Κυριακή 16 Μαρτίου 2008
«Ψευτ’…απατεώνα»
Δασκαλίτσα μετατίθεται στο βουνό, σε πολύ ψηλό βουνό και αναλαμβάνει διευθύντρια του εαυτού της στο μονοθέσιο του χωριού.
Παιδιά 7. Ένα σε κάθε τάξη και δυο στην πρώτη, Βαγγελίστρα μου!
Επιλέγει, τρομάρα της να νοικιάσει στο χωριό.
Ένα χουρντά αυτοκίνητο είχε, δεν την πολυάκουγε…ίσα ίσα για τα σαββατοκύριακα, για την επιστροφή στον πολιτισμό…τα νοίκια ακριβά στην πόλη, ο μισθός της ρόϊδο…νοίκιαζαν κι άλλο για τα σαββατοκύριακα…
Επέλεξε να μείνει στο χωριό!
Σπίτι καινούριο, επιπλωμένο, μεγάλο δυο δωμάτια, κουζίνα, μπάνιο…και σοφίτα, απέναντι από το σχολείο το πρώτο σπίτι του χωριού. Με τα σεμεδάκια του, με τα όλα του.
Μόνο, σκοτεινό, παγωμένο.
Μια μικρούλα σαν διακοσμητική ξυλόσομπα στο ένα δωμάτιο…Σάμπως ήξερε να την ανάβει;
Ήδη από την αρχή του Οκτώβρη τα πράγματα σκούρηναν.
Χλώμιασε η δασκαλίτσα!
Την ημέρα της Εθνικής Επετείου αναφώνησε τον πανηγυρικό λόγο στην εκκλησία και βούρκωσε, γιατί εκείνη είχε πει το ΝΑΙ στη μετάθεση.
Την είδαν οι μαμάδες των μαθητών της, την λυπήθηκαν την κάλεσαν για το γιορτινό καφέ.
Πήρε η δασκαλίτσα κάτι μπισκότα της συμφοράς από το «σαν μπακάλικο» του χωριού και σοκολάτες για τα τρία παιδιά της οικογένειας. Κίνησε για τη βεγγέρα.
Τα παιδιά ήταν και τα τρία στην αυλή. Οι δυο μαθητές της και ο μικρός τους, Μίμης, που πήγαινε στον παιδικό σταθμό.
Τους έδωσε τις σοκολάτες.
Ο Μίμης πανηγύρισε ποδοσφαιρικά «ΟΕ… ΟΕ,ΟΕ,ΟΕ»…οι μαθητές της τον κοίταξαν αυστηρά, ντροπιασμένοι.
Η μαμά την καλωσόρισε και της πήρε το μπουφάν της.
Κάθισε στον καναπέ και άναψε τσιγάρο.
«Μέτριο, ελληνικό. Να χαίρεσαι και το Μίμη, Μαρία» είπε η δασκαλίτσα.
« Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ και ‘συ ότι επιθυμείς…Δες, λίγο τηλεόραση, σε λίγο θα’ρθουν κι οι άλλες. Πάω να μας φτιάξω το καφεδάκι. Κι εγώ ελληνικό, μέτριο πίνω. Θα βγάλω και την πίττα να τη φάμε, ζεστή, ζεστή.»
«Βρε, Μαρία έναν καφέ είπαμε θα πιούμε, δεν είπαμε τραπέζι θα στρώσουμε»
Το τραπεζάκι του σαλονιού έγερνε από τα κεράσματα.
«Ε, πώς…πρώτη φορά έρχεται η δασκάλα στο σπίτι μας, ούτε μια πίτα δε θα φτιάξουμε;» είπε η Μαρία και πήγε στην κουζίνα.
Μόλις είχε τελειώσει η παρέλαση και ο Σημίτης ήταν στο πλάνο, έτοιμος για δηλώσεις.
«Σαν σήμερα, είπαμε το ΟΧΙ…» ξεκίνησε ο πρωθυπουργός.
Η δασκαλίτσα κοιτούσε τον πρωθυπουργό και σκεφτόταν το ΝΑΙ της…
…ΜΠΑΜ η πόρτα και σίφουνας μες στο σαλόνι ο Μίμης, κραδαίνοντας προς τον πρωθυπουργό της χώρας το χεράκι του, το λερωμένο από τη σοκολάτα.
«Ψευτ’, παλιοψευτ’…απατεώνα…Σηκω φύγε απατεώνα να μη σε βλέπω» φώναξε ο τρίχρονος Μίμης, έξαλλος.
Έσκασε στα γέλια η δασκαλίτσα!
Ζεματισμένη η Μαρία, μπήκε στο σαλόνι.
«Τι κουβέντες είναι αυτές Μίμη, που τ’ακούς αυτά τα λόγια; Ντροπή!» του είπε και ψιλοκοιτούσε τη δασκαλίτσα, αμήχανα.
«Γεια σου, ρε Μίμη. Να σαι καλά… Πολλά χρόνια να ζήσεις…μ’έκανες και γέλασα» του΄πε η δασκαλίτσα και του χάιδεψε το κεφάλι.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου