Νίκος Αρχιδιαπού : «Θρύλε, πάρτους τα σώβρακα !»
«Μπήκε και επισήμως. Έχει τέσσερεις μέρες που δεν μπορώ ν’άνασάνω.
Με τα λουλουδάκια της τα πουλάκια της τις μυρωδίτσες της, τον καθαρό ξάστερο ουρανό της, τη διάθεσή της για αναγέννηση. Όλα λουλουδάτα, όλα πολύχρωμα μοσχομυριστά, όλα όμορφα.
Χαριτωμενίστικα. Ροζ σαν τα dvd σας και τα τραγούδια σας και τα ραδιόφωνα σας, τα «μετρώ μέρες ως το καλοκαίρι», και τις ειδήσεις σας τις life style και την αέναη ευφορία σας. Και τις απεριόριστες ευκαιρίες σας, και το αμερικανοονειράκι σας που έχει και καρτούλες και δανειάκια και υποθηκευσούλες 42 ζωών και δυο ψωροκωστιανούς στη λίστα των πιο πλούσιων ανθρώπων της γης.
Και ‘γω την ασχήμια μου τι θα την κάνω;
Και την ανημπόρια μου και τη μια ακόμη χαμένη ευκαιρία μου. Και το 20% το κάτω από τα όρια της φτώχειας και το 35% που θα ντυθούν εργαζόμενοι, φέτος στα καρναβάλια σας και τα 700 μου ευρώ και τη σύνταξη που δεν θα πάρω και τη μάνα μου που μου λέει δόξα το Θεό παιδί μου έχεις δουλειά και τους από κάτω μας που δέρνονται όλη μέρα κι αυτό τον γαμημένο που κορνάρει και θέλω να βγω να τον ντύσω ψωμί για τοστ, κομμένο σε φέτες …
Που να μας χωρέσω ;
Που την αγοράζετε τη γαμωυπομονή σας;
Και την ασχήμια μου και την απαισιοδοξία μου και τη διάθεσή μου να κρυφτώ;
Φαίνομαι κάνω μπαμ φανερώνομαι, δυστυχώ, πονάω. Και κουλουριάζομαι και προσπαθώ να με κρύψω και γίνομαι κουβάρι και μπλέκομαι στα κάτια μου, στις ενοχές μου. Γιατί ακόμα μια άνοιξη με βρήκε να μην ταιριάζω. Ούτε στην εικόνα σας, ούτε στα λόγια σας. Να παλεύω, να ξεμπλέξω, να με πετάξω. Να με πεθάνω.
Να ζήσω θέλω!!! Να ζήσω. Άσε με να ζήσω!
«Μη σε παρακαλώ, μην πετάς τις λέξεις μου, μη κι αυτές μαζί. Άσε μου μόνο αυτές. Μη σε παρακαλώ. Χάρη σου ζητώ. Τι θα κάνω χωρίς τα κομμάτια μου; Τι θα κάνω χωρίς τις ιστορίες μου; Τα παραμύθια της γιαγιάς μου;».
Θα πηδήξω σαν το Χρήστο.
Θα σιωπήσω σαν τη Μαριέτα.
Μη σε παρακαλώ.»
.............................................................Η Ρημάδα (2)
….Μας έχουν πρήξει μ’ αυτά τα διαφημιστικά είπε ο Νίκος Αρχιδιαπού και τα πέταξε στα σκουπίδια.
Άνοιξε την τηλεόραση.
« Ολυμπιακέ μου, πάρτους τα σώβρακα τους ξενέρωτους! Εδώ είναι βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε, αγγλάκια μου.»
Άρχισε!
Σημαίες, χρώματα, κερκίδες, σφυρίγματα, χαρά…
«Οε, οε, οε οε…»
Σκοτάδι πίσσα…
«Γαμώ το μου!!! Όχι, τώρα…Γαμώ τους δεητζήδες μου…και το ματς…ούτε το ματς;»
Ησυχία απόλυτη…
Έκανε να βγει στο μπαλκόνι ο Νίκος να δει τι κάνουν οι άλλοι.
Άκουσε ένα τσίκι- τσίκι από την πόρτα…κοντοστάθηκε…
ΚΑΙ ΚΛΕΦΤΕΣ, ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΟΥΤΑΝΑ ΜΟΥ; ΧΩΡΙΣ ΜΑΤΣ ΚΑΙ ΜΕ ΚΛΕΦΤΕΣ; ΤΗΝ ΠΑΤΗΣΑΜΕ ΑΣΧΗΜΑ!
«Δε μ’ ακούς που προσπαθώ ν’ ανοίξω; Πάρε ένα κερί κι έλα να μου ανοίξεις, ρε Νίκο!» φώναξε η Ρίτα από την πόρτα εκνευρισμένη.
Ουφ ευτυχώς…«Που να το βρω; Που τα ‘χεις τα κεριά, γαμώτο;»
ΓΚΝΤΟΥΠ!
«Ωχ, το πόδι μου, γαμώ την καρέκλα μου, γαμώ και το κερί μου και τη ΔΕΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΌΛΟΥΣ ΣΑΣ»
«Σιγά ρε Νίκο, κατούρα και λίγο, έτσι για αλλαγή» του ‘πε η Ρίτα που εντωμεταξύ, κατάφερε να ανοίξει την πόρτα και πετούσε τις μπότες της στο χωλ, πιο ηχηρά, απ’ το σύνηθες.
«Γελάσαμε και σήμερα, Ριτάκι… Κεφάκια, βραδιάτικα;… Χανουμε και τον αγώνα!»
« Κέφια, πολλά…γλέντια Νικολάκι απ’ τις εφτά μιση στο πόδι με τις τακούνες, με το μαλάκα να αλλάζει συνέχεια γνώμη και να μου ακυρώνει τη δουλειά και ‘γω να χαμογελάω και να ξαναφτιάχνω τα σχέδια, ελπίζοντας αυτή τη φορά ότι θα δει που δουλεύω, πολύ και θα σταματήσει να κάνει πως με πληρώνει… Θα με λυπηθεί. Ευτυχώς με λυπηθήκαν οι Δεητζήδες, έστω και ΔΕ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΜΠΑΛΛΛΑ!»
Πήγε να βρει τα κεριά η Ρίτα.
Γύρισε στο τραπέζι της κουζίνας. Τ’ άναψε. Έκατσε στην πολυθρόνα της. Πλάτη στον τοίχο. Κατά μήκος του τραπεζιού. Διαγώνια στην τηλεόραση. Και φάτσα στο δρόμο.
Άναψε τσιγάρο. Κοίταξε το δρόμο. Τα φώτα του δρόμου άναβαν. Κίτρινο, απαλό, παραπονιάρικο φως. Της άρεζαν τα φώτα του δρόμου.
Ο Νίκος στην καρέκλα του .Προφίλ προς τη Ρίτα. Φάτσα στην τηλεόραση. Στο ένα χέρι το τηλεκοντρόλ και στο άλλο τη μπύρα του. Πλάτη εκτεθειμένη.
«Γαμώ τους Δεητζήδες μου, γαμώ…Θα σκάσω…τον χάσαμε τον αγώνα»
Σιγή η Ρίτα…
Απόλυτη σιωπή.
Πήρε ο Νίκος το ολοκαίνουριο ipod του έβαλε τα ακουστικά του και βγήκε στο μπαλκόνι. Να δει τι κάνουν οι άλλοι.
Έβαλε και η Ρίτα ένα ποτό να χαλαρώσει. Άδειασε το σταχτοδοχείο… πάλι διαφημιστικά…Να ‘χει κανένα με ηλεκρικά…χρειάζονται ένα καινούριο…
Αυτό πάλι με τις λέξεις…
Το πήρε η Ρίτα και πέταξε τα υπόλοιπα. Έκατσε δίπλα στα κεριά…Θα μπορούσε άραγε;
Ήπιε μια γουλιά για να πάρει θάρρος…Έφερε το φυλλάδιο στα πόδια της, χαμήλωσε το κεφάλι…όχι… κοντά στα κεριά…όχι…Το ‘φερε κοντά στα μάτια της…καλύτερα, το ψήλωσε κι άλλο…ναι αυτό ήταν…ψηλά έπρεπε…ψηλά το χαρτί και το κεφάλι για να το διαβάσει.
«Μπήκε και επισήμως. Έχει τέσσερεις μέρες που δεν μπορώ ν’άνασάνω.
Με τα λουλουδάκια της τα πουλάκια της τις μυρωδίτσες της, τον καθαρό ξάστερο ουρανό της, τη διάθεσή της για αναγέννηση. Όλα λουλουδάτα, όλα πολύχρωμα μοσχομυριστά, όλα όμορφα.
Χαριτωμενίστικα. Ροζ σαν τα dvd σας και τα τραγούδια σας και τα ραδιόφωνα σας, τα «μετρώ μέρες ως το καλοκαίρι», και τις ειδήσεις σας τις life style και την αέναη ευφορία σας. Και τις απεριόριστες ευκαιρίες σας, και το αμερικανοονειράκι σας που έχει και καρτούλες και δανειάκια και υποθηκευσούλες 42 ζωών και δυο ψωροκωστιανούς στη λίστα των πιο πλούσιων ανθρώπων της γης.
Και ‘γω την ασχήμια μου τι θα την κάνω;
Και την ανημπόρια μου και τη μια ακόμη χαμένη ευκαιρία μου. Και το 20% το κάτω από τα όρια της φτώχειας και το 35% που θα ντυθούν εργαζόμενοι, φέτος στα καρναβάλια σας και τα 700 μου ευρώ και τη σύνταξη που δεν θα πάρω και τη μάνα μου που μου λέει δόξα το Θεό παιδί μου έχεις δουλειά και τους από κάτω μας που δέρνονται όλη μέρα κι αυτό τον γαμημένο που κορνάρει και θέλω να βγω να τον ντύσω ψωμί για τοστ, κομμένο σε φέτες …
Που να μας χωρέσω ;
Που την αγοράζετε τη γαμωυπομονή σας;
Και την ασχήμια μου και την απαισιοδοξία μου και τη διάθεσή μου να κρυφτώ;
Φαίνομαι κάνω μπαμ φανερώνομαι, δυστυχώ, πονάω. Και κουλουριάζομαι και προσπαθώ να με κρύψω και γίνομαι κουβάρι και μπλέκομαι στα κάτια μου, στις ενοχές μου. Γιατί ακόμα μια άνοιξη με βρήκε να μην ταιριάζω. Ούτε στην εικόνα σας, ούτε στα λόγια σας. Να παλεύω, να ξεμπλέξω, να με πετάξω. Να με πεθάνω.
Να ζήσω θέλω!!! Να ζήσω. Άσε με να ζήσω!
«Μη σε παρακαλώ, μην πετάς τις λέξεις μου, μη κι αυτές μαζί. Άσε μου μόνο αυτές. Μη σε παρακαλώ. Χάρη σου ζητώ. Τι θα κάνω χωρίς τα κομμάτια μου; Τι θα κάνω χωρίς τις ιστορίες μου; Τα παραμύθια της γιαγιάς μου;».
Θα πηδήξω σαν το Χρήστο.
Θα σιωπήσω σαν τη Μαριέτα.
Μη σε παρακαλώ.»
.............................................................Η Ρημάδα (2)
….Μας έχουν πρήξει μ’ αυτά τα διαφημιστικά είπε ο Νίκος Αρχιδιαπού και τα πέταξε στα σκουπίδια.
Άνοιξε την τηλεόραση.
« Ολυμπιακέ μου, πάρτους τα σώβρακα τους ξενέρωτους! Εδώ είναι βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε, αγγλάκια μου.»
Άρχισε!
Σημαίες, χρώματα, κερκίδες, σφυρίγματα, χαρά…
«Οε, οε, οε οε…»
Σκοτάδι πίσσα…
«Γαμώ το μου!!! Όχι, τώρα…Γαμώ τους δεητζήδες μου…και το ματς…ούτε το ματς;»
Ησυχία απόλυτη…
Έκανε να βγει στο μπαλκόνι ο Νίκος να δει τι κάνουν οι άλλοι.
Άκουσε ένα τσίκι- τσίκι από την πόρτα…κοντοστάθηκε…
ΚΑΙ ΚΛΕΦΤΕΣ, ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΟΥΤΑΝΑ ΜΟΥ; ΧΩΡΙΣ ΜΑΤΣ ΚΑΙ ΜΕ ΚΛΕΦΤΕΣ; ΤΗΝ ΠΑΤΗΣΑΜΕ ΑΣΧΗΜΑ!
«Δε μ’ ακούς που προσπαθώ ν’ ανοίξω; Πάρε ένα κερί κι έλα να μου ανοίξεις, ρε Νίκο!» φώναξε η Ρίτα από την πόρτα εκνευρισμένη.
Ουφ ευτυχώς…«Που να το βρω; Που τα ‘χεις τα κεριά, γαμώτο;»
ΓΚΝΤΟΥΠ!
«Ωχ, το πόδι μου, γαμώ την καρέκλα μου, γαμώ και το κερί μου και τη ΔΕΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΌΛΟΥΣ ΣΑΣ»
«Σιγά ρε Νίκο, κατούρα και λίγο, έτσι για αλλαγή» του ‘πε η Ρίτα που εντωμεταξύ, κατάφερε να ανοίξει την πόρτα και πετούσε τις μπότες της στο χωλ, πιο ηχηρά, απ’ το σύνηθες.
«Γελάσαμε και σήμερα, Ριτάκι… Κεφάκια, βραδιάτικα;… Χανουμε και τον αγώνα!»
« Κέφια, πολλά…γλέντια Νικολάκι απ’ τις εφτά μιση στο πόδι με τις τακούνες, με το μαλάκα να αλλάζει συνέχεια γνώμη και να μου ακυρώνει τη δουλειά και ‘γω να χαμογελάω και να ξαναφτιάχνω τα σχέδια, ελπίζοντας αυτή τη φορά ότι θα δει που δουλεύω, πολύ και θα σταματήσει να κάνει πως με πληρώνει… Θα με λυπηθεί. Ευτυχώς με λυπηθήκαν οι Δεητζήδες, έστω και ΔΕ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΜΠΑΛΛΛΑ!»
Πήγε να βρει τα κεριά η Ρίτα.
Γύρισε στο τραπέζι της κουζίνας. Τ’ άναψε. Έκατσε στην πολυθρόνα της. Πλάτη στον τοίχο. Κατά μήκος του τραπεζιού. Διαγώνια στην τηλεόραση. Και φάτσα στο δρόμο.
Άναψε τσιγάρο. Κοίταξε το δρόμο. Τα φώτα του δρόμου άναβαν. Κίτρινο, απαλό, παραπονιάρικο φως. Της άρεζαν τα φώτα του δρόμου.
Ο Νίκος στην καρέκλα του .Προφίλ προς τη Ρίτα. Φάτσα στην τηλεόραση. Στο ένα χέρι το τηλεκοντρόλ και στο άλλο τη μπύρα του. Πλάτη εκτεθειμένη.
«Γαμώ τους Δεητζήδες μου, γαμώ…Θα σκάσω…τον χάσαμε τον αγώνα»
Σιγή η Ρίτα…
Απόλυτη σιωπή.
Πήρε ο Νίκος το ολοκαίνουριο ipod του έβαλε τα ακουστικά του και βγήκε στο μπαλκόνι. Να δει τι κάνουν οι άλλοι.
Έβαλε και η Ρίτα ένα ποτό να χαλαρώσει. Άδειασε το σταχτοδοχείο… πάλι διαφημιστικά…Να ‘χει κανένα με ηλεκρικά…χρειάζονται ένα καινούριο…
Αυτό πάλι με τις λέξεις…
Το πήρε η Ρίτα και πέταξε τα υπόλοιπα. Έκατσε δίπλα στα κεριά…Θα μπορούσε άραγε;
Ήπιε μια γουλιά για να πάρει θάρρος…Έφερε το φυλλάδιο στα πόδια της, χαμήλωσε το κεφάλι…όχι… κοντά στα κεριά…όχι…Το ‘φερε κοντά στα μάτια της…καλύτερα, το ψήλωσε κι άλλο…ναι αυτό ήταν…ψηλά έπρεπε…ψηλά το χαρτί και το κεφάλι για να το διαβάσει.
1 σχόλιο:
Τώρα κατάλαβα τι έλεγες για την άνοιξη, τις προάλλες... μα, μη μασάς!
Θα σ' αφήσει να ζήσεις, μόνο αν εσύ το θες! ;)
(γράφεις υπέροχα, στο είπα;)
:)))
Φιλάκια, καλησπέρες
Δημοσίευση σχολίου