Σάββατο 15 Μαρτίου 2008
Το πρώτο βήμα δύσκολο (1)
11 η ώρα την επομένη της άφιξης, ίσα ίσα να κρατηθούν τα προσχήματα και αφού έχει κάνει δυο τρία τηλέφωνα στο παλιό κάστρο, η πριγκιπέσσα εντοπίζει το τηλέφωνο του καινούριου κάστρου και καλεί χαρωπή.
- Καλημέρα, το Ser John θα ήθελα σας παρακαλώ.
-… Ο ίδιος, απαντά μετά από κάποια δευτερόλεπτα σιγής.
- Είμαι η Ζαχαρούλα…δεκαπέντε, δεκάξι χρόνια πριν…στο κάστρο, που…
- Έλα, βρε Ζαχαρούλα, της παίρνει τη μπάλα, φανερά χαρούμενος, που είσαι;
- Στην πόλη.
- Να ‘ξερες πόσες φορές έψαξα να σε βρω αυτά τα χρόνια…πήρα στον ένα, πήρα στον άλλο, σε όλους τους παλιούς συντρόφους, μα δε μπόρεσα να βρω το καινούριο σου τηλέφωνο. Πόσο θα μείνεις στην πόλη;
Λόγια και ανάσα γρήγορη… Ακούω… μετάνιωσα, είμαι αμήχανος, χαίρομαι… ανησυχώ;
Ότι θες ακούς Ρούλα. Όποιος θέλει, ψάχνει σωστά και βρίσκει. Εξάλλου, γλυκέ μου ιππότη, ήρθες πριν δέκα χρόνια και ζήτησες να με συναντήσεις. Ο θρόνος μου, τότε ήταν reserve, μάλλον το κατάλαβες, είπες θα πάρεις την επομένη και πήγες για τσιγάρα και μπάρκαρες.
Ταξίδι στο χρόνο η Ρούλα. Λίγο από γυάλισμα…, του θρόνου ντε, λίγο από την έττερη ειδικότητα, εκεί που γλείφουμε, εκεί φτύνουμε.
-Θα μείνω τέσσερεις μέρες. Που βρίσκεσαι εσύ; Κατάφερε να πάρει για λίγο τη μπάλα η Ρούλα.
- Ξέρεις έφτιαξα το δικό μου κάστρο . Θα σού ‘λεγα να έρθεις μα είναι μακριά. Πες μου, πού μένεις και θα έρθω να σε πάρω.
Μικρός πανικός, όοχι στο κάστρο … συν γυναιξί και τέκνοις, όοχι στο σπίτι, είπαμε ντελικάτα.
- Αύριο, το πρωί, θα είμαι στο παλιό κάστρο. … Μπορείς να συναντηθούμε κάπου εκεί;
- Κοίτα , σύμπτωση , έχω κανονίσει αύριο στις 12 να πάω στο παλιό κάστρο για να γυαλίσω τις ασπίδες μου( θεϊκό σημάδι νούμερο δυο). Πάρε με στις 12μιση να σου πω, που θα βρεθούμε.
- Έντάξει, Παναγιώτη, ες αύριον τα σπουδαία, ξεστόμισε η Ρούλα και έκλεισε το τηλέφωνο.
Από πίσω, μαζί με το ιπποτικό «στο επανειδείν» ακούστηκε γέλιο, παιδικό γέλιο, που κουδούνιζε στα αυτιά της όλη την υπόλοιπη μέρα.
Το μοιραίο λάθος είχε διαπραχθεί. Το κατάλαβε, άμα τη εκφωνήση...
- Παναγιώτη...το Δεσπότη τον ιππότη; Πας καλά βρε, Ρούλα;
Εντάξει τον λέγαν Παναγιώτη τον Ser John, στα μικράτα του, αλλά εσύ Ser John τον γνώρισες. Ser John, χαμογελαστό, σιωπηλά μαχητικό και με ασπίδες και όπλα, ΠΑΝΤΑ, παρά πόδας.
- Εντάξει, εντάξει έχεις δίκιο, αλλά τι να κάνω η γυναίκα θέλω όλο το άλλο σετ, εκτός από τα όπλα και τις ασπίδες, ξέρεις ότι τα φοβάμαι.
- Ε, πες τον John, καλή μου. Παναγιώτη, τον ιππότη; Είναι το λιγότερο άκομψο.
- Ναι, ενώ είναι πολύ κομψό να του αφαιρέσω τον τίτλο. Τον τίτλο μωρέ; Παέννει το John χωρίς το Ser;
Αχ, αυτός ο τίτλος. Γι’ αυτό ήταν σίγουρη η Ρούλα, αυτός ο τίτλος κουβαλούσε προβλήματα. Της δημιουργούσε ένα δέος της άρεσε, αλλά και ανησυχούσε, τον φοβόταν.
Μονίμως και θέλω και δε θέλω η Ρουλίτα.
- Είναι πρόκληση που είναι Ser, εξάλλου ένας εν δυνάμει νέος διάδοχος πώς είναι δυνατόν να είναι κοινός θνητός, χωρίς τίτλο.
Και ο αγαπημένος της διάδοχος είχε τίτλο. Εκείνος ήταν Σπάνιος, πραγματικά σε όλα του. Μέχρι και στη μαλακία του, μη χέσω. Πόσο τον ερωτεύτηκε και πόσο του τα ‘χε μαζεμένα. «Ευκαιρίες, τέλος αγαπημένε μου Σπάνιε διάδοχε. Σε κυνήγησα και μας έκλαψα μέχρι αηδίας. Σειρά έχει άλλος τώρα.»
Γκασμάς και πάλι γκασμάς η πριγκιπέσσα.
Αυτό που ξέρω αυτό εμπιστεύομαι, αδέρφιααα!
Τον ήθελε, λοιπόν τον τίτλο. Της άρεσε και το αγωνιστικό κομμάτι του. Θάρρος, αποφασιστικότητα, εκστρατείες, μάχες, νίκες, αυταπάρνηση, δέσμευση, λάβαρα, δόξα, αλλά αναίμακτα, παραμυθένια, χωρίς ήττες, ακόμα μια φορά γιαλαντζί, Ρουλιώ.( Γυάλιζε, γυάλιζε, κοπέλα μου. Καλά πας.)
- Αφού σου λέω τα φοβάμαι τα όπλα και τα αίματα. Θα του ζητήσω να μου δείξει, να μου μάθει να μην τα φοβάμαι. Εξάλλου δεν αντέδρασε, όταν τον είπα Παναγιώτη, ο καλός μου ιππότης, μπορεί και αυτός να θέλει να αφήσει τα όπλα του για λίγο, μεγάλωσε κι αυτός, μπορεί να κουράστηκε να είναι φορτωμένος συνέχεια.
- …Ωραία ,από κει που το μπέρδεμα ήταν αν ήρθαμε να βρούμε γκομενάκι ή αίσθημα, τώρα ψάχνουμε για δάσκαλο στις πολεμικές τέχνες κι αυτόν gay, κάγχασε η Ζαχαρούλα, που γυάλιζε τα εξάσφαιρά της στο τραπέζι της κουζίνας.
Ω, ρε γλέντια! Μεγαλειώδης θολούρα.
Σε μια προσπάθεια να πέσουν τα γράδα της αγωνίας και της προσμονής η Ρούλα επιδόθηκε σε έναν εξαντλητικό ποδαρόδρομο διάρκειας εφτά ωρών για όλη την υπόλοιπη μέρα. Το βράδυ παρακολούθησε, τρόπος του λέγειν και μια οπερέτα, μάπα το καρπούζι, προσπαθώντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις και να συνδυάσει τον εν δυνάμει άρτο με ένα σίγουρο θέαμα.
Γύρισε στο σπίτι κατάκοπη. Ούτε λόγος για ύπνο. Προείχε το γυάλισμα, το οποίο συνόδευσε με ένα ενδελεχή αναμάσημα των δεκαπέντε, άντε είκοσι λέξεων που της χάρισε ο καλός της και της περιρέουσας ατμόσφαιρας. Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα, τουρλουμπούκι στον εγκέφαλο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου