Κυριακή 30 Μαρτίου 2008

(8)



Επείγουσα κλίση στη γιάφκα! Πίσω, Γιάννη, τα καράβια, για θα μπατάρουμε. Σιγή η γιάφκα…Ξανά…Σιγή…
Απάντησαν στην τρίτη κλίση μ ’ένα «Μπα μας θυμήθηκες βλαμμένο;», αρκούντως θυμωμένο. Του κόπηκαν τα πόδια του πιστολά.

Η μαύρη αλήθεια ήταν ότι επί αγαπημένου Σπανίου Διαδόχου, δεν ήταν αυτοκόλλητοι, όπως, πριν στη γιάφκα. Στην αρχή ο έρωτας, στη συνέχεια η ψιλοχοντρο ζήλεια του Σπάνιου με το σωματοφύλακα, μετά η γαμημένη καθημερινότητα…ρόιδο τα ‘κανε η Ζαχαρούλα. Αφέθηκε, την πήρε η μπάλα. Την έστειλε στην περιήγηση για τη μαμά πατρίδα. Αφέθηκε κι άλλο. Έγινε ένα με τη μπάλα. Ολοστρόγγυλη και μαλακιά.

Δεν ερχόταν, συχνά στην πόλη. Κι όταν ερχόταν, δε μίλαγε…μην εκθέσει και το Σπάνιο.

Μόνο γελούσε με τα «Κι εμείς ερωτευτήκαμε, αλλά δεν τρελαθήκαμε», κομψά απαγγελμένα από την αρχηγό και τα θυμωμένα, τριμμένα στη μούρη, κουραστικά, «Τι θέλεις απ’ τη ζωή μας», «Ξεφορτώσου μας επιτέλους» «Ανίατη περίπτωση» του σωματοφύλακα. Γελούσε, όχι καρκαριστά πια, όπως παλιά, συγκρατημένα. Έπρεπε να κρατήσει και δυνάμεις για τον καβγά στο σπίτι με το Σπάνιο. Κι όσο γελούσε ο πιστολάς, τόσο γινόταν Τούρκος ο Σπάνιος. Το χιούμορ της γιάφκας ήταν extreme. Του φαινόταν περίεργο, επικίνδυνο. Το όφειλε ο πιστολάς…

Όφειλε να την προστατέψει τη γιάφκα.

«Πρέπει να σας δω» απάντησε μουδιασμένα στο «Μας θυμήθηκες;»
Θα εξηγούσε, τώρα, θα τον έδινε το Σπάνιο και θα ρωτούσε και για το θυμό δε θα το ‘παιζε, άλλο Αλέκος. Τα πράματα ήταν κρίσιμα. Δεν χωρούσε χιούμορ.

Της άνοιξε ο σωματοφύλακας μ’ ένα γλυκύτερο, μα σουβλερό «Καλώς τηνε κι ας άργησε…πολύ». Η αρχηγός, στην εκ γενετής σοφή μα δύσκολη θέση του Ξαβιέ, τον αγριοκοίταξε και πρότεινε ποτά.
Η Ζαχαρούλα ήπιε μονοκοπανιά το πρώτο και ζήτησε και δεύτερο. Τη σέρβιρε ο άντρας του σπιτιού. Ψιλοχαλάρωσε.

Άρχισε να μιλάει για το μπέρδεμα, τη θολούρα την κρισιμότητα της κατάστασης, να δίνει δειλά, δειλά το Σπάνιο. Την άκουσαν και οι δυο. Με προσοχή, με ενδιαφέρον. Την είδε την αγάπη η Ζαχαρούλα. Χωρίς αγκαλιά, χωρίς κανάκεμα. Είχαν μεγαλώσει όλοι. Ούτε το αγαπημένο της ζευγάρι περνούσε εύκολα, τελευταία. Είκοσι χρόνια δια πυρός και σιδήρου κι αυτοί, γαμώ την πουτάνα μου. Πού κουράγια;

Κάτι είπε η σοφή αρχηγός για τις καταστάσεις που γίνονται κρίσιμες, αν εμείς τις βλέπουμε έτσι…Δεν κατάλαβε η Ζαχαρούλα.

Συνέχισε πιο αποφασιστικά να τον δίνει.

Κάτι για τις προσωπικές μας επιλογές και το τίμημά τους, μονολόγησε κοιτώντας το πάτωμα…Σα να ψιλοκατάλαβε, κάτι ο πιστολάς, αλλά…

Με θάρρος…θα βγει και λάδι ο Σπάνιος.

«Άφησέ τον! Φύγε, αν δεν αντέχεις, άλλο.» της είπε αυτή τη φορά.

Άρχισε να τρέμει η Ζαχαρούλα και μαζί και ο σωματοφύλακάς της που δεν είχε μιλήσει ως τώρα…Για αυτήν, για αυτούς, δεν ήταν σίγουρη.
«Έλα, μωρέ είσαι θυμωμένη. Είναι από καλή πάστα ο Σπάνιος, δικός μας άνθρωπος. Θα το μετανιώσεις. Θυμήσου τον άλλο τον παλιομαλάκα» της είπε, γλυκά, ο σωματοφύλακας.

Όχι, όχι πάλι τα παλιά…για τα τώρα λέμε. Θόλωσε, εντελώς η Ζαχαρούλα, μαύρο σκοτάδι, πίσσα. Τα μάζεψε κι έφυγε.

Είχε στερέψει από επιχειρήματα. Για το θυμό δε ρώτησε. Έπρεπε να κοιτάξει το δικό της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: