Της το φιλούσε με θυμό
στο μαύρο της χρυσάφι
δεν ημπορούσε τον καημό
ζωή αφτέρουγη πως θα χει
της το φιλούσε η ανθρωπιά
που άσπρη με γερά φτερά
θάλασσες κι ουρανούς γυρνούσε
τις βούταγε τους έπιανε
όποτε το ζητούσε
Εσυμφωνήσαν το λοιπόν
σκοταδιαστοί καπεταναίοι
το μπλε να μαγαρίσουνε
φτερούγες να τσακίσουνε
Θεό να εκδικηθούνε
Έπεσε πρώτη μια μικρή
που του σμαριού της τις φωνές
απ το πρωί αψηφούσε
τρελλή τις θάλασσες ρωτούσε
κι αυτές την έστελναν στους ουρανούς
κι όλοι μαζί νονοί της έλεγαν
το λιόγερμα θα ρθούμε
Νιοφτέρουγη θα την επούμε
Βούτηξε μέσα στο κακό
κι οι θάλασσες κι οι ουρανοί
μον' εκοιτούσαν κι έκλαιγαν
και τούτη ετσιμπιότανε
μαδιόταν ξεπουπουλιαζότανε
και κείνοι εκοιτούσανε
κοιτούσανε τη και κλαίγανε
πως πάλευε τα μάτια τους
ν' ανοίξουν να τη δούνε
από φτερά και πόδια και ουρά
να τήνε απαλλάξουνε
μια μπάλα να την κάνουνε
γι’ αυτό το δείλι μοναχά
ζωήχαρη σε μια στεριά
για μια φορά να την πετάξουνε
Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου