Τετάρτη 26 Μαρτίου 2008

(9)



- Είμαστε λίγο στριμωγμένα ε; Που να παίρναμε και να φάμε. Ο χώρος είναι πολύτιμος στην πόλη. Α, ρε πατρίδα! Ας πιούμε λίγο μπύρα να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Στην υγειά σου και καλώς ήρθες.
- Στην υγειά σου Παναγιώτη. Καλώς σε βρήκα. Πάντως και στην πατρίδα έχουμε αρχίσει και στριμωχνόμαστε παντοιοτρόπως τελευταία, προσπάθησε να πιαστεί, η Ρούλα.
-Δεν έχετε δει τίποτα, εσείς σου λέω, την έκοψε χαμογελώντας. Πώς πήγε η βόλτα στο παλιό κάστρο; άλλαξε την κουβέντα.

-Αλλαγμένο, περίεργο…πολύ νέκρα, βρε παιδί μου. Πού τότε, γεμάτο μικρούς ιππότες, ζωντανό.
-Ε, τότε είχαμε 1.500 μικρούς ιππότες και τώρα, έχει δεν έχει 200. Έφυγαν οι δικοί μας από τη γειτονιά του παλιού κάστρου. Όλοι οι νέοι μετακινούνται προς τα έξω. Έξω από την πόλη, εκεί που έφτιαξα το δικό μου κάστρο. Ο κόσμος θέλει να ανασάνει. Εδώ έμειναν, μόνο οι ηλικιωμένοι.
-Είδα, βέβαια, δυο ιππότες και όντως τρεις, τέσσερις μεγάλους ανθρώπους.
-Ε, για καμιά κηδεία θα ετοιμάζονταν, είπε γελώντας. Μόνο αυτό κάνουν τελευταία.

Λίγο black της φάνηκε της Ρούλας, την ξένισε και το γέλιο του, αλλά το προσπέρασε.

-Για πες εσύ. Πότε έφυγες; του ‘δωσε τη μπάλα.
- Ένα χρόνο μετά που φύγατε όλοι οι παλιοί σύντροφοι. Το κλίμα είχε βαρύνει, ήδη πριν φύγετε, θυμάσαι…

Μια χαρά θυμόταν η Ρούλα. Κλωτσηδόν έφυγε από το παλιό κάστρο.
«Εσύ είσαι σαν και μένα, έχεις μεγάλη γλώσσα. Δε θα περάσεις καλά στη ζωή σου», της είχε πει ο, τότε, αρχιιππότης, ήδη από τον πρώτο μήνα της παραμονής της στο παλιό κάστρο, όταν του παραπονέθηκε, που όλα τα «τερατοϊπποτάκια» ήταν στην ομάδα της.
Δε συζήτησε καμιά αλλαγή, κάθετος, άξεστος, μπουντρούχος, μόνο κατ’ όνομα ιππότης. «Έτυχε», της είπε.

Κι όταν τόλμησε να του θίξει την εκρηκτικότητα του μείγματος δέκα «τερατοϊπποτακίων» σε μια εικοσαμελή ομάδα 9χρονων μικρών ιπποτών, της είπε να φύγει, αν δε μπορεί να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του βοηθού ιππότη. Κι όπως μπήκε, ως δόκιμη, έτσι έφυγε. Δυο χρόνια μετά και με κλωτσιές. Την είχε υπό ασταμάτητη παρακολούθηση. Κι όσο τα κατάφερνε, τόσο την παρακολουθούσε.

«Περασμένα ξεχασμένα αρχιιππότα, σκέφτηκε η Ρούλα. Καλό μου ‘κανες, με ‘ριξες στα βαθιά.»

Ένα πράμα μόνο θυμάται από τον αρχιιπότη και την τσιμπάει, ακόμα… Που την παρακολουθούσε από το παράθυρο του γραφείου του, να δει αν, θα τα καταφέρει και με το κυνήγι του αρχηγού. Αυτός παρακολουθούσε και το παιδί έτρεχε με το μαχαίρι στο χέρι και δε βγήκε να βοηθήσει, ο παπάρας, ούτε το συζήτησε ποτέ.

Να ‘ναι, καλά ο φωτισμένος ιππότης. Αυτός, βγήκε και κράτησε την υπόλοιπη ομάδα των μικρών ιπποτών, που κοιτούσαν, αποσβολωμένοι, το κυνήγι από την πόρτα του εργαστηρίου των πολεμικών τεχνών… Ποιος ξέρει μπορεί και να τον είχε στείλει ο αρχιιππότης.

-… Θυμάσαι τον αρχηγό; τον ρώτησε η Ρούλα;
- Ξεχνιέται ο αρχηγός! Πριν κανένα μήνα ήρθε στο καινούριο κάστρο να με δει. Δεν ακολούθησε τον ιπποτικό δρόμο. Έχει δικό του εργαστήριο κατασκευής ακοντίων, άλλο παιδί. Μου ‘πε σας παίδεψα, τότε… Είναι πολύ καλά. Συμφωνήσαμε να συνεργαστούμε.

Η Ρούλα κορδώθηκε, λίγο, σαν γύφτικο σκεπάρνι.

- Και ο φωτισμένος ιππότης ;
Συννέφιασε, λίγο ο Ser John.
-Δυστυχώς, δεν είναι καλά. Αυτό το καινούριο… το Αλτσχάιμερ. Πήγα να τον δω μια μέρα, δε με γνώρισε, έλεγε ασυναρτησίες. Δε μπόρεσα να μείνω πολύ, στενοχωρήθηκα.

Γιαλάν ντουνιά, Παναγιώτη, αλλά που να σου εξηγώ. Οι ιππότες δεν πολυσυμπαθάτε και τους γείτονες. Άστο!

Έβγαλε τον καπνό και έστριψε ένα τσιγάρο η Ρούλα. Περίμενε κάποιο σχόλιο, αλλά ο Ser John, διακριτικός, όπως τότε, δεν είπε τίποτα.

-Για πες, λοιπόν για το καινούριο κάστρο; του ‘δωσε πάσα η Ρούλα.
Κι άρχισε…

Τι τρίπλες, τι κεφαλιές, τι τακουνάκια! Και τα ‘πε όλα, με λεπτομέρειες για δυσκολίες, για μάχες, για εκστρατείες, για ανακωχές, για τα όπλα τις ασπίδες, τα λάβαρα, για τη δημιουργία… Όλα με ηρεμία, καρτερικότητα και ικανοποίηση.

Τα κορίτσια νανουρίστηκαν απ’ τη φωνή του και κοιμήθηκαν ήρεμες.

Και η Ρούλα άκουγε, άκουγε και έστριβε το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο ακατάπαυστα, παλεύοντας να καταλάβει το μυστικό…. Και προσπαθούσε να κλέψει κι απ’ τα τρία.

Είπε και για τα παιδιά του, λίγα, κοφτά, με ψιλοπαράπονα για τις επιλογές τους.
Άφησε την κούραση για το τέλος.

-Καμιά μέρα, βλέπω να με μαζεύουνε από τους δρόμους, είπε χαμογελώντας και πάλι. Εσύ πες μου, τώρα. Τι έκανες, όλα αυτά τα χρόνια;

Του ‘πε για την περιήγησή της ανά την ψωροκώσταινα, για τη δουλειά και για το μεταπτυχιακό της, όλα εν τάχυ. Ήθελε να του ξαναδώσει τη μπάλα, μπας και ξαναρχίσει να μιλάει και καταλάβει.

Της την επέστρεψε όμως, πάραυτα και ως «καυτή πατάτα».

- Εσύ, δηλαδή…δεν έκανες, ακόμα οικογένεια;

Σηκωθείτε, μωρέ καρακαηδόνες! Δεν ακούτε τι ρωτάει; Μόνο, όταν δε σας θέλω μπλέκεστε στα πόδια μου. Που ‘στε τώρα να βοηθήσετε;

Η Ζαχάρω, ούτε που κουνήθηκε. Η Ζαχαρούλα πετάρισε, λίγο το βλέφαρο, αλλά γύρισε πλευρό και συνέχισε τον ύπνο της.

Πάρτο απάνω σου Ρούλα! Γερά και με τσαμπουκά. Το ‘χεις.

-Φαίνεται, μάλλον πως όλοι οι δρόμοι δεν είναι για…δεν ταιριάζουν σε όλους, του είπε.
Τελικά είχε καταφέρει να κλέψει κατιτίς κι αυτή.

-Έχεις χρόνια μπροστά σου…είσαι μικρή ακόμα.

Ο πιστολάς άρχισε να σιγοτραγουδάει το γνωστό άσμα που, αντί στη μικρή, αναφέρεται στο νινί.

Βρε καλώς τηνε κι ας άργησε, τη χαιρέτησε η Ρούλα, γελώντας και επανέκαμψε δριμύτερη. Αχ, βρε καλέ μου ιππότη, «και να παντρευτείς θα μετανιώσεις και να μην παντρευτείς θα μετανιώσεις. Και να κάνεις παιδιά θα μετανιώσεις και να μην κάνεις, πάλι θα μετανιώσεις», θυμήθηκε τη σοφή βασιλομήτωρ.

- Μπα, αυτό το τρένο έχω σοβαρές πιθανότητες να το ‘χω χάσει ανεπιστρεπτί, Παναγιώτη. Αλλά ευτυχώς έρχονται πολλά, άλλα στο σταθμό.

Για τον αγαπημένο Σπάνιο διάδοχό της, δεν του είπε τίποτα. Δεν ρώτησε, αφού…

Δεν υπάρχουν σχόλια: