Κάπου πίσω απ’ το σταθμό.
Μεγάλη αυλή, κυκλωμένη με ψηλό μαντρότοιχο.
Δυο σειρές κάμαρες , μια στο ισόγειο και μια στον πρώτο.
Σε μια του πρώτου, νιόπαντρο ζεύγος διάγει βίον ανθόσπαρτον. Τα άνθη του βίου, τα έχει αναλάβει εξ’ολοκλήρου η μητέρα του άντρα του σπιτιού, η κυρία Φανή με την οποία το έρμο το ζεύγος μοιράζεται την κάμαρα.
Ο καθείς στον τόπο του… μην παρεξηγηθούμε κιόλας και βγει τ’όνομα στην κυρία Φανή και ποιος μας γλιτώνει;.
Η κυρία Φανή στο ντιβάνι της κουζίνας και τα παιδιά στη μια και μοναδική κάμαρη του, περίπου, σπιτιού.
Τα στόλιζε τα άνθη η κυρία Φανή στο σπίτι, καθημερινώς, εκεί, κατά το μεσημέρι που γυρνούσε ο γιόκας της απ’ τη δουλειά.
Σκούντημα με τον αγκώνα…«πες της να μη βάζει, τόσο αλάτι στο φαγητό, κάνει κακό στην υγεία», έπεφτε το ροδοπέταλο.
Νόημα με το μάτι… «Α, παπα θα τους κάψει τους ντολμάδες», μπουκέτο οι μαργαρίτες στο βάζο.
Τίναγμα του πέτου της ρόμπας… «Χάλια τα σεντόνια, γαργιασμένα», το γλαστράκι με το φούλι στο παράθυρο.
Κι ο άντρας του σπιτιού που την άκουγε τη μαμά του, την έπαιρνε, παράμερα τη γυναίκα του και της τα’λεγε όλα, για το καλό της για να γίνει καλή νοικοκυρά, σαν τη μανούλα του.
Θρύλος στη νοικοκυροσύνη η κυρία Φανή!
Μον’η μέση της δεν την άφηνε να τη βοηθήσει τη νύφη της.
Αλλά δεν μπορούσε να το καταπιεί το στραβό, θρύλος για!
Και δεν ήταν ένα και δυο. Βροχή τα στραβά της νύφης.
Μπίρι-μπίρι η κυρία Φανή στ’ αυτί του γιού της και ‘κείνος στ’αυτί της γυναίκας του και πίσω πάλι στ’αυτί της μανούλας.
Ώσπου απηύδηζε η νύφη, απαρατούσε νεροχύτη, ποδιά, μάνα και γιο και κλεινόταν στην κάμαρη.
Ο γιος πήγαινε ξοπίσω της να την παρηγορήσει, την αγαπούσε τη γυναικούλα του.
Κι έμενε μόνη στην κουζίνα η κυρία Φανή να μονολογεί.
«Αχ, Φανή μου. Τι θες κι ανακατεύεσαι και γίνεσαι κακιά, κάθε μεσημέρι;»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου