Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

«Καινούριο κόκκινο, πορτοφόλι»


Μπήκε στο μαγαζί και ζήτησε το υποκατάστατο.
Της έβγαλε ο, αρκετά μεγαλούτσικος, κύριος, μερικά πορτοφόλια πάνω στον πάγκο.
Άφησε η κόρη την πάνινη οικολογική της σακούλα με τις εξετάσεις και τα βιβλιάρια, πάνω στον πάγκο, πιο ‘κει από τα πορτοφόλια.

Άρχισε να τα περιεργάζεται, να τα ανοίγει, να μετράει θήκες…
«Ξέρετε είδα στη βιτρίνα και ένα ακόμα κόκκινο με μια καρδιά στο άνοιγμα…δε το φέρνετε κι αυτό να το δούμε…μου φάνηκε λίγο μικρό, αλλά ας το δούμε κι αυτό»

Ο κύριος πηγαίνει στη βιτρίνα.
Επιστρέφει φέρνοντας δυο κόκκινα πορτοφόλια.
«Υπάρχει και μεγαλύτερο μέγεθος»
«Α, πολύ ωραία, ίσως αυτό να βολεύει καλύτερα…»

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της η κόρη την έκοψε ο έμπορος…
« Όταν έφυγα για τη βιτρίνα, έβγαλα 8 πορτοφόλια, τώρα τα μετράω και είναι 7…»
Τον κοιτάει αποσβολωμένη η κόρη, μένει σιωπηλή για λίγο και αφού ξαναβρίσκει τη λαλιά της, του λέει: «Λάθος θα μετρήσατε!»

«Όχι, δε μέτρησα λάθος, είμαι πολύ σίγουρος ήταν 8 και τώρα είναι 7. Να δω λίγο την τσάντα σας;» ρωτάει ρητορικά και ανοίγει την πάνινη σακούλα… και χώνει την κεφάλα του μέσα… ναι μέσα στην τσάντα σαν τα καρτούν, μην τυχόν και η κλέφτρα κόρη το ‘χει κάπου,…στη μια και μοναδική θήκη της πάνινης σακούλας, κρύψει το γαμημένο καινούριο, κόκκινο πορτοφόλι.

«Πού-ντο, πού-ντο
Το πορτο-φόλι!
Ψα-ξτο, ψά-ξτο
Κάρα-μάλακα!
Ψά-ξτο, ψά-ξτο
Δε θα - το βρεις!» τραγουδάει η κλέφτρα κόρη, περιμένοντας να δει ως, πού θα το φτάσει ο έμπορος.

Βγάζει ο καραμαλάκας, απογοητευμένος, την κεφάλα του από την τσάντα και την κοιτάει περίλυπος…

Τώρα θα σε τσακήσω, παπάρα! μονολογεί η κόρη.

Τον κοιτά ίσια στα μάτια και του μιλά, ήρεμα και αργά.
«Ωραία… είδατε τη μια τσάντα μου και το πορτοφόλι που ψάχνετε δεν είναι, μέσα… Έχω, όμως κι αυτή τη τσάντα στον ώμο μου που είναι μισάνοιχτη…Θέλετε να την ανοίξω κι αυτή να τη δείτε;»

Ζουμ στη δεύτερη τσάντα ο έμπορος, με ύφος παιδιού που θέλει το γλυκό από το βάζο και δεν το φτάνει.

Τον ψιλολυπήθηκε η κόρη.

Άρχισε να ρετάρει ο έμπορος και να ανεβοκατεβάζει τα μάτια του από τα πορτοφόλια του στην τσάντα του ώμου της.
«Ε…δε, δε…εγώ, ξέρετε να…τη δουλειά μου…τη δουλειά μου θέλω να κάνω, την οικογένειά μου…τα παιδιά μου…»

«Εσείς τη δουλειά σας και την οικογένειά σας και ‘γω την αξιοπρέπειά μου…όσο γίνεται» απάντησε η κλέφτρα.

«Φαίνεται δε μέτρησα καλά…γεράματα, βλέπετε…συγγνώμη…» προσπάθησε να το σώσει ο γηραίος εμποράκος.
«Εντάξει, αφήστε το…»

Σκέφτηκε να φύγει η κόρη…

Όχι, όχι δε θα γλιτώσεις, έτσι εύκολα απ’ τα νύχια μου. Θα συνεχίσεις να με σερβίρεις και να πουλάς τις συγγνώμες σου για να κάνεις τη δουλειά σου, για την οικογένειά σου, παρακαλώντας με να αγοράσω το κόκκινο πορτοφολάκι σου. Και θα φτάσει η ώρα της τιμής, που τιμή δεν έχει και χαρά σ’όποιον την έχει και η κλέφτρα κόρη θα κάνει και το παζαρλίκι της και θα το τραβήξει…ως τη βρύση θα σε πάει εμποράκο κι αν δεν της κάνεις το χατήρι θα σ’αφήσει, τότε, σύξυλο μπροστά στα πορτοφολάκια σου να τα μετρήσεις με την ησυχία σου…

Λάθος ώρα εμποράκο, λάθος ώρα διάλεξες να την κάνεις την πατατιά. Όλο τον πόνο, το φόβο και το θυμό της κόρης για την εγχείρηση θα τον εισπράξεις… CASH!

Συνέχισε να τα κοιτάει τα πορτοφολάκια, αργά, βασανιστικά αργά…

«Συγγνώμη, με συγχωρείτε, πώς έγινε…δεν τα μέτρησα καλά…»
«Δεν είπαμε θα το αφήσουμε, θα προσποιηθούμε ότι δεν έγινε…θα το ξεχάσουμε;» του είπε η κόρη, σφάζοντάς τον με το μπαμπάκι, ξανά.
«Δίκιο έχετε, καλά λέτε να το ξεχάσουμε» είπε ξαλαφρωμένος ο εμποράκος, σίγουρος, μάλλον ότι θα την κάνει την πώληση και τη δουλειά του.

Μη χαλαρώνεις, καλέ μου εμποράκο…όχι ακόμα.

«Λοιπόν αυτό μου αρέσει…» είπε η κόρη…και ο εμποράκος…άρχισε τα …σάλια…
«Πολύ καλό, δερμάτινο, μάρκα…καλή επιλογή…κυρία μου…»

«…Και η τιμή του;» ρώτησε η κλέφτρα κόρη, κρατώντας το καρτελάκι που έγραφε 48 ευρώ.
«Για σας και επειδή…καταλαβαίνετε…επειδή…»

« Ναι, τι καλύτερη τιμή μπορείτε να κάνετε;» τον έκοψε η κόρη, μην τυχόν ακούσει «και επειδή σας συμπάθησα», γιατί δε θα τη γλίτωνε τη μπούφλα ο εμποράκος.
«Για σας 43 ευρώ» είπε ο εμποράκος, χαμογελαστός, ευχαριστημένος με τον εαυτό του, για την πολλή καλή προσπάθειά του.

Πήρε η κόρη το πορτοφόλι στα χέρια της για να τον σιγουρέψει παραπάνω και σήκωσε το κεφάλι, ξανακοιτώντας τον, μετά από ώρα, στα μάτια.
«Σαράντα ευρώ, μπορώ να σας δώσω» του ‘πε η κόρη, ελπίζοντας ότι θα αρνηθεί και θα πραγματοποιήσει την πρότερη θυμωμένη φαντασίωσή της.

«Χωρίς απόδειξη, εντάξει» της είπε χωρίς καμιά σκέψη ο λυκέμπορος.
Διπλή χαρά για την κόρη, δυο φαντασιώσεις μια για τον εμποράκο και μια για την κολωεφορεία!

Τον πλήρωσε, έβαλε το καινούριο κόκκινο πορτοφόλι στην τσάντα της κι έφυγε.
Δεν ευχαρίστησε, ούτε ο εμποράκος, ούτε η κλέφτρα κόρη.

Μπήκε στο αυτοκίνητο…χαρούμενη, θλιμμένη, μπερδεμένη, νικήτρια, χαμένη…δεν ήξερε.

Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ήθελε να απομακρυνθεί απ’ το κωλομάγαζο, που προσπαθούσε να κάνει τη δουλειά του…για την οικογένειά του…για τα παιδιά του.
Προχώρησε, λίγο με τ’ αυτοκίνητο, βρήκε πιο κάτω παρκάρισμα…έκανε αριστερά…άναψε alarm και τσιγάρο.

Πήρε βαθιά ανάσα κι άρχισε να αδειάζει το παλιό ροζ ταλαιπωρημένο πορτοφολάκι της.
Λεφτά λίγα, αποδείξεις πολλές, κάρτες, πολλές ανενεργές, μία ντούρα, χαρτάκια διάφορα, το φλουρί από τη βασιλόπιττα…όλα χύμα στο κάθισμα του συνοδηγού.
Έκατσε και τα κοίταξε για λίγο…τι να κρατήσω, τι να πετάξω…το μόνιμο δίλλημα…
Με την σίγουρη απάντηση…
Δε θα πετάξω τίποτα…τι το πήραμε κοτζαμάν καινούριο, κόκκινο πορτοφόλι;

Πήρε την τρομερή της αγορά στα χέρια και άρχισε να αδειάζει, με ευλάβεια, όλα τα διαφημιστικά χαρτάκια του καινούριου κόκκινου πορτοφολακίου. Ατελείωτα!
Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο…χύμα κι αυτά στο κάθισμα του συνοδηγού…Τελειώσαμε επιτέλους;

Και μια τελευταία θήκη…

Κάρτα άσπρη με φωτογραφία έγχρωμη, ολοκαίνουρια με τις σφραγίδες της, με τα όλα της.

ΥΠΟΥΡΓΕΊΟΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΤΑΜΕΙΟΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ
ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΩΝ

ΚΑΡΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΑΣ ΕΙΣΟΔΟΥ

ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ

ΗΜΕΡ. ΛΗΞΗΣ 2010


Α, το ρουφιάνο, τον κλεπταποδόχο! Που για τη δουλειά του την οικογένειά του τα παιδιά του, τα κάνει όλα.

Το κλαίει η γυναίκα το ολοκαίνουριο πορτοφόλι της και την κάρτα της, μαζί.

ΡΟΥΦΙΑΝΟΕΜΠΟΡΑΚΟ, ΕΝΤΙΜΕ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΡΧΗ
ΜΑΣ ΝΙΚΗΣΕΣ!
ΞΑΝΑ!

Θα σου τη φυλάξω συναδέλφισσα την κάρτα. Ο κόσμος είναι μικρός, μπορεί και να συναντηθούμε. Και θα σου εξηγήσω, θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω…πως δεν ήμουν εγώ η κλέφτρα κόρη. Ελπίζω να με πιστέψεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: