Κυριακή 23 Μαρτίου 2008
(5)
Έβγαλε το κινητό από την τσάντα να δει την ώρα, με χέρια τρεμάμενα.
- Βρε, Ρούλα, τι έπαθες από τώρα τρέμεις;
- Καλέ, δεν, δεν…δεν τρέμει το χέρι μου, αυτό τρέμει.
Α,α η δόνηση που ενεργοποίησε το στερνοπούλι του παλατιού. Γαμώ το μου, θα μου πέσει. Ωχ, ωχ, ακούγεται, κιόλας. Μα είναι νωρίς ακόμα, είναι δώδεκα η ώρα.
-Άσε, βρε Ρούλα το τηγάνι και πιάσε το ντιβάνι, που λέει και το άσμα, δες ποιος είναι κι άσε την ώρα.
- Ο ο ο Παναγιώτης
-Δεν παίζεται η γυναίκα… Ποιος περίμενες, να ‘ναι.
ΣΗΚΩΣΕ ΤΟ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!!!
-Ναι, ναι… sorry no answer
ΓΕΙΤΟΝΟΙ ΓΙΑ ΔΕ ΜΑΚΟΎΤΕ;;; Θα σκάσω, ποιον να πετάξω, αυτό το παλιόπραμα ή εμένα.
Καλά να πάθεις Ρούλα έχεις κοροίδεψει κόσμο και κοσμάκη γι’ αυτό το «κουνητό».
«Τι αδυναμία είναι αυτή, τι υποταγή σε εξαρτήσεις, πως κάναμε τόσα χρόνια χωρίς αυτό;»
Κι όταν το βαλες πριν έξι μήνες στην τσάντα σου, κάνοντας τον Κινέζο δε χαλάλισες, ούτε μια στιγμή να το μάθεις «σιγά μην ασχοληθούμε με το κωλόπραμα»…Σσς δεν μας ακούει κανείς Ρουλίτα, η τεχνολογία δεν είναι το φόρτε σου. Σε δυσκολεύει και τη φοβάσαι. Φάε τα λυσσακά σου τώρα και τσάκωσε τον καπνό από τα μπατζάκια σου που καίγονται για να στείλεις σήματα στο χριστιανό, που θέλησε να σε δει νωρίτερα.
Ψυχραιμία, κοπέλα μου, δεν το έχεις συνηθίσει, δεν είναι και τεφαρίκι, «αυτό το πράμα, όταν μεγαλώσει, ονειρεύεται να γίνει κινητό» δε λέει το στερνοπούλι; Μόνο έξι μήνες το ‘χεις κι αυτό σε ημιαχρηστία. Είσαι και ταραγμένη, πάνε χρόνια που δεν έπαιξες, (α, ρε Σπάνιε διάδοχε…που ‘σαι μωρέ; Όταν σε φωνάζω να ‘ρχεσαι. Πρωτοβουλίες, μόνο, μην παίρνεις.), είναι και οι αναμνήσεις από το παλιό κάστρο… σου ‘πεσε βαρύ.
-Έλα, καλημέρα, δεν το πρόλαβα προηγουμένως.
-Καλημέρα .Που είσαι… τελείωσα νωρίτερα και είπα να σε πάρω.
-Μόλις φεύγω από το παλιό κάστρο. Εσύ που είσαι;
-Στο εμπορικό κέντρο, δίπλα στο σταθμό.
-Σε δέκα λεπτά, το πολύ, μπορώ να είμαι εκεί.
-Θα σε περιμένω στο καφέ του εμπορικού κέντρου.
Αχ, Παναγίτσα μου, ποιο καφέ, καλά, καλά το εμπορικό κέντρο δεν θυμάμαι, το τηλέφωνο είναι και με κάρτα, δεν ξέρω πόσες μονάδες έχω, πώς να ρωτήσω, τα χέρια μου άρχισαν να ιδρώνουν… Θα χαθούμε, είμαστε ένα τσιγάρο δρόμος, μακριά και θα χαθούμε.
-Εντάξει κατεβαίνω.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου