Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

Η μάνα.


-Είναι… κανένας εύκαιρος να μου βάλει…… κανένα χέρι;
- (σιγή απ’ την άλλη μεριά του τηλεφώνου)… Εύκαιρος; Να… Σου… ΒΑΛΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΧΕΡΙ;… επαναλαμβάνει το στερνοπούλι και κοιταζόμαστε, γελώντας, πνιχτά και οι τρεις.



Καμία ανταπόκριση, αναμονή και σιγή.


- Μαμά… μάλλον εννοείς… αν μπορεί, κάποιος από τους τρεις μας… να σε βοηθήσει, λέει η μικρή, κάνοντας νόημα σε μας να σταματήσουμε τα γέλια και προσπαθώντας και η ίδια να συγκρατήσει τα δικά της.
- Ναι, ναι μωρέ, εξυπνάδες! 100 η αλεπού τα αλεπουδάκια 105 και θα μας μάθουν κι ελληνικά, τώρα στα γεράματα. Ας έρθει κάποιος να βοηθήσει και πνίγομαι.


Η στιχομυθία τελειώνει με το σύνηθες «γκρακ» του τηλεφώνου και τα αποτυπώματά του, στη μάπα τού, ως πριν, λίγο, συνομιλητή.


Μάνα σε κατάσταση, αλλοίμονο, εν δυνάμει εξάρτησης. Λύκος….μοναχός, από παιδί, με σβέρκο παχύ, όπως όλοι οι λύκοι που τη δουλειά τους την κάνουν, μονάχοι. Και την ώρα της δυνητικής εξάρτησης, πανικός. Χάνουμε το σβέρκο και τον έλεγχο και τον μπούσουλα μαζί. Και τα ελληνικά μας και το χιούμορ μας και τα αυγά και τα πασχάλια!


Γέλια τραντάζουν τον πρώτο του πύργου. Γέλια, μέχρι δακρύων συνοδευμένα από την πολλαπλή επανάληψη της φράσης κλειδί.


«Χέρι, χέρι…αμέσως, εγώ στην αγάπη μου. Εγώ ο άντρας του σπιτιού», λέει ο αδερφός μας και ανεβαίνει στις πολεμίστρες.


… Χέρια ανεμιστήρες, απ’ την άλλη, με φρύδια σε ανοδική τάση και χείλια σφιγμένα να απορούν… οι εναπομένουσες αδερφές «Τατά».
-Τι ακούμε οι γυναίκες;
- Έλα, μωρέ, χιούμορ, χιούμορ…έκανε
Απλά, ήμασταν «γελαδεροί» στον πύργο, που λένε και στο πουστοχώρι. Τον Οιδίποδα, ούτε ακουστά δεν τον είχαμε…


Λύκος, λοιπόν η μάνα. Γερόλυκος πια, αρματωμένος, με την «Μπρέντα» στο χέρι, έτοιμη να κλείσει όλες τις παλιές πληγές. Έτοιμη να το τελειώσει το κακό. Το παλιό κακό… αυτό που έφερε και το νέο.


Λύκος από παιδί, μονάχη από τα τρία.


Στο σπίτι του νονού της, ένα σπίτι στα προσφυγικά, δίπλα στο σπίτι των, για λίγο, γονιών της και των τριών αδερφών της. Κάτι σαν όλοι μαζί κι ο ψωριάρης χώρια. Τον πήρε, το παιδί το μουτζούρη, από τα τρία… Και νόμιζε, παιχνίδι ήταν… Για λίγο θα ΄ναι. Θα με ξαναπάρουν. Δίπλα είναι, μια πόρτα δεν έφυγαν. Τους έβλεπε, τους άκουγε…


«Αυτοί, όμως δε με βλέπουν, δε μ’ακούν; Τους φωνάζω. Όχι, όχι, μονάχη το παιχνίδι, μαζί, είμαι μικρή… Είμαι μικρή. Πρέπει να φωνάξω πιο δυνατά, πιο δυνατά…ΓΙΑΤΙ;»


Κι όσο προσπαθούσε να φωνάξει πιο δυνατά, το λυκάκι, τόσο η φωνή του δεν έβγαινε, πνιγόταν και το ‘πιάναν τα κλάματα.


Και κουράστηκε να προσπαθεί να φωνάξει πιο δυνατά και κατάλαβε ότι, οι άλλοι, δεν παίζουν. Δεν παίζουν τον μουτζούρη. Τη βάφτισαν, χωρίς να τη ρωτήσουν, μουτζούρη, και τα φοβήθηκε τα χαρτιά και το παιχνίδι.


Κι άρχισε να κάθεται με το σοφό, μεγάλο νονό της και να τον ακούει. Μόνο να τον ακούει, μιλιά ντιπ. Να τον ακούει, να της λέει παραμύθια. Για τον Οδυσσέα, για τον Ηρακλή, για την Τροία, για θεριά, για τέρατα, για μάχες, για θάρρος, για νοσταλγία, για αγάπη. Δίπλα στη σόμπα, άκουγε και σώπαινε… και φανταζόταν το παιχνίδι.
Μόνο καμιά φορά, όταν τους έβλεπε από το παράθυρο να περνούν έξω απ’ την αυλή, θυμόταν το παιχνίδι κι εκείνο το ΓΙΑΤΙ;, ξαναπεταγόταν, ανέβαινε στο λαιμό και το ‘πνιγε το λυκάκι. Και προσπαθούσε να το καταπιεί, μα αυτό εκεί. Ξανανέβαινε…Και ήταν στυφό. Στυφό και πικρό.


Και άρχισε να τρώει, το λυκάκι, για να το σπρώξει να πάει παρακάτω. Γλυκά για να το γλυκάνει. Κοιτούσε απ’ το παράθυρο, έτρωγε, γλυκά κι άκουγε.


Και μαζί με τα παραμύθια του νονού, άκουγε και τα «εξ αμάξης», απ’ τη δασκαλίτσα την πεθερά του.


Δεν τη φώναζε, ποτέ με το βαφτιστικό της. Ή ανώνυμη κλήση ή με το πατρικό της επίθετο και τη γλυκιά, της εποχής, κατάληξη «-αινα». Με «μωρή» ή χωρίς «μωρή», ανάλογα τα κέφια.
Λαλίστατη η γιαγιά, γεμάτη η ίδια, σκασμένη από τη δασκαλίστικη σοφία της, ταγμένη να σκάει κόσμο. Ταγμένη στον καβγά.
Τι «Όποιος, τη νύχτα περπατεί ή μοιχεύει ή πορνεύει ή σκοτωμό γυρεύει», τι «Εμ, σε πήραμε, εμ, ζαχαροπλαστείο πρέπει ν’ ανοίξουμε, το φαί μας σου ξινίζει, μωρή –αινα;», τι «Παστρικιές τις έλεγε η μάνα μου όσες ζητάν συνέχεια να κάνουν μπάνιο», τι «άρμεγε και κούρευε, χέζε και δεμάτιαζε», ακούραστη η δασκαλίτσα και ευφάνταστη.


Όλους τους έπαιρνε η μπάλα και πρώτη απ’ όλους, μαζί με το λυκάκι και την κόρη της.
Όμορφη και τσαχπίνα η κόρη, εν αντιθέσει με τη δασκαλίτσα, μικρότερη κατά, πάρα, πολύ από τον νουνό. Φευγάτη, μονίμως στις γειτονιές. Ήθελε η κόρη… ήθελε να κάνει πολλά. Ένα φουστάνι ήθελε να πάρει, ποιος είδε το θεό και δεν το φοβήθηκε, τα μαλλιά της ήθελε να βάψει, ποιος είδε τη δασκαλίτσα και δε τη φοβήθηκε, ένα καφέ να πάει να πιει…Ποιος είδε το νουνό; Άφαντος, Θεός σχωρές τον, ο νουνός, από τις συρράξεις και εν γένει από τις πράξεις. Χωμένος στα βιβλία του…και το λυκάκι στο παράθυρο.

Να κοιτάει έξω για να μη βλέπει τα μέσα. Τη θόλωναν οι καβγάδες, την εξαφάνιζαν κι ήταν καλύτερα. Δεν έβλεπε, ούτε άκουγε, μόνο κοιτούσε έξω. Μα δεν έβγαινε. Έξω είχε κρύο. Από μικρή είχε πόδια και χέρια παγωμένα, μονίμως. Δεν τ’ άντεχε το κρύο. Κρύο και συναπαντήματα έξω. Πάλι θα φώναζε και δε θα την άκουγαν. Το ‘χε πάρει απόφαση πια.

Ώσπου μια μέρα, Τετάρτη δημοτικού το λυκάκι, γυρνώντας από το σχολείο, έβγαλε τα ρούχα του να βάλει το νυχτικό του. Σήκωσε τη μπλούζα του και είδε τη στρουμπουλή κοιλιά του…Ριγέ, ασπρόμαυρη. Το άσπρο το ήξερε, σαν το πρόσωπο της, σαν το χέρι της, σαν το μπράτσο της, σαν τη μασχάλη…όχι και ‘κει αυτό το μαύρο πράγμα… και ανάμεσα στα δάχτυλα… και στον αφαλό… και στο λαιμό της. Άρχισε να τρίβετε το λυκάκι, δυνατά να φύγει αυτό το μαύρο πράμα. Και πονούσε και κοκκίνιζε κι έτριβε. Κι αυτό μύριζε.

«Δες πώς είμαι. Δες πως έγινα. Είμαι βρώμικη. Πολύ βρώμικη. Άσε με να κάνω μπάνιο. Θέλω να καθαρίσω. Θέλω να κάνω μπάνιο. Θέλω να ‘μαι παστρικιά.» κραύγασε το λυκάκι, δείχνοντας πρώτη φορά νύχια και δόντια στη δασκαλίτσα, σαν λύκος σωστός.

Δεν είπε τίποτα. Να μην ακούσει η γειτονιά. Της έφταναν τα μουρμουρίσματα για την κόρη της. Όχι και για την …εγγονή, τρόπος του λέγειν. Άναψε το καζάνι και τη σόμπα. Την έλουσε, την έτριψε με μπόλικο νερό και μοσχοσάπουνο, για ώρα πολύ, χωρίς κουβέντα. Την πήγε κοντά στη φωτιά. Τη σκούπισε, την έτριψε με κολόνια, παιδική, λεμόνι. Της χτένισε τα μαλλιά. Χαλάρωσε η μάνα. Κοιμήθηκε, ήσυχα, βαθιά, μέχρι το άλλο πρωί.

Την άλλη μέρα, το απόγευμα, Σαββάτο ήταν, ήρθε η κυρά-Βασιλική, η Αρμένισσα, από δίπλα με τα φρέσκα τα σπόρια να την πάρει, τη μάνα, για το καθιερωμένο τους σινεμά. Μια φορά τις δεκαπέντε που άλλαζε το έργο την έπαιρνε η κυρά- Βασιλική και πήγαιναν. Κοντά ήταν, με τα πόδια. Το διασκέδαζαν και οι δύο.
«Κάθε, Σαββάτο, κοπέλα μου το πρωί, εγώ πάω στο χαμάμ, στην πόλη και κάνω το μπάνιο μου. Να ’ρχεσαι να πηγαίνουμε, μαζί. Θα παίρνουμε το αστικό, θα κατεβαίνουμε κάτω, θα κάνουμε και τη βόλτα μας. Είναι ωραία, σαν εκδρομή, θα δεις.»

Ευτυχώς, η γειτονιά άκουσε και η μάνα άρχισε τις εκδρομές στο κέντρο και τις επισκέψεις στον «παράδεισο».

«Παράδεισος», μας έλεγε, από μικρά, όποτε το θυμόταν. « Άσπρα μάρμαρα, καθαρά, ζεστά νερά, ατμοί, μυρωδιές παντού. Ζεστές πετσέτες, μασάζ, λάδια αρωματικά…αγαλλίαση. Δεν το χωράν τα λόγια. Κρίμα που δεν το ζήσατε.» Κι όταν ξετσουμίσαμε, μπορούσε να μας το περιγράψει, καλύτερα… «Σαν το γλυκό μυστήριο της ζωής κορίτσια. Απόλαυση!»

Χαμάμ στο χαμάμ, σινεμά στο σινεμά, σπόρι στο σπόρι και καυγά στον καυγά μεγάλωσε το λυκάκι. Πήγε στο Γυμνάσιο και από ‘κει στη Σχολή των Λογιστάδων.

Ήταν μανούλα στους αριθμούς. Όσο κακή ήταν στα λόγια, τόσο τα πήγαινε καλά με τους αριθμούς. Ξεκάθαρα ήταν τα πράματα με τους αριθμούς. 1+1 κάνουν 2. Τίποτε άλλο. Όχι, σε άφησα, για λίγο, μπορεί και όχι. Όχι, δε σε έδιωξα…σε άφησα, γιατί δε μπορούσα να σε μεγαλώσω. Όχι, δε σ’ άκουγα, γιατί είχα άλλα τρία ν’ ακούσω. Ένα μόνιμο μπέρδεμα με τις λέξεις. 1+1 δεν ‘κάναν ποτέ 2. Οτιδήποτε άλλο, εκτός από 2 έκαναν. Κι όποιον πάρει ο Χάρος. Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.

Τους ξεχώρισε, η μάνα, τους αριθμούς από το δημοτικό, τους έμαθε εύκολα, τους ερωτεύθηκε. Κι αυτοί , ανταποκρίθηκαν. Της δόθηκαν, δεν την πρόδιδαν, τα κατάφερνε. Κι όσο τα κατάφερνε μαζί τους, τόσο την κανάκευαν και τη χάιδευαν. Κι αυτή ανταπέδιδε…έπαιζε.

Κι άρχισαν να την κανακεύουν και στη σχολή. Αριστεία, τιμές… στο σπίτι ο νονός, η κυρά Βασιλική, μέχρι και η δασκαλίτσα.
«Που το ‘χες κρυμμένο τόσο μυαλό, βρε –αινα; Πού να το φανταστώ η δασκάλα, κουβέντα δε μας χάριζες, τόσα χρόνια. Τώρα να δω που θα φτάσει η μύτη σου, που θα μας γίνεις και λογίστρια. Τι έχουν να δουν τα μάτια μου ακόμα;»… σαν κανάκεμα η δασκαλίτσα. Με τον τρόπο του ο καθένας.

Πήρε τα πάνω της η μάνα κι ευχαριστήθηκε το λυκάκι. Ξεθόλωσε γλύκανε, ομόρφυνε. Φεγγάρεψε το πρόσωπό της. Τα κατάφερνε, μονάχη.
Τελείωσε τη σχολή με διάκριση. Της βρήκε, ο διευθυντής της, τη δουλειά. Αμέσως, μετά την αποφοίτηση. 17 χρονών ήταν. Την έστειλε περήφανος.
Εκεί με το σκούρο μπλε της ταγιέρ, το δετό παπούτσι και τον κότσο της έλαβε την πρώτη μπιζουτιέρα της. Με τριαντάφυλλα.


Ο πατέρας.

Η σχέση μας, με την εκκλησία χαρακτηριζόταν από το επίρρημα «παραλίγο», τουλάχιστον όσον αφορά την πλευρά του πατρικού σογιού.

Ο προπάππους μας που τον λέγανε Γιάννη, δείγμα ελαφράδας, όπως, για κάποιο μυστήριο λόγο, όλοι παραδέχονταν στο πουστοχώρι,( τι περιμένεις από Γιάννη ήταν η μόνιμη επωδός κάθε βλακείας, όποιο να ‘ταν το όνομα αυτού που έκανε την πατατιά) δεν έγινε, παραλίγο, παπάς. Το σόι κληρονόμησε το όνομα και μια σχέση δέους για το σχήμα.

Ο παππούς δεν ενέδωσε στο δίλημμα κι έγινε τσαγκάρης, παγώνοντας για λίγο το πλάνο. Με την εκτέλεσή του, όμως από τους Γερμανούς σε ένα μπλόκο δίπλα από το ξωκλήσι του χωριού επανάφερε τη σχέση δέους, η οποία τώρα έγερνε περισσότερο προς το φόβο και την πίκρα, για τη γιαγιά μας και τα έξι ορφανά της.

«Τι να κάνει κι ο Πανάγαθος, κάθεται πολύ ψηλά. Πού να μας δει όλους;» έλεγε, συχνά. Μόνο σε κείνο το «κάθεται» και στο «όλους» της γιαγιάς, μόνο εκεί, έπεφτε, δειλά και μια πρέζα του αμαρτωλού μείγματος, αδικίας και αμφισβήτησης.

Τα πολλαπλά συναισθήματα σε σχέση με το θείο και την εκπροσώπησή του επί της γης αναδύθηκαν, ξανά, στον μπαμπά μας. Μεγαλωμένος στα ορφανοτροφεία της Φρειδερίκης με το σύνθημα πατρίς- θρησκεία- οικογένεια και ελλείψει αυτής, εν προκειμένω, πατρίς- θρησκεία- ΖΩΗ ή ΣΩΤΗΡ ανδρώθηκε στις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις και ρετάριζε, ελαφρά, στη θέα των θηλυκών.
Ήταν ο αγαπημένος του παππού του, «μπιόκ μο», τον έλεγε, μόνο αυτόν απ’ τα έξι. Ήθελε, το σκεφτόταν να γίνει παπάς.

Μα η Φρειδερίκη είχε άλλα σχέδια για κείνον… η θέση του ήταν στις νέες στρατιές, των πολλών ημιεκπαιδευμένων μαστόρων, φτηνών νεανικών εργατικών χεριών, που αποφοιτούσαν απ’ τα ορφανοτροφεία της, μέσα στις οποίες δεν συγκαταλέγονταν οι παπάδες. Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο… του εμφυλίου, η Φρειδερίκη.

Ο μπαμπάς, όμως, που είχε μάθει πολύ καλά, στο πουστοχώρι, ότι «μαύρο, φίδι που σε ‘φαγε» είναι η δουλειά αν παραιτείσαι, εύκολα σ’ αυτό το ντουνιά, συνέχισε να φλερτάρει με το σχήμα.
Η μάνα του κάπως τον έλεγε τον ντουνιά, αλλά αυτό δεν το θυμότανε… ήταν ακόμα στο χωριό, εκείνη, που να τη βρεις να τη ρωτήσεις. Μόνο οι δυο άντρες της οικογένειας, ο ένας 17 και ο άλλος 15, είχαν κατέβει στην πόλη. Φευγάτοι ο ένας απ’ τα 6 κι ο άλλος από τα 8. Ο τρίτος, ο μικρός, δεν μπορούσε να τους βοηθήσει, ούτε να τον βοηθήσουν. Δεν ήξεραν, πώς. Ούτε η μάνα. Δεν το κουβέντιαζαν, ποτέ, με κανέναν. Ήταν το μυστικό. Μόνο το πουστοχώρι ήξερε πώς… και του είχε δώσει τον τίτλο του Γιαννούλη, του μικρότερου Γιάννη του χωριού.
Τους έλειπε η μάνα και οι τρεις αδερφάδες. Το μυστικό το ‘χαν μαζί… Έπρεπε βγαίνοντας από το ορφανοτροφείο, να ετοιμάσουν το έδαφος για να κατέβουν και τα γυναικόπαιδα στην πόλη. Να βρουν δουλειά, να νοικιάσουν σπίτι, να μαζέψουν λεφτά… οι αδερφάδες, όλες μεγαλύτερές τους και ελεύθερες, περίμεναν, ακόμα με τα σοσόνια και τις χοντρές κοτσίδες τους, το πουστοχώρι ήταν αμείλικτο με τις ανύπαντρες μεγαλοκοπέλες, έπρεπε να ψάξουν, αλλού, για γαμπρούς… περίμενε και η μάνα… Α, ναι, μωρέ γιαλάν τον έλεγε το ντουνιά η μάνα… Γιαλάν, αλλά τι θα πει… όταν συναντιούνταν, με το καλό θα τη ρωτούσε.

Ο πατέρας αποφοίτησε, ως ημιεκπαιδευμένος ξυλογλύπτης, από το ορφανοτροφείο, αφού με τους συμμαθητές του στην πόλη, ολοκλήρωσαν ένα κομμάτι από την προίκα της Σοφίας, της κόρης της Φρειδερίκης. Το έργο της προίκας είχε τεμαχιστεί… μεγάλο και δύσκολο έργο, η αποπεράτωση της πριγκιπικής προίκας. Η πόλη μας είχε πάρει τα πρόχειρα, μη γίνει και καμιά παπαριά, σαλόνια ( ημιεπίσημο, για τους θνητούς, για τις κυρίες επί των τιμών…) και ο πατέρας, φασόν τα τριαντάφυλλα. Όπου τριαντάφυλλο στην προίκα τον φώναζαν «Έλα, Βλάχο, σειρά σου» του λεγε ο αγριοτζόμπανος κάλφας του κι έβαζε τα χέρια του στη μέση του και την ανάσα του στο σβέρκο του πατέρα. Και ίδρωνε ο πατέρας, σιωπηλά. Και φυσούσε και ξεφυσούσε ο αγριοτζόμπανος.

Στην πιάτσα, από το πελέκημα δεν είχε βγάλει μεροκάματο ο κάλφας. Ευτυχώς, μόνο γι’ αυτόν, βρήκε ένα μέσο, τρύπωσε στο ορφανοτροφείο, μεγάλωνε τα παιδιά του και παίδευε τα ορφανά και τσιράκια του, διασκεδάζοντας το. Μόνο, όταν ερχόταν, ο μάστορας να ελέγξει την πορεία του έργου, ο κάλφας έχανε τα λόγια του, κοκκίνιζε… Ειδικά, όταν έσκυβε και μύριζε τα τριαντάφυλλα του Βλάχου.

Βγήκε, λοιπόν, προς άγραν του μεροκάματου, ο πατέρας με καλές συστάσεις. Αλλά το όνειρό του για το σχήμα δεν το άφηνε. Είχε γνωρίσει κι έναν φίλο στα κατηχητικά, διαβαστερό και από καλή οικογένεια , που πήγαινε σε εκκλησιαστικό λύκειο και ήταν από τότε ταγμένος στην ιεροσύνη, που τον βοηθούσε να το φυλάξει.
Του ‘λεγε ο Παναγιώτης : « Υπομονή. Πίστευε και προσπάθησε. Ο Θεός, είναι μεγάλος, μας βλέπει. Πήγαινε σε ένα νυχτερινό και μετά στην ιερατική σχολή. Θα σε βοηθήσει και η εκκλησία.» Ο πατέρας ήθελε να τελειώσει το σχολείο, τ’ άρεζε το όνειρο. Πελεκούσε και έθαβε όσο μπορούσε το «κάθεται ψηλά» της μάνας. Πελεκούσε κι ονειρευόταν.

Μέχρι τα 22 του, υπηρέτησε με αυταπάρνηση τη σχέση δέους, εμποτισμένη με το πιστεύω του Παναγιώτη, λαϊκά, σκαλίζοντας εξακολουθητικά, φτερά και νύχια των πάσης φύσεως πτηνών που κοσμούσαν τις εκκλησίες της πόλης. Ώρες ιδρώτα συνοδευμένες από ύμνους, και επικρίσεις στις δόλιες τις καντηλανάφτρες που τολμούσαν να του προσφέρουν το μεσημέρι λίγο φαγητό και κρασί, αλλοίμονο, «Μες στον οίκο του Θεού». Νεανικές, παθιασμένες, αυστηρές, χριστιανικές επικρίσεις, μακράν χειρότερες από τα διαολοστέλματα, που έκαναν τις καντηλανάφτρες να φεύγουν άφωνες, με σκυμμένο το κεφάλι και την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια. Μόνο , μια έφυγε σιγομουρμουρίζοντας, «Καλό αυτό το παιδί, αλλά σάμα το χει χαμένο»…και την άκουσε… και γέλασε.

Και συνέχισε να πελεκάει, να υμνεί και να δοξάζει… κάθιερώνοντας, πια, ένα μικρό διάλειμμα για φαγητό, τρώγοντας, αυστηρά και μόνο, στον πρόναο, συνοδεύοντας το φαγητό του, αν ο ναός είχε στοργική καντηλανάφτρα, πότε, πότε και με κανένα μπρούσκο. Εντωμεταξύ, τα γυναικόπαιδα κατέβηκαν στην πόλη. Απέδειξε και κείνος, στην πιάτσα τις συστάσεις του, με το φασόν νυχιών και φτερών. Ο Θεός τους έβλεπε, καλά του ‘λεγε ο Παναγιώτης… Ώσπου συναντήθηκε… με τα «αμαρτωλά προσκυνητάρια».

Μόλις, είχε γυρίσει από φαντάρος ο πατέρας. Ο μάστοράς του από το ορφανοτροφείο είχε αναλάβει την καθολική ανακαίνιση μιας κεντρικής εκκλησίας της πόλης και τον είχε μαζί του. Έπρεπε να αλλαχτούν όλα, πόρτες, στασίδια, άμβωνας, ξυλόγλυπτα πλαίσια … προσκυνητάρια. Η εκκλησιά έπρεπε να γίνει το στολίδι της πόλης. Δουλειά και ευθύνη μεγάλη. Ο μάστοράς του ήταν ανήσυχος, μα συνέχιζε να δουλεύει μειλίχιος. Για τον εαυτό του και τη δουλειά του ήταν σίγουρος. Στα υπόλοιπα μαστόρια, μαραγκούς, τορναδόρους, λουστραδόρους, δεν είχε εμπιστοσύνη.

Μες τη φούρια κάποια μέρα οι μαραγκοί παρέδωσαν τα τέσσερα προσκυνητάρια έτοιμα για σκάλισμα. Τα παρέλαβε ο μάστορας και με τους μαραγκούς τα τοποθέτησαν στη θέση τους, δυο στον κυρίως ναό και δυο στον πρόναο. Την ώρα που έβαζαν τα δυο τελευταία στον πρόναο και ταίριαζαν την εικόνα στο πλαίσιο, μπαίνει μια μικρή κοπέλα με ένα μωρό στην αγκαλιά παίρνει το κερί της και κατευθύνεται προς το προσκυνητάρι. Απομακρύνθηκαν όλοι και στάθηκαν σε παράταξη, ακριβώς, πίσω απ’ το προσκυνητάρι. Οι μαραγκοί έστριβαν εν χορώ τα μουστάκια τους, περιμένοντας τα συγχαρήκια. Ο πατέρας, δυο βήματα πιο κει. Ο μάστορας περίμενε να δει.

Ανάβει η μωρομάνα το κερί με το δεξί, κάνει το σταυρό της και σκύβει να φιλήσει την εικόνα. «Παναγιά μου», παραλίγο να της φύγει το παιδί… Σηκώνεται σε όρθια στάση, ξανακάνει το σταυρό της, σφίγγει αποφασιστικά το μωρό και με τα δυο της χέρια και ξαναπροσπαθεί.
Τα κατάφεραν τη δεύτερη φορά. Προσκύνησαν και φίλησαν την εικόνα και οι δυο, η μαμά με τα χείλη και το παιδί με το μέτωπο. «Γκντουπ», ηχηρό ακούστηκε συνοδευμένο από κλάματα. «Σώπα, σώπα, καλό μου» το καθησύχασε, αποχωρώντας η μαμά, γυρίζοντας την πλάτη στον ναό. Δεν ήταν ώρα τώρα. Άλλη μέρα θα προσκυνούσαν και στα άλλα προσκυνητάρια.
Οι μαραγκοί άφησαν τα μουστάκια τους και πιάσαν να ξύνουν τα κεφάλια τους, ο μάστορας κατάχλωμος… ο πατέρας κάτι πήγε να πει, αλλά άρχισε να σιγορετάρει.

Η θέα ήταν πολύ πρόσφατη και αρκούντως αμαρτωλή στην πίσω μεριά του προσκυνήματος. Με το δεύτερο φιλότιμο σκύψιμο της μωρομάνας, το ελαφρύ μίνι πήρε την ανηφόρα, αποκαλύπτοντας, τουρλωτό ποπό, πόδια και ελάχιστη μεν, δαντέλα δε, από τη ζαρτιέρα της.
«Το μέτρο, το μέτρο μου» φώναξε ο μάστορας, βγάζοντας το μολύβι από το αυτί του. Ο πατέρας έτρεξε στο κασελάκι με τα εργαλεία… οι μαραγκοί ακούνητοι.

Μέτρησε και τα τέσσερα, γρήγορα και ξανά και ξανά. Γύρισε πίσω, κάθιδρος. «Καλά, βρε βόδια, ούτε ένα, ούτε δυο, δέκα πόντους κοντύτερα. Για μπανιστήρι τα κάναμε τα προσκυνητάρια, Θε μου σχώρα με;»

Οι μαραγκοί κάτι ψέλισαν για τη μη πρέπουσα αμφίεση της στρουμπουλής μωρομάνας, για τη μόδα που κάνει κύκλο, για τις παλιές, καλές, μακριές φούστες που θα φορεθούν, ξανά, σύντομα. Ο μάστορας, έξαλλος. Τους έδιωξε, γυρνώντας τους την πλάτη.

Άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε στα σκαλιά της εκκλησίας. Ο πατέρας τον πλησίασε και όρθιος του είπε: «Μάστορα κάτι σκέφτηκα», Γύρισε και, μόνο, τον κοίταξε. Δεν απάντησε.

Όλο το βράδυ σχεδίαζε στο τραπέζι της κουζίνας. Η μάνα, αφού για πολλοστή φορά τον ρώτησε αν θέλει να φάει και πήρε την ίδια αρνητική απάντηση, έπεσε δίπλα του στο ντιβάνι να κοιμηθεί. Οι υπόλοιποι, τέσσερεις, κοιμόταν από ώρα στο άλλο δωμάτιο. Έπρεπε να τελειώσει το σχέδιο, σήμερα, να το πάει σε ένα μαραγκούδικο να του το κόψουν, να το κολλήσει το πρωί, να το αφήσει να στεγνώσει για να μπορέσει να αρχίσει να το σκαλίζει από την επομένη. Ο μάστορας περίμενε.

Θέλω αυτό κι αυτό είπε, αξημέρωτα, στο μαραγκό εξηγώντας, πώς ήθελε την δεκάποντη «ποδιά», πάνω στην οποία θα πατούσε το προσκυνητάρι για να ‘ρθει στα ίσα του, κατά τις γραφές. Επέμεινε, πολλές φορές στο «Δέκα πόντους». «Εντάξει, εντάξει, είπε βαριεστημένα ο μαραγκός. Ούτε τον καφέ μας δεν ήπιαμε». Όση ώρα έκοβε ο μαραγκός, εκείνος πατούσε το σχέδιο με το καρμπόν στο ξύλο.
Πήρε τα ξύλα παραμάσχαλα. « Το Σαββάτο που θα πληρωθώ, μαστρο- Βαγγέλη» του είπε. « Α, καλός είσαι βλάχο…να μη σε χάσουμε από πελάτη», απάντησε ο μάστορας και συνέχισε τον καφέ του.

Έφτασε στην εκκλησιά. Ο μάστοράς του δεν ήταν ακόμα εκεί. Έκοψε, με σιγουριά, το σχέδιο, ψάλλοντας το «Γλυκύ μου Έαρ», στη σέγα, που είχαν μεταφέρει από το εργαστήριο στο υπόγειο της εκκλησιάς. Την ήξερε τη σέγα, δεν έκοβε, της τραγουδούσε και χόρευε μαζί της. Άφησε τα ξύλα δίπλα στο «αμαρτωλό προσκυνητάρι» του πρόναου και πήγε να τελειώσει τα νύχια των αετών της αριστερής πόρτας.

…Του χτύπησε την πλάτη ελαφρά. Γύρισε, ανήσυχος. Του έδωσε το χέρι. « Μπράβο, παιδί μου. Είμαι περήφανος που είσαι μαθητής μου. Σ ευχαριστώ. Άσε, τώρα τα νύχια και πήγαινε να ψηλώσεις και τ’ άλλα τα αναθεματισμένα. Μετά, σχεδίασε και σκάλισε τον άμβωνα. Θα τελειώσω, εγώ τις πόρτες».

Έφυγε τρέχοντας, για το μαστρο- Βαγγέλη. Έπρεπε να του πει και για τον άμβωνα. Την πρώτη δική του δουλειά.
…« Τι να πω; Να ναι ευλογημένο» είπε, απότομα, του μαστρο Βαγγέλη, αφού προσπάθησε για πολύ ώρα να του εξηγήσει ότι γινόταν ο άμβωνας που είχε στο κεφάλι του.
Στην αρχή σκιτσάρησε, γρήγορα στα Καρέλια του μάστορα. Χαμπάρι, εκείνος. Μετά, άνοιξε το ρολό το χαρτί, πάνω στον πάγκο. Είχε τα μέτρα. Άρχισε να σχεδιάζει σε φυσικό μέγεθος και να εξηγεί υπομονετικά, κομμάτι, κομμάτι. Ο μάστορας άρχισε να αντιδράει… αλαφιασμένος. Δεν γίνονται αυτά, βρε βλάχο. Γιοκ το ένα δεν ταιριάζει, γιοκ το άλλο δε χωράει… τον έσκασε τον πατέρα. Μάζεψε το ρολό και τα νεύρα του, ο πατέρας κι έφυγε. «Μαστρο Βαγγέλη, τις ποδιές φτιάξε. Δεκάποντες. Το Σαββάτο…» του φώναξε από την πόρτα.

Έφτασε στο σπίτι. «Μάνα το καλό μου το κουστούμι» φώναξε μπαίνοντας στην αυλή.

Οι κυρίες έπλεναν, στη σκάφη. Η καινούρια οικογενειακή εστία φιλοξενούσε πολλούς ενοίκους στη μεγάλη, προστατευμένη από ψηλούς μαντρότοιχους, αυλή. Τρεις κάμαρες με κουζινάκι στο ισόγειο και άλλες τρεις επάνω με ένα κοινό μπάνιο σε κάθε όροφο. Δίπλα τους επάνω, δυο άτεκνα ζευγάρια και κάτω ο φοιτητής με τις κυρίες.
«Καλημέρα» είπε με κατεβασμένο το κεφάλι ο πατέρας.
«Μπα, τι καλό έπαθες, βρε παπαδάκι και μας χαιρετάς; Ακούω πως ζητάς και το καλό σου κουστούμι. Φαίνεται το λέει η τσέπη σου! Έχεις πολλά, βρε όμορφε, ξανθέ και δε μας το λες; Ραντεβουδάκι, ραντεβουδάκι, πρωϊνιάτικα; Σιγά μη σ’ ακούσουν οι αδερφάδες σου οι μορφονιές» είπαν οι κυρίες γελώντας δυνατά.
Ο πατέρας είχε φτάσει ήδη στο πλατύσκαλο του πρώτου. Τι την ήθελε την καλημέρα;
«Σταματήστε, βρε γκιόσες, που κακό χρόνο να ‘χετε» τον υποστήριξε η μάνα απ’ το πλατύσκαλο.
«Σταμάτα και συ, ρε μάνα. Τι θες καβγά πρωί, πρωί;»
«Μα δεν τις ακούς τις παστρικιές. Μια καλημέρα τους είπες η γλώσσα τους ροδάνι… και τα χάχανα… Πού μπλέξαμε;».

Έκανε πως δεν άκουσε το «πού μπλέξαμε;» Και κείνος ντρεπόταν για την αυλή τους. Στα κατηχητικά δεν ήξερε, κανένας που μένανε. Μόνο ο Παναγιώτης ήξερε και του είχε υποσχεθεί πως δε θα ‘λεγε τίποτα στους γονείς του. Τον έπαιρναν για φαγητό πότε, πότε τις Κυριακές, μετά την εκκλησία. Θα έφευγαν, σίγουρα μια μέρα από κει. Ήταν προσωρινή λύση η αυλή. « Θε μου, βόηθα μας και σχώρα μας».

«Έγινε, τίποτα παιδάκι μου στη δουλειά;» ρώτησε η μάνα ανήσυχη.
«Όχι, ρε μάνα. Έχω να πάω σε ένα συνεργάτη. Ετοίμασε το κουστούμι μου και βιάζομαι.»
Όση ώρα η μάνα φρεσκάριζε το κουστούμι και το άσπρο πουκάμισο εκείνος τελείωσε το σχέδιο της πλαϊνής όψης του άμβωνα. Δεν τον δυσκόλεψε, τόσο, όσο το χτεσινό. Άμβωνες είχε δει πολλούς, τους είχε στο κεφάλι του. «Αμαρτωλό» προσκυνητάρι δεν είχε ματασυναντήσει. Έπρεπε να φανταστεί, να δημιουργήσει τη δεκάποντη «ποδιά» που θα του πήγαινε.
Ξυρίστηκε, ντύθηκε, πήρε το ρολό με το σχέδιο και το μέτρο του στην τσέπη. Θα τους προλάβαινε ίσα, ίσα στο κλείσιμο που δε θα ‘χαν και πολύ δουλειά. Θα μπορούσαν να κουβεντιάσουν, άνετα για τον άμβωνα.

Έφτασε. Το αφεντικό ήταν εκεί. Πρώτος έμπαινε στο μαγαζί, τελευταίος έβγαινε. Μεγάλη επιχείρηση. Με έκθεση τεράστια. Σαλόνια, τραπεζαρίες, κρεβατοκάμαρες, τμήμα με εκκλησιαστικά. Εργαστήρια οργανωμένα. Λογιστήριο. Άξιος άνθρωπος. Ευγενικός και δουλευτής.
«Καλώς τονε» είπε το αφεντικό. «Τι κάνει ο φίλτατος μάστοράς σου;»
«Παλεύει με την εκκλησιά»
«Είμαι σίγουρος ότι θα την κάνει καινούρια. Κούκλα μοναχή. Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει από τα μέρη μας, καλόπαιδο;»
Του εξήγησε για τον άμβωνα. Του έδειξε το σχέδιο. Τον ρώτησε λεπτομέρειες. Με ζήλο και με θέρμη.
«Δικιά σου είναι η δουλειά, έτσι δεν είναι;»
« Η πρώτη» είπε ο πατέρας.
«Μην ανησυχείς. Σε μια βδομάδα θα είναι έτοιμος και ζηλευτός. Για τα χέρια σου. Πήγαινε, τώρα στο λογιστήριο, πες την κοπέλα στο γραφείο να έρθει να με βρει και περίμενέ την, να σου πει τις λεπτομέρειες.».

Μπήκε στο μικρό γραφείο, στα νύχια… Η κοπέλα ήταν σκυμμένη στα χαρτιά της και χτυπούσε αριθμούς σε μια αριθμομηχανή που έκανε πολύ θόρυβο. Το χειρότερό του… έπρεπε να δηλώσει παρουσία και να ανοίξει αυτός την κουβέντα, με όσο το δυνατόν, Παναγιά μου , λιγότερο ρετάρισμα.
- Ε,ε… καλή… καλημέρα, προσπάθησε.
- Καλημέρα σας, αποκρίθηκε η κοπέλα, σηκώνοντας το κεφάλι.
…Βάλσαμο η φωνή της. Γλυκιά, με χαμόγελο, εγκάρδια.
- Πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
…Να σας, πληθυντικός… εξυπηρετήσω… Μακριά η απόσταση από το ειωθός «Έλα, ρε βλάχο!»
- Να το α… το α… ο κύρ… ο κύρ Ορε… Ορε
- Ο κύριος Ορέστης; Με θέλει κάτι ρώτησε δειλά η κοπέλα.
- Ναι… είπε, ανακουφισμένος ο πατέρας. Ναι, για με…μένα, για τον αμ…αμ…άμβωνα… δείχνοντάς της την πόρτα.
- Δυο λεπτά… να πάω να τον δω. Καθίστε σας παρακαλώ, μη στέκεστε, είπε η κοπέλα, με το ίδιο πλατύ χαμόγελο και σηκώθηκε, αργά από το γραφείο.
Χύθηκε ο πατέρας στην καρέκλα «Όφου, τελείωσε το δύσκολο» σκέφτηκε και ζουμάρισε στο πάτωμα.
Μπλε παπούτσι δετό, αυστηρό με χαμηλό τακούνι…τάκα, τάκα, αξιοπρεπές, αργό, σταθερό…φούστα κάτω από το γόνατο, σκούρη μπλε… και το παχύ της γάμπας πρέπον!
«Γυναίκα με πόδια τσάκνα να τη φοβάσαι» έλεγε η μάνα. Χαλάρωσε. Σήκωσε το κεφάλι. Η κοπέλα άνοιγε την πόρτα, ντελικάτα…γέρνοντας, ελαφρά το κεφάλι και τον εντυπωσιακό της κότσο.

Φρεγάτα, με τα όλα της…είπε από μέσα του το παπαδάκι και σκέφτηκε τις καντηλανάφτρες.
Γύρισε σε λίγο η φρεγάτα και κάθισε στο γραφείο της.
Μαλλιά, όλα πίσω μαζεμένα, ούτε μια τρίχα στο μέτωπό της, μάτια, χείλια, μεγάλα, μύτη καλοσχηματισμένη, γυαλιά με χρυσό σκελετό…χαμόγελο ίδιο, πλατύ.
- Ο κύριος Ορέστης, μου είπε για τον άμβωνα που θέλετε. Είπε να μην ανησυχείτε για τα χρήματα, θα σας τον δώσει μισοτιμής. Θα σας κάνει και ευκολίες, όσες χρειάζεστε. Ελάτε να υπογράψουμε τα γραμμάτια. Πείτε μου εσείς τι ημερομηνίες θέλετε.
Αχ, φρεγάτα μου, στην καρδιά μου μίλησες… Σαν να του ‘δώσαν τον ουρανό με τ’ άστρα του πατέρα, σ’ αυτό το μαγαζί.

Σηκώθηκε να φύγει. Της έτεινε το χέρι για χειραψία. Μικρό, αφράτο άσπρο, ζεστό χεράκι. Σαν το άσπρο ψωμάκι του φούρνου! Το δικό του σαν της μάνας του, το ζυμωτό…μαύρο, τραχύ, σκληρό, ταλαιπωρημένο και μεγάλο, πολύ μεγάλο, ατελείωτο. Χάθηκε το χέρι της φρεγάτας.
Σαν να είδε και μια ψιλογκριμάτσα στο φεγγαροπρόσωπο της .
«Σιγά, ρε βλάχο, την πόνεσες την κοπέλα. Δεν κλείνεις δουλειά, σε φρεγάτα δίνεις το χέρι σου, ήρεμα» και χαλάρωσε το σφίξιμο.
-Σας ευχαριστώ πολύ για ότι κάνατε για μένα, είπε μονοκοπανιά, χωρίς ίχνος από ρετάρισμα.
- Δεν έκανα τίποτα, σπουδαίο, είπε εκείνη, με χαμόγελο. Όλα να σας έρθουν βολικά, με τη δουλειά σας.

Κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
- Εε, συγγνώμη… κάνετε και τριαντάφυλλα στο ξύλο; τον σταμάτησε εκείνη, ντροπαλά… Έχω δει σ’ένα περιοδικό.
- Ναι, και μυρίζουν της είπε γελαστά.

Έκλεισε, σιγά την πόρτα, πήγε τσάκωσε αντρίκια το χέρι του αφεντικού κι έφυγε…ΠΕΤΟΥΣΕ!
Έδωσε λόγο στη φρεγάτα και στον πατέρα της έξι μήνες μετά, μόλις τελείωσαν την εκκλησιά. Δώρο δεν της έδωσε δαχτυλίδι, αλλά μια μπιζουτιέρα με τριαντάφυλλα, δικά του, και τ’ όνειρό του. Της το ‘δωσε απλόχερα, με την καρδιά του. Η φρεγάτα, αρνήθηκε να γίνει πρεσβυτέρα και κείνος ήθελε πια να γεμίσει την μπιζουτιέρα της. Και μ’άλλα τριαντάφυλλα. Και να την βλέπει να χαμογελά.

Δεκαπέντε χρόνια μετά και αφού είχαν κάνει με τη φρεγάτα δυο παιδιά και τον πύργο, συναντήθηκε με τον Παναγιώτη. Τον είχε πεθυμήσει, ήθελε να τον δει, να τον ρωτήσει για το όνειρο... Του τηλεφώνησε. Τον προσκάλεσε σ’ ένα κουτούκι του κέντρου που πήγαινε, με καλό μπρούσκο και ωραίες καντάδες. Ο πατέρας Ιωσήφ δέχτηκε, με δισταγμό, για το χατήρι του. Είχε χειροτονηθεί, ήταν πρωτοσύγκελος στη Μητρόπολη.

Και, αφού θυμήθηκαν τα παλιά, είκοσι χρόνια μακριά, είπαν και τα νέα, το μπρούσκο και οι καντάδες πήραν το λόγο. Και ο πατέρας άρχισε να ρωτά.

- Πες μου, φίλε μου Ιωσήφ, γιατί νομίζω πως δεν καταλαβαίνω. Έπλασε ο Πανάγαθος, λένε οι Γραφές, τα ζώα «καλώς». Μετά αποφάσισε να πλάσει τον άνθρωπο. Και τον έπλασε «λίαν καλώς» μεγάλη η χάρη του και κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του. Σωστά μέχρις εδώ;
Συγκατάνευσε ο πατέρας Ιωσήφ, ευχαριστημένος. Ο φίλος του μπορεί να είχε αρνηθεί το όνειρο, αλλά δεν το ‘χε ξεχάσει.
- Και πως γίνεται, ευλογημένε, εσείς οι Δεσποτάδες να μας λέτε «Δούλους του Θεού», όταν μας παντρεύετε και ποίμνιο, όταν μας κηρύττετε το θείο λόγο του. Πώς από το «λίαν καλώς», πήγαμε στο δούλος και πίσω στο «καλώς», μαζί με τα πρόβατα;
Ο πάτερ συννέφιασε. Του είπε ότι αμαρτάνει. Ότι έχει απομακρυνθεί. Και του εξήγησε, με στωικότητα, για ώρα. Για τον νόμο, για το γράμμα, για το δόγμα. Ο πατέρας τον άκουσε με διάθεση να καταλάβει, με υπομονή… αλλά πάλι δεν καταλάβαινε.
- Αγαπημένε μου φίλε, έρχομαι εδώ, στο κουτούκι και γλυκαίνει η καρδιά μου. Με το κρασάκι, τη φρεγάτα μου, την καλή παρέα και τις καντάδες αγαλλιάζει η ψυχή μου. Είναι σαν, τότε, που ψάλλαμε το «Γλυκύ μου Έαρ». Είναι απ’ την, τόσων χρόνων, αποτοξίνωση ή απ’ την αρτηριοσκλήρωση;
- Αρτηριοσκλήρωση, φίλε μου. Αρτηριοσκλήρωση και βαριάς μορφής, απάντησε ο πάτερ, γρήγορα, χωρίς σκέψη, χωρίς έλεος.
- Στάσου, βρε Ιωσήφ, μη με αποπαίρνεις, άκουσέ με. Σου ανοίγω την καρδιά μου.
Ο πάτερ, τίποτα. Άρχισε να μιλάει ακατάπαυστα. Αυστηρά, τώρα. Για το καλό και το κακό, το δέον, για τις γραφές, τους αποστόλους, τον Παύλο, την ιδέα, τους αγώνες…Οπαδός ο πάτερ, φανατικός… του θύμισε τους Παοκτσήδες στο καφενείο, ήμαρτον Θέ μου.

Αχ, βρε, Παναγιώτη, τι το κάναμε το ρημάδι το όνειρο;

Ο πατέρας άκουγε όλο και με λιγότερο υπομονή. Δεν μπορούσε να πιαστεί από πουθενά. Από κανένα λόγο του. Λόγος αυστηρός, ξύλινος, μακρινός, ερχόταν κάπου από ψηλά και ακουγόταν όλο και λιγότερο. Σε λίγο ο πάτερ, μόνο τα χείλια κουνούσε, φωνή δεν άκουγε ο πατέρας.

Ξαφνικά, άκουσε την φωνή της μάνας. Τον επισκεπτόταν στα δύσκολα. «Αχ, παιδάκι μου κάθεται πολύ ψηλά, δε σου λεγα;»
Βάλσαμο ο λόγος της μάνας. Κιβωτός ευλογημένη…

Ξύπνησε το ορεσίβιο στον πατέρα. Είχε κουραστεί κι ο πάτερ. Του άρπαξε τη μπάλα.
«Θα σου πω μια ιστορία Παναγιώτη, δικιά μας των ανθρώπων. Είναι συνάμα και σοβαρή και αστεία. Σχώρα με, από τώρα, αν σε στεναχωρήσω.»
Και του πε, του πάτερ για το Θεολόγη, το φίλο του το μαραγκό.

«Πριν έξι μήνες, ο Θεολόγης, άρχισε να μου παραπονιέται για έναν πόνο στο στήθος. Σαν και μένα, φοβόταν τους γιατρούς και δεν πήγαινε. Μαζί λέγαμε για τους πόνους μας. Τέλος πάντων ο πόνος επέμενε και χειροτέρευε. Τον έπεισα να πάει στο γιατρό. Καρκίνο του είπε και σε προχωρημένο στάδιο. Ζαλίστηκε ο Θεολόγης. Σταμάτησε το τσιγάρο και να ‘ρχεται στο μαγαζί. Πήγα μια μέρα να τον δω στο σπίτι. Έβλεπε ειδήσεις, φοβισμένος, μαζί με τη γυναίκα του τη Μαρία. Καλό κορίτσι της εκκλησίας. Του στάθηκε πολύ.
«Είπαμε με τη Μαρία, να πάω στο Όρος, να εξομολογηθώ, να αλαφρύνει η καρδιά μου» μου είπε. «Φεύγω αύριο. Σε δυο μέρες , αν θέλει ο Θεός θα ‘μαι πίσω. Θα ‘ρθω να σου πω.»

Ο Θεολόγης στο Όρος να εξομολογηθεί; Σκεφτόμουν πηγαίνοντας στο σπίτι. Τι να εξομολογηθεί, ούτε μυρμήγκι δεν πείραζε. Όλοι οι μαστόροι σ’ αυτόν πήγαιναν για δανεικά. Μα πολλά, μα λίγα, ότι είχε όλα τα ‘δινε. Όχι από τους δυο τον ένα, αλλά από τους δυο και τους δυο χιτώνες έδινε. Και ποτέ δεν τους ζητούσε πίσω.
Με την εκκλησία δεν τα πήγαινε, βέβαια, πολύ καλά από παιδί. Είχαν ένα τραγόπαπα στο χωριό που όλο τους μάλωνε και τους έσκιζε τις μπάλες και αντί να βλέπει το Θεό και την εκκλησιά του, έβλεπε και κάρφωνε τους «κομουνιστοσυμμορίτες». Ο πατέρας του Θεολόγη ήταν «ένας από δαύτους».

Τέλος πάντων πονεμένος ήταν, τώρα, φοβισμένος, βαριά η καρδιά του. Τον έπεισε, φαίνεται και η Μαρία, το αποφάσισε. «Να ‘ναι ευλογημένο είπα με το νου μου. Καλό θα του κάνει.»
Ο πατέρας Ιωσήφ τον άκουγε, με συναισθήματα ανάμεικτα. Μια περηφάνια για «το απολλωλός» και «την επιστροφή του». Μια τσίτωμα για «τον τραγόπαππα» και «τους κομουνιστοσυμμορίτες». Πάντως τον άκουγε τον πατέρα, με προσοχή.

«Ήρθε στο μαγαζί, όντως, με τη βοήθεια του Θεού, δυο μέρες μετά. Τον αγκάλιασα. Μου φάνηκε, καλά. Ο παλιός, καλός Θεολόγης, μ’ εκείνο το παιδικό, πονηρό χαμόγελο, πριν ή μετά την σκανταλιά.

«Κάτσε, φίλε να σου πω» Άναψε τσιγάρο κι άρχισε…
«Πήγα, λοιπόν ο αθεόφοβος, στο μοναστήρι. Με φίλεψαν, με κοίμησαν. Να ναι καλά οι παππούληδες μου ‘κάναν όλα τα χρέα. Την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησα ξεκούραστος και πήγα να δω τον μοναχό που μου ‘χε πει η Μαρία. Ήθελα να του μιλήσω. Και τα ‘πα όλα, φίλε μου. Στο ορκίζομαι. Κι αυτά που ρώτησε κι αυτά που δε ρώτησε. Χαρτί και καλαμάρι, και ξαλάφρωσα. Εκεί, που τελείωσα αυτά που είχα να πω, μου λέει ο παππούλης. «Γονάτισε, Θεολόγη, παιδί μου και βάλε το κεφάλι σου, κάτω από το πετραχήλι να σε ευλογήσω.»
Μου ‘ρθε ο ουρανός σφοντύλι, βλαχούλι μου. Δεν ήξερα από πού να φύγω. Πώς να μην γελάσω. Πώς να διώξω από τα μάτια μου τη στιγμή που κορόιδευα τη Μαρία για τον τραγόπαπα, κάτω απ’ τ’ αυλάκι, που τον τσακώσανε να χώνει τις ανεψιές του, κάτω απ’ το πετραχήλι και να δείχνει, καμαρωτός, τα τέτοια του. Μπίτ χαβά σου λέω πήγε η εξομολόγηση. Μπίτ χαβά και η εξομολόγηση και το ταξίδι!

Πού πας, ρε αθεόφοβε, είπα στον εαυτό μου; Τώρα στα τελευταία; Ή παπάς, παπάς ή ζευγάς, ζευγάς. «Και μένα, βλαχούλι μου», μου είπε, «μου ταιριάζει, μάλλον, καλύτερα ο ζευγάς. Εδώ θα πεθάνω, κάτω στο εργαστήριο, στο υπόγειο, με το τσιγάρο και τα ροκανίδια μου».

Σιγή ο πάτερ, σιγή κι ο πατέρας.
Ήπιαν δυο γουλιές κρασί. Ο πατέρας άναψε κι ένα τσιγάρο.

«Άνθρωποι με τις αδυναμίες μας, ουστά. Άνθρωποι με ράσα και χωρίς ράσα.» είπε ο Παναγιώτης.
Ο πατέρας χαμογέλασε, τ’ άρεσε η απόκριση.
«Πες του να προσεύχεται, φίλε μου. Είναι καλός άνθρωπος. Ο Θεός βλέπει και ακούει. Κι απ’ το υπόγειο. Πες του να προσεύχεται για να ξαλαφρώνει».

Ήπιαν το τελευταίο μπρούσκο, σιωπηλοί, μονιασμένοι, αδελφές ψυχές, όπως, τότε…
Τα ξαναχάλασαν κατά το ειωθός στο λογαριασμό, για λίγο. Τον άφησε ο πατέρας να κεράσει τον φίλο του, αφού εξάντλησε όλα τα επιχειρήματα, « εγώ σε κάλεσα… δε σου ‘πα και λίγα…».

Επέμεινε, σθεναρά ο πατέρας Ιωσήφ. Ήθελε να πληρώσει αυτός για τη συνάντηση. Σα να το χρωστούσε στο φίλο του.

Ο ξάδερφος.


Τα νέα κυκλοφόρησαν γρήγορα στο πουστοχώρι. Έτσι, έφτασε να λέει στα εξήντα του τη γενέθλια γη ο πατέρας με πόνο και θλίψη γι΄αυτήν, που τον συντρόφευαν από παιδί.

«Ο παππούς τυφλώθηκε». Ο παππούς ήταν ο μεγάλος ξάδερφος είκοσι χρόνια μεγαλύτερος από τον μπαμπά μας και από τότε, που τον πατέρα του τον σκότωσαν οι Γερμανοί, προστάτης της οικογένειας. Ο τωρινός 80χρονος, σύμφωνα με τα νέα, τυφλός παππούς ήταν κάποτε ο φόβος και ο τρόμος.

Βουνό, κακοτράχαλο σαν τον τόπο τους. Μέσα, όξω. Μάστορας, χτίστης και πετράς. Με κάτι χέρια εντυπωσιακά, σαν κουπιά. Είχε χτίσει πολλά σπίτια στο χωριό τα περισσότερα στη δικιά τους γειτονιά, στον πάνω μαχαλά, όπου έμεναν οι μη νομαδικές οικογένειες του χωριού, οι αυτοαποκαλούμενοι Γκρέκοι.

Υπήρχε μια υφέρπουσα κόντρα στο χωριό, μεταξύ κάτω και πάνω μαχαλά, μεταξύ Βλάχων και Γκρέκων. Η κόντρα αυτή εκφραζόταν από τον μάστορα ξάδερφό άλλοτε κόσμια, για τα ορεσίβια ήθη « Οι Βλάχοι επειδή φκιάνουν τυρί, νομίζουν ότι μπορεί να φκιάσουν και σπίτι. Φκιάστε, μωρέ ζλάπια γιαγούρτ’ πρώτα κι αφήστε την πέτρα στους μαστόρους» κι άλλοτε, χωρίς προσχήματα « Άμα δεις στο δάσος, καμάρι μου ένα φίδι κι ένα Βλάχο, πάτα τονε κάτω το Βλάχο κι ας το φίδι να φύγει».

Χοντρό χιούμορ, αγριάδα και αίσθημα αυτοσυντήρησης στο πικ , πλαισιωμένα από μια ακατάπαυστη διάθεση για μασλάτια συνέθεταν το χαρακτήρα του ξαδέρφου.
Οι ιστορίες του ατελείωτες. Μας τις αφηγούνταν, πότε ο ίδιος , πότε ο πατέρας, με την ίδια πάντα γλαφυρότητα και το απαραίτητο αξάν του πουστοχωρίου.

Στον ξάδερφο άρεσαν, εκτός από τα μασλάτια και οι γυναίκες. Οι άσπρες και αφράτες. Οι φράπες. Του άρεσαν, περίεργα, άγρια… ορεσίβια.

«Μια φορά και έναν κιρό είπι ένας μπάμπος να βρει μια μπάμπω. Την Κυριακή, μετά που απώλεσε η εκκλησιά, του φέρνει μια μπάμπω η μάνα τ’… Ήταν μια κοντή, αδύνατη ξερακιανή με κατιβασμένο το κιφάλι και το φακιώλι της δεμένο στραβά με τη μια άκρη του κόμπου του να πετιέται προς τα πάνω. Σαν κέρατο. Να έτς αγιά.» συμπλήρωνε και έδειχνε τη θέση του κεράτου της μπάμπως στο κεφάλι του, με το δείχτη του να κοιτάει το ταβάνι. «Και να μην τα πολυλογούμι»…συνέχιζε «Πάει η μάνα τ’ να ψήσει τον καφέ και μένει ο μπάμπος με τη μπάμπω στον καλόν οντά. Ο ένας στο ένα μιντέρι κι ο άλλος στο άλλο. Να ετς αγιά, όπως ιμείς καλή ώρα.» κι έδειχνε το στερνοπούλι μας.

Η μικρή μας, είχε ακούσει της περισσότερες ιστορίες. Τον αγαπούσε, γελούσε με τις ιστορίες του. Κι όσο εκείνη γελούσε, τόσο ο ξάδερφος έλεγε. Έπαιζαν και κολτσίνα. Μόλις ο ξάδερφος έβλεπε πως έχανε το παιχνίδι, χαλούσε την παρτίδα και ξαναμοίραζε τα φύλλα. Το καμάρι ήταν μικρό, δεν καταλάβαινε, ούτε την πείραζε. Αυτή να παίξει, ήθελε, μόνο. Εκεινού, όμως, δεν του άρεσε να χάνει. Μεγαλώνοντας η μικρή μας κατάλαβε τι παίζει και άφηνε τον παππού να κερδίζει. Έκτοτε, όσο το στερνοπούλι ήταν στο χωριό, ο παππούς χανόταν απ’ τον καφενέ.

Τ’ αγαπούσε πολύ το στερνοπούλι… όλα τα παιδιά, γι’ αυτό κι όταν είδε κι απόειδε, αποφάσισε να υιοθετήσει τον ανιψιό του που έμενε στο διπλανό χωριό. Το ανακοίνωσε στη γυναίκα του Ο αδερφός του είχε τρία, ζωή να χουν, δυο πιδιά κι ένα κουρίτσι, όπως έλεγαν στα πουστοχωρίτικα. Μπορούσε να του δώσει το ένα. Απλά πράγματα. Βαλίτσες οι άνθρωποι...ανέκαθεν στη ψωροκώσταινα!

«Και να μην τα πολυλογούμι προσπαθούσε ο μπάμπος ο καημένος να δει την μπάμπω μα δεν τα κατάφερνε. Βλέπεις η μπάμπω ήταν ντροπαλή και σοφαρή. Να μην μας πιριγιλούν κιόλας. Το λοιπόν, έσκυβε ο μπάμπος το κεφάλι τ’ να δει απαριστερά, γυρνούσι ή μπάμπω χαζογιλώντας απά δεξά. Μια ο μπάμπος δυο η μπάμπω, απόκαμαν κι δυο. Τη ρωτάει, που λιες , τότε ο μπάμπος «Πως σι λεν, μωρ’;» Σηκών’ τότε δειλά η μπάμπω το κιφάλι με το κέρατο κι λιέει στον μπάμπο μι νάζι, σταυρώνοντας τα χέρια στα γόνατά της. «Φωτεινήηη».

Μαρή τι Φωτεινήηη; Αυτήνη μον Φωτεινή διν ήταν. Ντιπ μαύρ’ καρκαλιασμένη ήντουνε η ξερακιανή. Σκοτεινήηη! Κατασκότεινη! Και να μην στα πολυλογώ έπεσε ο μπάμπος να πιθάνει απ την στεναχώρια τ’. Τι μπάμπω; Αυτήντουνε μαύρη γίδα μ’ ένα κέρατο, συμφορά του!

Η μανα τ’ απ’ το μαγιριό τον είδι. Απαρατάει τους καφέδες και τρέχει στον παππούλη να κανονίσει το γάμο, μην το μετανιώσει ο μπάμπος και ρεζιλευτεί το σόι. Και να μην τα πολυλογούμι, γίνεται ο γάμος και παένουν ο μπάμπος και η μπάμπω τ’ στο σπίτι.
Ο μπάμπος, πάνω κάτω, πάνω κάτω βηματίζει το σπίτι ολάκερο. Όσο την κοιτάει, τόσο ανταριάζιται. Δεν ξέρει τι να κάνει, πάει να σκας απ’ το κακό τ’. Στέκιται λιγάκι, πάει προς τα εικονίσματα και λιέει : «Θε μ’, σχώρα μι» και μια κι δυο παιρν’ το τσεκουρούλι τ’ , τσακών’ τη μπάμπω απ’ το σβέρκο και σβάπα, σβούπα , παρτην κάτω τη μπάμπω! Και ζήσαν αυτοί καλά κι μεις καλύτιρα, καμάρι μου»

Η ιστορία τελείωνε, πάντα με το καμάρι να γελάει με γουρλωμένα μάτια και να φωνάζει «Ψέματα, είναι θείο! Ψέματα».

Το αγαπημένο του «τσεκουρούλι», πρωταγωνιστούσε σε πολλές ιστορίες του, ως απόλυτος παράγοντας επιβίωσης. Ιστορίες κυνηγιού, πεζοπορίας στο δάσος, ιστορίες με χιόνια και βροχές, ιστορίες με κακουχίες και μάχες. Ιστορίες ψεύτικες κι αληθινές. Δύσκολα τις ξεχώριζες.

Από γεννησιμιού του ήταν μαχητής περήφανος, ο ξάδερφος, πολεμιστής, ερωτευμένος με τα «Ελληνικά στρατά». Η μόνη ιστορία που δεν έβγαζε γέλιο ήταν αυτή της Πίνδου που έσωσε τον εαυτό του και τον λόχο του από τα κρυοπαγήματα με το «τσεκουρούλι», μοναδικό εφόδιο του, σαν έφυγε απ’ το χωριό για το μέτωπο. Μ’ αυτό όλος ο λόχος του, έκοβε «τσαλιά» κι έφτιαχνε «γιατάκια», πάνω στα οποία έστρωνε τις χλένες του το βράδυ, πριν πέσει για ύπνο. Οι άλλοι φαντάροι, παιδιά της πόλης που κοιμόταν κατάχαμα στο χιόνι «ήντουνε γεννημέν’ για να πιθάνουν», για τον ξάδερφο. Ο λοχαγός του, του έγραφε γράμματα, μέχρι τελευταία. Του τα διάβαζε η εγγονή του. Ο ξάδερφος δεν ήξερε γράμματα. Και τον πείραζε.

«Σαν τυφλός είμαι αξάδερφε», εξομολογούνταν στον μπαμπά μας. Τους αριθμούς τους ήξερε, τα γράμματα δε γνώριζε. Με δυσκολία έγραφε το όνομά του, μα ήξερε να κάνει υπολογισμούς, Θες απ’ το χτίσιμο, θες απ’ την κολτσίνα, θες απ’ την αυτοσυντήρηση, έμαθε και καμάρωνε γι’ αυτό. «Μπορεί να μην είμι γραμματιζούμενος, σαν κι σας, αλλά με τις παράδες κανένα ζλάπ, όσο τρανό και να ‘ναι δεν ημπορεί να μι γιλάσι».Τα λεφτά ήταν ανέκαθεν «κριβά» για το πουστοχώρι.

Στη μάνα μας τηλεφώνησε, η Βασίλω, για να πει τα κακά μαντάτα. Όλο το πουστοχωρήτικο σόι, στις δυσκολίες, πάντα στη μάνα μας τηλεφωνούσε. Νοσοκομεία, γιατρούς, αγορές, γεννητούρια, βαφτίσια, γάμους, κηδείες. Όλα έπρεπε να τα φέρει εις πέρας « η πρωτευουσιάνα». Καλά και κακά. Ήξερε αυτή, μπορούσε.

Κι η μάνα, παιδί υιοθετημένο από τα τρία από το νουνό της, τον Αμερικάνο, έναν πλούσιο για το πουστοχώρι, γλυκό ηλικιωμένο Έλληνα της διασποράς, με μια γυναίκα, κατά πολύ μικρότερή του, και μια στριμμένη γριά, την πεθερά του Αμερικάνου, να της κάνει τη ζωή μαύρη και να την αποκαλεί «παστρικιά», κάθε που ζητούσε να κάνει μπάνιο, μεγάλωσε στερημένη από κανάκεμα και χάδια.
Και νόμιζε ότι το πουστοχωρήτικο σόι την αγαπούσε, την εμπιστευόταν τη θεωρούσε ικανή, την εκτιμούσε γι’ αυτό της έβαζε δύσκολα. Και χαίρονταν και έτρεχε και νόμιζε πως τη χαϊδεύουν. Και χαίρονταν και τους χάϊδευε και τους κανάκευε. Όλους. Και δεν έβλεπε, τα πουστογέλια, δεν άκουγε τις μπηχτές «εμείς προτιμήσαμε θωριά. Όχι διαμεράσματα», δεν ένιωθε τα δαγκώματα αν και είχαν αρχίσει, με το θράσος του δυνατού, από νωρίς. Έξι μήνες, μετά που παντρεύτηκε,19 χρονών ήταν, όταν της ζήτησε το σόι να θάψει, μόνη η νύφη, το πρόωρο μωρό, μιας εκ των κουνιάδων της. Αχ, μαμά μου, μαμά μου.

« Θεός σχωρέστην», την κουνιάδα, βρε μαμά, λίγο πιο μεγάλη ήταν, λυπημένη, ζαλισμένη, έχασε το πρώτο της παιδί. Δεν την προστάτεψαν. Αυτό της είπαν να κάνει, αυτό έκανε.

«Ο παππούς τυφλώθηκε» είπε στο τηλέφωνο η Βασίλω, η νύφη του ξαδέρφου.
Η μάνα πάγωσε. Ο ξάδερφος ήταν ο αγαπημένος της στο σόι. Και της μάνας και του πατέρα.

Ο μπαμπάς μας μεγάλωσε , μέχρι τα έξι του που ήταν στο πουστοχώρι, έχοντας τον ξάδερφο για πατέρα. «Ήταν, πάντα τεράστιος» μας έλεγε συχνά. Τον αγαπούσε και τον φοβότανε. Όσες φορές και να μας έλεγε την ιστορία, που ο ξάδερφος τον έστειλε να μαζέψει τη γελάδα, και του ‘πε : «Ξανθέ, πρόσεξε καλά. Θα ρίξω μια φτυσιά απάν στην πέτρα και θα σε περιμένω. Πριν η φτυσιά στεγνώσει, η γελάδα πρέπει να ναι στο παχνί», συγκινούνταν.

Και με βλέμμα παιδικό, δικαιολογούνταν στο τέλος της ιστορίας «Πέντε χρονών ήμουν… ντάλα καλοκαίρι ήταν, 12 ή ώρα το καταμεσήμερο. Άστα…» Κάθε φορά η ίδια δικαιολογία, μήπως δεν την είχαμε ακούσει.

Μετά τα έξι του άφησε τον ξάδερφο και το πουστοχώρι και ξεκίνησε το ταξίδι στα ορφανοτροφεία της Φρειδερίκης… κι έμαθε να μεγαλώνει μόνος του.

-Έλα, βρε Βασίλω, είπε η μάνα, μήπως υπερβάλεις. Τυφλώθηκε; Μια χαρά ήταν ο άνθρωπος πριν ένα μήνα που ήμασταν επάνω. Θεριό ανήμερο, όπως πάντα.
- Όχι, όχι. Δε βλέπει ντιπ, σου λέω. Αυτή τη φορά την πάτησε για τα καλά, ο παππούς, είπε η Βασίλω με μια δόση ικανοποίησης, ίσως και προσμονής. Δεν είχε την καλύτερη σχέση με τα πεθερικά της, όπως όλες οι νύφες του καιρού της. Φοβισμένη γυναίκα, σκυλί στη δουλειά και τέρας υπομονής. Όλες τις ελπίδες της, τής είχε εναποθέσει στο Θεό. Γυναίκα της εκκλησίας. Είχε ακούσει πολλές φορές τον παπά να λέει «Ενός κακού μύρια έπονται»…Δεν το πολυκαταλάβαινε, τον ρώτησε. Τώρα ήξερε και το περίμενε.

- Να τον πάμε σε ένα γιατρό τον άνθρωπο να δούμε τι θα μας πει, είπε η μάνα.
- Μπα δεν κατεβαίνει ο παππούς, δεν αφήνει τον οντά του. Εδώ σε μένα δεν έρχεται. Όλη μέρα ξαπλώνει και κοιμάται. Ούτε στο καφενείο δεν πάει. Έχει πέσει να πεθάνει σου λέω, ξεστόμισε τέλος, τέλος.

Το βράδυ η μάνα είπε στον μπαμπά μας τα μαντάτα.
Εκείνος συννέφιασε και πήγε στο τηλέφωνο, διαδρομή που επέλεγε, μόνο σε εξαιρετικά κρίσιμες καταστάσεις.
- Έλα, Τάκη. Χαθήκαμε, βρε, κουπούκι, είπε στον νεανικό του φίλο,έναν μεγαλοοφθαλμίατρο. Τάκη ένας ξάδερφός μου, παππούς, δεν είναι καλά και θέλω να τον δεις.
- Φέρ’ τον αύριο το πρωί στο νοσοκομείο.
- Όχι, όχι, αύριο Τάκη. Να τον πείσω πρώτα να κατέβει απ’ το χωριό.
- Εντάξει. Τότε, μεθαύριο στις 9.

Ο Τάκης, 50αρης οφθαλμίατρος, στο απόγειο της καριέρας του. Ακριβοθώρητος, με ραντεβού κλεισμένα για δυο μήνες μετά, και μια γραμματέα, Γκεστάπο την έλεγε ο ίδιος, να σε περνάει από χίλια κόσκινα, μέχρι να σου κλείσει ραντεβού, δεν χαλούσε ποτέ χατήρι στον μπαμπά μας. Και ήξερε ότι ο φίλος του δε χρειαζόταν παραπάνω από ένα πρωινό για να πείσει κάποιον.

Δυο μέρες, μετά ο ξάδερφος με το καλό του το κουστούμι την τραγιάσκα του και το χασεδένιο του μαντήλι στην τσέπη ήρθε στην πόλη. Δεν του άρεσαν οι μετακινήσεις, τον ζάλιζε και το λεοφωρείο, λίγο και η αγωνία, φαινόταν ταλαιπωρημένος. Μόνο, γι’ αυτούς που τον ξέρανε.

Μπήκε στο γραφείο του Τάκη επιτρέποντας στον μπαμπά μας, μόνο ένα ελαφρύ αγκαζέ, ως βοήθεια. Για μπαστούνι ούτε λόγος. «Μη μας πιριγιλούν κιόλας»… κι οι εχθροί στην πόλη είναι και περισσότεροι κι αμολημένοι.
Γέμισε το γραφείο ξάδερφο… ήταν και μικρό νοσοκομειακό.

Ο γιατρός καθισμένος στο γραφείο του, χάθηκε. Ο Τάκης ήταν σαν τη «μπάμπω». Μαύρος, κοντός ξερακιανός, όλο νεύρο. «Διάολος, σωστός», έλεγε ο πατέρας. Ευτυχώς δεν έβλεπε ο ξάδερφος.
Κάθισε στην καρέκλα ο ξάδερφος, συμμαζεύτηκε, λίγο το πράμα.

Πήρε ο φίλος, παράμερα το φίλο να μην ακούσει το βουνό.
- Τι παππούς, βρε αθεόφοβε, αυτός είναι θεριό. Αντάρτης ήταν; ρώτησε ο Τάκης, με ελπίδα, αναντάν μπαμπαντάν αριστερός.
- Σιγά Τάκη ! Θα μας ακούσει και θα σε πνίξει αν καταλάβει, που τον λες αντάρτη.
Γέλασε και μαζεύτηκε ο γιατρός.
Τον εξέτασε.
- Καταράκτη έχει ο άνθρωπος, είπε τελειώνοντας την εξέταση. Φέρ’ τον αύριο να κάνουμε την επέμβαση. Δεν είναι τίποτα. Σε μια βδομάδα θα είσαι καινούριος…. Μόνο πρέπει να σε διώξουμε γρήγορα μπάρμπα. Μη μας χαλάσεις και τις νοσοκόμες!

Ο ξάδερφος χαλάρωσε και γέλασε. Περήφανα. Του άρεσε αυτός ο γιατρός. «Θκός μας άνθρωπος!».

Το θεριό έζησε δώδεκα αξιοπρεπή χρόνια μετά την επέμβαση. «Έλυσε τον άλσο» στα ενενήντα δύο του χρόνια, πλήρης ημερών και ιστοριών. « Και έζησε αυτός καλά κι ‘μεις καλύτιρα».