Ο ξανθός ουστάς σηκώθηκε πολύ πρωί. Πήρε το κατσαρολάκι του για το μεσημέρι, έβαλε το κεφάλι κάτω κι έφυγε. Κι όπως κατέβασε το κεφάλι εκείνη τη Δευτέρα, που ‘δωσε το λόγο του, το ξανασήκωσε ένα χρόνο μετά, στον ημιεπίσημο αρραβώνα.
Πελέκημα, πελέκημα, πελέκημα, αμίλητος. Μόνο στο σχόλασμα σήκωνε λίγο κεφάλι για να δει τη φρεγάτα και να τη συνοδέψει στο σπίτι, με τα πόδια. Και στο δρόμο θυμόταν το κρητικάτσι το φίλο του απ’ το στρατό και της σιγοψιθύριζε
«Θα κατεβώ στο Φόδελε να πάω να βρω το Γκρέκο για να σε κάνει ζωγραφιά φρεγάτα μου. Πάντα μου να σε βλέπω»…
Και έλιωνε η μάνα , γελούσε και περίμενε…
Όταν έφταναν στο σπίτι την αποχαιρετούσε, τώρα, από την πόρτα της αυλής. Έψαχνε και το νουνό να τον δει στο παράθυρο με το βιβλίο του. Του χαμήλωνε το κεφάλι κι αυτός ανταπέδιδε το χαιρετισμό. Δεν τον καλούσε μέσα. Η δασκαλίτσα ήταν στη μισάνοιχτη εξώπορτα και τους παρακολουθούσε. «Βρε το παπαδάκι, μουλάρωσε! Λες να μην μπει, μέχρι να τη στεφανωθεί; Και τα μαχαίρια μου τι θα γίνουν;»
Μην ανησυχείς δασκαλίτσα έχεις το λυκάκι. Είστε αχτύπητο δίδυμο οι δυο σας. Εσύ ξέρεις πολύ καλά να την πετάς τη μπανανόφλουδα μπροστά στα πόδια του κι αυτό δεν ξέρει άλλο… από το «να την πατάει» και να γκρεμοτσακίζεται.
Το ματς άρχιζε με το κλείσιμο της πόρτας και τράβαγε όσο άντεχε το δίδυμο.
Κύλησε η χρονιά, μαζεύτηκαν τα λεφτά για τη δεύτερη προίκα ετελέσθη το μυστήριο. Έφυγε και η δεύτερη κουνιάδα για το νέο χωριό της με συγκρατημένη, πολύ συγκρατημένη, αισιοδοξία. Αυτή τη δεύτερη τη δόλια, ούτε τη ρώτησαν. Τα κανόνισε όλα ο μεγάλος. Έπρεπε όλα να γίνουν γρήγορα, μη το ξανασκεφτόταν και το κελεπούρι.
Σε όλους το είχε διαλαλήσει το μαντάτο ο μεγάλος. Στους συνεταίρους του, στους συνεργάτες…στον ξάδερφο στο χωριό στην αγαπημένη του, μεγάλη αδερφή. Μια συνεχής δήλωση της εν δυνάμει, πια καλέ εν δυνάμει, εμείς όλα μαζί τα κάνουμε, είμαστε δεμένη οικογένεια, αγαπιόμαστε… Μια συνεχής δήλωση της νέας, θεόσταλτης γκαβάντζας…Αλλιώς σε μετράνε στην αγορά, όταν έχεις οικονομική επιφάνεια!
«Χέζε και δεμάτιαζε», γεια στο στόμα σου βρε δασκαλίτσα. Το ‘χες δει εσύ το όνειρο αλλά, «Kime anlatirsin;» που έλεγε κι ένας πικραμένος γείτονας από την πατρίδα.
Και έδωσες και τη λίρα, για του ονείρου το αληθές, μπας και χαλαρώσει το παπαδάκι και μπει στο σπίτι.
Και το πήγες λάου-λάου στην αρχή, γαμπρέ μας και παληκάρι μου.
Χαλάρωσε το παπαδάκι, όχι πολύ, την πισινή του την κρατούσε, ένεκα και τα κατηχητικά, αλλά άρχισε να μιλάει για το καινούριο σπίτι στο παλιό.
Τους παίνευε και το νουνό και τη φρεγάτα και τη δασκαλίτσα την είχε για ανέκδοτο. Του άρεζε του πατέρα να κάνει τους άλλους να γελούν.
Όλοι γελούσαν με τη δασκαλίτσα και τα καμώματά της κι η μάνα η Λέγκω κι τρίτη κουνιάδα και το μυστικό. Γελούσε πολύ ο μικρός. Ρωτούσε συνέχεια να μάθει τι καινούριο έκανε και τι καινούριο είπε. Και ‘κείνη δεν έχανε ευκαιρία να τον ρωτήσει το γαμπρό τι κάνει το παιδί, αν βρήκε δουλειά και πως είναι στην υγεία του. Από ενδιαφέρον.
Κι όσο ο πατέρας τα μασούσε, τόσο εκείνη ρωτούσε κι ο πατέρας κοκκίνιζε και ίδρωνε.
Ο μεγάλος έκανε τους λογαριασμούς του και ρωτούσε μόνο για τον Αμερικάνο. Από ενδιαφέρον κι αυτός.
«Τα σέβη μου στον καλό νουνό και να τον προσέχεις» ήταν η οδηγία.
Την παντρέψαν και την τρίτη την κουνιάδα μ’ένα βλάχο απ’ το πουστοχώρι και επέστρεψε, μόνη στα πάτρια εδάφη, στον άλλο μαχαλά στο σπίτι του πεθερού της.
Τότε έκανε και την πρώτη της δημόσια, επίσημη εμφάνιση, η φρεγάτα και η Λέγκω τους έδωσε την καλή κρεβατοκάμαρα και άναψε για τη μάνα το καζάνι για να κάνει μπάνιο. Της έδειξε ν’ανοίγει και φύλλο, για την περπατόπιτα. «Να’σαι έτοιμη, κορίτσι μου.» της είπε.
Ετελέσθη και το τρίτο μυστήριο, βαλαντωμένη στο κλάμα η τρίτη κουνιάδα…από χαρά, είπε ο πεθερός στο καφενείο του πουστοχωρίου.
Όλα ήταν τακτοποιημένα, τώρα κι ο μεγάλος δήλωσε έτοιμος να γίνει κουμπάρος και να κάνει δώρο και το πλυντήριο.
Μια αναποδιά του ‘τυχε, λίγο πριν, ανέλαβε εν τέλει ο νουνός τα έξοδα του γάμου και η αγορά του πλυντηρίου αναβλήθηκε επ’αόριστον.
Πήρε πρέφα η δασκαλίτσα, το’πε το λογάκι της, πιαστήκαν πρώτη φορά με το γαμπρό. Η λίρα άρχισε να βολτάρει από το κομοδίνο του γαμπρού, στο κομοδίνο και στην τσάντα της δασκαλίτσας και τούμπαλιν.
Κάθε που το’λεγε το λογάκι της η δασκαλίτσα ο πατέρας επέστρεφε τη λίρα στο κομοδίνο της. Έκείνη την έβαζε στην τσάντα της. Κι όταν της περνούσε την άφηνε πάλι στο κομοδίνο του.
Θυμωμένη έφυγε η δασκαλίτσα, με τη λίρα στην τσάντα της.
Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου