4 το χάραμα. Φθινόπωρο. Μπροστά στον υπολογιστή ο παίκτης του Ζούμα αγωνίζεται για το νέο ρεκόρ.
Τασάκι φουλ σε σχήμα βουναλακίου, ΕΡΑ να σιγοακούγεται, ποτό τελειωμένο, δωμάτιο σκοτεινό.
Κινήσεις καταγράφονται, μόνο από τα πετ του σπιτιού το ποντίκι, το βατραχάκι του παιχνιδιού και τις κόκκινες, μεταμοντέρνες Ιωάννες της κουζίνας και όχι μόνο, που , μετά το καυτό καλοκαίρι, είχαν, δόξα το Θεό, λύσει το δικό τους δημογραφικό και εξαπλωθεί σ’όλο το σπίτι.
Στο δρόμο ταγμένος οπαδός του, εν εξελίξει, αγώνα, μόνο το κίτρινο φως του δήμου να φωτίζει, σεμνά και ταπεινά τα δυο εκ δεξιών δίπατα του ‘70 και τις κοντινές νεόδμητες οικοδομές του προσφυγικού σοκακιού, που είχε άρτι ανακαινισθεί και μεταμορφωθεί, σε μεγάλο πεζοδρόμιο.
Ψυχή πουθενά.
Ο παίκτης, αφού απεγνωσμένα προσπαθεί να ρουφήξει τον πάτο του ποτηριού του, αιτείται ταίμ άουτος από το space bar του, που, ακριβοδίκαια, του το παραχωρεί.
Διασώζει, λίγο πριν το μοιραίο, τη φούσκα του, ρίχνει νέο φαρμάκι στο γυαλί του και επανακάμπτει δριμύτερος στον αγωνιστικό χώρο.
Τακουνάκι θρασύ, ακούγεται επαναλαμβανόμενα εκ δεξιών του αγωνιστικού χώρου, ολοένα και πιο ηχηρό.
«Στρέψατε επί δεεξιών. Πααρουσιάαστε!»
Κόρη ξανθή, με ελαφρύ φόρεμα και βαρύ κούνημα των κολωμερίων της εισέρχεται στον ντεμέκ πεζόδρομο.
«Μααανάρι μου!»
Σαν να τον άκουσε!
Σταματά. Γυρίζει και χαιρετάει προτάσσοντας τα στήθη της, προς το μπαλκόνι του δευτέρου.
Φτιάχνει ναζιάρικα το μαλλί της… και σηκώνει το αέρινο φουστανάκι της ντελικάτα, δαγκώνοντάς το.
Με ελεύθερα, τώρα τα δυο της χέρια η μοναχική κόρη, χουφτώνει τ’ αρχίδια της και ξιφομαχεί, άγρια, δεξιά- αριστερά στον αέρα με το νταβραντισμένο πούτσο της.
Σε λίγο, ελευθερώνει το φόρεμα από τα δόντια της και το τραβάει με περισσή σεμνοτυφία για να καλύψει και τα γόνατά της…
Στέκεται, κοιτώντας το μπαλκόνι.
Γυρίζει πλάτη. Κάνει να φύγει…κοντοστέκεται, πάλι.
Σκύβει βαθιά, ξανασηκώνει το φορεματάκι της και λικνίζει αργά και γλυκά αυτή τη φορά τον τουρλωτό ποπό της.
Του δίνει από δυο τρυφερά μπατσάκια και αποχαιρετά το μπαλκόνι μ’ ένα παθιάρικο φυσηχτό good night kiss.
«Γεια σου και σένα κόρη μοναχική!»
Το σεμνό και ταπεινό κίτρινο φως του δρόμου πετάρισε πολλές φορές, κατά τη διάρκεια του επεισοδίου…Από ειλικρινή ντροπή… Δεν έσβησε, μόνο και μόνο για να μην εκθέσει το δήμαρχο.
Τετάρτη 12 Μαρτίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου