Με τα δόντια μου
θα στο κόψω το χέρι που δε μου δωσες
τ’ άλλα άστα σε μένα
μαχαίρι πληγή αίμα ζεστό
να γράψει δρόμο διαφυγής
στρίβε λέμε σε κρατάω γερά στα δόντια
εσύ μόνο στρίβε το μαχαίρι στην πληγή
όπως κάθε πρωί που σηκώνεις τα περιστέρια
να πάρω το βλέμμα μου απ τα παπούτσια μου
και μετά στο διάλειμμα ξανά να μη βλέπω τα νερά
που ακολουθούν τις ψυχές στο σχολείο μένοντας στάσιμα
μόνο τα περιστέρια που γύρα γύρα με φέρνουνε
σήκωσε να λένε τα μάτια εδώ, εδώ λίγο, λίγο πιο πάνω απ τα κάγκελα
και πάνω απ τις αποθήκες εδώ, εδώ πιο πάνω απ το γιαπί και τα μπάζα
και τις διαφημίσεις εδώ πιο πάνω λίγο, κορίτσι, απ τις κεραίες
εδώ για σένα γυρίζουμε ανάσες μας είπε να σου πεταρίσουμε
εδώ πίσω είναι με το καλάμι του σε σένα μας στέλνει ασπρόμαυρες έννοιας πινελιές
και κάποτε πολύχρωμες όσο ξεμακραίνω όπως προχτές στη σκάλα στη θάλασσα
με το κοριτσάκι που μου στειλες με τα κόκκινα πατίνια να παλεύει με τα κορδόνια του και το χαμηλοκάβαλο που της έπεφτε
να παλεύει μ’ένα χέρι και με το άλλο να τραβολογάει τον αδερφό της να μην πέσει
κι εκείνος να πηγαίνει μπρος πίσω μαζί της κι οπα, όπα να της φωνάζει και να γελάνε τους είδα μας είδα γέλασα
και μπάλα αμέσως στον έφηβο να δοκιμάζει τη βάκα τη δεμένη να βάζει το ένα πόδι και να δοκιμάζει κι αυτήν και τ’ ανοίγματά του
πιασμένος απ το φανοστάτη και το κίτρινο φως να τον λούζει
αυτός δεν γέλαγε φυσούσε και ξεφυσούσε κι ιδρωμένος θα ταν
αφού νότισαν οι αντανακλάσεις στο τζάμι του μαγαζιού θόλωσαν για ώρα
γιατί πλάτη ήμουνα όπως το πες αλλά όλο το μαγαζί αφόρητα λαμποκοπούσε μπροστά μου νίκελ απ τις κουζίνες, φώτα ποτήρια μπουκάλια κι άσπρη η νύχτα άσπρη
μ'όλα τα καλοσιδερωμένα τραπεζομάντηλα να κρύβουν τη θάλασσα και μόνο κάπου σε μαύρο σε μια πόρτα κλειστή να ξεφεύγεις με λίγο φεγγάρι αγκαλιά
να μου κλείνεις το μάτι να σε δω να τη δω να μας δω
και σα να πήγα ναπλώσω το χέρι να σε πιάσω
κι είχες βάλει το μπουκάλι μου του τσίπουρου μπροστά
κι ήταν εκεί φωτεινή γαλάζια πρωϊνή μου την έχεις φυλάξει δες δες να μου λες μπροστά σου τόσο κοντά γαλάζια λουσμένη στο φως του ήλιου γαλήνια
με είδες ξανά θολωμένη και είπες στο ζευγάρι των πενηντάρηδων να τελειώσει τη βόλτα
να γυρίσουν χέρι χέρι πιασμένοι κουκουλωμένοι να φαίνονται μόνο οι κόκκινες μύτες τους και τα γυαλιά τους τα θολωμένα από χνώτα μαζί κράτα κράτα να μου λένε μαζί
Κυριακή 14 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Γοητευτικό που είναι...
Σευχαριστώ αγράμπελλη :)
Δημοσίευση σχολίου