Σάββατο 15 Μαρτίου 2008

Ο λόγος


Τον χόρεψαν τον Ησαϊα η φρεγάτα κι ξανθός ουστάς. Δυο χρόνια, μετά τη μπιζουτιέρα. Υπήρξε, βέβαια ένας ημιεπίσημος αρραβώνας, στο χρόνο επάνω, αλλά για γάμο, πριν από τις αδερφάδες…ανένδοτη η μάνα.

Πήγε αμέσως και τα ξεκαθάρισαν με τον Αμερικάνο. «Τα ξεκαθάρισαν», πληθυντικός ευγενείας.
Μόνο η μάνα μίλαγε. Μόνοι τους στο σαλόνι, σαν άντρας προς άντρα. Είδε ο σοφός νονός, κάτι του ‘χε πει και η φρεγάτα, αλλά είδε κιόλας. Είδε τα χέρια της μάνας. Χέρια αντρός. Δουλεμένα, πολύ και κατάλαβε. Δεν είπε τίποτα για την καθυστέρηση του μυστηρίου. Και υποσχέθηκε ότι θα τα βοηθήσει τα παιδιά.

Η μάνα έφυγε ευχαριστημένη, που έδωσε και πήρε λόγο. Το παπαδάκι της δεν το ρώτησε. Αυτός όφειλε να καταλάβει, χωρίς πολλά, πολλά λόγια, από γεννησιμιού. Και έπρεπε να εξηγήσει και στη φρεγάτα, να της το χρυσώσει το χάπι. Αλλά, σ’αυτό είχε σύμμαχο, το νονό, που τ’ αγαπούσε το λυκάκι και δεν ήθελε να το βλέπει στενοχωρημένο.

Οι δυο άντρες της ζωής της φρεγάτας έβαλαν σε εφαρμογή το πρόγραμμα της χρύσωσης, ήδη από την αποχώρηση της μάνας. Ο νονός κέρασε για την «καλή αρχή», όπως είπε, ένα τραπέζι για τους δυο τους, μόνο. Η δασκαλίτσα τους ξεπροβόδισε με τις συνήθεις, γλυκύτατες ευχές της.

Είχε νέο αίμα για καβγά και δε θα ‘χανε την ευκαιρία. Είχε πεθάνει και η κόρη της, η φρεγάτα δούλευε, ο Αμερικάνος δεν την πατούσε τη μπανανόφλουδα με τίποτα, αυτός ο μαστρο-γαμπρός ήταν μια λύση. Παπαδοπαίδι, ήσυχος, εύθικτος φαινόταν.

Μια μπουκιά θα τον έκανε η δασκαλίτσα το σώγαμπρο!
Γιατί το’βλεπε, αυτή!

Αυτός θα της κουβαλιόταν σίγουρα εδώ κι ας την είχε αστεφάνωτη τη φρεγάτα, μπορεί και να ‘φερνε και τη μάνα του. Ποιος ξέρει που θα καθότανε, ήταν και πολλοί νοματαίοι. «Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι», έβγαλε τη λαϊκή ρήση απ’ το τσεπάκι η δασκαλίτσα. Καλέ φάνηκε το σόι απ’ τη μάνα. Κουβέντα δεν της είπε. Μόνο τον Αμερικάνο ξεμονάχιασε, που ήταν του χεριού της. Σε ‘κείνη σημασία δεν έδωσε.

Όχι, δε θα τη διώχναν, έτσι εύκολα, απ’ το σπίτι της. Μπορεί να πέθανε η προκομμένη η κόρη της, νωρίς και να την άφησε μόνη, αλλά δε θα την πετάγαν στο δρόμο, τώρα στα γεράματα… «Φοβού τους Δαναούς…ειδικά όταν έρχονται, σαν από χέσιμο» θυμήθηκε και τ’ακόνισε όλο το βράδυ η δασκαλίτσα τα μαχαίρια. Έπρεπε να τους υποδεχτεί στην επιστροφή από το δείπνο.

11 η ώρα ο ουστάς έφερε τη φρεγάτα στο σπίτι. Ο νονός κοιμόταν, ήσυχος. Το είχε συμπαθήσει, αυτό, το παιδί και τη μάνα. Παιδεμένοι άνθρωποι.

«Όποιος τη νύχτα περπατεί λάσπες και σκατά πατεί» είπε ανοίγοντάς την πόρτα, καλωσορίζοντάς τους, με την παραλλαγή του ρητού, για τις εξόδους κατά ζεύγη. Η φρεγάτα πήγε, κάτι να πει, αλλά η δασκαλίτσα κατά την προσφιλή της συνήθεια είχε κόψει λάσπη. Ο ουστάς τη σταμάτησε «Μην την αφήσεις να μας το χαλάσει» της είπε και την αποχαιρέτησε μ’ ένα φιλί στο μάγουλο.

Στο σπίτι τον περίμεναν σύσσωμοι, ξυπνητοί όλοι. Τα γυναικόπαιδα, μόνο. Ο προστάτης είχε πληροφορηθεί τα νέα από τη μάνα και αφού έκανε την επίμαχη ερώτηση «Πόσα;» και έλαβε ένα αυστηρό «Δεν ήταν ώρα γι’αυτά», πήγε να το γλεντήσει στην ταβέρνα. Γιατί, ήξερε αυτός. Ήταν «Πολλά». Ο Αμερικάνος θα τον είχε τον τρόπο του. Τζάμπα του είχε δώσει η γειτονιά τον τίτλο;

« Ο ξανθός τράβηξε λαχείο, πάλι. Πάντα τυχερό αυτό το παιδί» το ’χε καημό ο μεγάλος.

«Πάντα ξεχωριστός. Ξανθός και άσπρος, μόνο αυτός στο σπίτι. Το «μπιόκ μο», μόνο αυτός τ’ άκουγε από το πατρικό σόϊ. Ξεχώρισε και στο ορφανοτροφείο, στα εργαστήρια, στα μαθήματα…αυτές τις δυο τάξεις πώς τις πήδηξε και τον έφτασε… Μαζί βγήκαν στο μεροκάματο. Δεύτερος, αλλά μαζί του, πάντα πρώτος, από παιδιά. Εκεί με το φανταρικό είπε θα πάρει κεφάλι, μια που ως προστάτης δεν υπηρέτησε, αλλά και ‘κει έπεσε στα «μαλακά» ο δεύτερος. Αεροπορία… Κι έμεινε αυτός να ταϊζει πέντε στόματα. Οι αδερφάδες, κάτι έκαναν στον αργαλειό, αλλά, τι είν’ ο κάβουρας, τι το ζουμί του».

« Ευτυχώς ο μπαγάσας τ’ άφησε όλα πριν φύγει για το στρατό. Όλα μέχρι δραχμής στη μάνα…κάτι τσόνταρε κι αυτός την κουτσοκαταφέρανε την προίκα της πρώτης…Οι άλλες δυο έμειναν, τώρα…Και 27 μήνες στην αεροπορία δραχμή δε ζήτησε ο περήφανος. Έβγαζε και ΄κει μεροκάματο. Του’λαχε και καλός διοικητής. Τον είχε από κοντά. Τυχερός, τυχερός ο μπαγάσας. Αλλά δεν πειράζει, χαλάλι του. Από τόσο μεγάλο λαχείο, τώρα, κάτι θα περίσσευε και γι’αυτούς…»

…Η μάνα κάθισε στο πλάι της καρέκλας, στήριξε το χέρι της στην πλάτη της κι έκλεισε το στόμα της. Οι αδερφάδες και το μυστικό την ήξεραν τη στάση. Η μάνα, πάντα έτσι καθόταν, όταν κάτι δεν της πήγαινε καλά. Μα γιατί, τώρα, αφού θα περίμενε η φρεγάτα και τις δυο. Το υποσχέθηκε ο Αμερικάνος.

Κανείς δε τη ρώτησε. Τη φοβόταν από παιδιά, όταν καθόταν έτσι. Σαν τη σιωπή πριν την καταιγίδα και κανείς δεν ήθελε να τη δει την καταιγίδα της μάνας και μάλιστα βραδιάτικα. Πήγαν για ύπνο. Θα τον έβλεπαν τον αδερφό αύριο.

Ο πατέρας γύρισε ζαλισμένος. Πολλά για μια μέρα. Φρεγάτα, Αμερικάνος, μάνα, γυναικόπαιδα και η δασκαλίτσα το κερασάκι στην τούρτα. Πού να τα χωρέσεις όλα; Είπε στη μάνα ότι δε θα φάει, ότι έχει πολύ δουλειά, από αύριο κι έπεσε για ύπνο.

Η μάνα έπεσε κι αυτή. Στο γιατάκι της, στο ντιβάνι της κουζίνας. Κουλουριάστηκε και γύρισε προς τον τοίχο, με τα μάτια κλειστά κι όλες τις εικόνες της μέρας, μπροστά της. Το ξανθό της με κατεβασμένα τα φρύδια, τον μεγάλο να γελάει και τα κορίτσια και το μυστικό να σιγομουρμουρίζουν κελαηδιστά, ευχαριστημένα.

Και κείνη ήταν ευχαριστημένη, μέχρι που είδε τον μεγάλο…Της άρεσε η φρεγάτα, μεγάλο, γερό δέντρο με παχιά σκιά. Κι ο Αμερικάνος, γλυκός, ήρεμος, πατέρας σωστός. Την άκουσε, χωρίς πολλά λόγια. Με χαμόγελο και μόνο της έσφιξε το χέρι και την καθησύχασε. «Μην ανησυχείς. Δες εσύ τα κορίτσια σου και ‘γω θα δω το δικό μου. Θα τα βοηθήσουμε τα παιδιά μας. Τ’αγαπάμε.».


«…θα τα δω τα κορίτσια μου, μια ζωή αυτές βλέπω…μα και τ’ αγόρια μου θέλω να δω. Μόνα τους από παιδιά…μου ‘λείψαν. Μόνα τους τα ‘κάναν όλα. Μόνα τους στην πόλη. Μάθαν τέχνη, νοίκιασαν σπίτι, βγάζουν παράδες για όλους μας. Την πάντρεψαν την πρώτη. Οι άλλες δυο τώρα. Θε μου φύλαγε τα παληκάρια μου»…

«Τις κοκόνες, πάντα μαζί της είχα…μια ζωή μπελάς αυτές οι γυναίκες…όπου ανακατεύονται σκατά τα κάνουν. Θ’ άντεχε η φρεγάτα, ήταν και καλομαθημένη με τα όλα της. Διαφορετική απ’ τις «θκες της». Ευτυχώς ο μεγάλος έκανε αγάντα και δεν της είχε κουβαλήσει καμιά τσαπερδόνα, ακόμα…ευτυχώς γιατί δεν τον πολυπήγαινε κι η δουλειά του, τελευταία…»

«Δουλευτής ήταν ο μεγάλος, απ’ το πρωί ως το βράδυ στο μαγαζί, αλλά κακότυχος. Συνέχεια αναποδιές…Βάι το μηχάνημα χάλασε, βάι ο συνεργάτης με παράτησε. Βάι η δουλειά δεν έκατσε….Και είχε να κάνει όλο με μεγάλες δουλειές κι όσο ενθουσιαζόταν, κι έκανε σχέδια κι έλεγε κι έλεγε, τόσο απογοητευόταν και θύμωνε και φώναζε και τους έπιανε από τα μούτρα όλους. Και πιανόταν απ’ τα μαλλιά του…»

Τα αγόρια της, τους άντρες της σκεφτόταν η μάνα…

«Και το ξανθό της δουλευτάρικο, σιωπηλά αυτό. Δε μιλούσε στο σπίτι για τη δουλειά. Όλο «Δόξα τον Πανάγαθο» και «Δόξα τον Μεγαλοδύναμο» και την αγριοκοίταζε όταν έλεγε ότι κάθεται ψηλά. Δούλευε με το κεφάλι κάτω και όλα της τα’δινε. «Για τα κορίτσια, μάνα, για τις προίκες» της έλεγε, ευχαριστημένος.

Τ’άρεζε να δίνει το ξανθό της. Μόνο για ρούχα και παπούτσια κρατούσε και τα πρόσεχε σαν τα μάτια του. Του ‘πρεπε να είναι περιποιημένος. Μες στην αγορά. Μαστόρους, καλφάδες, συνεργάτες…και στα κατηχητικά ο Θεός είναι μεγάλος, μα οι ανθρώποι μικροί. Του ‘καναν καλό τα κατηχητικά του ξανθού της, έγινε ευγενικός, γλυκομίλητος, αισιόδοξος. Έτσι την έριξε και τη φρεγάτα. Λουλούδι σου δίνουμε φρεγάτα μου, λουλούδι. Κάνε, λίγο υπομονή…»

Τα αγόρια της, τους άντρες της σκεφτόταν η μάνα…

Το μυστικό το κράτησε η μάνα. Δεν είπε τίποτα του Αμερικάνου. Δεν ήταν ώρα.

«Μπορεί να ‘γιανε και το παιδί».

« Τα μυστικά ήταν γυναικείες δουλειές οι άντρες δεν τα κατάφερναν, μαζί τους. Το στερνοπαίδι της ήταν δικιά της δουλειά. Δικός της σταυρός. Οι άντρες είχαν πολλές σκοτούρες. Αυτή και τα κορίτσια θα το κρατούσαν το μυστικό…»

Τα αγόρια της, τους άντρες της σκεφτόταν η μάνα…κι αποκοιμήθηκε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: