκανε να φύγει, μα τον παραμάζεψε, η Ρούλα και του κατέβασε την κουπ.

Της άρεσε, που τις άκουγε να συζητούν για όλα τα απαγορευμένα στη γιάφκα. Είχε άγνωστες λέξεις. Πολλές. Ήθελε να ακούσει τα νέα. Να μάθει. Να τα πει, ίσως, σιγά σιγά… και στη γιάφκα. Να φέρει δροσιά, αέρα στο αυστηρό στρατιωτικό προφίλ της . Και τον είχαν τον αέρα και τη δροσιά τα κορίτσια, και τα δυο! Μύριζε, όμορφα στο παγκάκι.

Ξεκίνησε να παίζει το «Εκπαιδεύοντας τη Ρούλα», κάνοντας απίστευτα πολλά εισιτήρια. Με πρωϊνές παραστάσεις για το παλιό, σοβαρό παιχνίδι και απογευματινές και, που και που, βραδινές για το νέο. Το ελαφρό!

Ενθουσιασμός στο φιλοθεάμον κοινό. Με μάτια ορθάνοιχτα το παιδί και η επαναστάτρια και η Ρούλα. Κατάπιναν αχόρταγα τις πληροφορίες, μάθαιναν τις πηγές και ρωτούσαν ακατάπαυστα, ζητώντας λεπτομέρειες, ανατριχιαστικά χαζές τις περισσότερες φορές.

Υπομονετικά τα κορίτσια! Εξηγούσαν, βήμα βήμα με χαμόγελο και ενθάρρυνση μην τους φύγει το ζαβό και ξαναγυρίσει στα βουνά, απ’ όπου κατέβηκε.

Άκουγαν, άκουγαν οι θορυβώδεις, άγαρμπες εκπαιδεύσιμες κόρες. Ενωμένες! Ένα τεράστιο αυτί και οι τρεις.

(9)



Έκατσε μόνη της ο πιστολάς να τα σκεφτεί, μπας και τα ξεθολώσει, τα τακτοποιήσει. Τζίφος, χειρότερα, τα παράτησε γρήγορα και κοίταξε κατ’ αλλού…βολικό, όπως πάντα, και κάποιες φορές αποτελεσματικό!

Στη γωνία στη βιβλιοθήκη, χωμένο, κάτω απ΄τα βιβλία του Σπάνιου είδε το παιχνίδι της και το άνοιξε. Άρχισε να ξαναδιαβάζει τις οδηγίες. Ξανά και ξανά, μπας και θυμηθεί. Κάτι γινόταν. Το αποφάσισε. Θα πήγαινε. Έστω, μόνο με τις οδηγίες, χωρίς εξάσκηση. Κι ας μου βγει και σε κακό σιγοτραγούδησε σε μια κρίση ελαφρότητας, ασυνήθιστη για τον σοβαρό πιστολά… « Μια μπούφλα , βρε παιδί μου, δε θα’ ναι και γάζωμα! Επιστήμονες είναι οι άνθρωποι. Δεν είναι killers!»

Πήγε, καταϊδρωμένη στην εξεταστική επιτροπή των παλιών αγαπημένων παιχνιδιών. Τους τα ’πε όλα ότι ήξερε κι ότι καταλάβαινε από διαίσθηση. Την πίστεψαν. Μπήκε στο καινούριο σχολείο.

Ξανά μαθήτρια. Θα το έδινε το παλιό, χαμένο, στοίχημα…

Συστήθηκε ως Ρούλα, χωρίς σκέψη, αυθόρμητα.

Κυριακή 30 Μαρτίου 2008

Τι ‘ν τούτα τα σημαδάκια;) :)) :-ο :( :'( :@..... θα σκάσω η αναλφάβητη!



Είχε αρχίσει την τσάρκα στην μπλογκόμπαλα. Είχε πλάκα. Πολύ μπούρου, μπούρου, άλλοτε ανάλαφρο, άλλοτε σοβαρό, θυμωμένο. Άλλοτε, θλιμμένο.

Αλλά και ενίοτε, ολίγο από ξεκατίνιασμα.
Και άντε το ξεκατίνιασμα το παρατάς και συνεχίζεις.

Με τους κώδικες, τα μυστικά τι κάνεις;
Διάβαζε κείμενα, που την έκαναν να σφίγγει τα δόντια, να κουνάει το κεφάλι, να γελάει… της μιλούσαν, διάβαζε σχόλια, ήθελε κάτι να πει κι αυτή, να δηλώσει παρουσία να παίξει, να συν…κινηθεί.

Αλλά δεν ήξερε πως…κι ήταν και κείνα τα σημαδάκια, που τη μπέρδευαν τη ζάλιζαν, την αναλφάβητη γραία.

Άνω και κάτω τελεία ανοίγω ή κλείνω παρένθεση. Μια ή πολλές φορές. Ερωτηματικό παρένθεση. Άνω κάτω τελεία, τόνος ανοίγω πολλές φορές παρένθεση.
Άνω κάτω η γραία, μαζί με τις τελείες και ένα τεράστιο ερωτηματικό.

«Τι’ν τούτα τα σημαδάκια θα μου πει κανάς χριστιανός; Ας ειν’ και πόρνος θα τον ακούσω, μόνο να μου πει.» :))

Και μετά από μέρες θολούρας μια Κυριακή φωτεινή, αφού έκανε πολλαπλές ασκήσεις θάρρους…Ρώτησε ένα μυημένο καλόπαιδο και της απάντησε:

«Το μεγάλο μου χαμόγελο, Ρούλα!» :)))

Το μεσημέρι τα’πε στο καμάρι, μυημένο κι αυτό.
«Ρόμπα γίναμε, πάλι, Ρούλα.» ήταν η απάντηση. ;)

Να’ σαι καλά, βρε καλόπαιδο. Θα το μάθω πού θα πάει; :)))


(8)



Επείγουσα κλίση στη γιάφκα! Πίσω, Γιάννη, τα καράβια, για θα μπατάρουμε. Σιγή η γιάφκα…Ξανά…Σιγή…
Απάντησαν στην τρίτη κλίση μ ’ένα «Μπα μας θυμήθηκες βλαμμένο;», αρκούντως θυμωμένο. Του κόπηκαν τα πόδια του πιστολά.

Η μαύρη αλήθεια ήταν ότι επί αγαπημένου Σπανίου Διαδόχου, δεν ήταν αυτοκόλλητοι, όπως, πριν στη γιάφκα. Στην αρχή ο έρωτας, στη συνέχεια η ψιλοχοντρο ζήλεια του Σπάνιου με το σωματοφύλακα, μετά η γαμημένη καθημερινότητα…ρόιδο τα ‘κανε η Ζαχαρούλα. Αφέθηκε, την πήρε η μπάλα. Την έστειλε στην περιήγηση για τη μαμά πατρίδα. Αφέθηκε κι άλλο. Έγινε ένα με τη μπάλα. Ολοστρόγγυλη και μαλακιά.

Δεν ερχόταν, συχνά στην πόλη. Κι όταν ερχόταν, δε μίλαγε…μην εκθέσει και το Σπάνιο.

Μόνο γελούσε με τα «Κι εμείς ερωτευτήκαμε, αλλά δεν τρελαθήκαμε», κομψά απαγγελμένα από την αρχηγό και τα θυμωμένα, τριμμένα στη μούρη, κουραστικά, «Τι θέλεις απ’ τη ζωή μας», «Ξεφορτώσου μας επιτέλους» «Ανίατη περίπτωση» του σωματοφύλακα. Γελούσε, όχι καρκαριστά πια, όπως παλιά, συγκρατημένα. Έπρεπε να κρατήσει και δυνάμεις για τον καβγά στο σπίτι με το Σπάνιο. Κι όσο γελούσε ο πιστολάς, τόσο γινόταν Τούρκος ο Σπάνιος. Το χιούμορ της γιάφκας ήταν extreme. Του φαινόταν περίεργο, επικίνδυνο. Το όφειλε ο πιστολάς…

Όφειλε να την προστατέψει τη γιάφκα.

«Πρέπει να σας δω» απάντησε μουδιασμένα στο «Μας θυμήθηκες;»
Θα εξηγούσε, τώρα, θα τον έδινε το Σπάνιο και θα ρωτούσε και για το θυμό δε θα το ‘παιζε, άλλο Αλέκος. Τα πράματα ήταν κρίσιμα. Δεν χωρούσε χιούμορ.

Της άνοιξε ο σωματοφύλακας μ’ ένα γλυκύτερο, μα σουβλερό «Καλώς τηνε κι ας άργησε…πολύ». Η αρχηγός, στην εκ γενετής σοφή μα δύσκολη θέση του Ξαβιέ, τον αγριοκοίταξε και πρότεινε ποτά.
Η Ζαχαρούλα ήπιε μονοκοπανιά το πρώτο και ζήτησε και δεύτερο. Τη σέρβιρε ο άντρας του σπιτιού. Ψιλοχαλάρωσε.

Άρχισε να μιλάει για το μπέρδεμα, τη θολούρα την κρισιμότητα της κατάστασης, να δίνει δειλά, δειλά το Σπάνιο. Την άκουσαν και οι δυο. Με προσοχή, με ενδιαφέρον. Την είδε την αγάπη η Ζαχαρούλα. Χωρίς αγκαλιά, χωρίς κανάκεμα. Είχαν μεγαλώσει όλοι. Ούτε το αγαπημένο της ζευγάρι περνούσε εύκολα, τελευταία. Είκοσι χρόνια δια πυρός και σιδήρου κι αυτοί, γαμώ την πουτάνα μου. Πού κουράγια;

Κάτι είπε η σοφή αρχηγός για τις καταστάσεις που γίνονται κρίσιμες, αν εμείς τις βλέπουμε έτσι…Δεν κατάλαβε η Ζαχαρούλα.

Συνέχισε πιο αποφασιστικά να τον δίνει.

Κάτι για τις προσωπικές μας επιλογές και το τίμημά τους, μονολόγησε κοιτώντας το πάτωμα…Σα να ψιλοκατάλαβε, κάτι ο πιστολάς, αλλά…

Με θάρρος…θα βγει και λάδι ο Σπάνιος.

«Άφησέ τον! Φύγε, αν δεν αντέχεις, άλλο.» της είπε αυτή τη φορά.

Άρχισε να τρέμει η Ζαχαρούλα και μαζί και ο σωματοφύλακάς της που δεν είχε μιλήσει ως τώρα…Για αυτήν, για αυτούς, δεν ήταν σίγουρη.
«Έλα, μωρέ είσαι θυμωμένη. Είναι από καλή πάστα ο Σπάνιος, δικός μας άνθρωπος. Θα το μετανιώσεις. Θυμήσου τον άλλο τον παλιομαλάκα» της είπε, γλυκά, ο σωματοφύλακας.

Όχι, όχι πάλι τα παλιά…για τα τώρα λέμε. Θόλωσε, εντελώς η Ζαχαρούλα, μαύρο σκοτάδι, πίσσα. Τα μάζεψε κι έφυγε.

Είχε στερέψει από επιχειρήματα. Για το θυμό δε ρώτησε. Έπρεπε να κοιτάξει το δικό της.

(7)



Άρχισε να τα φωνάζει, να τα κραυγάζει τότε, ο πιστολάς τα επιχειρήματα του. Και να κουνάει τα πιστόλια του. Είχε αγοράσει καινούρια καιρό τώρα, και τα γυάλιζε εμφανώς, μπας και ταρακουνηθεί ο Σπάνιος.

Την άκουσε, κάπου πάνω στα δέκα χρόνια, επιτέλους , μαζί με τη γειτονιά που είχε βγει στα μπαλκόνια. Έξαλλος! Για τις κραυγές, για τη γειτονιά και για την έκπτωση του τίτλου. Πρώτη φορά τον έλεγε Σπάνιο, σκέτα. Χωρίς το αγαπημένος και χωρίς το διάδοχος. Μόνο Σπάνιος…

«Απάλλαξέ με, επιτέλους απ’ τα κωλοεπιχειρήματά σου» της είπε. «Θες να με σύρεις στη μιζέρια, στην ουρά, μαζί με όλους στη διάβαση, να περιμένω; Δε θα ‘μαι σπάνιος, πια!» και την κλώτσησε τη Ζαχαρούλα… με την ατσαλένια περικνημίδα του. Δεν τον έπιανες στον ύπνο, εύκολα το Σπάνιο. Την είχε τη γκαβάντζα του, καλά φυλαγμένη.

…Στο γκρεμό ο πιστολάς, τελευταία στιγμή πιάστηκε απ’ το μισάνοιχτο αλεξίπτωτό του,. Χωρίς άχνα, με αγωνία, σφιχτά και ένα αίσθημα αυτοσυντήρησης πρωτόγνωρο.
Ολοφάνερα, είχε βρει ο πιστολάς! Έπρεπε να το πάρει αλλιώς…Πώς δεν ήξερε, δεν ήταν σίγουρος. Όλες οι super βεβαιότητες της, μεμιάς κατέρρευσαν. Τίποτα πια ξεκάθαρο. Όλα θολά.

Είχε αρχίσει, τελευταία να καταλαβαίνει ότι βαριάκουγε ήταν και η ηλικία που το δικαιολογούσε, αλλά και προβλήματα όρασης, πόθεν; Μόνη, μπροστά στο γκρεμό και με προβλήματα ακοής και όρασης. Α.Μ.Ε.Α. ΣΤΑ ΞΑΦΝΙΚΑ!... ή από γεννησιμιού;

Θυμήθηκε, ο Killer, τον κάλο, τον εκ γενετής, στον εγκέφαλο, που είχε διαγνώσει ο εφηβικός της σωματοφύλακας.

«Κυρία,άμα φας λουκάνικα χωρίς αυγά, γκαβένισαι»

Ο πατέρας και η μάνα εξέδραμαν για ΣΚ στο πουστοχώρι. Το κωλόσπιτο είχε πάρει νερά και η στέγη ήθελε «συμμάζεμα».
Δυο 12ωρα, ένα το Σάββατο, ένα την Κυριακή ο μάστορας, η μάνα κι ο πατέρας και…ένα χιλιαρικάκι!

Ένα συμμαζεματάκι, ένα απ’ τα πολλά…ακούς ΑΚΑΤΑΝΟΜΑΣΤΕ;

Αφού τελειώσαν το συμμαζεματάκι του Σαββάτου, πήγαν, χώμα κι οι δυο, στο Θόδωρο να τους φιλέψει.

«Θοδωράκι» του’πε «έφτιαξε η Ασπασία κάτι λουκάνικα με πράσο…μπουκιά και συγχώριο!»
«Μη, βρε Θόδωρε, μη λες έτσι. Η χοληστερίνη του και τα τριγλυκερίδια έχουν πάει στα ύψη!»
«Ε…να σας τηγανίσω λίγο λουκάνικο και να το μπερδέψω με αυγά, για πιο ελαφρύ» πήγε να το σώσει ο ταβερνιάρης.
«Όχι βρε, Θόδωρε και λουκάνικο και αυγά! Δίαιτα είπε ο γιατρός, αυστηρή. Μόνο λίγο λουκάνικο και από λαδερά τι έχεις;» επέμεινε η μάνα.

Ο πατέρας δεν έλεγε κουβέντα, μόνο κοιτούσε παρακλητικά το Θόδωρο.

Ο έτερος θαμώνας του μαγαζιού σηκώθηκε και καληνύχτισε το Θόδωρο.

Περνώντας δίπλα απ’ το τραπέζι των γονιών, κοντοστάθηκε.
«Κυρία, συγγνώμη, αλλά άθελά μου σας άκουσα. Η γιαγιά μου. μας έλεγε τότε, πότε μη φας λουκάνικα ουδέτσ’…σκέτα, χωρίς αυγά, γιατί γκαβένισαι! Κάτι ξέραν οι παλιοί κυρία…και πάλι με συγχωρείτε. Άϊντε καληνύχτα και καλό ξημέρωμα» είπε κλείνοντας το μάτι στον πατέρα.



(6)


Έτρεχε η Ζαχαρούλα, το γούσταρε το extreme, πανάθεμά σε επαναστάτρια, αλλά για λίγο.


Λαχάνιασε, κουράστηκε, ζαλίστηκε από το θόρυβο κι από τον κίνδυνο. Και του ‘πε αγάντα και λίγο από τη διάβαση, σιγουράντζα. Δεν άκουσε ο Σπάνιος διάδοχος, συνέχισε να τρέχει και άρχισε να τη σέρνει.

Πέρασε καιρός, είπε να το ξαναπεί η Ζαχαρούλα, πιο λαχανιασμένη τώρα, «Απ’ τη διάβαση, για λίγο. Κουράστηκα». Λίγο το λαχάνιασμα, λίγο μια σοβαρή παιδική ωτίτιδα του αγαπημένου της, πάλι δεν την άκουσε.

Ξαναπέρασε καιρός…μπάφιασε ο πιστολάς. Κουράστηκε να τρέχει, μόνη πια, ξοπίσω του, να τον κυνηγάει και να περιμένει. Ξέθαψε, πάλι το παιχνίδι της, από το παλιό κάστρο. Προσπάθησε να το ξαναπαίξει. Δε θυμόταν τίποτε. Το παράτησε απογοητευμένη. Δεν ήταν ώρα για μοναχικά παιχνίδια, τώρα.

Ήλπιζε, ακόμα, ήθελε…μαζί… στόκος ο πιστολάς. Άρχισε να εξηγεί στον αγαπημένο της Σπάνιο διάδοχο. Με υπομονή, σοβαρότητα και επιχειρήματα. Ανεξάντλητα!
Τίποτα.


Η γνωστή πόρτα…στη μάπα.

(5)


Θόλωσε πολύ γρήγορα η Ζαχαρούλα, όπως είθισται στις αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Το’ δαν οι εφηβικοί σωματοφύλακες να’ ναι καλά. Την πήραν, μαζί. Στην άλλη πόλη, όπου είχαν ξενιτευτεί και οι δυο για το μεροκάματο…Και της βρήκαν και δουλειά, δίπλα, κοντά. Αναθάρρησε η Ζαχαρούλα. Χαμογέλασε…

…Και ‘κει στο κουτούκι ντυμένη καρναβάλι με το μαύρο, πλατύγυρο καπέλο της και τα άσπρα- ροζ φτερά της στο λαιμό, ντυμένη γυναίκα για αλλαγή… της ζήτησε την αγκαλιά της. Ο καλός της.

Κούνησε την ουρά της η Ζαχαρούλα. Στη στολή, δεν ταίριαζε το στρατιωτικό της αμπέχωνο και δεν το φορούσε εκείνη τη μέρα. Η ουρά της φάνηκε…Χάρηκε ο Σπάνιος αγαπημένος, της έβγαλε τα μαύρα γάντια και της φίλησε το χέρι…Λιώμα ο πιστολάς. Αλοιφή δια υποδήματα. Το’ χε το αγόρι, το τρελλό. Το’ χε. Ήξερε να ενώσει δυο μοναξιές.

Αφέθηκε ο πρώην, τώρα, killer.Τα πούλησε όλα τα όπλα, και ‘κείνη και ‘κείνος τα δικά του. Και τα λεφτά τα’ κάναν γλέντια και νερό που καίει και ταξίδια στη μάνα πόλη και φωτογραφίες πολλές, χαρούμενες, όμορφες, ήρεμες… Όλα, όσα είχαν στερηθεί.

Ξαναζήτησε χρόνο η λιωμένη, πια Ζαχαρούλα, πιο σίγουρη από ποτέ.

Έστησε αυτί, ο Σπάνιος αγαπημένος της και της τον έδωσε. Εκεί ακριβώς που της έπρεπε και την πονούσε. Της πρότεινε παιχνίδι, μαζί. Πάτησε στα πόδια της η Ζαχαρούλα και του τα ‘δωσε όλα. Αυτά που είχε κι αυτά που δεν είχε, τα υποσχέθηκε…

Κι άρχισαν να τρέχουν κι δυο. Στην αρχή, μαζί, την κρατούσε από το χέρι, ακόμα και για να περάσουν το δρόμο απέναντι. Πότε από τη διάβαση.

Μέρες ωραίες!

Σάββατο 29 Μαρτίου 2008

Κι ένα για τη Δ.Ε.Η….κατόπιν

Μπροστά στο παράθυρο με το κερί του στο τραπεζάκι, ν’ακούει μουσική και να κοιτάει το σταυροδρόμι να δει τι κάνουν οι άλλοι. Έχει μισή ώρα που έφυγε…το νέο αποδημητικό, αφότου οι πελαργοί εγκατέλειψαν τη χώρα.

Το ρεύμα.

Το αναζητούμε άπαντες, με το Μπένυ μπροστάρη.
Υπομονή, θα’ρθει.

Ο θορυβώδης μπακάλης της γειτονιάς με το ημιάδειο μαγαζί κατευθύνεται προς το μπακάλικο.

Ξεκλειδώνει και μπαίνει.
Μαυροντυμένη πελάτισσα μπαίνει κι αυτή, λίγο μετά.
Ο περιπτεράς βγαίνει απ’ το περίπτερο και παίρνει το δρόμο για το μπακάλικο. Μπαίνει.

Ο μπακάλης βγαίνει και παίρνει το δρόμο για το περίπτερο.

Σε κανα εικοσάλεπτο το αυτοκίνητο του μπακάλη παρκάρει έξω απ΄το μαγαζί.
Βγαίνει ο καφετζής, αφήνοντας το αυτοκίνητο ξεκλείδωτο και αφού παίρνει τα τσιγάρα του, πηγαίνει προς το καφενείο.
Σε τρία, τέσσερα λεπτά κατεβαίνει απ’ το αυτοκίνητο του μπακάλη η συνοδηγός του καφετζή, το κλειδώνει και πορεύεται σε κατεύθυνση αντίθετη από το καφενείο.
Ο περιπτεράς επιστρέφει στο περίπτερο, σφίγγει το χέρι του μπακάλη, του δίνει τα τσιγάρα του κι οι δυο αποχαιρετούν τη γυναίκα του περιπτερά που ανεβαίνει στο σπίτι.

Ο μπακάλης επιστρέφει στο μαγαζί του.

Τα φώτα ανάβουν στη γειτονιά και σε δευτερόλεπτα ξανακλείνουν, μόνο στο μπακάλικο.
Σε κανα τέταρτο η πελάτισσα η μαυροντυμένη εξέρχεται του μπακάλικου και τα φώτα ξανανανάβουν.

Πέντε λεπτά αργότερα σβήνουν τα φώτα του μπακάλικου και ο μπακάλης κλειδώνει το μαγαζί του. Τσεκάρει το αυτοκίνητό του να δει αν είναι κλειδωμένο κι αυτό και χάνεται μες στη νύχτα.

Αλλαξοκωλιές στη γειτονιά ή δεν είδα καλά μες στη νύχτα;




(4)


Τις επόμενες μέρες άρχισε να λέει η Ζαχαρούλα για το παιχνίδι της με περηφάνια, με ικανοποίηση, με βεβαιότητα. Με την παλιά παραδοσιακή σιγουριά, αυτού που βρήκε την κότα με τα χρυσά αυγά.

Μα απ’ τη μια το περιεχόμενο των νέων βεβαιότητων δεν ταίριαζε στο mood της γιάφκας. Απ’ την άλλη το βρώμικό της παρελθόν και το απόλυτο contrast άσπρου μαύρου, των προηγούμενων «εφ’ όρου ζωής» και των τωρινών «εφ’ όρου ζωής» πάλι, νέων επιλογών, δεν έπεισαν τους συντρόφους της. Ίσως είχαν τα δίκια τους. Το παρελθόν του πιστολά, μύριζε, ακόμα… Ήθελε το χρόνο της και η γιάφκα.

Την κοιτούσαν σαν ούφο οι σύντροφοι ή έτσι της φάνηκε της Ζαχαρούλας; Δεν ήταν σίγουρη. Έλαβε, βέβαια τα συγχαρητήρια, τα μπράβο, αλλά μαγκωμένα, τσιγκούνικα τα ένιωσε… Με απλόχερες υπενθυμίσεις για το παραστρατημένο παρελθόν της.

Της θύμισαν τα βασιλικά συγχαρήκια. Οι λέξεις άλλαζαν, μόνο. Η διακύμανση ήταν ίδια, βασιλική. Από το αυστηρό, military στυλ «Ωραία νέα αρχή! Μπροστά, τώρα, για άλλα κάστρα. Πρόσεχε, μην ξαναπέσουμε στα ίδια τα παλιά» έως το γλυκό για τότε, γονεϊκό, του εφηβικού της σωματοφύλακα «Θυμήσου τα πίσω και πρόσεχε! Δεν ξέρω εγώ το βιος μου; Δε θα γλιτώσω εγώ εύκολα από σένα. Προίκα σε πήρα, προίκα μαζί με το μελαχρινάκι μου».

Την αγαπούσαν, μωρέ. Την αγαπούσαν πολύ. Το ‘ξερε. Και τους αγαπούσε κι αυτή… Πολύ. Μόνο αυτή η γιάφκα είχε ένα χιούμορ δηκτικό, ίσως για εξάσκηση. Για τα δύσκολα…Και της άρεζε.

Μα ήταν κουρασμένη. Δεν ήθελε να σχεδιάσει τίποτα, ούτε να σκέφτεται νέα κάστρα. Όσο για τα παλιά τα ‘χε, μαζί. Μπροστά στη μάπα της. Άσε που καθόταν στην ίδια, τη γαμημένη, καρέκλα…Ήθελε μόνο να ξεκουραστεί η Ζαχαρούλα…και μια αγκαλιά. Απλόχερη.

(3)



Το χάρηκε ο πιστολάς, άνοιξε το μάτι του και, λίγο, το αερόστατό του, καλά διπλωμένο για χρόνια.

Γύρισε στην ψωροκώσταινα ικανοποιημένος. Έκρυψε τις μπαλάσκες του στη βαλίτσα, είχε ένα χρόνο να τις χρησιμοποιήσει. Τώρα, έπαιζε κι αυτή. Δεν είχε καιρό για πισώπλατα πιστολίδια σ’ αυτούς που την άφηναν μόνη και γινόταν Λούης…Κράτησε, μόνο το αγαπημένο του σουγιαδάκι, ο killer, κρυμμένο στην τσέπη του…για καλό και για κακό.

Έψαξε τις τέσσερεις, εφηβικές της συντρόφισσες στην αγαπημένη τους γιάφκα. Τις είχε πεθυμήσει. Ήταν όλες παράφωνες, πολλές φορές και άφωνες στην κραυγαλέα, γκλαμουράτη κουστωδία του παλιού τους σχολείου. Αυτή η παραφωνία και η σιωπή τις ένωσε, τις κράτησε δεμένες, θλιμμένα, θυμωμένα, σφιχτά, μέσα και έξω από το σχολείο. Τόσο σφιχτά που τον πιστολά, κάποιες φορές, τον κατάπινε η γιάφκα…

Κατέβηκε στα παλιά στέκια με χαρά, με αγωνία να τους βρει, να τους δει…να την δούνε…Ήταν δύσκολα, εκεί, δυο χρόνια.... Τους είχε πεθυμήσει, γαμώτο…πολύ.
Στο ίδιο τραπεζάκι, στο αμαρτωλό καφέ, παρήγγειλε και περίμενε. Φάνηκαν απ’ τη γωνία, πιασμένοι χέρι, χέρι. Αγαπημένο ζευγάρι οι εφηβικοί της σωματοφύλακες, της άρεσε να τους βλέπει, τους καμάρωνε. Από κοντά, πάντα, οι δυο τους… Και δίπλα της. Με νοιάξιμο, με αγάπη.

Είχαν, για κείνη, ξεχωριστή θέση στη γιάφκα. Η σωματοφύλακάς της, έχαιρε ιδιαίτερου σεβασμού και εκτίμησης από όλο το κλειστό κλαμπ των εφηβικών συντροφισσών. Επάξια είχε κερδίσει τον τίτλο του αρχηγού στη μυστική ψηφοφορία…ένα ψιλολάδωμα το’ ριξε, βέβαια, όπως και η ίδια παραδεχόταν, γελώντας, «μη ξεχνάμε και τις αρχές της φυλής».

Κι όταν ζευγάρωσε η αρχηγός, υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες, όλες, τον έρωτα στο κλαμπ. Ο φουλ ερωτευμένος, τότε, σωματοφύλακας, τις κοιτούσε στην αρχή, με μισό μάτι ο άνθρωπος, με το δίκιο του. «Τι’ν τούτα τα ζαβά;» πιθανολογούσαν ότι θα αναρωτιόταν. Ρωτούσαν, επίμονα την αρχηγό και ‘κείνη απαντούσε με το γνωστό διφορούμενο χαμόγελο και το ανασήκωμα του φρυδός. Σφίγγα, από παιδί η αρχηγός, δύσκολα της έπαιρνες κουβέντα.

Με τον καιρό τις ανέχτηκε, τις έμαθε τις συνήθισε, επειδή, ίσως αγαπούσε τες και η αρχηγός, …δεν ξέρω, πως έγινε. Πάντως έγινε. Ο εφηβικός σωματοφύλακας και των πέντε και τις φρόντισε και τις αγάπησε, πολύ. Όλες.

Άρχισε να συνοδεύει όλο το τσούρμο της αρχηγού. Μέχρι και διακοπές πήγαιναν, μαζί. Το τσούρμο της αρχηγού και ο σωματοφύλακας. Καμιά φορά ερχόταν κανάς ξέμπαρκος φίλος του για βοήθεια, αλλά λάκιζε σύντομα. Ήθελε επιμονή, κουράγια και κόπο το κουμάντο του τσούρμου. Δεν ήταν εύκολη δουλειά. Τα είχε και τα τρία ο σωματοφύλακας, σε πολύ απόθεμα. Ο τρόπος του ‘λειπε, από παιδί, έλεγε η αδερφή του, αλλά του το σχωρνούσαμε, με αγάπη.

…Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν στο καφέ, ήπιαν στην υγειά τους και στο σκάσιμο των οχτρών τους, όπως συνήθιζαν. Σαν να μην είχε περάσει ώρα, σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα, «μόνο, εγώ» μονολόγησε, με πονηρό χαμόγελο ο killer. Θα τους τα πω όλα, για το παιχνίδι για την επιτυχία για την ικανοποίηση. Θα τους αρέσει, θα χαρούν, θα με καμαρώσουν. Αλλά όχι σήμερα…σήμερα είναι ξεχωριστή μέρα. Είναι γιορτή.
Μαζεύτηκαν και οι έττερες συντρόφισσες. Ήπιαν, τσούγκρισαν, είπαν, γέλασαν, θυμήθηκαν.


Όλα, πολύ. Όλα μαζί.

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2008

Άφωνη… …

Βγήκε στο μπαλκόνι. Βράδυ.

Η ανοιξιάτικη πλάκωση την είχε ξαναβαρέσει. Κατακούτελα.

Κοίταξε το κίτρινο φως του δρόμου και το βουνό απ’ τα σκουπίδια, εμπρός του.
Η φιλενάδα της η Πλάκωση, με το λουλουδάτο εμπριμέ τσιτάκι της, άλλαξε θέση και στρογγυλοκάθισε στο στήθος της.

Έκανε να κοιτάξει κατ’ αλλού, να ψάξει το φεγγάρι.

Κυρία, συνάμενη κουνάμενη, με τον κάδο της κουζίνας της ανα χείρας, τη σταμάτησε και συνέχισε να κοιτάει προς το βουνό.

Η κυρία πλησίασε το βουνό, έπιασε τον κάδο με τα δυο της χέρια τον αναποδογύρισε και άδειασε τα καλούδια της, χύμα στο βουνό. Τα παρακολούθησε να κατρακυλούν δεξιά αριστερά των πλαγιών και να προσγειώνονται γύρω- γύρω στους πρόποδες. Αποχώρησε, ευχαριστημένη.

Άφωνη… …


Ελλάδα του ’60…απαξανέκαθεν!


Επιχείρηση του ’60 μεγάλη, φημισμένη, ιδιοκτησία σοφού Εβραίου, παλιού εμπόρου. 18 άνθρωποι στο λογιστήριο του, δουλεύουν σκυφτοί, στο γραφειάκι του ο καθένας, παραταγμένοι σε σειρές.

«Τι τους θες, βρε Μουίς 18 ανθρώπους στο λογιστήριο; Τόσο δεν προλαβαίνετε;»
« Τζάμπα, Θοδωράκη! Τζάμπα! 7 κατοστάρικα το κεφάλι. Προλαβαίνουμε, αλλά, αφού είναι τζάμπα…δες τι ωραία φαίνονται, ο ένας δίπλα στο άλλο. Σαν στρατιά και μόνο, 7 κατοστάρικα το κεφάλι.»

Μαγικός αριθμός το 7. 7 οι μέρες, 7 τα θαύματα και 7 τα κατοστάρικα, απαξανέκαθεν!

«Και δε μου λες, αφεντικό. Τι τις θες και τις πληρώνεις τόσες διαφημίσεις στο ραδιόφωνο στις εφημερίδες, στην πόλη; Αφού όλοι σε ξέρουν, τι τις θες;»

«Θοδωράκη το Θεό, όλοι δεν τον ξέρουνε;»
«Ε…ναι, τον ξέρουν.»
«Τότε…γιατί χτυπάει όλη μέρα το καμπάνα, Θοδωράκη;»

Οι εμπόροι ‘θέλαν πάντα περισσότερα, απαξανέκαθεν!

Κι οι φτώχοι, αν ήταν πράγματι, δεν είχαν τίποτα να χάσουν απαξανέκαθεν!

Πήγε στον τότε Ο.Α.Ε.Δ. ο Θοδωράκης κι άρχισε να φωνάζει, μανιασμένα, ακατάλυπτα. Ούτε ο ίδιος ήξερε τι έλεγε. Τι ήθελε, μόνο ήξερε την κάρτα εργασίας για να πάει να πιάσει δουλειά στο Μουίς. Έπρεπε να την παραδώσει, όπως όλοι οι εσωτερικοί μετανάστατες του καιρού του. Να την παραδώσουν ή να περιμένουν για να τους την εκδώσουν άνεργοι πέντε μήνες, ακόμα και αν, σαν το Θοδωράκη την είχαν βρει τη δουλειά. Όλα εν σοφία εποιούσες, κύριε νομοθέτα, απαξανέκαθεν!
Φώναξε, χτύπησε και χτυπήθηκε ο Θοδωράκης, ανένδοτος ο υπάλληλος, το λέει ο νόμος.

Τον άκουσε ο προιστάμενος, πήγε να δει τι τρέχει;

«Δώστου, δώστου του ανθρώπου την κάρτα να πάει να δουλέψει!»

Nομοταγείς οι δημόσιοι υπάλληλοι. Καλά που από τότε, υπήρχαν και κανα δυο ξέμπαρκοι παρανομούντες, προϊστάμενοι και μη, απαξανέκαθεν!


(2)


Όλες ήταν αργές. Πάντα ήθελαν το χρόνο τους και στην αρχή, ειδικά, κανείς δεν καταλάβαινε. Κανένας δεν τον έδινε. Τι χτύπημα στο πάτωμα, τι παρακάλια, τι δαγκωνιές, τι κλάματα. «Φωνή βοώντος εν τη ερήμω».


Κανείς δεν τα περίμενε τα κορίτσια. Όλοι θέλαν το κάτιτις που ζητούσαν, τώρα, και όπως το ‘χαν στο κεφάλι τους. Κι αν δεν το ‘παίρναν, ‘φεύγαν τρέχοντας. Η βασίλισσα, οι δάσκαλοι τους, οι παρολίγον σύντροφοι στη σχολή…

«Πώς τα κατάφερες, βρε Ζαχαρούλα, όλους να τους παρακαλάνε να μπουν στην Κ.Ν.Ε. κι εσύ να τους ζητήσεις να γίνεις μέλος, όντας φίλος, να σε περάσουν από συνέντευξη…άκου συνέντευξη στα κουτούκια τους γράφανε τους κνίτες και εν τέλει να σε απορρίψουν ως οπορτουνίστρια, με το χαίρεται, γαμώ το μπελά μου, δεν έχει ξαναγίνει. Θα το κυκλοφορήσω ως ανέκδοτο» την κορόϊδευε ο εφηβικός της σωματοφύλακας.

Ούτε και η Ζαχαρούλα είχε καταλάβει, γιατί τότε…Για το λογάκι για το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, για το παλιό της σχολείο, για το στυλ του πιστολά που θύμιζε αμερικάνικο ιμπεριαλιστικό γουέστερν;

Δεν είχε καταλάβει η Ζαχαρούλα, μα η πόρτα στη μάπα πόνεσε και τότε, όπως πάντα. «Ίσως, αργότερα» της είχαν πει οι, κατά τα άλλα πολύ συμπαθείς καθοδηγητές, προσπαθώντας να χρυσώσουν το χάπι, μα έφυγαν τρέχοντας, ή έτσι νόμισε η Ζαχαρούλα…για πού, τι τρέχαν να προλάβουν;

Πάλι γαμώτο δεν κατάλαβε.

Όλοι ‘τρέχαν σίγουροι και χαρούμενοι μπροστά να προλάβουν να το, να την, δεν ήξερε, πιάσουν…και η Ζαχάρω και η Ζαχαρούλα πίσω, ιδρωμένες από το επιτόπου τρέξιμο και την αγωνία να κοιτούν δεξιά αριστερά να δουν, τι είναι αυτό που όλοι κυνηγούν;

Ώσπου, κάποια στιγμή η Ζαχαρούλα αποφάσισε να φτιάξει ένα δικό της παιχνίδι .

Και παραδέχτηκε στον εαυτό της, πρώτη φορά στο παλιό κάστρο ότι δεν τα καταφέρνει με τα γρήγορα παιχνίδια, δεν τα ξέρει και τα φοβάται…Και δεν της φτάνουν, δεν τα ευχαριστιέται, γιατί τελειώνουν γρήγορα. Ότι είναι αργή, ότι θέλει το χρόνο της, το ρυθμό της.

Και τα ‘πε στους καινούριους της δασκάλους και την άκουσαν.

Ήταν το πρώτο δικό της παιχνίδι και ‘πέτυχε, δεν έτυχε, όπως όλα τα προηγούμενα που, ασθμαίνοντας έτρεχε να τα προλάβει.

Ήταν σαν εκείνο το πρώτο της Ζαχάρως, με την περπατούρα, όταν της, την πρωτοπήρε ο μπαμπάς της. Αβέβαιο, αργό, προσεχτικό.
Μόνη, με την περπατούρα…να δίνει εκείνη το ρυθμό και να τα καταφέρνει, να τον ξεπερνάει και να συνεχίζει να παίζει, ένα καινούριο παιχνίδι κάθε φορά.


«Τι θες Φανή κι ανακατεύεσαι και γίνεσαι κακιά, κάθε μεσημέρι;»

Κάπου πίσω απ’ το σταθμό.

Μεγάλη αυλή, κυκλωμένη με ψηλό μαντρότοιχο.
Δυο σειρές κάμαρες , μια στο ισόγειο και μια στον πρώτο.

Σε μια του πρώτου, νιόπαντρο ζεύγος διάγει βίον ανθόσπαρτον. Τα άνθη του βίου, τα έχει αναλάβει εξ’ολοκλήρου η μητέρα του άντρα του σπιτιού, η κυρία Φανή με την οποία το έρμο το ζεύγος μοιράζεται την κάμαρα.

Ο καθείς στον τόπο του… μην παρεξηγηθούμε κιόλας και βγει τ’όνομα στην κυρία Φανή και ποιος μας γλιτώνει;.

Η κυρία Φανή στο ντιβάνι της κουζίνας και τα παιδιά στη μια και μοναδική κάμαρη του, περίπου, σπιτιού.

Τα στόλιζε τα άνθη η κυρία Φανή στο σπίτι, καθημερινώς, εκεί, κατά το μεσημέρι που γυρνούσε ο γιόκας της απ’ τη δουλειά.

Σκούντημα με τον αγκώνα…«πες της να μη βάζει, τόσο αλάτι στο φαγητό, κάνει κακό στην υγεία», έπεφτε το ροδοπέταλο.
Νόημα με το μάτι… «Α, παπα θα τους κάψει τους ντολμάδες», μπουκέτο οι μαργαρίτες στο βάζο.
Τίναγμα του πέτου της ρόμπας… «Χάλια τα σεντόνια, γαργιασμένα», το γλαστράκι με το φούλι στο παράθυρο.

Κι ο άντρας του σπιτιού που την άκουγε τη μαμά του, την έπαιρνε, παράμερα τη γυναίκα του και της τα’λεγε όλα, για το καλό της για να γίνει καλή νοικοκυρά, σαν τη μανούλα του.

Θρύλος στη νοικοκυροσύνη η κυρία Φανή!
Μον’η μέση της δεν την άφηνε να τη βοηθήσει τη νύφη της.
Αλλά δεν μπορούσε να το καταπιεί το στραβό, θρύλος για!
Και δεν ήταν ένα και δυο. Βροχή τα στραβά της νύφης.

Μπίρι-μπίρι η κυρία Φανή στ’ αυτί του γιού της και ‘κείνος στ’αυτί της γυναίκας του και πίσω πάλι στ’αυτί της μανούλας.

Ώσπου απηύδηζε η νύφη, απαρατούσε νεροχύτη, ποδιά, μάνα και γιο και κλεινόταν στην κάμαρη.

Ο γιος πήγαινε ξοπίσω της να την παρηγορήσει, την αγαπούσε τη γυναικούλα του.

Κι έμενε μόνη στην κουζίνα η κυρία Φανή να μονολογεί.

«Αχ, Φανή μου. Τι θες κι ανακατεύεσαι και γίνεσαι κακιά, κάθε μεσημέρι;»




Το όνειρο (1)

Το διάβασε το ξαναδιάβασε, της άρεσε. Έπαιζε με τις λέξεις. Μπροστά, πίσω, στη μέση. Την έβρισκε τη θέση, που τους άρμοζε.

Για ‘κείνην! Χαμογελούσε. Το ξαναδιάβαζε… «Α, και μια τελείτσα θέλει εδώ και παραγραφούλα και σάνβουαρ ένα θαυμαστικούλη, θα του πήγαινε!…Έλα εδώ, εσύ μωρό μου. Έλα, είσαι πολύ μεγάλη, σαν τη γραία, μές στις νιες. Έλα… καλά τα λες, κάτι, ξέρεις εσύ, αλλά, έλα να σου βγάλω τα φτιασίδια να σε μικρίνω…να σε ζωντανέψω. Να σε πω…που φοβήθηκα, τότε.»

Μιλούσε με τα λόγια της, τις φράσεις, τις παραγράφους. Έπαιζε, όπως η Ζαχάρω με τις κούκλες της στο σαλονάκι τους με το κόκκινο, σιδερένιο σετ του τσαγιού…μόνη.

Ήταν και οι τρεις ενθουσιασμένες με το καινούριο παιχνίδι…Η Ρούλα, από το Ζαχαρούλα και τώρα από το «ανάπηρη-αναπηρούλα», καμάρωνε που τις είχε, πάλι, μαζί.

Ο γύψος δεν την ένοιαζε. Πονούσε λίγο, άλλα ήταν στο αριστερό χέρι. Οπότε, αυτό, μόνο, το αριστερό, κατά τα λεγόμενα πολλών, μονίμως προβληματικό, έμενε έξω απ΄ το παιχνίδι και απ’ το πληκτρολόγιο, στην άκρη του γραφείου. Η δουλειά γινόταν μια χαρά με το δεξί, αργά, σταθερά και με τα κορίτσια να συμπληρώνουν, να θυμίζουν, να διορθώνουν τη Ρούλα και να το διασκεδάζουν, να λένε «Πες για μας, και για μας», να γελάνε… πότε, πότε και να κλαίνε. Βουβά, ιαματικά…

Αργά κυλούσε το παιχνίδι, αλλά καμιά τους δεν ενοχλούνταν. Τουναντίον μάλιστα.

Ταίριαζε και με το γύψο που είχε δώσει στην καθημερινότητα έναν χαλαρό, αργό ρυθμό. Μια γλυκιά, ατσούμπαλη, παιδική καθυστέρηση.

(10)



-Να σου πάρω ένα ποτό; τη ρώτησε, λίγο μετά με χαμόγελο.

…Ωχ, ωχ, άρχισαν τα όργανα, σκέφτηκε η Ρούλα κι έκανε πως δεν άκουσε.

-Άλλο, με τον καιρό, εδώ πώς τα πάτε; απάντησε με την ευφάνταστη, σιγουράντζα ερώτηση.
- Πώς να τα πάμε, όπως τ’ άφησες κι ακόμα χειρότερα. Μπαίνουμε και σ’ επικίνδυνες ηλικίες τα γόνατα διαμαρτύρονται…
- Ξέρω, ξέρω πολύ καλά, είπε η Ρούλα. Με μπουνάτσες και με μποφόρια, τα γόνατα καλά, ας λέμε ότι, κρατούν.
-Γι’αυτό σου λέω, ας πιούμε, άλλο ένα κι έχει ο Θεός. Τι θέλεις να σου πάρω;

- Ένα τζιν με τόνικ θα το’ πινα, ευχαρίστως, ξαλάφρωσε η Ρούλα κι ο Killer τη συνεχάρη από απέναντι για το, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, θάρρος.

Σηκώθηκε και πήγε στο μπαρ ο ιππότης.

-Μη χαλαρώνεις, μπεκροκανάτα, είπε στη Ζαχαρούλα που καθάριζε με ικανοποίηση τα νύχια της με το σουγιά. Είπα το ναι, αλλά, ένα ποτό θα πιούμε και τέλος.

Η Ζαχαρούλα κούνησε το κεφάλι. Θα σου πω στο σπίτι, Ρούλα, μονολόγησε.

Το παιδί δεν κατάλαβε. Το ‘θεμε ή δεν το ‘θεμε το ποτό; Χαιρόμαστε ή δε χαιρόμαστε που μας το πρότεινε ο άνθρωπος; Περίεργο αυτό το παιχνίδι, πολύπλοκο. Δεν ήξερε πώς να φερθεί. Δε μίλησε… και περίμενε, μπας και καταλάβει.

-Τόσα ξέρεις, τόσα κάνεις, γριούλα. Τώρα, βρε τέλος, τώρα που αρχίζει το ψητό; Α,α, συγγνώμη Ρούλα, ξέχασα, εμείς για τα αξιοθέατα ήρθαμε στην πόλη. Είχαμε και στο παλάτι, τον τελευταίο καιρό, τζιν με τόνικ, σερβιρισμένο από ιπποτικά χέρια, Ρούλα;
…Ιπποτικά σερβιρισμένο και σε δυο δρόμους, συγκατάνευσε, εσωτερικώς, η Ρούλα βλέποντας τον ιππότη της να έρχεται με τον πάγο και το μπουκαλάκι το τόνικ στον ένα δρόμο και να συμπληρώνει το σερβίρισμα με το τζιν και τη μπύρα του στο δεύτερο.

-Εδώ, όπως βλέπεις, το ‘χουμε τάμα να κάνουμε τη ζωή μας δύσκολη. Χώρια το τόνικ, χώρια το τζιν, χώρια ο πάγος. Βάλτα, χρυσέ μου όλα μαζί, ρίξε κι ένα ανακάτεμα και μη μας παιδεύεις πάνω, κάτω.

…Πάει και το ιπποτικό, πάει και το ιδιαίτερο σερβίρισμα. Ίσωμα τα κάνατε κύριε, ιππότα. Τελικά, βάι ιπποτικό πρωτόκολλο, βάι εξωτερικά, αυτή η βαρβατίλα της ψωροκώσταινας ξεπετιέται από παντού, σα Λερναία Ύδρα, παραδέχτηκε σ’ εαυτόν η Ρούλα.

-Άντε, στη γεια μας, ευχήθηκε, η Ρούλα, αφού αυτοσερβιρίστηκε. Μη το κουράσουμε κι άλλο το παλουκάρι, σκέφτηκε και πάθει και τίποτα.

Τσούγκρισαν κι άρχισαν να πίνουν με τη Ρούλα αυτή τη φορά να δίνει το ρυθμό. Γρήγορο, συνεχή. Δεν τη χωρούσε ο τόπος, άντε να πιούμε και να φύγουμε. Τα’ παμε όλα. Τι θα πούμε, τώρα; Είχε στρίψει και πολλά. Ράκος η Ρούλα. Διπλό μεροκάματο το σημερινό. Κι ήταν ακόμα δυο η ώρα.

Σηκώθηκε, χωρίς προειδοποίηση. Έπρεπε. Θα ‘σκαγε.

Στάθηκε για λίγο όρθια και τον τσάκωσε….Να την κοιτάει στα μάτια με χαμόγελο και μετά…ζουμ στο λαμπατέρ… κάτω από την τουρλωτή κοιλίτσα της.
Ωχ…ωχ,ωχ,ωχ…πρέπει να του μιλήσει οπωσδήποτε και γρήγορα, μπας και τα πάρει τα μάτια του. Δεν είναι σωστό, γλυκέ μου, εκτίθεσαι, μην κάνεις έτσι.

-Ε,ε, πρέπει… πρέπει να πάω στην… στην τουαλέτα, συγγνώμη… για λίγο… Ρετάρισε, ελαφρά, η Ρούλα.

Το κατάλαβε δεν το κατάλαβε το ρετάρισμα, ποιος ξέρει;

Εξαφανίσου καλό μου κι ας τις ερωτήσεις…Οι γοφοί, ο ποπός, να;… Μη σκοντάψεις, κακομοίρα μου, καήκαμε… Δε σκόνταψε, γι’ αυτό ήταν σίγουρη. Γι’αυτό το κάτι στην πλάτη της δεν ήταν σίγουρη… Το ιπποτικό βλέμμα; Άντε, ρε ψωνάρα, είπε κι έκλεισε την πόρτα της τουαλέτας.

Επέστρεψε με το βλέμμα κατεβασμένο. Αυτή η μοκέτα είχε πολύ ενδιαφέρον, το ελάχιστο, ιστορικό. Δεν μπόρεσε να τη χρονολογήσει, μέχρι το τραπέζι. Τον κοίταξε, μόνο όταν έφερε το ποτήρι στα χείλια της. Καμιά αλλαγή… Στα μάτια και με χαμόγελο.

Ωραίος, που φαίνεσαι, το ξέρεις άραγε, ιππότα;
Αρκέστηκε στην τελευταία γουλιά και δε μίλησε. Έστριψε ένα τσιγάρο, έτσι για αλλαγή.

-Να πάμε, σιγά,σιγά, είπε με την πρώτη ρουφηξιά.

Η μούντζα έπεσε ασκαρδαμυκτί εξ αριστερών, από πού αλλού;

- Ναι, να πάμε να κάνεις και τη βόλτα σου.

Βγήκαν έξω, σύμφωνα με το πρωτόκολλο. Ο καθείς στη θέση του. Τα γνωστά.

Στάθηκε στη γωνία στο πεζοδρόμιο και την κοίταξε να τον πλησιάζει.
Του έτεινε, η Ρούλα το χέρι για τη χειραψία του αποχαιρετισμού.

-Ευχαριστώ, πολύ, για τη συνάντηση. Πέρασα πολύ ωραία. Ελπίζω, κάποια στιγμή…να
-Μα τι λες; Μετά από τόσα χρόνια…Έναν καφέ… Να ξαναβρεθούμε αύριο. Εγώ μπορώ, μετά τη μιάμιση. Πάρε με στη μία να σου πω που.
- Εγώ δε, δε… αφού μπορείς… να μη σε, όμως…

Μέχρι κι ο πιστολάς αιφνιδιάστηκε… η Ρούλα φυσιόταν με τη βεντάλια παρακάτω. Τι να κάνει το παιδί, το άφησαν μόνο του, έπρεπε να μιλήσει.

Το άκουσε o ιππότης, χαμογέλασε και το φίλησε το παιδί, μάγουλο με μάγουλο για να το ησυχάσει.

Τελευταία στιγμή η Ρούλα, κατάφερε να πετάξει τη βεντάλια και να αγκαλιάσει με το αριστερό της χέρι, τη σφιχτή χειραψία.

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

25η Μαρτίου…τώρα που κατεβάσαμε τις σημαίες (2)

Ο δήμαρχος την παραμονή έδωσε στο λαό του σημαίες.
Το διαφήμιζε το ραδιόφωνό του, μέρες πριν.

Ένας φίλος, υπάλληλος του δημάρχου πέρασε από το μαγαζί με τις, δυο του, σημαίες.
Του πήρε τη μία.

Ανέβηκε το μεσημέρι στο σπίτι, γύρισε και ο καταλύτης, έτσι έλεγε τη μικρή του αδερφή, που, απ’ όταν επέστρεψε, είχε αναλάβει ρόλο τοποτηρητή των ισορροπιών στο οικογενειακό τρίπατο.

Ήταν δώρο για όλους.
«Τον εαυτό σου, πρόσεχε καμάρι μας. Εσένα, πρόσεχε»

Την είδε τη σημαία στο τραπεζάκι του σαλονιού. Διπλωμένη, όπως την έδωσε ο δήμαρχος.

«Τι’ν τούτο;» τον ρώτησε. «Τώρα στα γεράματα θα σπάσουμε την οικογενειακή παράδοση;»

«Για το γιούρο, για την κούπα, κοπέλα μου. Πως θα πανηγυρίσουμε, χωρίς σημαία;»


Τα στέφανα κι η λίρα

Ο ξανθός ουστάς σηκώθηκε πολύ πρωί. Πήρε το κατσαρολάκι του για το μεσημέρι, έβαλε το κεφάλι κάτω κι έφυγε. Κι όπως κατέβασε το κεφάλι εκείνη τη Δευτέρα, που ‘δωσε το λόγο του, το ξανασήκωσε ένα χρόνο μετά, στον ημιεπίσημο αρραβώνα.

Πελέκημα, πελέκημα, πελέκημα, αμίλητος. Μόνο στο σχόλασμα σήκωνε λίγο κεφάλι για να δει τη φρεγάτα και να τη συνοδέψει στο σπίτι, με τα πόδια. Και στο δρόμο θυμόταν το κρητικάτσι το φίλο του απ’ το στρατό και της σιγοψιθύριζε
«Θα κατεβώ στο Φόδελε να πάω να βρω το Γκρέκο για να σε κάνει ζωγραφιά φρεγάτα μου. Πάντα μου να σε βλέπω»…

Και έλιωνε η μάνα , γελούσε και περίμενε…

Όταν έφταναν στο σπίτι την αποχαιρετούσε, τώρα, από την πόρτα της αυλής. Έψαχνε και το νουνό να τον δει στο παράθυρο με το βιβλίο του. Του χαμήλωνε το κεφάλι κι αυτός ανταπέδιδε το χαιρετισμό. Δεν τον καλούσε μέσα. Η δασκαλίτσα ήταν στη μισάνοιχτη εξώπορτα και τους παρακολουθούσε. «Βρε το παπαδάκι, μουλάρωσε! Λες να μην μπει, μέχρι να τη στεφανωθεί; Και τα μαχαίρια μου τι θα γίνουν;»

Μην ανησυχείς δασκαλίτσα έχεις το λυκάκι. Είστε αχτύπητο δίδυμο οι δυο σας. Εσύ ξέρεις πολύ καλά να την πετάς τη μπανανόφλουδα μπροστά στα πόδια του κι αυτό δεν ξέρει άλλο… από το «να την πατάει» και να γκρεμοτσακίζεται.
Το ματς άρχιζε με το κλείσιμο της πόρτας και τράβαγε όσο άντεχε το δίδυμο.

Κύλησε η χρονιά, μαζεύτηκαν τα λεφτά για τη δεύτερη προίκα ετελέσθη το μυστήριο. Έφυγε και η δεύτερη κουνιάδα για το νέο χωριό της με συγκρατημένη, πολύ συγκρατημένη, αισιοδοξία. Αυτή τη δεύτερη τη δόλια, ούτε τη ρώτησαν. Τα κανόνισε όλα ο μεγάλος. Έπρεπε όλα να γίνουν γρήγορα, μη το ξανασκεφτόταν και το κελεπούρι.

Σε όλους το είχε διαλαλήσει το μαντάτο ο μεγάλος. Στους συνεταίρους του, στους συνεργάτες…στον ξάδερφο στο χωριό στην αγαπημένη του, μεγάλη αδερφή. Μια συνεχής δήλωση της εν δυνάμει, πια καλέ εν δυνάμει, εμείς όλα μαζί τα κάνουμε, είμαστε δεμένη οικογένεια, αγαπιόμαστε… Μια συνεχής δήλωση της νέας, θεόσταλτης γκαβάντζας…Αλλιώς σε μετράνε στην αγορά, όταν έχεις οικονομική επιφάνεια!

«Χέζε και δεμάτιαζε», γεια στο στόμα σου βρε δασκαλίτσα. Το ‘χες δει εσύ το όνειρο αλλά, «Kime anlatirsin;» που έλεγε κι ένας πικραμένος γείτονας από την πατρίδα.
Και έδωσες και τη λίρα, για του ονείρου το αληθές, μπας και χαλαρώσει το παπαδάκι και μπει στο σπίτι.

Και το πήγες λάου-λάου στην αρχή, γαμπρέ μας και παληκάρι μου.
Χαλάρωσε το παπαδάκι, όχι πολύ, την πισινή του την κρατούσε, ένεκα και τα κατηχητικά, αλλά άρχισε να μιλάει για το καινούριο σπίτι στο παλιό.

Τους παίνευε και το νουνό και τη φρεγάτα και τη δασκαλίτσα την είχε για ανέκδοτο. Του άρεζε του πατέρα να κάνει τους άλλους να γελούν.
Όλοι γελούσαν με τη δασκαλίτσα και τα καμώματά της κι η μάνα η Λέγκω κι τρίτη κουνιάδα και το μυστικό. Γελούσε πολύ ο μικρός. Ρωτούσε συνέχεια να μάθει τι καινούριο έκανε και τι καινούριο είπε. Και ‘κείνη δεν έχανε ευκαιρία να τον ρωτήσει το γαμπρό τι κάνει το παιδί, αν βρήκε δουλειά και πως είναι στην υγεία του. Από ενδιαφέρον.

Κι όσο ο πατέρας τα μασούσε, τόσο εκείνη ρωτούσε κι ο πατέρας κοκκίνιζε και ίδρωνε.

Ο μεγάλος έκανε τους λογαριασμούς του και ρωτούσε μόνο για τον Αμερικάνο. Από ενδιαφέρον κι αυτός.
«Τα σέβη μου στον καλό νουνό και να τον προσέχεις» ήταν η οδηγία.

Την παντρέψαν και την τρίτη την κουνιάδα μ’ένα βλάχο απ’ το πουστοχώρι και επέστρεψε, μόνη στα πάτρια εδάφη, στον άλλο μαχαλά στο σπίτι του πεθερού της.

Τότε έκανε και την πρώτη της δημόσια, επίσημη εμφάνιση, η φρεγάτα και η Λέγκω τους έδωσε την καλή κρεβατοκάμαρα και άναψε για τη μάνα το καζάνι για να κάνει μπάνιο. Της έδειξε ν’ανοίγει και φύλλο, για την περπατόπιτα. «Να’σαι έτοιμη, κορίτσι μου.» της είπε.

Ετελέσθη και το τρίτο μυστήριο, βαλαντωμένη στο κλάμα η τρίτη κουνιάδα…από χαρά, είπε ο πεθερός στο καφενείο του πουστοχωρίου.

Όλα ήταν τακτοποιημένα, τώρα κι ο μεγάλος δήλωσε έτοιμος να γίνει κουμπάρος και να κάνει δώρο και το πλυντήριο.
Μια αναποδιά του ‘τυχε, λίγο πριν, ανέλαβε εν τέλει ο νουνός τα έξοδα του γάμου και η αγορά του πλυντηρίου αναβλήθηκε επ’αόριστον.

Πήρε πρέφα η δασκαλίτσα, το’πε το λογάκι της, πιαστήκαν πρώτη φορά με το γαμπρό. Η λίρα άρχισε να βολτάρει από το κομοδίνο του γαμπρού, στο κομοδίνο και στην τσάντα της δασκαλίτσας και τούμπαλιν.

Κάθε που το’λεγε το λογάκι της η δασκαλίτσα ο πατέρας επέστρεφε τη λίρα στο κομοδίνο της. Έκείνη την έβαζε στην τσάντα της. Κι όταν της περνούσε την άφηνε πάλι στο κομοδίνο του.

Θυμωμένη έφυγε η δασκαλίτσα, με τη λίρα στην τσάντα της.




Η γιαγιά, η Λέγκω


Λέγκω τη λέγαν τη γιαγιά και κείνο και πολλά βράδια , μετά, αποκοιμιόταν σκεφτόμενοι τους άντρες της και κείνους που είχε και κείνους που έχασε, γιατί είχε γίνει ένα μαζί τους. Απ’ ανάγκη.

Γύρω στα εβδομήντα της κοιμήθηκε. Στα χέρια του ξανθού της.

Δεν ήξερε να παραπονιέται η Λέγκω, είχε κάτι πόνους τους είπε μετά, αλλά τα παιδιά είχαν τα δικά τους τις σκοτούρες τους, που να τους φορτώσει και με τους πόνους της, θα περνούσαν. Φορούσε και μαύρες κάλτσες χειμώνα καλοκαίρι τους γιατρούς δεν τους μπόραγε, όταν την πήγαν το κακό είχε προχωρήσει, πολύ.

«Λίγο νωρίτερα να τη φέρνατε θα το γλιτώναμε. Λυπάμαι.» τους είπε ο γιατρός

«Ντιπ, άχρηστη έγινα, σακάτισσα. Άντε να με πάρει να γλυτώσω και ‘γω και ‘σεις.» έλεγε του πατέρα.
Και κείνος για να ξεχάσουν και οι δυο το πόδι, της ξετύλιξε τη ζωή της, εκείνο το βράδυ.

«Πια να πάρει, ρε μάνα; Και τι θα τις κάνει τις βλάχες, αν σε πάρει, που θα γεμίσουν τον τόπο κουρίτσια;»

Είχε ειδικότητα η Λέγκω στις βλάχες.
Δεν τους τράταρε τον καφέ, μόνο τον έλεγε.
Ερχόταν οι βλάχες του μαχαλά με το φλυτζάνι κρυμμένο, κάτω απ’ το πεστιμάλι και το πεσκέσι τους φανερό, για τα ορφανά.

Όλα εν τάξει…και η Λέγκω πρόσφερε υπηρεσίες, περήφανα και οι βλάχες κάναν το καλό και το πουστοχώρι δεν ήξερε τίποτα.

Μετά το μεσημέρι, ο πατέρας χωνόταν στο κατώι, κάτω απ’ τον καλό τον οντά και απ’ τις σχισμές των σανιδιών, παρακολουθούσε την ιεροτελεστία.
Έμπαινε η βλάχα κι άφηνε το κάτιτις της, χωρίς μιλιά, μη θυμώσει η Λέγκω και σταματήσει να της λέει τα μελλούμενα.

Κι άρχισε και’λεγε η Λέγκω για τα κοπάδια και τα λιβάδια και τα τυριά. Για το τέλος άφηνε τις οδηγίες για τη γέννηση «πιδιού», στις φρεσκοπαντρεμένες.
«Με γεμάτο φεγγάρι και με παπούτσια, τα καλά όχι τα τσουράπια» ήταν οι οδηγίες και κρυφογελούσαν οι κόρες κι ο πατέρας απ’ το κατώι απορούσε.

«Αχ, πάν οι βλάχες, πάει και το ποδάρι, παιδί μου, άστα να με πάρει να κάτσω και ‘γω μια φορά ψηλά.»

Και με το ψηλά ο πατέρας θυμήθηκε τον παππα-Γόλη.

«Κι ο αξάδερφος σου, μάνα ο παπα-Γόλης, άμα ορεχτεί κανά μεζέ από ποιον θα τον ζητήσει;»
Τα κατάφερε ο πατέρας, γέλασε η Λέγκω.

«Α, τον αθεόφοβο που ‘θελε να το κόψω ζωντανό το γουρούνι…να από δω Λέγκω, λίγο, απ’ τα μπόσκα θα κόψουμε, θα την κάνουμε την τηγανιά. Ζωντανό είναι, δεν καταλαβαίνουν αυτά. Μες στο σπίτι το μεγαλώναμε…δεν καταλαβαίνουν αυτά…γίνεται βρε, τράγο…Θε μου σχώρα με.»

Συννέφιασε η Λέγκω.
«Κακό πράμα η πείνα, τι τραβήξαμε . Γι’ αυτό σου λέω…»

«Κι ο νοματάρχης, ρε μάνα; Αν έρθει και ρωτήσει γιατί δε βάλαμε σημαία τι θα του πούμε;»

Τα κατάφερε ξανά. Δεν ήταν πρώτη φορά που ήταν ανταριασμένη η Λέγκω.

«Να του πεις ότι δε βάλαμε σημαία, για δεν είχαμε. Ρούχα δεν είχαμε τι σημαίες και πράσιν’ άλογα κυρ- νοματάρχη μου, παντελονάκια για τα παιδιά την έκανα τη σημαία. Ντροπή κυρ- νοματάρχη μου, αλλά τι να κάνουμε, για τα παιδιά.»

« Άσε, τώρα ξανθό μου και το νοματάρχη και τον παππα-Γόλη και τις βλάχες, περσινά ξινά σταφύλια. Σύρε και φέρε μου την τσάντα της πεθεράς σου, της δασκάλας, που μου ‘στειλες. Κάτι έχετε ξεχάσει μέσα να στο δώσω, μην το’χω βάρος.»

Πήγε ο πατέρας. Το’χε αποφασίσει η Λέγκω να φύγει.

Άνοιξε την τσάντα, την πήρε στα χέρια της και την επέστρεψε.

«Χαλάλι, βρε μάνα δικιά σου είναι. Να τη δώσεις στο πρώτο εγγόνι σου που θα στεφανωθεί, να τη δώσεις χαλάλι, εμένα με το στανιό μου την έδωσε η συγχωρεμένη. Δικιά σου είναι, μαζί με την τσάντα, να πιάσουν τόπο.»

Του χαμογέλασε η Λέγκω και του κράτησε το χέρι.
«Να κοιμηθώ τώρα μπιοκ μο, καλό. Να ξεκουραστώ.» του ‘πε η μάνα.




Τετάρτη 26 Μαρτίου 2008

25η Μαρτίου…τώρα που κατεβάσαμε τις σημαίες

Βροντάει η πλάση σήμερα,
χαρούμενη ξυπνά.
Φουσκώνουνε τα πέλαγα.
Ψηλώνουν τα βουνά.

Τραγούδια και χαρές
σε πόλεις και χωριά.
25η του Μαρτιού.
Γιορτάζει η λευτεριά.

Το ‘πε η Φατμά, αργά δυνατά και καθαρά, όπως της έλεγε η anne στο σπίτι που το ‘λεγαν και το ξανάλεγαν τις προηγούμενες μέρες. Έκεί, λίγο στο Μαρτιού, μπερδεύτηκε…ρ-τ- ι- ου…πολλά δύσκολα μαζί, τη μπέρδευαν, αλλά το’πε κι αυτό και ξαλάφρωσε και έλαβε το χειροκρότημα.

Κατέβηκε από τη σκηνή, πήγε προς την τάξη της…κρυφοκοίταξε τη μαμά της.

Aferin, διάβασε στα χείλη της, συνοδευμένο από φιλάκι χαμογελαστό. Της έκανε και νόημα να φτιάξει τα μαλλιά της.

Μπήκε στη σειρά της σηκώνοντας το λαστιχάκι στο κοτσίδι της.

Την πλησίασε η δασκάλα της, της χάϊδεψε τα μαλλιά και της είπε στ’αυτί «Μπράβο, Φατμά, μπράβο σου! Πολύ ωραία το’πες το ποίημα σου.»

Σήκωσε η Φατμά το κεφάλι και χαμογέλασε, ευχαριστημένα, στη δασκάλα της, καθώς έστρωνε το λαστιχάκι στο κοτσίδι της.





Στελεχάρες !

Χτυπάει το τηλέφωνο.
Ποιος να’ναι πρωϊνιάτικα; Άστο θα ξαναπάρει.

Γυρνάει πλευρό. Κουκουλώνεται και μυρίζει την αγκαλιά του Μορφέα για να την ξαναπάρει, μαζί.
Και’κει που κινούσαν…

Το κινητό από το κομοδίνο.
Γαμώτο, κάτι συμβαίνει.

«Ναι», ανήσυχο.
«Μαρία, αγουροξυπνημένη σ’ακούω.»

Άντε, καλέ ιδέα σου, οχτώ παρα πέντε και να κοιμάμαι; Με κλώτσησε η γελάδα στο άρμεγμα και ζαλίστηκα, λιγουλάκι.

«Τι συμβαίνει κύριε διευθυντά;»
«Μαρία, εμείς σε στείλαμε για επιμόρφωση και συ κοιμάσαι;»

Α και χουμόρ, καλό μου!

«…Είμαι σκοτεινός τύπος, πολύ σκοτεινός. Μου΄ρχεται έμπνευση, μόνο τις νύχτες, ειδικά όταν βγαίνουν τα φαντάσματα.»


«Κύριε διευθυντά μ’ακούτε;»

«Ναι…ναι Μαρία…ήθελα να σε ρωτήσω, έχεις κάνει το σεμινάριο για τους υπολογιστές;»
«Όχι»


«Κύριε διευθυντά δε σας ακούω.»

«Α, δεν το κανες;»
«Γιατί με ρωτάτε;»
«Να, γιατί ήρθε ένα χαρτί προχθές στο σχολείο για τον καινούριο κύκλο και οι υπόλοιποι συνάδελφοι κατέθεσαν αιτήσεις και είπα να σε ρωτήσω και σένα.»
«Α, ευχαριστώ για το ενδιαφέρον κύριε διευθυντά, μέχρι πότε μπορούμε να καταθέσουμε τις αιτήσεις;»
«…Ε…ε, χθες τις έστειλα τις άλλες των συναδέλφων, μέχρι χθες ήταν η προθεσμία»


«Μαρία…μ’ακούς;»

«…Ναι, σας ακούω…προσπαθώ…σας ακούω. Κοιτάξτε, αφού είναι έτσι…ίσως καλύτερα, έχω να τελειώσω και την επιμόρφωση που με στείλατε, κατά πάσα πιθανότητα θα μου προκύψει και μια εγχείρηση… μάλλον δε θα προλάβαινα και το σεμινάριο των υπολογιστών. ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ ΚΥΡΙΕ ΔΙΕΥΘΥΝΤΑ.

«Εντάξει, Μαρία αυτό σε ήθελα. Γεια σου!»
«Καλημέρα, κύριε διευθυντά.»




(9)



- Είμαστε λίγο στριμωγμένα ε; Που να παίρναμε και να φάμε. Ο χώρος είναι πολύτιμος στην πόλη. Α, ρε πατρίδα! Ας πιούμε λίγο μπύρα να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Στην υγειά σου και καλώς ήρθες.
- Στην υγειά σου Παναγιώτη. Καλώς σε βρήκα. Πάντως και στην πατρίδα έχουμε αρχίσει και στριμωχνόμαστε παντοιοτρόπως τελευταία, προσπάθησε να πιαστεί, η Ρούλα.
-Δεν έχετε δει τίποτα, εσείς σου λέω, την έκοψε χαμογελώντας. Πώς πήγε η βόλτα στο παλιό κάστρο; άλλαξε την κουβέντα.

-Αλλαγμένο, περίεργο…πολύ νέκρα, βρε παιδί μου. Πού τότε, γεμάτο μικρούς ιππότες, ζωντανό.
-Ε, τότε είχαμε 1.500 μικρούς ιππότες και τώρα, έχει δεν έχει 200. Έφυγαν οι δικοί μας από τη γειτονιά του παλιού κάστρου. Όλοι οι νέοι μετακινούνται προς τα έξω. Έξω από την πόλη, εκεί που έφτιαξα το δικό μου κάστρο. Ο κόσμος θέλει να ανασάνει. Εδώ έμειναν, μόνο οι ηλικιωμένοι.
-Είδα, βέβαια, δυο ιππότες και όντως τρεις, τέσσερις μεγάλους ανθρώπους.
-Ε, για καμιά κηδεία θα ετοιμάζονταν, είπε γελώντας. Μόνο αυτό κάνουν τελευταία.

Λίγο black της φάνηκε της Ρούλας, την ξένισε και το γέλιο του, αλλά το προσπέρασε.

-Για πες εσύ. Πότε έφυγες; του ‘δωσε τη μπάλα.
- Ένα χρόνο μετά που φύγατε όλοι οι παλιοί σύντροφοι. Το κλίμα είχε βαρύνει, ήδη πριν φύγετε, θυμάσαι…

Μια χαρά θυμόταν η Ρούλα. Κλωτσηδόν έφυγε από το παλιό κάστρο.
«Εσύ είσαι σαν και μένα, έχεις μεγάλη γλώσσα. Δε θα περάσεις καλά στη ζωή σου», της είχε πει ο, τότε, αρχιιππότης, ήδη από τον πρώτο μήνα της παραμονής της στο παλιό κάστρο, όταν του παραπονέθηκε, που όλα τα «τερατοϊπποτάκια» ήταν στην ομάδα της.
Δε συζήτησε καμιά αλλαγή, κάθετος, άξεστος, μπουντρούχος, μόνο κατ’ όνομα ιππότης. «Έτυχε», της είπε.

Κι όταν τόλμησε να του θίξει την εκρηκτικότητα του μείγματος δέκα «τερατοϊπποτακίων» σε μια εικοσαμελή ομάδα 9χρονων μικρών ιπποτών, της είπε να φύγει, αν δε μπορεί να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του βοηθού ιππότη. Κι όπως μπήκε, ως δόκιμη, έτσι έφυγε. Δυο χρόνια μετά και με κλωτσιές. Την είχε υπό ασταμάτητη παρακολούθηση. Κι όσο τα κατάφερνε, τόσο την παρακολουθούσε.

«Περασμένα ξεχασμένα αρχιιππότα, σκέφτηκε η Ρούλα. Καλό μου ‘κανες, με ‘ριξες στα βαθιά.»

Ένα πράμα μόνο θυμάται από τον αρχιιπότη και την τσιμπάει, ακόμα… Που την παρακολουθούσε από το παράθυρο του γραφείου του, να δει αν, θα τα καταφέρει και με το κυνήγι του αρχηγού. Αυτός παρακολουθούσε και το παιδί έτρεχε με το μαχαίρι στο χέρι και δε βγήκε να βοηθήσει, ο παπάρας, ούτε το συζήτησε ποτέ.

Να ‘ναι, καλά ο φωτισμένος ιππότης. Αυτός, βγήκε και κράτησε την υπόλοιπη ομάδα των μικρών ιπποτών, που κοιτούσαν, αποσβολωμένοι, το κυνήγι από την πόρτα του εργαστηρίου των πολεμικών τεχνών… Ποιος ξέρει μπορεί και να τον είχε στείλει ο αρχιιππότης.

-… Θυμάσαι τον αρχηγό; τον ρώτησε η Ρούλα;
- Ξεχνιέται ο αρχηγός! Πριν κανένα μήνα ήρθε στο καινούριο κάστρο να με δει. Δεν ακολούθησε τον ιπποτικό δρόμο. Έχει δικό του εργαστήριο κατασκευής ακοντίων, άλλο παιδί. Μου ‘πε σας παίδεψα, τότε… Είναι πολύ καλά. Συμφωνήσαμε να συνεργαστούμε.

Η Ρούλα κορδώθηκε, λίγο, σαν γύφτικο σκεπάρνι.

- Και ο φωτισμένος ιππότης ;
Συννέφιασε, λίγο ο Ser John.
-Δυστυχώς, δεν είναι καλά. Αυτό το καινούριο… το Αλτσχάιμερ. Πήγα να τον δω μια μέρα, δε με γνώρισε, έλεγε ασυναρτησίες. Δε μπόρεσα να μείνω πολύ, στενοχωρήθηκα.

Γιαλάν ντουνιά, Παναγιώτη, αλλά που να σου εξηγώ. Οι ιππότες δεν πολυσυμπαθάτε και τους γείτονες. Άστο!

Έβγαλε τον καπνό και έστριψε ένα τσιγάρο η Ρούλα. Περίμενε κάποιο σχόλιο, αλλά ο Ser John, διακριτικός, όπως τότε, δεν είπε τίποτα.

-Για πες, λοιπόν για το καινούριο κάστρο; του ‘δωσε πάσα η Ρούλα.
Κι άρχισε…

Τι τρίπλες, τι κεφαλιές, τι τακουνάκια! Και τα ‘πε όλα, με λεπτομέρειες για δυσκολίες, για μάχες, για εκστρατείες, για ανακωχές, για τα όπλα τις ασπίδες, τα λάβαρα, για τη δημιουργία… Όλα με ηρεμία, καρτερικότητα και ικανοποίηση.

Τα κορίτσια νανουρίστηκαν απ’ τη φωνή του και κοιμήθηκαν ήρεμες.

Και η Ρούλα άκουγε, άκουγε και έστριβε το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο ακατάπαυστα, παλεύοντας να καταλάβει το μυστικό…. Και προσπαθούσε να κλέψει κι απ’ τα τρία.

Είπε και για τα παιδιά του, λίγα, κοφτά, με ψιλοπαράπονα για τις επιλογές τους.
Άφησε την κούραση για το τέλος.

-Καμιά μέρα, βλέπω να με μαζεύουνε από τους δρόμους, είπε χαμογελώντας και πάλι. Εσύ πες μου, τώρα. Τι έκανες, όλα αυτά τα χρόνια;

Του ‘πε για την περιήγησή της ανά την ψωροκώσταινα, για τη δουλειά και για το μεταπτυχιακό της, όλα εν τάχυ. Ήθελε να του ξαναδώσει τη μπάλα, μπας και ξαναρχίσει να μιλάει και καταλάβει.

Της την επέστρεψε όμως, πάραυτα και ως «καυτή πατάτα».

- Εσύ, δηλαδή…δεν έκανες, ακόμα οικογένεια;

Σηκωθείτε, μωρέ καρακαηδόνες! Δεν ακούτε τι ρωτάει; Μόνο, όταν δε σας θέλω μπλέκεστε στα πόδια μου. Που ‘στε τώρα να βοηθήσετε;

Η Ζαχάρω, ούτε που κουνήθηκε. Η Ζαχαρούλα πετάρισε, λίγο το βλέφαρο, αλλά γύρισε πλευρό και συνέχισε τον ύπνο της.

Πάρτο απάνω σου Ρούλα! Γερά και με τσαμπουκά. Το ‘χεις.

-Φαίνεται, μάλλον πως όλοι οι δρόμοι δεν είναι για…δεν ταιριάζουν σε όλους, του είπε.
Τελικά είχε καταφέρει να κλέψει κατιτίς κι αυτή.

-Έχεις χρόνια μπροστά σου…είσαι μικρή ακόμα.

Ο πιστολάς άρχισε να σιγοτραγουδάει το γνωστό άσμα που, αντί στη μικρή, αναφέρεται στο νινί.

Βρε καλώς τηνε κι ας άργησε, τη χαιρέτησε η Ρούλα, γελώντας και επανέκαμψε δριμύτερη. Αχ, βρε καλέ μου ιππότη, «και να παντρευτείς θα μετανιώσεις και να μην παντρευτείς θα μετανιώσεις. Και να κάνεις παιδιά θα μετανιώσεις και να μην κάνεις, πάλι θα μετανιώσεις», θυμήθηκε τη σοφή βασιλομήτωρ.

- Μπα, αυτό το τρένο έχω σοβαρές πιθανότητες να το ‘χω χάσει ανεπιστρεπτί, Παναγιώτη. Αλλά ευτυχώς έρχονται πολλά, άλλα στο σταθμό.

Για τον αγαπημένο Σπάνιο διάδοχό της, δεν του είπε τίποτα. Δεν ρώτησε, αφού…

Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

Προεγχειρητικός έλεγχος- φάση Β- επεισόδιο δεύτερο


Ο γιατρός της, χτύπησε το χέρι στο γραφείο του, κάτι έπνιξε, μέσα στα δόντια του και στράφηκε προς τον ύψιστο.

Αν εσύ χτυπάς το χέρι στο τραπέζι, που να χτυπήσω εγώ το κεφάλι μου; Γιατί δε μου πήρες πλήρες ιστορικό γιατρέ μου; 8 φορές, δεν είναι και λίγες; 8 ρημαδοεπισκέψεις σου ‘κανα και σου τα ‘σκασα τα 80 τη φορά και συ ούτε ένα ιστορικούλι, βρε; Ατιμούλικο. Έχε χάρη που σε συμπαθώ, γιατί φαίνεσαι του κλαμπ, με την κοιλίτσα σου και τα μαγουλάκια σου. Πρώτος είσαι, πρώτος γιατρέ μου από καμιά τριαντάδα συναδέλφων σου, που έχω επισκεφθεί. Πρώτος και μόνος εσύ δε σχολίασες, ούτε κατάμουτρα ούτε με υπαινιγμό το ΕΥΡΟΣ μου. Μη με απογοητεύσεις. Παρακαλώ σε.

Βγήκε στον αέρα η κόρη και πήρε την κατηφόρα σκυφτή.

Δε σταμάτησε ούτε για να στρίψει τσιγάρο.

Μόνο να φύγει, ήθελε. Όσο πιο γρήγορα γινόταν.

Λίγο πριν το πάρκινγκ, σήκωσε το κεφάλι…
Ασημί, μακρύ αυτοκίνητο, παρκαρισμένο κάθετα , κλείνει το δικό της και τα δυο εκατέρωθεν αυτοκίνητα .

Τα βρήκαμε τα λεφτά μας!

Κοντοστέκεται η κόρη και κοιτάζει κι απ’ του σκόρδου κι απ’ του κρεμμυδιού την πλευρά για να εντοπίσει πιθανούς οδηγούς.

Και τις βλέπει.

Δυο τεράστιες…

ΠΙΝΑΚΙΔΕΣ
ΠΑΡΚΙΝΓΚ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ ΚΛΙΝΙΚΩΝ

Τα ξαναβρήκαμε τα λεφτά μας και πάμε για κατάθεση, τώρα.

Γι’ αυτό άδειο το πρωί και γι’αυτό τόσο άνετο και γι’αυτό με λίγη ανηφόρα.

Έλα, μωρέ, δε μπορεί…κοτζαμάν διευθυντής κλινικής να κλείσει, έτσι καουμπόϊκα τρία αυτοκίνητα. Δε μπορεί, κάποιος εδώ γύρω θα’ναι, σκέφτεται η μωρή σαραντάρα, ελπίζοντας, ακόμα, να μην πληρώσει ακριβά την πρωϊνή της πατατιά.
Ρωτάει τις δυο παρέες στο απέναντι παρκάκι, όχι τις απαντούν.

Μπαίνει μέσα στην ψυχιατρική κλινική που γειτνιάζει με το πάρκινγκ.
Δεν μπορεί, κάποιος αλλόφρων ασθενής ή συνοδός…κάπου εδώ μέσα θα΄ναι, τροφοδοτεί τις ελπίδες της η κόρη.

Ρωτάει στο πρώτο γραφείο που είχε ανοιχτή την πόρτα.
«Όχι δεν είναι δικό μας, αλλά πηγαίνετε όλο ευθεία και πείτε της προϊσταμένης να φωνάξει από το μεγάφωνο να’ρθουν να το πάρουν» της λέει εξυπηρετικότατος και εξίσου πιστός στην ελπίδα κύριος.

«Μπορείτε σας παρακαλώ να πείτε στο μεγάφωνο για ένα αυτοκίνητο που με κλείνει, εδώ απέναντι;»
Σουφρώνει το φρύδι η προϊσταμένη και ρωτάει με ύφος υποψιασμένο «Πού εδώ απέναντι…Πού παρκάρατε, κυρία μου;»
«Ε, δυ…δυστυχώς στο πάρκινγκ των διευθυντών των κλινικών. Δεν το’χα δει» απαντά χαμηλόφωνα η κόρη.
«Εσείς δεν το’ δατε κι αυτός σας έκλεισε επίτηδες…το κάνουν αυτό. Ποιον διευθυντή κλείσατε;»
«Δεν είδα;»
«Α, ούτε αυτό δεν είδατε; Ε, πηγαίντε να δείτε και ελάτε να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για σας;»

Πάει η κόρη στο αυτοκίνητο, βλέπει στο ρείθρο των πεζοδρομίων και των δυο πάρκινγκ ταμπελίτσες σε κάθε θέση, διευθυντής τάδε, διευθυντής δείνα. Θυμάται το πρωινό ΓΚΝΤΟΥΠ.
Τα περιθώρια για όπισθεν είναι ελάχιστα για κείνην. Μια πιθαμή απέχει ο καθρέφτης του, δεν ξέρω ποιου, διευθυντή.
Πάει να τον κλείσει, σταματά…κι αν έχει συναγερμό;

ΟΠΙΣΘΕΝ, με θάρρος κόρη.
Κάνει λίιιγο, όπισθεν, βγαίνει, σκύβει στο ρείθρο…
Διευθυντής καρ… μέχρι εκεί φαινόταν. Καρ…Εντάξει καρδιολογικής. Κάνει να φύγει…κι αν είναι καρδιοχειρουργικής; Μέσα πάλι και αφού μονολογεί «Βόηθα Παναγίτσα, μου», ξαναπροσπαθεί.

«Σιγά, σιγά θα τον χτυπήσεις» ακούγονται φωνές απ’ έξω.

Με ψυχραιμία Schumacher, απτόητη η κόρη, συνεχίζει την προσπάθεια και σταματά μια αλογότριχα χοντρή, πριν τον καθρέφτη του διευθυντή.
Κατεβαίνει, σκύβει Καρδιοχειρουργικής. Κλειδώνει, κάνει να φύγει, ξαναγυρίζει.
«Βάλτο ξανά μπροστά, καλό μου μην τυχόν και κατέβει ο χριστιανός και μας αρχίσει και στις γρήγορες. Φαίνεται και τσαμπουκαλεμένος ο χειρουργός»

Πίσω στον εν δυνάμει σωτήρα, την προϊσταμένη της ψυχιατρικής.
«Ωχ!» βαρύ με την ανακοίνωση της ειδικότητας και την περιγραφή του αυτοκινήτου. «Για να πάρουμε ένα τηλέφωνο μπας και σας γλιτώσουμε.» συνεχίζει αυστηρά η γλυκύτατη προϊσταμένη.
«Ναι, είμαι η προϊσταμένη της ψυχιατρικής, έχει ο διευθυντής σας ένα ασημί αυτοκίνητο με τις τάδε πινακίδες. Χμ…Ρωτάω, γιατί η κυρία που του πήρε το παρκάρισμα το πρωί είναι εδώ και προσπαθεί να τον βρει.»
Σιγή για λίγο η προϊσταμένη.
«Α, μάλιστα, καλά ευχαριστώ πολύ»

Η κόρη κρέμεται από τα χείλη της προϊσταμένης.

«Κυρία, μου είναι σε χειρουργείο…εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς…μπορεί 3, μπορεί 6, μπορεί και 8 ώρες να χρειαστεί…Κοινώς την πατήσατε άσχημα.»
Ευχαρίστησε η κόρη, έβαλε την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια και αποχώρησε από την Ψυχιατρική.

Έκατσε στο παγκάκι κι έστριψε τσιγάρο.
ΚΑΙ ΤΩΡΑ;

Δυο τρεις τζούρες, βαθιές…

Τα πρόσωπα άλλων εν δυνάμει σωτήρων παρήλασαν απ’ την κεφαλή της...του καλού της, του γιατρού της…του θεού της.

ΟΧΙ, ΜΟΝΗ ΣΟΥ ΚΟΡΗ.
ΘΑ ΠΑΩ…ΚΑΙ ΘΑ ΖΗΤΗΣΩ ΣΥΓΓΝΩΜΗ...

Και βλέπουμε. Χειρότερα δε γίνεται; Της ήρθε μια εικόνα του εαυτού της μπαταρισμένου με μώλωπες, αλλά την έδιωξε πάραυτα και κίνησε για την καρδιοχειρουργική.

Εισέρχεται η κόρη στην κλινική.Μαινόμενος ιατρός με πράσινη στολή, τα ψάλλει χονδρά στην προϊσταμένη του.
«Ωχ,ωχ,ωχ» κάνει η κόρη και κατευθύνεται προς τον καυγά, κοιτώντας αδιάφορα ζερβά, δεξιά.
Στο πρώτο ζερβά, εντοπίζει το γραφείο του διευθυντή της κλινικής. Πρώτη, πόρτα στο διάδρομο, ανοιχτή, γραφείο κενό.

Δεύτερος αναστεναγμός.

Σταματά λίγο πιο ‘κει απ΄τον καβγά και περιμένει κοιτώντας τα παπούτσια της.
Φεύγει ο χειρουργός, απομακρύνεται στο διάδρομο και μπαίνει σε ΄κείνη την πρώτη, ανοιχτή πόρτα του διαδρόμου. Την κλείνει, το λιγότερο άκομψα.

«Μου φαίνεται δε θα το γλυτώσουμε το ξύλο» λέει από μέσα της η κόρη και πλησιάζει την προϊσταμένη.

«Δυο λεπτά κυρία μου, να τακτοποιήσω, κάτι σημαντικό και έρχομαι».

Η κόρη που ελπίζει, ακόμα, να έχει κάνει λάθος στην πόρτα την περιμένει.
Η προϊσταμένη της αφαιρεί και την τελευταία ελπίδα…

Κατευθύνεται με βαριά βήματα προς το τιμωρητήριο.

Δυο άνδρες, δουλεμένοι άνθρωποι, κατευθύνονται γρήγορα προς το γραφείο του διευθυντή, την ψιλοσκουντάνε στην είσοδο και μπαίνουν, πριν την κόρη, μέσα.
Κουτί της έκατσε…σαν ανήσυχοι, ζαλισμένοι της φάνηκαν. Κωλονοσοκομεία!
Βγήκαν πολύ γρήγορα.

Μπήκε στο γραφείο.

Ο γιατρός κάτι βόλευε στο συρτάρι του. Δεν σήκωσε το κεφάλι του.

«Καλημέρα, γιατρέ» είπε η κόρη.
Σήκωσε το κεφάλι ο γιατρός και την κοίταξε πάνω απ’ τα γυαλιά του.

«Είμαι η κυρία που σας πήρε το πρωί το παρκάρισμα» συστήθηκε η κόρη.
Σιγή…

«Τι να πω…τι να σας πω…ΤΙ ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ ΚΥΡΙΑ ΜΟΥ;» αναρωτήθηκε τρις ο γιατρός με αυξανόμενη ένταση στη φωνή του.

Την πάπια, την πάπια. Άστον να ξεχαρμανιάσει τον άνθρωπο σκέφτηκε η κόρη και συνέχισε να κοιτάει το γιατρό.

«Εμείς, κυρία μου δεν ερχόμαστε εδώ για δώσουμε φυλλάδια, να προωθήσουμε προϊόντα και μηχανήματα…έχουμε αρρώστους χειρουργεία… μόλις βγήκα απ’ το χειρουργείο και μπορεί να με ξαναχρειαστούν…δεν μπορώ να’ χω στο νου μου το αυτοκίνητο και το παρκάρισμα.» ξεφόρτωσε μια δόση ο γιατρός.

«Έχετε δίκιο γιατρέ. Έχετε απόλυτο δίκιο…αλλά και’γω δεν ήρθα για καλό εδώ.»

Για λίγο σιωπή και δεύτερος γύρος ο γιατρός, όρθιος, τώρα και με τα κλειδιά του αυτοκινήτου του στο χέρι..

«Τι να σας πω, τι να σας πω…δεν μπορώ να βγω με τα πράσινα έξω…το χειρουργείο συνεχίζεται…δεν μπορώ…»
«Μπορώ να περιμένω, γιατρέ» είπε χαμηλόφωνα η κόρη πισωπατώντας για να αφήσει το γιατρό να βγει στο διάδρομο.

«Δε γίνεται να πάρω το αυτοκίνητο, τώρα…δε γίνεται»
«Μπορώ να σας περιμένω γιατρέ» επανέλαβε η κόρη.

Σημασία δεν της έδωσε, μπήκε στη διπλανή πόρτα.
«Μπορείς, να πας να ξεπαρκάρεις το αυτοκίνητο μου για να πάρει η …ΚΥΡΙΑ…το δικό της.» είπε στον συνάδελφό του.

Του ‘δωσε τα κλειδιά και απομακρύνθηκε στο διάδρομο.

«Ευχαριστώ γιατρέ και χίλια συγγνώμη» του φώναξε, σηκώνοντας το χέρι και ακολούθησε το συνάδελφο ποιώντας τη νήσσα, ακόμα μια φορά.

Ο συνάδελφος προχώρησε μπροστά, με βήμα ταχύ σαν να μην τον ακολουθούσε κανείς.
Μπροστά στις τεράστιες πινακίδες, επιβράδυνε λίγο το βήμα του και ρίχνοντάς της μια υποτιμητική μισοματιά τη ρώτησε


«Και γιατί παρκάρατε στη θέση του διευθυντή;»
«Ζαλισμένη, γιατρέ, θολωμένη, ήρθα για προεγχειρητικό έλεγχο, πρώτη φορά…δεν τις είδα.»

Πήρε ο γιατρός το αυτοκίνητο, μπήκε η κόρη στο δικό της.

«Φτηνά τη γλιτώσαμε κόρη, πολύ φτηνά.»

Ποιος ξέρει τι φάτσα είχε και τη λυπηθήκαν όλοι;







Προεγχειρητικός έλεγχος- φάση Β- επεισόδιο πρώτο


…και αφού έγινε και το beaute με κόκκινο πορτοφόλι και κόκκινο νύχι, Δευτέρα πουρνό-πουρνό, πήρε η κόρη το δρόμο για το νοσοκομείο…ασυνόδευτη!

Το τοπίο, θολό. Ένα μεγάλο κομμάτι του ουρανού, έτοιμο να πέσει στο κεφάλι της και ένα έττερο, ομολογουμένως μικρότερο, προσγειωμένο…ταμ στο δόξα πατρί της. Συννεφιά, υγρασία και ανοιξιάτικη, αρρωστημένη ζέστη, ολοκλήρωναν το σκηνικό.

Εκεί στην πύλη παραδόξως, άκουσε το σεκιουριτά να της φωνάζει «Πού πάτε, κυρία;», πάτησε ενστικτωδώς φρένο, κοιτώντας απ’ τον καθρέφτη της με ύφος «Ωχ, τι έκανα πάλι», άρχισαν να κορνάρουν οι από πίσω, ξαναπάτησε γκάζι κι έφυγε.
Έφτασε στην είσοδο του νοσοκομείου και έκανε δεξιά ακολουθώντας την ταμπέλα για το πάρκινγκ.

«Να δούμε, που θα το βάλουμε, τώρα;»

Μόνιμος εφιάλτης το παρκάρισμα για την, με το στανιό, σοφερίνα κόρη.

Κλεφτή ματιά στο ρολόι του αυτοκινήτου…15 λεπτά εναπομείναντα για το ραντεβού. Δεύτερη κλεφτή ματιά στον καθρέφτη του αυτοκινήτου…κανένας ενοχλητικός από πίσω.
«Δόξα τον Πανάγαθο!» αισθάνθηκε λίγο καλύτερα.

Πάρκινγκ για άτομα με ειδικές ανάγκες, δεξιά.

Έψαξε, για τον ορισμό, στο κιτάπι του θολωμένου της μυαλού, η κόρη.
Όχι, αποφάσισε! Στα άτομα με ειδικές ανάγκες δεν συμπεριλαμβάνονται χεσμένες από το φόβο τους σαραντάρες, που δεν έχουν ξανακάνει προεγχειρητικό έλεγχο, γιατί δεν έχουν ξανακάνει εγχείρηση, που ποτέ δεν έμαθαν εκείνο το παιχνίδι με το σκόρδο κρεμμύδι και μπερδεύουν το δεξί με τ’ αριστερό, που έχουν 25 χρόνια δίπλωμα με το στάνιο και μάλλον 15 χρόνια γκόμενο με το στανιό, που κοιμάται ήσυχος στο καναπεδάκι του και μια μέση που κραυγάζει… ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΥΓΡΑΣΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΙΛΑ ΣΟΥ!!!

«Δόξα τον Πανάγαθο»…δις…πάρκινγκ, τεράστιο…με δυο αυτοκίνητα ΜΟΝΟ!
Μπαίνει με τη μούρη, ανάμεσα στα δυο…για παρέα!

ΓΚΝΤΟΥΠ η μάσκα του αυτοκινήτου στο ρείθρο του πεζοδρομίου. Μικρό το κακό!

Τελευταία ματιά στο ρολόι. 10 εναπομείναντα!
Τσάντα, σακούλα με τα βιβλιάρια, κλείδωμα και βουρ στην ανηφόρα, ευτυχώς λίγη.
Κεντρική είσοδος, πρώτη ερώτηση τζίφος, δεύτερη «Ρωτήστε τις κοπέλες, εκεί», τρίτη στις κοπέλες… «ευθεία το διάδρομο, λίγο δεξιά και από το ασανσέρ στον πρώτο».

Η μέση δε θέλει να ακολουθήσει, αφού το γόνατο, σιωπηλό μεν της έχει κλέψει την παράσταση δε. Το κομμάτι του ουρανού στη θέση του στο δόξα πατρί! Τελευταίο και καταϊδρωμένο το στομάχι, παραπονεμένο, γιατί κανείς δεν του δίνει σημασία, δηλώνει κι αυτό παρουσία.

«Ευτυχώς δεν πάθαμε, τίποτα» σκέφτεται η κόρη και μπαίνει στο ασανσέρ, ευχαριστώντας τον κύριο που της παραχώρησε προτεραιότητα.

Όχτώ παρά τέταρτο, ακριβώς είναι έξω από το γραφείο της διευθύντριας του αναισθησιολογικού, κατά τις οδηγίες, μαζί με άλλες τέσσερεις, συνασθενείς. Η μία με μπαστούνι, η δεύτερη με πι και οι άλλες δυο με τα βιβλιάριά τους στο χέρι.

ΟΛΕΣ, ΓΗΡΑΙΟΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΕΥΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΝΕΟΤΕΡΕΣ ΥΓΙΕΙΣ ΦΙΛΕΣ Ή ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ.

Το ισχυρό φύλο απών και στα ένδοξα γηρατειά. Ότι μπορεί ο καθένας σ’αυτό το ντουνιά.

Τρία τέταρτα αργότερα, με το πολυπόθητο παραπεμπτικό στα χέρια, κατευθύνεται στα εξωτερικά ιατρεία.

Του Κουτρούλη ο γάμος και η κόρη ως συνήθως καλεσμένη!

Παίρνει χαρτάκι από τον κύριο που, φιλότιμα, προσπαθεί να βάλει σε σειρά τους έττερους καλεσμένους του Κουτρούλη.
158η καλεσμένη στη σειρά!
Αφού ρωτάει το συμπαθέστατο κύριο ποιος καλεσμένος σερβίρεται, τώρα, και της δείχνει τον 128ο, παίρνει την άδειά του, η κόρη και βγαίνει έξω να κάνει τσιγάρο.

… «Και να μην τα πολυλογούμι», που έλεγε κι ο ξάδερφος του πατέρα της, μετά από ωριαία αναμονή, βρίσκεται, καθισμένη, στην τελευταία, ελπίζει αναμονή, έξω από τα ιατρεία των αναισθησιολόγων και των ορθοπεδικών.

Δηλώνει παρουσία στο νοσοκόμο που ρυθμίζει την, εκεί, κίνηση και κείνος τη γράφει στη λίστα των νέων καλεσμένων και τις δίνει να συμπληρώσει ένα ερωτηματολόγιο με όλες τις αμαρτίες του παρελθόντος και του παρόντος.

Υπέρταση – φαρμακευτική αγωγή
Θυρεοειδής- φαρμακευτική αγωγή
Τάση για μεγαλοκαρδία
Αναπνευστικά ψιλοπροβληματάκια
Παλιό ιστορικό μυοκλονικής επιληψίας

Υπογράφει η κόρη και περιμένει.

Μια ώρα, μετά ακούει το ονοματάκι της.
Πέμπτη πόρτα αριστερά της λέει ο νοσοκόμος.
10 και 30.Pa mal, pa mal, μονολογεί η κόρη.

Στις 11 και 30 και αφού η αναισθησιολόγος, πήγε στην τουαλέτα, γύρισε, εξυπηρέτησε δυο παλιές γνωστές και έδωσε προτεραιότητα σε μια κυρία που ήρθε μετά την κόρη λέγοντάς, αυστηρά «Η κυρία είναι το μόνο προγραμματισμένο ραντεβού, όλες οι άλλες είστε εμβόλιμες», κάθισε στην πολυπόθητη καρέκλα, μπροστά στο γραφείο της, και της έδωσε το ερωτηματολόγιο.

«Δεν μπορούμε…δεν γίνεται κυρία μου να προχωρήσουμε σε προεγχειρητικό έλεγχο και σε επέμβαση βραχείας νοσηλείας, εφόσον έχετε ιστορικό μυοκλονικής επιληψίας. Θέλουμε, πρόσφατο νευρολογικό έλεγχο για να μπορέσετε να κάνετε την αρθροσκόπηση.», ήταν το πόρισμα.

«Ε, να τον κάνουμε τον νευρολογικό έλεγχο…Πού να περιμένω για να με δει ο νευρολόγος;» ρώτησε…αφελώς, η κόρη.
Χαμογέλασε με συμπάθεια η αναισθησιολόγος.
«Ε… σε μας…θα πρέπει να περιμένετε, αρκετά…ένα με δυο μήνες, ανάλογα τα ραντεβού. Καλύτερα να δείτε τον παλιό σας γιατρό…και δώστε και το πόρισμα στο συνάδελφο ορθοπεδικό. Η αρθροσκόπησή σας αναβάλλεται. Εύχομαι όλα να πάνε καλά.»

«Κι εγώ…» της ανταπάντησε η κόρη.
«Εύχομαι και ελπίζω.»



(8)


Το κάποτε ωραίο, κεντρικό καφέ- μπαρ ήταν φουλ, ανδροκρατούμενο και ψιλοντεκαντάνς.

60φευγάτοι γηγενείς, με παλιοκερήσια κουστούμια, το στυλ ήταν ανέκαθεν ιδέα στην πόλη, κουβέντιαζαν μπροστά σε βαρελοπότηρα μπύρας. Δυο τρεις κουλοχέρηδες, μπας και… μια μόνη ηλικιωμένη κυρία που έβριζε φωναχτά, τον καθρέφτη της και ένας μπάρμαν με άσπρο πουκάμισο, πριν από πολύ καιρό, και χρυσό δόντι. Εντυπωσιακός πολυέλαιος και, δόξα τον Πανάγαθο, Rolling Stones μουσική υπόκρουση. Άγρια δύση σε ημικατάρευση!

Ο πιστολάς στο στοιχείο του, έχοντας και το ηλικιακό προβάδισμα σε σχέση με τους θαμώνες, σημάδευε τον πολυέλαιο, να γίνει λίγο σαματάς, βρε παιδί μου, να θυμηθούμε τα παλιά. Το παιδί και η Ρούλα κοιτούσαν πίσω. Την πόρτα. Η μια δείχνοντας με το δάχτυλο και γκρινιάζοντας «Πάμε να φύγουμε » και η άλλη αμίλητη.

- Δεν είναι ότι καλύτερο, αλλά δεν έχουμε άλλη επιλογή. Ας όψεται η μετακόμιση είπε ο καλός ιππότης, προσπαθώντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις.
- Άχουτο, το καλό μου ήθελε κάτι καλύτερο για την πρώτη μας συνάντηση είπε, μελιστάλαχτα η πριγκιπέσσα από μέσα της και «Δεν πειράζει» από έξω της, με χαμόγελο συγκατάβασης.

-Να πάμε προς τα μέσα, γιατί εδώ δεν καπνίζουν ή μήπως το ‘κοψες, είπε γελώντας. Φανατικός αντικαπνιστής, την πείραζε και στο παλιό κάστρο που κάπνιζε σαν αράπης.
- Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι, δε λένε; Αντέτεινε η Ρούλα.

Σα να ζεσταίνονταν λίγο, λίγο.

Η Ρούλα προχώρησε προς τα μέσα.

- Στάσου, που πας; Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Εδώ τα κάνουμε όλα μόνοι μας. Μόνοι μας παραγγέλνουμε, μόνοι μας σερβιριζόμαστε. Ευτυχώς, εσύ έφυγες νωρίς… Τι θέλεις να σου πάρω; Φαγητό, ποτό;

Pa mal, pa mal …όμως, όχι, όχι, καλό μου ποτό… λάου- λάου. Άντε και θα πιούμε ένα, μετά πως σταματάμε;

-Ένα καφέ σε παρακαλώ.
- Καφέ; Μόνο; Να σου πάρω κάτι να φας; Δεν πεινάς;

Να το θεωρήσω υπαινιγμό για το physic μου, κορίτσια, που με ρωτάει αν πεινάω στις δώδεκα;

- Όχι, τήρησα το τοπικό έθιμο. Έφαγα το πρωί κι έχω και ποδαρόδρομο, μετά, ως τρελός τόριστ που είμαι.
- Και πού θα φας, μετά… πάρε κάτι, τα βάζουμε και σε φωτογραφίες εδώ. Να εκεί πίσω απ’ τον μπάρμαν. Δε μοιάζουν πολύ με τις φωτογραφίες τα αληθινά, μα συνηθίζει ο άνθρωπος.

-Αχ, μωρέ τι γλυκός… και ‘γω που νόμιζα… μη, καλό μου, μην είσαι τόσο περιποιητικός… πονάν τα χέρια μου από το γυάλισμα το χθεσινό, είπε η Ρούλα κάνοντας, ζήλια- ζήλια στον πιστολά. Για να μάθεις να λες ότι ήρθαμε για ένα πήδημα. Καλά σου ‘λεγε η βασιλομήτωρ «Απόπατο τον έκανες τον στόμα σου, παιδάκι μου».

- Άντε, μωρή χοντρή, έβαλε τα μεγάλα μέσα ο killer. .« Είδε πόση είσαι και είπε να σε ταϊσει ο άνθρωπος, μην έχει και τύψεις.»

Η Ζαχαρούλα ήξερε, ότι η Ρούλα έκανε φιλότιμες και συνάμα αγωνιώδεις προσπάθειες να το παίξει άνετη, με τις πανταχού παρούσες καμπύλες της.. Την είχε δει να κοιτάζεται στον καθρέφτη και να του κλείνει τσαχπίνικα το μάτι, λέγοντάς της «Φτου σου, κοπελάρα μου».
Μόνο, όμως ανφάς! Το προφίλ το απέφευγε, όπως ο διάολος το λιβάνι. Την είχε δει, τελευταία να βάζει, νωχελικά κρέμα, μετά το μπάνιο και στα πιο τρωφαντά της πιασίματά, και ζήλευε. Που τέτοια μεγαλεία επί των ημερών της. Αλλά εκείνο το χοντρή, ήξερε ότι δεν το άντεχε, ακόμα. Την είχε γεννήσει, ο killer, τη Ρούλα.

Η Ζαχάρω που ξερογλειφόταν, βλέποντας τις φωτογραφίες, ακούγοντας τον καυγά και την… κακιά λέξη, έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλια και ασχολήθηκε με τα κορδόνια της.

Είχε τον τρόπο της, όμως αυτή, θα τους εκδικούνταν τους μεγάλους, θα πήγαινε να φάει, μετά. Θυμωμένα και κρυφά.

Μονίμως πεινασμένο αυτό το παιδί, καλύτερα να το ‘ντυνες, αν έβρισκες νούμερο, παρά να το τάιζες. Όλα οδηγούσαν, καταλάγιαζαν, λύνονταν στο ψυγείο. Καυγάς ψυγείο, αγωνία ψυγείο, στενοχώρια ψυγείο, μοναξιά ψυγείο, βαρεμάρα ντουλάπι με τα γλυκά για αλλαγή…
… Σαν τους πουτσούλες, έτσι έλεγε το ισχυρό φύλλο η βασιλομήτωρ. « Αχ, κόρη μου, αφού τους ξέρεις που τους χάνεις που τους βρίσκεις στην ταβέρνα. Χαίρονται στην ταβέρνα, θυμώνουν στην ταβέρνα, κουράζονται στην ταβέρνα, γεννάει η γυναίκα τους στην ταβέρνα, πεθαίνει η γυναίκα τους… πάλι στην ταβέρνα».

…Η πιθανότητα να είναι συνηθισμένος ο ιππότης να τρώει , εκεί γύρω στις δώδεκα, κατά την τοπική συνήθεια, να μη γουστάρει να τρώει κατά μόνας, να θέλει να πιει και μια μπύρα γιατί είναι κι αυτός χαρούμενος, μα και αμήχανος ( αγχωμένος; Απαπα!) με τη συνάντηση δεν έπαιξε σε κανένα από τα τρία κεφάλια. Ούτε στο παιδικό, ούτε στο εφηβικό, ούτε στο ενήλικο.

Ήθελα να ‘ξερα τι σας μαθαίνουν τόσα χρόνια στα σχολεία;

Τα κορίτσια προχώρησαν στα ενδότερα. Ο ιππότης, με τη μπύρα του στο χέρι, διάλεξε το τραπέζι και τη θέση. Στο καναπεδάκι και με την πλάτη στον τοίχο. Η πριγκιπέσσα ακολούθησε, με τον καφέ της και κάθισε στην καρέκλα απέναντί του.

Της ήρθε μια πλάκωση!

Άβολη στενή η καρέκλα, τα νώτα της εκτεθειμένα, φάτσα στον τοίχο. Αριστερά του τραπεζιού κολλητά με την πλαϊνή καρέκλα ένα καφασωτό σαν αυτά των σουλτάνων να κρύβει το μισό μαγαζί και το χειρότερο… θεόστενο, μικρό τραπέζι.

-Γουάου Ρούλα. Θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια εξ αμφοτέρων, για να μην ακουμπηστείτε. Κύριε ιππότα, τα συγχαρητήριά μου, ξέρεις να διαλέγεις. Τη στρίμωξες την πριγκιπέσσα είπε ο εξυπνάκιας, που δεν ήταν του ντελικάτου, αλλά του βουρ.
-Αυτό το σκατό όλα τα βλέπει. Όντως τα γόνατά τους ακούμπησαν, έτσι, όπως έκατσε η Ρούλα. Όχι, όχι δε γίνεται έτσι. Θα σε ξεπατηκώσω πιστολά.

Έλαβε μια κλίση προς τα αριστερά, έβαλε το ένα της πόδι στην πλαϊνή της καρέκλα και το άλλο ξέφυγε, έτσι, διαγώνια, από τα ιπποτικά χωράφια.

Καθόλου πριγκιπικό αυτό το πόδι στην καρέκλα, αλλά σίγουρα πιο άνετο και προπάντων πιο ασφαλές. Αισθάνθηκε καλύτερα. Του χαμογέλασε. Την κοιτούσε. Έκανε να απλώσει και το δεξί της χέρι πάνω στο τραπέζι να χαλαρώσει τελείως….Όπα, όπα πριγκιπέσσα…

Πολύ κοντά πάλι. Το μάζεψε. Διάλεξε, εν τέλει, έστω, το πριγκιπικό σταύρωμα για την αρχή.

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

«Καινούριο κόκκινο, πορτοφόλι»


Μπήκε στο μαγαζί και ζήτησε το υποκατάστατο.
Της έβγαλε ο, αρκετά μεγαλούτσικος, κύριος, μερικά πορτοφόλια πάνω στον πάγκο.
Άφησε η κόρη την πάνινη οικολογική της σακούλα με τις εξετάσεις και τα βιβλιάρια, πάνω στον πάγκο, πιο ‘κει από τα πορτοφόλια.

Άρχισε να τα περιεργάζεται, να τα ανοίγει, να μετράει θήκες…
«Ξέρετε είδα στη βιτρίνα και ένα ακόμα κόκκινο με μια καρδιά στο άνοιγμα…δε το φέρνετε κι αυτό να το δούμε…μου φάνηκε λίγο μικρό, αλλά ας το δούμε κι αυτό»

Ο κύριος πηγαίνει στη βιτρίνα.
Επιστρέφει φέρνοντας δυο κόκκινα πορτοφόλια.
«Υπάρχει και μεγαλύτερο μέγεθος»
«Α, πολύ ωραία, ίσως αυτό να βολεύει καλύτερα…»

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της η κόρη την έκοψε ο έμπορος…
« Όταν έφυγα για τη βιτρίνα, έβγαλα 8 πορτοφόλια, τώρα τα μετράω και είναι 7…»
Τον κοιτάει αποσβολωμένη η κόρη, μένει σιωπηλή για λίγο και αφού ξαναβρίσκει τη λαλιά της, του λέει: «Λάθος θα μετρήσατε!»

«Όχι, δε μέτρησα λάθος, είμαι πολύ σίγουρος ήταν 8 και τώρα είναι 7. Να δω λίγο την τσάντα σας;» ρωτάει ρητορικά και ανοίγει την πάνινη σακούλα… και χώνει την κεφάλα του μέσα… ναι μέσα στην τσάντα σαν τα καρτούν, μην τυχόν και η κλέφτρα κόρη το ‘χει κάπου,…στη μια και μοναδική θήκη της πάνινης σακούλας, κρύψει το γαμημένο καινούριο, κόκκινο πορτοφόλι.

«Πού-ντο, πού-ντο
Το πορτο-φόλι!
Ψα-ξτο, ψά-ξτο
Κάρα-μάλακα!
Ψά-ξτο, ψά-ξτο
Δε θα - το βρεις!» τραγουδάει η κλέφτρα κόρη, περιμένοντας να δει ως, πού θα το φτάσει ο έμπορος.

Βγάζει ο καραμαλάκας, απογοητευμένος, την κεφάλα του από την τσάντα και την κοιτάει περίλυπος…

Τώρα θα σε τσακήσω, παπάρα! μονολογεί η κόρη.

Τον κοιτά ίσια στα μάτια και του μιλά, ήρεμα και αργά.
«Ωραία… είδατε τη μια τσάντα μου και το πορτοφόλι που ψάχνετε δεν είναι, μέσα… Έχω, όμως κι αυτή τη τσάντα στον ώμο μου που είναι μισάνοιχτη…Θέλετε να την ανοίξω κι αυτή να τη δείτε;»

Ζουμ στη δεύτερη τσάντα ο έμπορος, με ύφος παιδιού που θέλει το γλυκό από το βάζο και δεν το φτάνει.

Τον ψιλολυπήθηκε η κόρη.

Άρχισε να ρετάρει ο έμπορος και να ανεβοκατεβάζει τα μάτια του από τα πορτοφόλια του στην τσάντα του ώμου της.
«Ε…δε, δε…εγώ, ξέρετε να…τη δουλειά μου…τη δουλειά μου θέλω να κάνω, την οικογένειά μου…τα παιδιά μου…»

«Εσείς τη δουλειά σας και την οικογένειά σας και ‘γω την αξιοπρέπειά μου…όσο γίνεται» απάντησε η κλέφτρα.

«Φαίνεται δε μέτρησα καλά…γεράματα, βλέπετε…συγγνώμη…» προσπάθησε να το σώσει ο γηραίος εμποράκος.
«Εντάξει, αφήστε το…»

Σκέφτηκε να φύγει η κόρη…

Όχι, όχι δε θα γλιτώσεις, έτσι εύκολα απ’ τα νύχια μου. Θα συνεχίσεις να με σερβίρεις και να πουλάς τις συγγνώμες σου για να κάνεις τη δουλειά σου, για την οικογένειά σου, παρακαλώντας με να αγοράσω το κόκκινο πορτοφολάκι σου. Και θα φτάσει η ώρα της τιμής, που τιμή δεν έχει και χαρά σ’όποιον την έχει και η κλέφτρα κόρη θα κάνει και το παζαρλίκι της και θα το τραβήξει…ως τη βρύση θα σε πάει εμποράκο κι αν δεν της κάνεις το χατήρι θα σ’αφήσει, τότε, σύξυλο μπροστά στα πορτοφολάκια σου να τα μετρήσεις με την ησυχία σου…

Λάθος ώρα εμποράκο, λάθος ώρα διάλεξες να την κάνεις την πατατιά. Όλο τον πόνο, το φόβο και το θυμό της κόρης για την εγχείρηση θα τον εισπράξεις… CASH!

Συνέχισε να τα κοιτάει τα πορτοφολάκια, αργά, βασανιστικά αργά…

«Συγγνώμη, με συγχωρείτε, πώς έγινε…δεν τα μέτρησα καλά…»
«Δεν είπαμε θα το αφήσουμε, θα προσποιηθούμε ότι δεν έγινε…θα το ξεχάσουμε;» του είπε η κόρη, σφάζοντάς τον με το μπαμπάκι, ξανά.
«Δίκιο έχετε, καλά λέτε να το ξεχάσουμε» είπε ξαλαφρωμένος ο εμποράκος, σίγουρος, μάλλον ότι θα την κάνει την πώληση και τη δουλειά του.

Μη χαλαρώνεις, καλέ μου εμποράκο…όχι ακόμα.

«Λοιπόν αυτό μου αρέσει…» είπε η κόρη…και ο εμποράκος…άρχισε τα …σάλια…
«Πολύ καλό, δερμάτινο, μάρκα…καλή επιλογή…κυρία μου…»

«…Και η τιμή του;» ρώτησε η κλέφτρα κόρη, κρατώντας το καρτελάκι που έγραφε 48 ευρώ.
«Για σας και επειδή…καταλαβαίνετε…επειδή…»

« Ναι, τι καλύτερη τιμή μπορείτε να κάνετε;» τον έκοψε η κόρη, μην τυχόν ακούσει «και επειδή σας συμπάθησα», γιατί δε θα τη γλίτωνε τη μπούφλα ο εμποράκος.
«Για σας 43 ευρώ» είπε ο εμποράκος, χαμογελαστός, ευχαριστημένος με τον εαυτό του, για την πολλή καλή προσπάθειά του.

Πήρε η κόρη το πορτοφόλι στα χέρια της για να τον σιγουρέψει παραπάνω και σήκωσε το κεφάλι, ξανακοιτώντας τον, μετά από ώρα, στα μάτια.
«Σαράντα ευρώ, μπορώ να σας δώσω» του ‘πε η κόρη, ελπίζοντας ότι θα αρνηθεί και θα πραγματοποιήσει την πρότερη θυμωμένη φαντασίωσή της.

«Χωρίς απόδειξη, εντάξει» της είπε χωρίς καμιά σκέψη ο λυκέμπορος.
Διπλή χαρά για την κόρη, δυο φαντασιώσεις μια για τον εμποράκο και μια για την κολωεφορεία!

Τον πλήρωσε, έβαλε το καινούριο κόκκινο πορτοφόλι στην τσάντα της κι έφυγε.
Δεν ευχαρίστησε, ούτε ο εμποράκος, ούτε η κλέφτρα κόρη.

Μπήκε στο αυτοκίνητο…χαρούμενη, θλιμμένη, μπερδεμένη, νικήτρια, χαμένη…δεν ήξερε.

Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ήθελε να απομακρυνθεί απ’ το κωλομάγαζο, που προσπαθούσε να κάνει τη δουλειά του…για την οικογένειά του…για τα παιδιά του.
Προχώρησε, λίγο με τ’ αυτοκίνητο, βρήκε πιο κάτω παρκάρισμα…έκανε αριστερά…άναψε alarm και τσιγάρο.

Πήρε βαθιά ανάσα κι άρχισε να αδειάζει το παλιό ροζ ταλαιπωρημένο πορτοφολάκι της.
Λεφτά λίγα, αποδείξεις πολλές, κάρτες, πολλές ανενεργές, μία ντούρα, χαρτάκια διάφορα, το φλουρί από τη βασιλόπιττα…όλα χύμα στο κάθισμα του συνοδηγού.
Έκατσε και τα κοίταξε για λίγο…τι να κρατήσω, τι να πετάξω…το μόνιμο δίλλημα…
Με την σίγουρη απάντηση…
Δε θα πετάξω τίποτα…τι το πήραμε κοτζαμάν καινούριο, κόκκινο πορτοφόλι;

Πήρε την τρομερή της αγορά στα χέρια και άρχισε να αδειάζει, με ευλάβεια, όλα τα διαφημιστικά χαρτάκια του καινούριου κόκκινου πορτοφολακίου. Ατελείωτα!
Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο…χύμα κι αυτά στο κάθισμα του συνοδηγού…Τελειώσαμε επιτέλους;

Και μια τελευταία θήκη…

Κάρτα άσπρη με φωτογραφία έγχρωμη, ολοκαίνουρια με τις σφραγίδες της, με τα όλα της.

ΥΠΟΥΡΓΕΊΟΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΤΑΜΕΙΟΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ
ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΩΝ

ΚΑΡΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΑΣ ΕΙΣΟΔΟΥ

ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ

ΗΜΕΡ. ΛΗΞΗΣ 2010


Α, το ρουφιάνο, τον κλεπταποδόχο! Που για τη δουλειά του την οικογένειά του τα παιδιά του, τα κάνει όλα.

Το κλαίει η γυναίκα το ολοκαίνουριο πορτοφόλι της και την κάρτα της, μαζί.

ΡΟΥΦΙΑΝΟΕΜΠΟΡΑΚΟ, ΕΝΤΙΜΕ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΡΧΗ
ΜΑΣ ΝΙΚΗΣΕΣ!
ΞΑΝΑ!

Θα σου τη φυλάξω συναδέλφισσα την κάρτα. Ο κόσμος είναι μικρός, μπορεί και να συναντηθούμε. Και θα σου εξηγήσω, θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω…πως δεν ήμουν εγώ η κλέφτρα κόρη. Ελπίζω να με πιστέψεις.