Μπουχέσα τον έλεγε και κεφάλα και ζερβοκουτάλα...κι ήταν ο αγαπημένος της, ο καθείς με τον τρόπο του κι η μάνα με το χωρίς της, κάτι ανάμεσα σε αγάπη και χουμόρ, ενήλικο... να ετοιμάζονται τα παιδιά για, είναι δύσκολα εκεί όξω, να μην τα βγάλουμε και χαλβάδες, από γεννησιμιού η εκπαίδευση στην αλήθεια, απ το μπουσούλημα κι ο κεφάλας να χτυπάει όλη τη μέρα την κεφάλα του στο παράθυρο τανοιχτό που ήταν κάτω απ το πάρκο του και μπρος πίσω και γκντουπ και μπρος πίσω και γκντουπ ώρες ατελείωτες κι επιτέλους να τελειώνουν οι δουλειές και κανα μυξωκλάμα πότε πότε αν του ξέφευγε και τη βαρούσε πολύ την κεφάλα του και τότε πήγαινε να τον δει στο πάρκο και του δινε την αγαπημένη του κορδέλα την κόκκινη και την τσάκωνε με το δεξί καιτην έκρυβε στη χούφτα του και με το ζερβί την έμφάνιζε σιγά σιγά και ωωωπ, μόλις την είχε πια στο ζερβί την κούναγε μπρος στα μάτια του κι αλληθώριζε και χαμογελούσε ο ζερβοκουτάλας και χαίρονταν... κι όλες οι δουλειές γεννότανε. Και κει γύρω στο χρόνο , άρχισε νανησυχεί που το παιδί δεν στεκόντουνε και μόνο καθιστό ήτανε ολημερίς και δεν του την έδινε πια την κορδέλα μον την έδεσε στο πάρκο και κείνος για να τη φτάσει πιανόταν κιάρχισε να στέκεται, ο μπουχέσας τα κατάφερε έλεγε κι άμα τον ερωτήσεις και τον ίδιο ούτε που θα το θυμάται το μπουχέσας... και τη ρώτησα προχτέ γιατί τον έλεγε έτσι και τι θα πει και μου πε ε, όχι με την έννοια της λέξης και την ξαναρώτησα ποια έννοια τι θα πει γιατί τον έλεγες έτσι, ε, μου πε φοβητσιάρης γιατί όλα του ταργησε και μουλωχτός πάντα ήταν και λέξη δεν του παιρνες μουλωχτός και πεισματάρης εκείνο που θελε εκείνο θα κανε και χωνότανε μες στο δωμάτιο κι όλα τα παιχνίδια του φύλλο και φτερό τα κανε κι όταν τελείωνε τη δουλειά της και πήγαινε να του ρίξει καμιά ματιά και βλεπε όλη την καταστροφή άνοιγε τη στοματάρα της κι άρχιζε το σιχτίρι και κείνος χεσμένος απ το φόβο του άρχισε να γελάει μπας και την εξευμενίσει κι έκανε να τον τσακώσει μα παραπατούσε πάνω στα διαλυμένα αυτοκινητάκιά και τις ρόδες και τις πόρτες και κείνος γέλαγε περισσότερο, είναι αστείο να βλέπεις τη μαμμά σου να πέφτει και έβρισκε ευκαιρία να σηκωθεί και να τη σκαπουλάρει. Μα και κείνη... εκεί που σκόνταφτε γέλαγε και κείνη, κι ο μπουχέσας έλεγε τη γλιτώσαμε τώρα και παίζουμε κι άρχιζε να τρέχει μες στο σπίτι ...μα που να την εγλιτώσεις μέσ στο σπίτι σε κάποια γωνία τον ετσάκωνε και που σε πονάει και που σε σφάζει αγαπημένε μου. Ώσπου έμαθε την πόρτα ο μπουχέσας και κει που άρχιζαν τα γέλια, την άνοιγε και βουρ τις σκάλες κάτω, αλλά κι η μάνα το κατόπι να τον ετσακώσει, κι η ναργκίς πιο πίσω να μπαίνει στο τσάκωμα επάνω και να της λέει δώσε καμιά και σε μένα να ξεθυμώσεις κι άμα τον ερωτήσεις το ζερβοκουτάλα τίποτα απ αυτά δε θα θυμάται γιατί και γιαυτόν είναι η αγαπημένη του η μάνα...ο πατέρας δούλευε κι όταν γύριζε το λίγο που γύριζε τη θυγατέρα κανάκευε, τα κορίτσια έχουν ανάγκη από χάδια. Μέχρι που μπήκε στον πύργο στην παιδική χαρά, εκείνους τους πύργους από σίδερο τους πολύχρωμους με σίδερά κάθετα κι οριζόντια και κενό στη μέση και βρήκε ένα κουτάκι που χωρούσε η κεφάλα του και χώθηκε ο ζερβοκουτάλας και πολύ το πανυγήρισε που τα κατάφερε κι η ναργκίς απέξω να τον κοιτάει και να γελάει που νίκησε ταδέρφι κι έπαιξε μέσα στον πύργο κι ανεβοκατέβηκε και θριάμβευσε ο μπουχέσας τα κατάφερε δε φοβήθηκε. Κι ανέβηκε ντάλα ο ήλιος κι ήθελε να βγει και να γυρίσουν πίσω κι άρχισε να ψάχνει το τετραγωνάκι που χωρούσε και να βάζει την κεφάλα του και να μη χωράει σε κανένα τετραγωνάκι και να κλαίει και να φουσκώνει το μυνήγγι του και να σφηνώνει στα τεραγωνα του πύργου και να κλαίει και να σφηνώνει και να κοκκινίζει και ναλλάζει τετράγωνα και να μην τον χωράνε και να ιδρώνει να κλαίει και να κοκκινίζει τρία τέσσερα χρονών πρέπει να τανε, και τότε άντεξε και βρήκε την τρύπα που μπήκε τελικά και βγήκε , όταν ήρθε η αγαπημένη του η μάνα και τον ηρέμησε και δεν τον μάλωσε μόν του λεγε έλα παληκάρι μου όπως μπήκες, κάπως μπήκες θα βγεις, θα το βρείς, εγώ είμαι εδώ κι έτσι τον γλίτωσε και όταν χώθηκε στα χρέη και σιωπηλός πήγε να το βγάλει πέρα...μα δε γίνεται καμάρι μου δε βγαίνει πέρα το φορτιό, όταν είναι πολύ, μοίρασμα θέλει κι έσκασε το κεφάλι του του μπουχέσα απ το ζόρι, στην κυριολεξία έσκασε...ανεύρισμα λέει, εκ γενετής κι ήταν η δευτερη φορά που δε φοβήθηκε και του δειξε εμπιστοσύνη του απατεώνα και τον εκαθάρισε σαν αυγό ο αλήτης, αλλά, το πήρε πάνω της η μάνα και τον χάιδεψε και του πε δω είμαι κι έλα γιαβρί μου όλα θα γίνουνε, με το σκούφο και τα πατούνια της στην εντατική μέσα να τον χαϊδευει και να καταπίνει τα δάκρυά της μην τυχόν και την ακούσει και φοβηθεί, μόν σήκω να σε δω στα πόδια σου ξανά σήκω παληκάρι μου, δεν είν παιχνίδι τούτο μη μου κρύβεσαι άλλο, πες μου, σήκω και μαζί μαζί θα το πατήσουμε το κακό, μη μου φοβάσαι άλλο δε θα σε ξαναπώ μπουχέσα, αστείο έκανα δε θα σε ξαναπώ.
Τρίτη 29 Ιουλίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου