Κυριακή 23 Μαρτίου 2008

(7)


Και ήρθε … από πίσω της…

Τον είδε σε απόσταση αναπνοής, μια που ακολούθησε, όπως πάντα πιστά τις οδηγίες των ανωτέρων και έμεινε ακίνητη, στη θέση που τη βρήκε το τέλος της πιρουέτας. Πλάτη στο δρόμο και μάτια ερμητικά ανοιχτά να κοιτούν, μόνο μπροστά, προς την είσοδο του εμπορικού κέντρου. Μη δεν τον δει, μην τον χάσει…

Ήταν μανούλα στο ζουμάρισμα. Της ξέφευγαν, βέβαια έτσι, κάποιες μικρές, ασήμαντες λεπτομέρειες, όπως, ότι πίσω από την πλάτη της, στην άλλη μεριά του δρόμου υπήρχε άλλο μισό εμπορικό κέντρο με άλλη είσοδο και ένα ντιζαϊνάτο, τζαμένιο κυριολεκτικά, καφέ σε σχήμα ελαφριάς αψίδας να ενώνει, ακριβώς πάνω από το κεφάλι της τα δυο μισά εμπορικά κέντρα. Το δικό της και το δικό του.

Μπερδεύτηκε και πάλι. Θεϊκό ή του ακατανόμαστου αυτό το σημάδι; Θεϊκό, γιατί ενώνει, το πιάσατε τσακαλάκια το υπονοούμενο ή του ακατανόμαστου, γιατί δυο πόρτες έχει η ζωή άνοιξα μια, άλλη εγώ, άλλη αυτός και μπήκα;

-Βρεθήκαμε, επιτέλους…

Φωνή ίδια καθησυχαστική, χαμόγελο ίδιο γλυκό, μάτια ίδια λαμπερά, αγκαλιά ίδια απλόχερη, φιλί ίδιο μάγουλο με μάγουλο. Έκανε δυο βήματα πίσω η Ρούλα , μετά το φιλί , προσπαθώντας να δει καλύτερα, αν άλλαξε κάτι.

Ολοφάνερα άλλαξε. Η κατηγορία! Μεγαλύτερη, πραγματικά large, όπως της άρεζε, κατηγορία βουνού. «Αν ο άντρας δεν είναι το λίγο λίγο εκατό κιλά, τι να τον κάνεις; Μισοριξιά, παιδί μου;» έλεγε η σοφή βασιλομήτωρ. Χάθηκε η Ρούλα. Είχε κι αυτή τα πιασιματάκια της, πολλά, αλλά από μπόι… το περίμενε, ακόμα.


- Αχ, βρε Παναγιώτη, άτιμο πράμα το timing , ξεφόρτωσε η Ρούλα.
- Θα το βρούμε που θα πάει, υποσχέθηκε…

σού έφερα και ένα δώρο για το καλωσόρισμα, της είπε,δίνοντάς της το πρόγραμμα με τις ιπποτικές γιορτές του έτους, φιλοτεχνημένο κατά τον παραδοσιακό τρόπο και ένα προσωπικό του cd με ιπποτικά εμβατήρια.
-Ευχαριστώ είπε, λιωμένη η Ρούλα.

Ήταν να μην του δώσεις δώρο αυτού του παιδιού!
Ότι να ‘ταν. Δεν είχε σημασία. Αρκεί, που της έδινες σημασία. Τα κοιτούσε, τα περιεργαζόταν, τα χάιδευε, ένα πράγμα σαν τους ιθαγενείς με τις χάντρες.

Η Ζαχάρω και η Ζαχαρούλα έτρεξαν δίπλα της να δουν κι αυτές. Τα δώρα ήταν, ακόμα ένα πράγμα που της ένωνε.

Γύρισαν το πρόγραμμα πάνω, κάτω, το φυλλομέτρησαν. Γύρισαν το cd μπρος, πίσω. Τσουρουφλίστηκαν!

Η φωτογραφία του ιππότη, από την εποχή του παλιού κάστρου, δέσποζε στο πίσω μέρος του, καλά μέχρις εδώ, μαζί με μια τρυφερή του αφιέρωση προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του.

Τα κορίτσια απομακρύνθηκαν.

-Ευχαριστώ, ξαναείπε, τουρτουριασμένη, αυτή τη φορά και έβαλε
τα δώρα στην τσάντα της.

Η υπόσχεση όμως μετράει δε μετράει; Έλα, βρε Ρούλα, χιούμορ έκανε ο άνθρωπος. Ρούλα εναντίον Ρούλας αυτή τη φορά.

Τα κορίτσια ήταν παραπίσω με τα χαρτομάντηλα ανά χείρας.

- Πάμε να τον πιούμε τον καφέ που λέγαμε; ρώτησε ρητορικά ο
ιππότης και άρχισε να περπατάει μπροστά, αφήνοντας την πριγκιποπούλα ξοπίσω του.

-Α, δεν αρχίσαμε, καλά κύριε ιππότα, είπε ο killer.
- Σταμάτα, βρε ξερωόλα, είπε σφίγγοντας τα δόντια η Ρούλα. Θα μας ακούσει, θα τα κάνει πάνω του και το παιδί και ποιος μας ξεπλένει, έπειτα. Μπορεί να είναι το ιπποτικό πρωτόκολλο. Πως ήταν οι δικοί μας, οι Κολοκοτρωναίοι «καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε, καβάλα τρων αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι»; Το ιπποτικό μπορεί, να ναι «μπρος πάει ο ιππότης ο στητός, πίσω του, ενωμένος ο λαός, ακόμα πιο πίσω τους ο κουρνιαχτός και πάραπαραπίσω τους η πριγκίπισσα να φωνάζει «Περιμέντετε, καλέ, περιμέντετε»».

- Όφουου, καλά μας έπεισες, είπε η Ζαχαρούλα και πήρε το παιδί από το χέρι. Σιχαινόντουσαν κι δυο τα μαθήματα.

Όλη η διαδρομή, ευτυχώς ολιγόλεπτη, μέχρι το νέο καφέ έγινε βάσει του πιθανολογούμενου ιπποτικού πρωτοκόλλου. Φτάνοντας στην πόρτα στάθηκε, επιτέλους ο ιππότης, μέριασε χαμογελαστά και με ελαφριά κλίση του κεφαλιού, άφησε την πριγκιπέσσα να περάσει.

- Δε σε χωράν οι πόρτες Ρούλααα, φώναξε η Ζαχαρούλα σφυρίζοντας, αλανιάρικα. Μωρέ, λες να ‘τρεχε ο καψερός για να προλάβει την πόρτα. Μυστήριο τρένο ο τύπος, μονολόγησε και τράβηξε τη Ζαχάρω μέσα στο καφέ, λίγο πριν της έρθει η πόρτα κατακούτελα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: