«Άντε καλή Σαρακοστή καλόπαιδο» του είπε κατεβαίνοντας τις σκάλες του υπογείου.
Το καλόπαιδο αντευχήθηκε, χαμογελαστά, από τον πάγκο του και συνέχισε τη δουλειά του.
Ο ουστάς κάθισε στη σέγα του, άρχισε να ψέλνει τα αγαπημένα του μεγαλοβδομαδιάτικα και να κόβει σφεντονούλες. Σε κανένα δίωρο σηκώθηκε, τίναξε τα ρούχα του και του΄πε: «Μάστορα, εγώ το ‘βγαλα το μεροκάματο και σήμερα».
«Καλό καφέ, ουστά. Ευχαριστώ.» είπε το καλόπαιδο.
Έκανε ν’ ανέβει προς το φως, κοντοστάθηκε και έψαξε με τα μάτια τον πάγκο του.
«Φτου σκόρδα, τζιτζί τον έκανε! Πεντακάθαρος μ’όλα τα εργαλεία σε παράταξη. Έτοιμα να βρεθούν! Να βγάλουν το μεροκάμματο.» μονολόγησε ο ουστάς.
Έσκυψε… σήκωσε τα μπατζάκια του ως τον αστράγαλο, έβγαλε παπούτσια και κάλτσες.
Το μαστροκαλόπαιδο τον παρακολουθούσε με την άκρη του ματιού του, χαμογελώντας.
Πήρε την τανάλια του από τον μπάγκο έβαλε το πόδι του στην καρέκλα κι άρχισε να κόβει τα νύχια του.
«Αχ, το φχαριστήθηκα!» είπε με πονηρό χαμόγελο, τόσο δυνατά, ώστε να αχνοακουστεί στην άλλη μεριά του υπογείου.
«Ξέχασα να σε ρωτήσω, βρε καλόπαιδο» είπε κάνοντας την καθιερωμένη στάση του στη σκάλα.
«Πουλάνε, πουθενά, μεγάλους νυχοκόπτες;»
«Πουλάνε ουστά» είπε το καλόπαιδο αδιάφορα «Έχει το φαρμακείο, απέναντι.»
«Α! Έχει!... Για να το πω στο Μιχάλη το σοβατζή, που ψάχνει.»
Τετάρτη 12 Μαρτίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου