Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια τρύπα.
Μέσα είχε κάτι μικρά που όλο πηγαινοέρχονταν.Αυτά τα καφέ τα μικρούλικα, που πηγαινέλα μια ζωή...πως τα λένε μωρέ, που ναι σαν μπεγλέρι με τρεις χάντρες κι όλο κουβαλάνε...α, αδακά κάτω απ τη γλώσσα 'μ το χω, που από κάθε χάντρα τους ξεπροβάλουν δυο πόδια...άι τα σκασμένα, που τα δυο μπροστά και τα δυο πίσω τα πόδια τους είναι πιο μεγάλα... αχ, τι έπαθα η δόλια, καφέ είναι μωρέ κι όλο πέρα δώθε και συννενοούνται με τη μυρωδιά, όταν λέει κουβαλάνε κάτι και τους πέφτει πολύ, πολύ βαρύ...ιδρώνουν κι ο ιδρώτας τους μυρίζει ΒΟΗΘΕΙΑ, φωνάζει ΒΟΗΘΕΙΑ... αααα, θα σκάσω δε τα θυμάμαι, που όταν πεθαίνουνε μόν ο ιδρώτας τους ζει και φωνάζει ΟΥΣΤ... ΣΤΟ ΡΕΜΑ, ΣΤΟ ΡΕΜΑ φωνάζει...άι το χασα τελείως,και παίρνουν τάλλα τα ζωντανά, τον για πάντα ιδρωμένο κι όξω απ την πόρτα...ε,ε, έξω απ την τρύπα... μωρέ πως τα λένε αυτά μωρέ που τα κοροδεύει ο τζίτζικας...ΤΑ ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ ΚΑΛΈ, ΤΑ ΜΥΡΜΉΓΚΙΑ ΜΑς ΈΣΚΑΣΕς
Δόξα τον Πανάγαθο... τα μυρμύγκια το λοιπόν κουβαλούσαν, τι άλλο να κάνουνε και γιομίζαν την τρύπα για να χουν... και πήγαινέλα, πήγαινέλα σποράκι και σπορούμπα, φυλλαράκι και φυλλαρούμπα την είχαν ψιλογεμίσει την τρύπα τους. Κάποια στιγμή, φθινόπωρο ήταν καλή ώρα, τα πολλά ήταν όξω απ την τρύπα και τα λίγα μέσα, κάνει ένα... φσσσσσσσσσ δυνατό κι αέρας μπήκε μέσα στην τρύπα τους.
Αέρας περίεργος, δυνατός τα πέταξε πίσω τα λίγα,μερικά ταναποδογύρισε, κάποια πέσαν το να πάνω σταλλο και μύυυυριζε ο αέρας τούτος, πολύ και την εξέρανε τη μυρωδιά, προχτέ είχαν πετάξει τον τελευταίο, θανατίλα μύριζε, πολύ.
Παραξενεύτηκαν, πρώτη φορά μύριζε τόσο πολύ κι άρχισαν να ψάχνουν τον όξω από δω...
Εσύ πέθανες είπε το ένα, εσύ μυρίζεις
Μα καισυ μυρίζεις του απάντησε αυτό που ταν απόκάτω του
Όχι, όχι είπαν και τα δυο, αυτός μυρίζει
Όχι, όχι ο άλλος
Όχι εκείνος στη γωνία
Να τος αυτός ο κρυμμένος, που ναι κάτω απ το φύλλο, αυτός μυρίζει
Και μπερδεύτηκαν... κουτρουβαλούσαν το να πάνω στάλλο και μυρίζονταν και δαγκάνονταν, μπουρδουκλώθηκαν πόδια και χάντρες και σπόροι και φύλλα κι έγινε αχταρμάς η τρύπα και δεν μπορούσαν να βρούν ποιος...όλοι μύριζαν.
Πάνω στην ώρα άρχισαν να μπαίνουν φορτωμένοι, οι πολλοί απ έξω.
Η θανατίλα τους σταμάτησε.
ΣΤΟ ΡΈΜΑ,ΣΤΟ ΡΕΜΑ ακούστηκε βουητό απ τους πολλούς
Τακουσαν οι απόμέσα και μαζεύτηκαν στη γωνία ο ένας πάνω στον άλλο
Μα δεν πεθάναμε, δεν πεθάναμε φώναξαν όλοι μαζί
ΣΤΟ ΡΕΜΑ-ΣΤΟ ΡΕΜΑ-ΣΤΟ ΡΕΜΑ-ΣΤΟ ΡΕΜΑ απάντησαν ρυθμικά οι πολλοί και μπήκαν σε παράταξη στην τρύπα.
Αποφασισμένοι πλησίασαν το σωρό κι άρχισαν να φορτώνονται στην πλάτη τους πεθαμένους...σαν
Αφού μύριζαν!
Δεν χαμπάριασαν, ούτε από τις φωνές, ούτε απ τα δαγκώματα, ούτε απ τα παρακάλια, τους φορτώθηκαν όλους, τους έβγαλαν έξω απ την τρύπα και ΣΤΟ ΡΕΜΑ-ΣΤΟ ΡΕΜΑ-ΣΤΟ ΡΕΜΑ φώναζαν
Εξω απ την τρύπα,ο κύριος με την άσπρη μπλούζα και το σπρέυ με την ορμόνη στο χέρι, σκούπισε ευχαριστημένος το δικό του ιδρώτα, βλέποντας τα να πορεύονται σε σχηματισμό προς το ρέμα.
Το πείραμα είχε πετύχει, ήταν έτοιμος για τη δημοσίευση.Πήρε, αμέσως, τηλέφωνο τον εκδότη του SDCIENCE ILLUSTRATED για τις λεπτομέρειες
Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
6 σχόλια:
Καλόοοοοο!
Τώρα το Ρουλιώ μας επιδίδεται και στην επιστημονική φαντασία- παραμύθι.
:)
mamma, καλό δεν είναι;)
Κάρολε δε σάρεσε, ε;)
Αλήθεια είναι, ούτε φαντασία ούτε παραμύθι είναι...σαν είπαμε, για!
Βαλά, επιστήμη το λένε τούτο
Χμμμ... εμένα πάλι μου έφερε στο μυαλό μια άλλη ιστορία με μυρμήγκια, τραγουδισμένη!
:)
Πολύ καλό, Ρουλιώ μας!
Καλό Σαββατοκύριακο!
:))))
Κέντρο έπιασες ζούδι'μ
Ταμ κέντρο σε λέω
Καλό Σαββατοκύριακο και σε σένα :)
Ποιος είπε ότι δεν μου άρεσε?
Απλά λέω ότι το ποστ αυτό είναι διαφορετικού ύφους από τα υπόλοιπα.
(Ποιος είναι ο Κάρολος; Σε λίγο θα εμφανιστεί και καμιά Καμίλα! )
Δημοσίευση σχολίου