Παρασκευή 28 Μαρτίου 2008

(10)



-Να σου πάρω ένα ποτό; τη ρώτησε, λίγο μετά με χαμόγελο.

…Ωχ, ωχ, άρχισαν τα όργανα, σκέφτηκε η Ρούλα κι έκανε πως δεν άκουσε.

-Άλλο, με τον καιρό, εδώ πώς τα πάτε; απάντησε με την ευφάνταστη, σιγουράντζα ερώτηση.
- Πώς να τα πάμε, όπως τ’ άφησες κι ακόμα χειρότερα. Μπαίνουμε και σ’ επικίνδυνες ηλικίες τα γόνατα διαμαρτύρονται…
- Ξέρω, ξέρω πολύ καλά, είπε η Ρούλα. Με μπουνάτσες και με μποφόρια, τα γόνατα καλά, ας λέμε ότι, κρατούν.
-Γι’αυτό σου λέω, ας πιούμε, άλλο ένα κι έχει ο Θεός. Τι θέλεις να σου πάρω;

- Ένα τζιν με τόνικ θα το’ πινα, ευχαρίστως, ξαλάφρωσε η Ρούλα κι ο Killer τη συνεχάρη από απέναντι για το, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, θάρρος.

Σηκώθηκε και πήγε στο μπαρ ο ιππότης.

-Μη χαλαρώνεις, μπεκροκανάτα, είπε στη Ζαχαρούλα που καθάριζε με ικανοποίηση τα νύχια της με το σουγιά. Είπα το ναι, αλλά, ένα ποτό θα πιούμε και τέλος.

Η Ζαχαρούλα κούνησε το κεφάλι. Θα σου πω στο σπίτι, Ρούλα, μονολόγησε.

Το παιδί δεν κατάλαβε. Το ‘θεμε ή δεν το ‘θεμε το ποτό; Χαιρόμαστε ή δε χαιρόμαστε που μας το πρότεινε ο άνθρωπος; Περίεργο αυτό το παιχνίδι, πολύπλοκο. Δεν ήξερε πώς να φερθεί. Δε μίλησε… και περίμενε, μπας και καταλάβει.

-Τόσα ξέρεις, τόσα κάνεις, γριούλα. Τώρα, βρε τέλος, τώρα που αρχίζει το ψητό; Α,α, συγγνώμη Ρούλα, ξέχασα, εμείς για τα αξιοθέατα ήρθαμε στην πόλη. Είχαμε και στο παλάτι, τον τελευταίο καιρό, τζιν με τόνικ, σερβιρισμένο από ιπποτικά χέρια, Ρούλα;
…Ιπποτικά σερβιρισμένο και σε δυο δρόμους, συγκατάνευσε, εσωτερικώς, η Ρούλα βλέποντας τον ιππότη της να έρχεται με τον πάγο και το μπουκαλάκι το τόνικ στον ένα δρόμο και να συμπληρώνει το σερβίρισμα με το τζιν και τη μπύρα του στο δεύτερο.

-Εδώ, όπως βλέπεις, το ‘χουμε τάμα να κάνουμε τη ζωή μας δύσκολη. Χώρια το τόνικ, χώρια το τζιν, χώρια ο πάγος. Βάλτα, χρυσέ μου όλα μαζί, ρίξε κι ένα ανακάτεμα και μη μας παιδεύεις πάνω, κάτω.

…Πάει και το ιπποτικό, πάει και το ιδιαίτερο σερβίρισμα. Ίσωμα τα κάνατε κύριε, ιππότα. Τελικά, βάι ιπποτικό πρωτόκολλο, βάι εξωτερικά, αυτή η βαρβατίλα της ψωροκώσταινας ξεπετιέται από παντού, σα Λερναία Ύδρα, παραδέχτηκε σ’ εαυτόν η Ρούλα.

-Άντε, στη γεια μας, ευχήθηκε, η Ρούλα, αφού αυτοσερβιρίστηκε. Μη το κουράσουμε κι άλλο το παλουκάρι, σκέφτηκε και πάθει και τίποτα.

Τσούγκρισαν κι άρχισαν να πίνουν με τη Ρούλα αυτή τη φορά να δίνει το ρυθμό. Γρήγορο, συνεχή. Δεν τη χωρούσε ο τόπος, άντε να πιούμε και να φύγουμε. Τα’ παμε όλα. Τι θα πούμε, τώρα; Είχε στρίψει και πολλά. Ράκος η Ρούλα. Διπλό μεροκάματο το σημερινό. Κι ήταν ακόμα δυο η ώρα.

Σηκώθηκε, χωρίς προειδοποίηση. Έπρεπε. Θα ‘σκαγε.

Στάθηκε για λίγο όρθια και τον τσάκωσε….Να την κοιτάει στα μάτια με χαμόγελο και μετά…ζουμ στο λαμπατέρ… κάτω από την τουρλωτή κοιλίτσα της.
Ωχ…ωχ,ωχ,ωχ…πρέπει να του μιλήσει οπωσδήποτε και γρήγορα, μπας και τα πάρει τα μάτια του. Δεν είναι σωστό, γλυκέ μου, εκτίθεσαι, μην κάνεις έτσι.

-Ε,ε, πρέπει… πρέπει να πάω στην… στην τουαλέτα, συγγνώμη… για λίγο… Ρετάρισε, ελαφρά, η Ρούλα.

Το κατάλαβε δεν το κατάλαβε το ρετάρισμα, ποιος ξέρει;

Εξαφανίσου καλό μου κι ας τις ερωτήσεις…Οι γοφοί, ο ποπός, να;… Μη σκοντάψεις, κακομοίρα μου, καήκαμε… Δε σκόνταψε, γι’ αυτό ήταν σίγουρη. Γι’αυτό το κάτι στην πλάτη της δεν ήταν σίγουρη… Το ιπποτικό βλέμμα; Άντε, ρε ψωνάρα, είπε κι έκλεισε την πόρτα της τουαλέτας.

Επέστρεψε με το βλέμμα κατεβασμένο. Αυτή η μοκέτα είχε πολύ ενδιαφέρον, το ελάχιστο, ιστορικό. Δεν μπόρεσε να τη χρονολογήσει, μέχρι το τραπέζι. Τον κοίταξε, μόνο όταν έφερε το ποτήρι στα χείλια της. Καμιά αλλαγή… Στα μάτια και με χαμόγελο.

Ωραίος, που φαίνεσαι, το ξέρεις άραγε, ιππότα;
Αρκέστηκε στην τελευταία γουλιά και δε μίλησε. Έστριψε ένα τσιγάρο, έτσι για αλλαγή.

-Να πάμε, σιγά,σιγά, είπε με την πρώτη ρουφηξιά.

Η μούντζα έπεσε ασκαρδαμυκτί εξ αριστερών, από πού αλλού;

- Ναι, να πάμε να κάνεις και τη βόλτα σου.

Βγήκαν έξω, σύμφωνα με το πρωτόκολλο. Ο καθείς στη θέση του. Τα γνωστά.

Στάθηκε στη γωνία στο πεζοδρόμιο και την κοίταξε να τον πλησιάζει.
Του έτεινε, η Ρούλα το χέρι για τη χειραψία του αποχαιρετισμού.

-Ευχαριστώ, πολύ, για τη συνάντηση. Πέρασα πολύ ωραία. Ελπίζω, κάποια στιγμή…να
-Μα τι λες; Μετά από τόσα χρόνια…Έναν καφέ… Να ξαναβρεθούμε αύριο. Εγώ μπορώ, μετά τη μιάμιση. Πάρε με στη μία να σου πω που.
- Εγώ δε, δε… αφού μπορείς… να μη σε, όμως…

Μέχρι κι ο πιστολάς αιφνιδιάστηκε… η Ρούλα φυσιόταν με τη βεντάλια παρακάτω. Τι να κάνει το παιδί, το άφησαν μόνο του, έπρεπε να μιλήσει.

Το άκουσε o ιππότης, χαμογέλασε και το φίλησε το παιδί, μάγουλο με μάγουλο για να το ησυχάσει.

Τελευταία στιγμή η Ρούλα, κατάφερε να πετάξει τη βεντάλια και να αγκαλιάσει με το αριστερό της χέρι, τη σφιχτή χειραψία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: