Σάββατο 29 Μαρτίου 2008

(3)



Το χάρηκε ο πιστολάς, άνοιξε το μάτι του και, λίγο, το αερόστατό του, καλά διπλωμένο για χρόνια.

Γύρισε στην ψωροκώσταινα ικανοποιημένος. Έκρυψε τις μπαλάσκες του στη βαλίτσα, είχε ένα χρόνο να τις χρησιμοποιήσει. Τώρα, έπαιζε κι αυτή. Δεν είχε καιρό για πισώπλατα πιστολίδια σ’ αυτούς που την άφηναν μόνη και γινόταν Λούης…Κράτησε, μόνο το αγαπημένο του σουγιαδάκι, ο killer, κρυμμένο στην τσέπη του…για καλό και για κακό.

Έψαξε τις τέσσερεις, εφηβικές της συντρόφισσες στην αγαπημένη τους γιάφκα. Τις είχε πεθυμήσει. Ήταν όλες παράφωνες, πολλές φορές και άφωνες στην κραυγαλέα, γκλαμουράτη κουστωδία του παλιού τους σχολείου. Αυτή η παραφωνία και η σιωπή τις ένωσε, τις κράτησε δεμένες, θλιμμένα, θυμωμένα, σφιχτά, μέσα και έξω από το σχολείο. Τόσο σφιχτά που τον πιστολά, κάποιες φορές, τον κατάπινε η γιάφκα…

Κατέβηκε στα παλιά στέκια με χαρά, με αγωνία να τους βρει, να τους δει…να την δούνε…Ήταν δύσκολα, εκεί, δυο χρόνια.... Τους είχε πεθυμήσει, γαμώτο…πολύ.
Στο ίδιο τραπεζάκι, στο αμαρτωλό καφέ, παρήγγειλε και περίμενε. Φάνηκαν απ’ τη γωνία, πιασμένοι χέρι, χέρι. Αγαπημένο ζευγάρι οι εφηβικοί της σωματοφύλακες, της άρεσε να τους βλέπει, τους καμάρωνε. Από κοντά, πάντα, οι δυο τους… Και δίπλα της. Με νοιάξιμο, με αγάπη.

Είχαν, για κείνη, ξεχωριστή θέση στη γιάφκα. Η σωματοφύλακάς της, έχαιρε ιδιαίτερου σεβασμού και εκτίμησης από όλο το κλειστό κλαμπ των εφηβικών συντροφισσών. Επάξια είχε κερδίσει τον τίτλο του αρχηγού στη μυστική ψηφοφορία…ένα ψιλολάδωμα το’ ριξε, βέβαια, όπως και η ίδια παραδεχόταν, γελώντας, «μη ξεχνάμε και τις αρχές της φυλής».

Κι όταν ζευγάρωσε η αρχηγός, υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες, όλες, τον έρωτα στο κλαμπ. Ο φουλ ερωτευμένος, τότε, σωματοφύλακας, τις κοιτούσε στην αρχή, με μισό μάτι ο άνθρωπος, με το δίκιο του. «Τι’ν τούτα τα ζαβά;» πιθανολογούσαν ότι θα αναρωτιόταν. Ρωτούσαν, επίμονα την αρχηγό και ‘κείνη απαντούσε με το γνωστό διφορούμενο χαμόγελο και το ανασήκωμα του φρυδός. Σφίγγα, από παιδί η αρχηγός, δύσκολα της έπαιρνες κουβέντα.

Με τον καιρό τις ανέχτηκε, τις έμαθε τις συνήθισε, επειδή, ίσως αγαπούσε τες και η αρχηγός, …δεν ξέρω, πως έγινε. Πάντως έγινε. Ο εφηβικός σωματοφύλακας και των πέντε και τις φρόντισε και τις αγάπησε, πολύ. Όλες.

Άρχισε να συνοδεύει όλο το τσούρμο της αρχηγού. Μέχρι και διακοπές πήγαιναν, μαζί. Το τσούρμο της αρχηγού και ο σωματοφύλακας. Καμιά φορά ερχόταν κανάς ξέμπαρκος φίλος του για βοήθεια, αλλά λάκιζε σύντομα. Ήθελε επιμονή, κουράγια και κόπο το κουμάντο του τσούρμου. Δεν ήταν εύκολη δουλειά. Τα είχε και τα τρία ο σωματοφύλακας, σε πολύ απόθεμα. Ο τρόπος του ‘λειπε, από παιδί, έλεγε η αδερφή του, αλλά του το σχωρνούσαμε, με αγάπη.

…Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν στο καφέ, ήπιαν στην υγειά τους και στο σκάσιμο των οχτρών τους, όπως συνήθιζαν. Σαν να μην είχε περάσει ώρα, σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα, «μόνο, εγώ» μονολόγησε, με πονηρό χαμόγελο ο killer. Θα τους τα πω όλα, για το παιχνίδι για την επιτυχία για την ικανοποίηση. Θα τους αρέσει, θα χαρούν, θα με καμαρώσουν. Αλλά όχι σήμερα…σήμερα είναι ξεχωριστή μέρα. Είναι γιορτή.
Μαζεύτηκαν και οι έττερες συντρόφισσες. Ήπιαν, τσούγκρισαν, είπαν, γέλασαν, θυμήθηκαν.


Όλα, πολύ. Όλα μαζί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: