Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008
Κι είπε η αλεπού να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο...έτυχε, το φτιαξε από συνήθεια για δε ντοξερε το παζάρι η αλούπω, το σκοτάδι ήξερε και ναγοράζει κλεφτά, πάντως Σαββάτο χειμωνιάτικο, κρύο και την κουλουριάστηκε την ουρά της μπας και ζεσταθεί, Σαββάτο κι η ουρά δεν έφτανε και γύρα γύρα την ουρά η Κυρα Μάρω...μπας και της φτάσει και ζεσταθεί, γιοκ... και κοίτα συνετίσου γαμωουρά της είπε, μάκρυνε όσο είναι καιρός για θα σε κόψω και γύρα γύρα ξανά απειλητικά και Σαββάτο ακόμη, και ζβάπα ζβούπα πέρν η αλούπω τη φαλτσέτα και πάρτην κάτω την ουρά, με τη μία και την έβλεπε να σπαρταράει η Κυρά Μάρω και το φχαριστιότανε...καλά να πάθεις δε μακουσες δεν μου φτασες, κρυώνω σου λεγα και συ, γιοκ... και χτυπιόταν η ουρά και γελούσε η κυρα Μάρω,και της άρεζε να τη βλέπει σαν να μην ήταν θκια της την έβλεπε, μπορώ και χωρίς εσένα, άχρηστη είσαι, κοντή και μικρή, μόνο για κόψιμο και κοκκίνησε η κυρα Μάρω απ το θυμό κι απ τον πόνο κοκκίνησε κι απ το αίμα που κύλαγε και μύριζε, πόσο άσχημα μύριζε και σπαρταρούσε, λιγότερο τώρα, η ουρά μα το αίμα ήταν πολύ και την πιτσιλούσε την κυρα Μάρω κι ήρθε στο στόμα της και στα μάτια της και σταυτιά της στάλες πολλές και πηχτές... και μύριζε, δεν ήξερε ότι μυρίζει το αίμα και δεν το μπόραγε η αλούπω και την πάτησε με το πόδι της την ουρά, σαν να μην ήταν θκια της...ΚΑΙ ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΚΟΠΑΝΙΕΣΑΙ ΚΡΑΥΓΑΣΕ και πατα πατα πατ ακόμη λίγο η ουρά, στα τελευταία της και δεν το δε η κυρα Μάρω το τέλος, σαν να μην ήταν θκια της η ουρά κι έχωσε τη μουσούδα της και τη δάγκασε μπας και σταματήσει και χώθηκε στο αίμα κι αυτό στο στόμα της πολύ και πηχτό και στα ρουθούνια της και στααυτιά της, γιόμισε η κυρά Μάρω αίμα και μύριζε κι έφτυνε και η ουρά σταμάτησε
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου