Mαζευόμαστε τώρα μαζευόμαστε λέμε
αρμ παρουσιάστε ούλοι
φόβους, θυμούς, λάθη, πάθη… ξεχάσματα
κούραση ναι κούραση ξέρω
πόνοι, πόνοι, πόνοι στις ανάσες μας μπηγμένοι
να σπρώχνονται σειρά να πάρουν, ούλοι μαζί ορθοί
μαζί μάνα και πατέρα ορθοί κι ενήλικοι
μπουσουλήματα τέλος σε συνταγές κι εξετάσεις
και αυτοκτονικές θεραπείες κυνηγώντας ένα φευγιό δειλιασμένο
τέλος τα γεροντομουρά κι οι νιογέροντες
οι απασχολημένοι απόλυτα στο γλείψιμο
των κακοφορμισμένων πληγών τους
με νυχιασμένες γλώσσες νανοίγουν ξανά και ξανά
τον λατρεμένο πόνο
αφέντη κύκνο να καμτσικιάζει
τα έρμα κορμούλια
λαθρεπιβαίνοντα σ’άτσαλες αμαξάδες
για λίγη βόλτα
ρεβηθούληδες και ρεβυθούλες τώρα μάνα και πατέρα
ανάρριχτες ψυχές σ’άχερους ώμους ντελάληδες
να φουσκώνουν τρώγοντας και φτύνοντας τα κοινά σηψιασμένα μέλη
σε Σεπτεμβριάτικα πανηγύρια αυτοακρωτηριασμού
που θα χαράζουν θα χαράζουν
αυγές φεγγίτες μιας Ηούς του σκοταδιού
γύρω απ την κοινή θυμωνιά
να μπουμπουνίζει με παιδούδια σκιτσαρισμένα
σε χαρτί διπλωμένο
ψαλιδισμένο από δαγκαμένα γλωσσάκια εναγώνια
πρωτάκια να κρατήσουν τα χέρια ενωμένα
και να μυρίζει σάρκα το χαρτί κρέας καμένο μάνα και πατέρα
γιατί είναι μιλημένα τ’ ανθρωπάκια χέρια να μην αφήσουνε
Ομάδα τώρα λίγο πριν το τέλος μάνα και πατέρα
σακατεμένη αλλά ομάδα η δεύτερη η αναπληρωματική
του πάγκου της λαϊκής να ψάχνει βλέμματα κι ιδρωμένα κούτελα
και καμι’ απαλάμη μπροστά να φωνάζει του πίσω έλα έλα
και τελειώνουμε
και να μην τελειώνουν τα στραβοπατημένα τα παπούτσια
και τα σκαμμένα τα χέρια
και τα κασόνια με τα χτυπημένα τα φρούτα τις ντομάτες τα λάχανα
ακουμπισμένα πίσω απ τους πάγκους να περιμένουν τους ξεκανεμένους
και να μην τελειώνει τ’αλισβερίσι
και το έλα έλα να πάρεις και μεσημέριασε
θα φύγουμε ετοιμαζόμαστε να φύγουμε
με δεκάδες μικρά μικρά καταραχτάκια πάνω απ τα κεφάλια μας
να χαϊδεύουν τ’ απόντα μέλη και να φουρφουρίζουν να φουρφουρίζουν
πλάι σε κρεβατούδια με σεντόνια τριζάτα να προσκαλούν
τις αρθρώσεις να πιάσουν τόπο, παραγώνι κουρασμένο
απ τους ψευτες καυγάδες
όπου λάχανα ντομάτες και σπανάκια απ ‘ αφορμή
έγιναν αιτία
π’ έπνιξε την ανάστροφη χούφτα της γύφτισσας
με φρέζες ρεγάλο, να λέει αντίο
στ’αδειανό πλαστικό πορτοφόλι
από συρμό άσπρο
του μεσημεριού της Τετάρτης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
έψαχνα να βρω μια λέξη:
πώς να χαρακτηρίσω την ποίηση, γιατί αυτά τα γράμματα, ποίημα είναι, αυτής της εμβέλειας.
όπως και του στ.ψ. (αντιποίηση στο φάσμα του αυτισμού στο ποιείν), έτσι και τούτα της ρούλας καραμήτρου, ανήκουν στην ίδια κατηγορία.
ποια κατηγορία;
αυτήν που τσουβαλιάζει τα ποιήματα που εμπνέονται από παιδιά βασανισμένα, παρατημένα, αργοπορημένα, μ' ένα λόγο: πονεμένα, πιο πονεμένα από τ' άλλα...
μπροστά στην κατασπαρακτική κοινωνία, εδώ, έχουμε
σπαρακτική ποίηση.
Ρουλιώ μου... τι υπέροχο είναι τούτο! Καλή ομάδα να φτιάξουμε και καλό χειμώνα νάχουμε...
κορίτσια ιτς όρμα!
μόνο αυτό έχει να πει το τούρκο :)
και χαμογελάει για τι του παν γούρι κι είναι
Δημοσίευση σχολίου