Τρίτη 18 Μαρτίου 2008
«Λίγο μπαμπάκι και γάζα…»
Γύρισε νωρίτερα από το μαγαζί.
- Τι έπαθες; τον ρώτησε, ανήσυχη η γυναίκα του.
- Δεν είμαι στα καλά μου. Βάλε μου, λίγο να φάω και να ξαπλώσω.
- Τι αισθάνεσαι, βρε παιδί μου;
- Κουτσουλημένος…
Έφαγε το φαγητό του και πήγε για ύπνο.
Σε λίγο τη φώναξε, τρομαγμένος.
- Άννα, έλα…Άννα.
Πήγε, γρήγορα στην κρεβατοκάμαρα.
- Τι ‘ναι…τι έγινε;
- Γυρίζουν…όλα…γυρίζουν… και ‘γω, μαζί…σαν εγκεφαλικό…Δεν είμαι καλά…φώναξε τον Τάσο…γυρίζουν...
Βγήκε η Άννα στο μπαλκόνι.
- Νίκη, Νίκη…Πες τον Τάσο σε παρακαλώ να ‘ρθει. Ο Πέτρος δεν είναι καλά.
Ήρθε ο Τάσος με την τσάντα του.
- Τι έγινε, βρε…τι έπαθες; του ‘πε, χαμογελώντας.
- Μη γελάς Τάσο, δεν…όλα γυρίζουν…δεν είμαι καλά.
- Στάσου, για πες μου. Το δωμάτιο και τα πράγματα γυρίζουν ή εσύ γυρίζεις;
- Σταμάτα, ρε, Τάσο. Μη με ρωτάς τέτοια κι αντραλιάζομαι χειρότερα…όλα γυρίζουν και ΄γω κι αυτά…Βαλτός είσαι και ‘συ;
- Καλά, καλά…
Τον πλησίασε…
- Γύρισε, του είπε. Να δω, λίγο τον αυχένα σου.
- Μη λες έτσι, ρε Τάσο…ζαλίζομαι σου λέω…δεν είναι ώρα γι’ αστεία. Πώς να γυ…ν ’αλλάξω πλευρό;
Τον βοήθησε…του ψηλάφισε τον αυχένα…
- Πονάς εδώ;
- Πότε, πότε.
- Ήπιες, τίποτα;
- Γιατί εσύ δεν ήπιες; είπε στο γιατρό που μύριζε φρέσκο, μεσημεριανό ούζο.
- (Γέλια)… Άσε με μένα… Εγώ γιατρός είμαι.
- Τι να πιω, ρε Τάσο…άντε, άσε με και συ στον πόνο μου.
- Καλά, καλά φεύγω…κοιμήσου να ξεκουραστείς…Δεν είναι τίποτα…ίλλιγγος είναι, θα περάσει. Θα σου γράψω κάτι ενέσεις.
- Ωχ!
- Θάρρος, ρε Πέτρο. Μεθαύριο ούζο θα πίνουμε στο καφενείο. Άντε περαστικά.
Σε κανά δυο ώρες πήγε η Άννα να τον δει. Τον σκούντηξε ελαφρά.
- Καλά είσαι;
- Ναι καλύτερα.
Σε άλλες κανά δυο, ξαναπήγε.
- Καλά είσαι;
- Ναι, άσε με να κοιμηθώ, θα το ξεπεράσω.
Στις τρίτες κανα δυό…
- Καλύτερα, άσε με να κοιμηθώ, να ξεκουραστώ.
Στις τέταρτες κανα δυο… όπως ήταν γυρισμένος προς την άλλη πλευρά...
- Άννα, κοίτα…Μαύρο κουστούμι και παπούτσια έχω…Η κάρτα του πεθαμεναντζή είναι στο μπουφάν μου, σήμερα πέρασε, το πρωί, ο συφοριασμένος και μου την άφησε… Βάλε και λίγο μπαμπάκι και καμιά γάζα στο κομοδίνο για πρόφταση κι όλα καλά θα πάνε.
Αισθανόταν πολύ καλύτερα…
«Αλήτη, ε, αλήτη…»του’πε η Άννα. «Εγώ φταίω που ανησυχώ…» και του κλείσε, χαμογελώντας την πόρτα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου