Το διάβασε το ξαναδιάβασε, της άρεσε. Έπαιζε με τις λέξεις. Μπροστά, πίσω, στη μέση. Την έβρισκε τη θέση, που τους άρμοζε.
Για ‘κείνην! Χαμογελούσε. Το ξαναδιάβαζε… «Α, και μια τελείτσα θέλει εδώ και παραγραφούλα και σάνβουαρ ένα θαυμαστικούλη, θα του πήγαινε!…Έλα εδώ, εσύ μωρό μου. Έλα, είσαι πολύ μεγάλη, σαν τη γραία, μές στις νιες. Έλα… καλά τα λες, κάτι, ξέρεις εσύ, αλλά, έλα να σου βγάλω τα φτιασίδια να σε μικρίνω…να σε ζωντανέψω. Να σε πω…που φοβήθηκα, τότε.»
Μιλούσε με τα λόγια της, τις φράσεις, τις παραγράφους. Έπαιζε, όπως η Ζαχάρω με τις κούκλες της στο σαλονάκι τους με το κόκκινο, σιδερένιο σετ του τσαγιού…μόνη.
Ήταν και οι τρεις ενθουσιασμένες με το καινούριο παιχνίδι…Η Ρούλα, από το Ζαχαρούλα και τώρα από το «ανάπηρη-αναπηρούλα», καμάρωνε που τις είχε, πάλι, μαζί.
Ο γύψος δεν την ένοιαζε. Πονούσε λίγο, άλλα ήταν στο αριστερό χέρι. Οπότε, αυτό, μόνο, το αριστερό, κατά τα λεγόμενα πολλών, μονίμως προβληματικό, έμενε έξω απ΄ το παιχνίδι και απ’ το πληκτρολόγιο, στην άκρη του γραφείου. Η δουλειά γινόταν μια χαρά με το δεξί, αργά, σταθερά και με τα κορίτσια να συμπληρώνουν, να θυμίζουν, να διορθώνουν τη Ρούλα και να το διασκεδάζουν, να λένε «Πες για μας, και για μας», να γελάνε… πότε, πότε και να κλαίνε. Βουβά, ιαματικά…
Αργά κυλούσε το παιχνίδι, αλλά καμιά τους δεν ενοχλούνταν. Τουναντίον μάλιστα.
Ταίριαζε και με το γύψο που είχε δώσει στην καθημερινότητα έναν χαλαρό, αργό ρυθμό. Μια γλυκιά, ατσούμπαλη, παιδική καθυστέρηση.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου