Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

κι α σαν τα πρωτοδιαβάκια

εγώ εγώ κι εσύ αυτός σαν τα πρωτοδιαβάκια
που απ το πολύ το πώς εμπερδευτήκαν
και εδιαβάζουνε κι α, κι άλλο, κι από
πό μάνα ψάχναμε κι δυο για φως
κι η κατρακύλα μια ‘χανή χαψιά
ζωή μας ξέρασε φωτιά σποριά


σ’ ένα μπαλκόνι πάνω κάτω
σβούρα να φέρνουμε
για λίγο πώς στον πάτο
που η μάνα φόβιο νείχε
γύφτου τυφλό σκυλί
που ζέσταινε τις νύχτες


μέλια σποράκια βρώμικα, ανασασμού φυτράκια
λόγχημα θεού, σβουνιές γενιών καημού
ν’ αποκοιμιούνται με θεριό σε δόντια και σε σάλια
να ονειρεύονται σκολειό με χράμια και παστάλια



πλιο ίδιοι Παντελή
ίδιες μυρτιές Μαρία
πριν μας καθίσει το βεργί
κομ’ άδεια δρασκελιά στην ιστορία


μας μάνα, χωνεμένη
φύσα φωσάκι να γυρίσει
παραμυθάκι ν’ αρχινίσει γιασεμιό
την κάτω κάτω χλόη σου υπομονή
χολή να κάνει επιμονή
δυο δυο,εγώ μ'εσύ,ν’ αυλίσει

Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Όλη, όλη, όλη...ΌΛΗ

νέτο πια από σημάδια το κεφάλι μου
μισό...μόνο λίγο πίσω απ ταυτιά...
το πλένω μόνο για να καθαρίσω τα νύχια μου
χωματοϊάσια μεγαλώνω, κουτρουβαλώντας
μπίλια σε ρουλέτα, που της κάθεται
πότε η θέση της μάνας, πότε του πατέρα, πότε των αδερφών
όλων λαλίστατων
δεκαενιάχρονης που μόλις πρωτομίλησε
και προσπαθεί να τους πει πώς ξέρει να γράφει
με ότι έχει
όλη μια γλώσσα
να γλείφει απ την καρέκλα της τα μπάζα
όλη, όλη, όλη...ΌΛΗ!
μα το βυζί μου, ρίψασπις
μπακίρισα αμετάπιστη ζυμώτρα πασχαλιάς, σημαδεμένη
αλκοολική γριά φροδίτη, άχερη να φτιάχνει γιορτή με ρετσίνα στο πάρκο
και να τη συνεχίζει στην ανεβασιά για το σπίτι
γλείφοντας τα βρόχινα νερά, μην κοντέψουν στις σχάρες
πεσμένη λύκαινα Βενέτω που γερνάει με το κουφάρι σου αγκαλιά
ταυτίζοντας με μανία τα σημάδια
μοναχά το ένα
το ένα… βυ
γιατί το άλλο…
ζι ζι ζι δυοσμάκι προκλητικό στο γεροντούβαρο
πατάει στις μύτες και τανιέται και λυγιέται
να φτάσει
να πιάσει αέρα
μυρωδιά ν’ ακούσεις του
να σηκωθείς


ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΥΝΙ;
ΤΟ ΜΟΥ ΝΙ ΜΟΥ;

πως ειν κουφάρι γρύλισέ μου, λύκε το μουνί
στα δόντια σου που το εις

δεν μπορεί δεν μπορεί
θα τις ακούεις… γηαγαπούες λύκε
στο εσύ
στα τέσσερα
στο ακόμα
κι αυτές τα ζευγάρια χέρια μας που φυσήξαμε
γκρι να καθρεφτίζουν τα μετρημένα
δεκα οχτώ δέκα οχτώ δέκα οχτώ
των δασκάλων
του πολιτισμικού μας αυτισμού
όταν αρχίσαμε να τους φτύνουμε
γιατί η πόλη δεν είχε άλλο
κλέφτες να φυσάμε μες στις χούφτες μας
και φυσούσαμε και φυσούσαμε
παιδιά παιδιά ιτς όρμα, ιτς όρμα
αχόρταστα παραμύθι χάδι
φτερό νερό, φευγιό δικό
παιδιά πεινασμένα
γη αγάπη
αυτά τα χέρια μας είναι
δεν μπορεί δεν μπορεί
αλήθεια είναι
το παραμύθι που φτιάξαμε
θα τις ακούεις
ελαφριά ξαναγυρίσαν
κλέφτες
ΕΊΝΑΙ ΚΛΈΦΤΕΣ
και φωνάζουν
δεν μπορεί...δεν μπορεί
δες πώς ζω... δες πώς ζεις
κόμ'ακούς... κόμ'ακούς
πίσω πίσω απ το θόρυβο
τον πίσω ρυθμό
γεμάτη η πόλη
γη α γαπώ
γη α γαπώ
γη α γαπώ
τα πετάμενά μας χέρια

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Σίδερο ρουφάει η μπαϊλντισσα

Σίδερο ρουφάει η μπαϊλντισσα
Μούτζες για ν’ανθέξει η πριγκίπισσα


κι αν ρουφάεις σίδερο
τα πάνω για να πάρεις
στο μαχόνι γάρδενακι μου
ρέκλες ως οχτάρι κάνεις ατυχώς
αχ μωρέ Βαγγέλη πε το ευθαρσώς


πως κείνο το κανάκεμα ήταν αλισβερίσι
δεν ήταν θρέφω ήτανε ταχυό
πεπούλα παχεμένη, γλαστρόνι να σε στήσει
σε ώρες διακοπής να σε μοσχοπουλήσει


σε ώρες για σορμπέ
μια που ο μπάρμπα μπρίλιος
ναi κείνος ο γνωστός, εκείνος με το γάλλο
την είδε κυριλέ
στο νιο το φαγοπότι μ’ ετέρους καρασίκ
πώς να μασαμπουκώνει κουρκόπουλα,κι ευθύς


πρώτη εφεδρία ο Βαγγέλ και το παλιό φυτώριο
τα γαρδενάκια τα σκυλάκια κι οι πετούγιες
που εθυμήθη πώς, ήτανε πελώριο στο μώλο
και με, μια γλάστρα πια, το όλο
εκεί που πάεναι για πάτο
τσάκα και πίκο κηπουργός από το πήλιο
ποιο μπάρμπα μπρίλιο ρε κουφέ;;;;;;;
γαρδένιες φίνες, ίδιες γερακίνες
μοσχοπουλάω για σορμπέ


Σίδερο ρουφάεις η μπαϊλντισσα
Μούτζες για ν’ανθέξεις η πριγκίπισσα

Χλαπατσάκια στις μουράκλες

άλλοι σαν τα δίψια ίσα
των πνιγμένων πόθων σας
ζούμε για να πολεμούμε
τους εχθρούς τους φόβους μας


ίδιοι,όλοι γιοι και κόρες
των αστροθαυμάτων μας
ζούμε για να συμμαχούμε
στους θαμμένους δρόμους μας


κάτα μόνας βοτσαλάκια
μα μαζί μια θάλασσα
θέρια να ευαγγελίζει
των θυτών το χάλασμα


χλαπατσάκια στις μουράκλες
ψύλλοι στα φελέκια σας
θα συνθηματολογούμε μπρος
στα μούχλια στέκια σας

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Δε το,σα ξεφεύγει

ταϊζω χάδι στα ρηχά να χουν να γλύψουν συρμαγιά
για μαύρα που θ'ανοίξουν το πανί
περίβολό σου γιασεμί, τριβόλι πεισματάρικο παιδί
που σε μπροστιάζει, στρατιώτη προσοχή
καθ'όσο εκείνο δε το, σα ξεφεύγει
να ξαπλωθεί στου αγεριού τ'αντάμα
βήμα στο βήμα σου πισωπατεί
ναζούδικο κορίτσι που ντροπιάζεται στ' αχείλι
και μαζώχνει
βάνοντας πλάτη στων μαλλιών του τη θροή
στων ρουθουνιών να φυλακίσουν σε
τη λύσσα για κυνήγι
σ'ένα αδιάλλειμο παιχνίδι διδαχή
που ξετυλίγει

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Ρωτάει κύριε Θεοδωρίδη ένας ξυλογλύπτης απ τον καφενέ

Έπαιζε το λοιπόν κύριε Θεοδωρίδη το πρωί ο Αγγελειοφόρος στο τραπέζι στον καφενέ από χέρι σε χέρι κάτι σαν αγωνία με ένα φύλλο, δες εξώφυλλο οπισθόφυλλο, ρίξε, σειρά σου…ένας αγοράζει 6 -7 διαβάζουνε…τα φραγκούλια που δε φτάνουνε;…η τσιγκουνιά που είναι πια μαγκιά που έλεγε κι ένα φυλλάδιο με ηλεκτρικά που κοίταγα τις προάλλες, εκείνο το γνωστό πιλάφι με τα μύδια, η τιβιβίτσα…δεν ξέρω… σημάδια των καιρών κι όλα από μια χαρακιά με φαίνεται
Ένιμπέη που λεν κι οι φίλοι μας…όχι όχι ένιγουέη λεν οι εγλετέροι, σόρυ σόρυ κι αν γύριζε κι η γλώσσα του ξυλογλύπτη σόρυ σόρυ ίσως να λεγε παρασυρμένος απ το συρμό, που με φλόμωσε στο λυπάμαι, πε του λυπάμαι , μα επειδή τσάκωσε του παιδιού μου το χέρι… λυπάμαι μπορεί και να μην καταλαβαίνω καλά, αλλά να τον ρωτήσεις θέλω να μας πει…και ξέρετε κύριε Θεοδωρίδη μελό κοινότοπο ίσως ακουστεί αλλά, λάμπουν αλλιώς στο σόρυ και στο λυπάμαι τα μάτια
Κι έλεγε ο άνθρωπος πε του ρώτα τον, σήμερα που την πλήρωσα τη φημερίδα γιατί και τις άλλες δεν τον πολυκαταλαβαίνω τελευταία, αλλά τη λέω τη μαύρην την αλήθεια μου κι ουλουνών μας των συνεταίρων, όταν δεν την πληρώνουμε την κοιτάμε μόναχα. Αλλά σήμερα τη διάβασα και πολλές φορές, καλά ρε παιδί… είπαμε η τσακωσιά και τον συμπαθώ να του πεις γιατί με κείνα τα ιστορικά του και τα ωραία φαρδιά πλατιά ελληνικά του μάρεζε, μάθαινα…αλλά τώρα τελευταία και ειδικά σήμερα δεν κατάλαβα να χαρώ για τον Βενιζέλο…κι άντε όχι όχι να χαρώ αυτό το κατάλαβα, το θυμάμαι το λέει ξεκάθαρα «Δεν έχω ιδέα αν θα πετύχει στο νέο του πόστο»… δεν έχω ιδέα λέει ο άνθρωπος, οπότε χαρά ξεχαρά γιοκ, ολντού που λέει κι ο μεμέτης…αλλά στο νέο του πόστο;… και «Τις τελευταίες ημέρες οι χαλαροί οπαδοι του Πασοκ που «έσφιξαν» περιμένουν κυρίως ένα πράγμα: αν θα τα καταφέρει στο πολιτικό παίγνιο που οικειοθελώς εφόρμησε» Κι οι χαλαροι πρώην και νυν σφιγμένοι οπαδοί συντροφομαχαιρώνονται γνωστό… μα εκείνο το «πολιτικό παίγνιο που οικιοθελώς εφόρμησε ο Βενιζέλος» είναι θέση δική σας, ρώτα τον, για των οπαδών κι αν είναι δική σας που ελπίζω… επιτυχία στο καινούριο του πόστο, πολιτικό παίγνιο…γιατί τέτοιες λέξεις;… και καλή επιτυχία του εύχεστε προσωπική για το καινούριο του πόστο…το ίδιο το υπουργείο οικονομικών δεν είναι, με το ίδιο για ψήφιση μεσοπρόθεσμο;… κι είναι όπως το λέει ο Τάκης 180 που θέλει ακόμα για να περάσει ή 150 που λέει ο Τάκης μετά τη νέα ψήφο εμπιστοσύνης, το ρημάδι το μεσοπρόθεμο «αφού και ο Βενιζέλος εφόρμησε οικειοθελώς σε αυτό το πολιτικό παίγνιο»…ή ρε παιδί μήπως κάνω λάθος και δεν είναι ρημάδι…να μας πει…μήπως είνι καλό για τον τόπο να μας πει να μας εξηγήσει καθαρά να καταλάβουμε…αγράμματοι ανθρώποι είμαστε μα θέλουμε να καταλάβουμε πρέπει να ξέρουμε. Και μήπως ξέρει ο άνθρωπος κάτι άλλο καινούριο που σχεδιάζει ο Βενιζέλος, πρόταση για τη χώρα για τον τόπο να τον γλιτώσει σαν συνταγματολόγος που είναι και του λέει καλή επιτυχία …αλλά τι λέω θολωμένος από τα χτε μείπε ο γιος μου πώς διάβασε στο ιντερνέτι πώς οι δικαστάδες ανέλαβαν τη βρώμικη δλεια, κάτι λέει το συμβούλιο επικρατείας άλλαξε το σύνταγμα στο πιτς φυτίλι και κάτι λέει για το δικηγορικό σύλλογο της πρωτευούσης πε του, θα πάει λέει στην ευρώπα… πε του ξέρει αυτός, θα ψάξει θα βρει…αλήθεια είναι;… καλή επιτυχία για πια, για πια καινούρια σχέδια κάτι δε μπορεί θα ξέρει…πε του μωρέ κι εκτίμησε τη δουλειά μου τον κόπο μου το 97 με την πολιτιστική πρωτεύουσα…γραμματιζούμενος και ταρεσαν του Παπαφιώτη ευκλειδομάστορα τα σκιουρούδια κι οι γαλαζοπαπαδίτσες και τα σκαντζοχοιρούδια και τα κέρατα της κατσίκας που μεπιασε η λόξα και τα κανα κρεματζούλια να μυρνάει τον τόπο μας το στήθος…και ταρεσαν και τσάκωσε του παιδιού ‘μ το χέρι ένα απόγεμα κι είπι από δω θα πάρω τα δώρα μου…είπι το θυμάμαι… για τους ξένους… να γέρασα τόσο… κι ήταν ένας απ τους διευθυντάδες τότε και μετά εξαφανίστηκε, δεν ξαναπέρασε βγήκα και γω στην σύνταξη…μα μείπι δε μπορεί… στρώσαμε τα κρεματζούλια στου παιδιού το δωμάτιο…δε μπορεί μείπι, τόσο μωρέ να ξεκούτιανα… πάνω στο μπιζουταρισμένο το σούγκανταρ το κρύσταλλο με τα δυο ποδάρικα θκα μας ήτανε…ούτε λουί μουί, ούτε λιονταροεγλέζικα…πώς …κάπως τα λένε θα ξέρει τούτος αρχαϊκά…τόσο να μη θυμάμαι και να μη μείπι ο άνθρωπος…μα τα βάναμε με την ίδια σειρά που τα χα στο μαγαζί… κι αφήσαμε και τηλέφωνο και διεύθυνση στο τζάμι στη βιτρίνα…κι όσο αργούσε να φανεί λέγαμε με το παιδί τον φάγανε φαίνεται κι αυτόν…και τώρα το παιδί διαβάζει κι αυτά τα μπερδεμένα που λέει και τάλλα που σε λέω στο ιντερνέτι και με λέει πλατεία παρέα πατέρα… ας τονε τον αγγελειοφόρο πλατεία πάμε… πε του να μας πει καταλαβαίνω ακόμα για όχι… θυμάμαι ακόμα για ξεκούτιανα ντιπ…τον περιμένω πε του σαν το χώμα κάτω απ το τσιμέντο, διψασμένος

ΆΕΙ ΓΑΜΗΘΕΊΤΕ πΑΓΚΑΛΟΙΙΙΙΙΙΙΙΙ / 2

Τι σας 'ελεγα σε μισό...ε υποκειμενικό πράμα ο χρόνος...τεςπα, άλλου παππα ευαγγέλιο τούτο...για τη ρουφιάνα λέγαμε που ότι κι αν έχεις προγραμματίσει σε τσακώνει απ το μανίκι και τσουσουσουσουπ γιάτος... κι άλλος πάγκαλος κι άλλος κιάλλος ατελείωτοι και το σύνθημα να βαράει μια λάρυγγα μια φάρυγγα, πινκ πονκ για γερές καταπιώνες...μ'αυτές αδέρφια μ'αυτές τούτες τις μέρες νακούμε...4 αμμέσως αμέσως ταυτιά... και τα μάτια κλειστά, φερμέ, πάσχουν αναρωτήριο ανάπαψη... κοιτανάπαψη αδέρφια αμέσως, μπας και σώσουμε ότι μας απόμεινε... ...και τι έλεγα...α για τσι πΑΓΚΆΛΟΥΣ...καφενείο το λοιπόν, μετά τη λαίκή για ένα λίιιιγο μικρόνε ΄βάσει σχεδίου καφέ,νερα πολλά κρύα και καμιά κουβέντα με τον πατέρα και πίσω για το ειδικό που λέγαμε... έτσι λέεις... κι η ρουφιάνα...άκου να λέει, άκου και να γελάει...μεγαλώσαν τα τραπέζια στον καφενέ σε παρέα των 6 ο πατέρας κι η κουβέντα τι άλλο, για το τι μας περιμένει, τέρμα τα τι άγόρασα που πήγα κι εγώ κι η κόρη κι ο γιόκας μου, και κει που η κουβέντα πάένει από σουρεάλ κωμωδία με ερωτήσεις του τύπου σερβιτόρα μπορείς ρε Θανάση να γίνεις...τον γιο του δε τον ρώτηξε αν μπορεί να τον κάνει, όχι τόσο μπλακ δεν αντέχει ακόοοοομα ο καφενές περιμένει ακόοοομα...από σου ρεάλ το λοιπόν, ότι μπορεί ο καθένας... σε θολό θολό παντάθολο καράθολο γαμώ την τιβούλα μας και τα 200...αν ξεχνάω κανένα σχωρνάτε με...ρεεεεεε λτί ααααα κι δήσεων που θα λεγε κι ο χάμπος κι βρε κι... κι,δεν...δεν λένε, κι αυτοί κι... τη δλεια τους, το έργον και μεις κει κει κει την αεργία μας...ΔΈΛΛΗΝΕΣ γαμώτο σιχτιριασμένοι απ το επαναστατικό 80 και δώθε σε μοδέλα που λέει κι ο πατέρας φασόν, ένα απ το ράφι, γιουρού βρωπαίοι...σου ρεάλ το λοιπόν με τον ένα να λέει 150 θέλει για να το περάσει και τον άλλο 180,χαλόουυυυυυ μπένυυυυυ συνταγματολόγεεεε και οι συναυτώωωω μικροφωνάκηδεεεες, χαλόουυυυυυυυ εδώωω ω ω, θολός... κάποτε εγώωωω ω ω...κοντά, σιμά ήταν μωρέ...εγώωωω ...τώρα γιογιό ο ο και σι λίγο λίγο λίγο χαλόουυυυυυ γκιογκιόοοοοο ο ο ο... καφενέεε σε σένα φωνάζωωω χαλόουυυυ... τώρα βρωπαϊκα χαιρετισμένον, όπως μας χαιρετίσανε με την Αφροδίτηηηη...χαλόουυυυ... τούτη έχει κομμένα χέρια, εσύ δόξα τον πανάγαθόνε μια χαρά ταχεις και σάματι αδούλευτα τα γλιέπω από καιρό, δλεια βρε δλεια δλεια με χέρια και στα μάτια και σταυτιά και στη μύτη και στη γλώσσα...καφενέεε πατέρααα... δεν ΄΄ηταν άχυροι οι ώμοι που μας δώκανε για να τους δώκουμε...σου πα με την καταπιώνα...άχεροι ήταν...και τούτα τα χέρια είναι θαμμένα στο χώμα στο χώμα που σέασες... καφενέεεε πατέρααα... έβγα έβγα και μύρισε και δες και άκου και γέψου κι ακούμπα χάιδεψε πιάσε, παντού, παντού ευλογία παράδεισος ο τόπος μας κι είναι ακόμα, μας...για λίγο,τέλος χρόνου... τώρααααα πατέραααα... ... έβγα με χέρια παντού και πνίγε πνίγε ότι θολό ότι περιμένει ότι υπομένει ότι προσπαθεί ακόμα να εξηγήσει και να δικιολογήσει, ΔΙ ΚΟ ΛΟ ΓΗ ΣΕΙ, μέσα κι έξω σου ότι παγκάλικο...γιάτος γιάτος σου είπα δίπλα σου νατονε... υπαλληλάκος συνταξιοδοτημένος του Υπουργείου επί των είσπραξεων και δόσεων με πάνω από χιλιαρικάκι σύνταξη...βρε μη, άκου με... χίλια τόσο, χίλια κι άλλα χίλια πέντε δέκα φραγκοδίφραγκα...δυο χιλιάρικα θα σε πω παίρνει...τον τόπο τον τόπο μην ξεχνάς το χώμα και κεινού είναι, φάτονε και θα το θυμηθεί...φάτονε με χέρια απ τον άλλο τον κατάδικό σου κι αυτός κληρονομιά κι αυτός σε μάρμαρο κι αυτόν για να τον δώκεις αλλά όχι όλον όχι τη μιζέρια του, το έτσι είναι και θα ναι μόνο τους ρόζους του δώκε τον ιδρώτα του και τη φωνή του και φάτονε τον ΠΑΓΚΆΛΙΚΟ ΠΑΓΚΑΛΆΚΟ... που ρχεται ωραίος κι ενήμερος νανακοινώσει ότι είπανε πως θα κόψουνε το εκας σόποιον έχει σπίτι κι αυτοκίνητο, κι ότι μπορεί λέει, μπορεί ο μαλακωμαζί ταφάγαμε επειδή γλύφει ακόμα το ταγκιασμένο πια μέλι, και για να διούμε ποιος θα πρωτοφάει σε λίγο που κι ο γιος του κι η κόρη του θα ΄ψάχνουν να γίνουν σερβιτόρες ες ες ες πασοκοταϊσμένεεεε ε ε ε κι ο χαιρετισμός ξέρεις νταβραντισμένος απ αυτόν που ξέχασες μαζί με τον τόπο και χρωστάς στην έρμη τη γυναίκα σου ου ου ου...ότι μπορεί να ζήσει άνθρωπος με σπίτι και 500 δεν ξέρω και με 300 δεν το θείξαμε, αλλά τι τον ενοιάζει αυτός θα ναι που μπορεί να ζήσει...αυτός θα μπορεί να λέει να λέει να λέει και να σε θολώνει πατέραααα με τα πασοκομπουκωμενίστικα του τα δώσαμε τις εισφορές μας τόσο τοις εκατό, τόσο τόσο τόσο... φραγκοδίφραγκα...ξεχασμένο τον έχει τον τόπο, φάτονε και θα θυμηθεί...τον τόποοοο,το σύνθημααααα... και πλατείααααα πατέρααααα


Διάλειμαααα για φαί και φύτεμα :)
μα πριν...πάμε

ΑΕΙ ΓΑΜΗΘΕΊΤΕ πΑΓΚΑΛΟΙΙΙΙΙΙ

για να μην ξεχνιόμαστε...και για να κολλήσει το επόμενο
άφιτερ ε σιμόλ νάπ!

ΈΧΩ ΈΧΩΩΩΩΩΩΩ

Δυο χρόνια ειδικό-αυτισμός...ΆΕΙ ΓΑΜΗΘΕΊΤΕ πΑΓΚΑΛΟΙΙΙΙΙΙΙΙΙ

χαμηλός πολύ χαμηλός αυτός ούτε δουλεύι ούτε τίποτα στηλωμένα τα πόδια έτσι και δε θέλει κάτι δεν τον κουνάς με τίποτα... αλλά ήσυχος βάλτον στο παιχνίδι και δε θα σενοχλήσει με τίποτα, δώστου και τίποτα να πετάει και να στριφογυρίζει κατά πάνω κι είσαι εντάξει νασχοληθείς με τον μεγάλο που ποιος ξέρει τι ακούει κάθε μέρα απ την προκομένη τη μάνα του που είχε το θράσσος να μας καταγγείλει και να μας κουβαλήσει στο σχολείο προισταμένους και συμβούλους και να λέει πώς δεν κάνουμε τίποτα που χουμε δώσει την ψυχή μας σαυτό το σχολείο να φτιάξουμε υλικό φακέλους καλημέρες καιρούς μετά το μεροκάματο κι έχουμε φάει τις φτυσιές και τα κλωτσίδια της ζωής μας απ το γιόκα της και τους υπόλοιπους για τρεις κι εξήντα και αν κατά τα νέα μέτρα...μ'αυτόν ο θεός βοηθός όταν είναι στα ντουζένια του είναι και ψηλός γαϊδούρεψε δύσκολα τον κάνεις ζάφτι άιντε να τελειώνει τη χρονιά και στο καλό να ησυχάσουμε και μαυτόν και τη μανούλα... ξέρει βέβαια να διαβάζει και να γράφει κάτι κουτσομετράει βάζε τον όσο μπορείς στη θέση του με πολλούς φακέλους δίπλα να χει να κάνει του αρέσει και θα σαι ήσυχη νασχοληθείς με τους άλλους να κάνεις δουλειά στο τραπέζι ΈΝΑΣ ΠΡΟΣ ΈΝΑΝ ΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΜΠΑΣ ΚΑΙ ΜΑΘΟΥΝ ΤΙΠΟΤΑ...ΑΝ ΚΑΤΑΦΕΡΕΙΣ ΑΥΤΟ ΓΙΑ 45 ΛΕΠΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΜΕΡΑ ΝΑΣΑΙ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΗ!!!!!

διάλειμμα εδώ για το βρισίδι και γιατί η ρουφιάνα η ζωή μας καλεί λαίκή μανουλα πατερούλης αναμένουν...το σύνθημα εσείς...θα εξηγήσω και θα πείτε γεια στο στοματάκι μας...

ΠΑΜΕ ΣΑΣ ΛΕΩ
ΑΕΙ ΓΑΜΗΘΕΊΤΕ πΑΓΚΑΛΟΙΙΙΙΙΙΙΙ

σε μισό επιστρέφω...:)

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Με το έτσιιιι με το θέλωωωω

Με το έτσιιι με το θέλωωωω
την Ελλάδα μας την κάνατε μπουρδέλο
με το ένα με το άλλο
ρε Γαπούλη δε γλιτώνεις το ρεγάλο

η πλατεία είμαστε μεις
που Τετάρτη κι εφεξής
δεν μας έπαιξε κανείς
δακρυγόνα φλομωμένοι
μια απ τα ίδια φιμωμένοι

στην τσιρκάτη παρωδία
εθνοκάλπηδων νταβάδων παρωδία
που ξεχνάει ως εταίρι
παροιμίες που να ξέρει
πώς κοντεύει η γιορτή
και θα είναι θυμωμένη Κυριακή

που, με το έτσιιι με το θέλωωωω
με συνείδηση θα ρίξει το μπουρδέλο

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα ‘λλου

Τάκα τάκα τάκα τακα τάκα ‘λλου
Γιάννη μ’ την πλατέα να φκιάνεις φο μπι ζου
τραπεζοκαρεκλάτη ευταξία
στου Γαπα τη ρεζίλω ιστορία

Εμείς δω να τη θέμε κουρελού
χρωμάτη ν’ ανεμίζει αλλαχού
ανάπυρη μας θεοδώρα να τρατάρει
πως δεν μπορεί κανείς να μας την πάρει

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

πόλη μες σε στάρι απ το χωριό

λύκο λύκο θα σε λέω
και θα σε φανοκρατώ
ρούσα απ το γκρι σου το μοιραίο
πέτρα απ το πεντόβολο μ’ αυτό


λύκο λύκο λύκο πύργο
φτύσε ασβέστη στο χωριό
βλέπω ν’ ασπρίσει το κοιτάω
κόκκαλο απ το θυμικό


ξέρω ν’ απαντήσει στο ρωτάω
έχω στο ανιστόρητο αποκτώ
ζω στο βούβα μούγκα τα βολεύω
μ’ αύριο στόμα ορφικό


χόρτο ν’ αποδώσει στη Μαρία
μνήμη στο νιογέννητο Μαθιό
φανουριό θολό απ την πλατεία
πόλη μες σε στάρι απ το χωριό