νέτο πια από σημάδια το κεφάλι μου
μισό...μόνο λίγο πίσω απ ταυτιά...
το πλένω μόνο για να καθαρίσω τα νύχια μου
χωματοϊάσια μεγαλώνω, κουτρουβαλώντας
μπίλια σε ρουλέτα, που της κάθεται
πότε η θέση της μάνας, πότε του πατέρα, πότε των αδερφών
όλων λαλίστατων
δεκαενιάχρονης που μόλις πρωτομίλησε
και προσπαθεί να τους πει πώς ξέρει να γράφει
με ότι έχει
όλη μια γλώσσα
να γλείφει απ την καρέκλα της τα μπάζα
όλη, όλη, όλη...ΌΛΗ!
μα το βυζί μου, ρίψασπις
μπακίρισα αμετάπιστη ζυμώτρα πασχαλιάς, σημαδεμένη
αλκοολική γριά φροδίτη, άχερη να φτιάχνει γιορτή με ρετσίνα στο πάρκο
και να τη συνεχίζει στην ανεβασιά για το σπίτι
γλείφοντας τα βρόχινα νερά, μην κοντέψουν στις σχάρες
πεσμένη λύκαινα Βενέτω που γερνάει με το κουφάρι σου αγκαλιά
ταυτίζοντας με μανία τα σημάδια
μοναχά το ένα
το ένα… βυ
γιατί το άλλο…
ζι ζι ζι δυοσμάκι προκλητικό στο γεροντούβαρο
πατάει στις μύτες και τανιέται και λυγιέται
να φτάσει
να πιάσει αέρα
μυρωδιά ν’ ακούσεις του
να σηκωθείς
ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΥΝΙ;
ΤΟ ΜΟΥ ΝΙ ΜΟΥ;
πως ειν κουφάρι γρύλισέ μου, λύκε το μουνί
στα δόντια σου που το εις
δεν μπορεί δεν μπορεί
θα τις ακούεις… γηαγαπούες λύκε
στο εσύ
στα τέσσερα
στο ακόμα
κι αυτές τα ζευγάρια χέρια μας που φυσήξαμε
γκρι να καθρεφτίζουν τα μετρημένα
δεκα οχτώ δέκα οχτώ δέκα οχτώ
των δασκάλων
του πολιτισμικού μας αυτισμού
όταν αρχίσαμε να τους φτύνουμε
γιατί η πόλη δεν είχε άλλο
κλέφτες να φυσάμε μες στις χούφτες μας
και φυσούσαμε και φυσούσαμε
παιδιά παιδιά ιτς όρμα, ιτς όρμα
αχόρταστα παραμύθι χάδι
φτερό νερό, φευγιό δικό
παιδιά πεινασμένα
γη αγάπη
αυτά τα χέρια μας είναι
δεν μπορεί δεν μπορεί
αλήθεια είναι
το παραμύθι που φτιάξαμε
θα τις ακούεις
ελαφριά ξαναγυρίσαν
κλέφτες
ΕΊΝΑΙ ΚΛΈΦΤΕΣ
και φωνάζουν
δεν μπορεί...δεν μπορεί
δες πώς ζω... δες πώς ζεις
κόμ'ακούς... κόμ'ακούς
πίσω πίσω απ το θόρυβο
τον πίσω ρυθμό
γεμάτη η πόλη
γη α γαπώ
γη α γαπώ
γη α γαπώ
τα πετάμενά μας χέρια
Σάββατο 25 Ιουνίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου