Μια φορά κι έναν καιρό που λες άλλε ένας μαστορας άφησε τη γυναίκα του και τα παιδιά του και μπάρκαρε, δεν τα βγαζε πέρα ο άνθρωπος ζήτησε και δανεικά απ το γαμπρό του και δεν του δωσε, τι να κανε, μπάρκαρε. Τα καλύτερα παιχνίδια έφερνε στα παιδιά του όποτε τελείωνε το μπάρκο και τα καλύτερα δώρα στη γυναίκα του, πρώτη απέκτησε γούνα στην πόλη... τι απέκτησε δηλαδή η γυναίκα η ντουλάπα της απέκτησε, την κρέμασε και την κρυφοκοίταζε, που κουράγια να την εφορέσεις κι ο μάστορας θύμωνε με το φόβο της και με τα παιδιά του θύμωνε που τα κάναν χάρισμα τα καινούρια τους παιχνίδια στη γειτονιά και τα βγάζαν στο πάρκο ταυτοκινητάκια, σιδερένια ήταν και τρέχαν μόνα τους βουρ βουρ βουρ τρεις φορές τα πήγαινες μπρος πίσω με το χέρι και μετά τάφηνες και τα παιδιά στο πάρκο τρέχαν και τα κυνηγούσαν να δουν που θα σταματήσουν κι οι γιοι του γέλαγαν και ταυτοκινητάκια σήκωναν σκόνη και τα παιδιά που τα κηνυγούσαν καμιά φορά τα πατούσαν κι ο μάστορας θύμωνε με τους γιους του που δεν πρόσεχαν το βιος τους και τον κόπο του. Και σένα γυρισμό του, πήρε στον ένα του γιο μια κιθάρα και στον άλο μια φλογέρα και τους είπε να μάθετε, του άρεζε του μάστορα το τραγούδι κι όταν έπινε το ούζο του και σεκλετιζόταν έβαζε τέρμα το μαγνητόφωνο... μόνο αυτοί είχαν στη γειτονιά και τραγουδούσε το πετραδάκι πετραδάκι κι η γυναίκα του ντρεπόταν και του λεγε μη θα ξυπνήσεις τη γειτονιά και κείνος θύμωνε κι έβγαινε στο μπαλκόνι και δώστου πετραδάκι πετραδάκι κι όλο πιο δυνατά και κιχ η γειτονιά... και την άλλη μέρα τοίχο τοίχο, με το κεφάλι κάτω πήγαινε η γυναίκα του στο φούρνο και στο μπακάλη. Πριν φύγει ξανά, έγραψε τους γιους του στο ωδείο κι είπε στο δάσκαλο μόνο το πετραδάκι πετραδάκι να τους εμάθεις και τίποτάλλο δε θέλω κι όταν επέστρεψε τους το ζήτησε να το παίξουν... πέντε ο ένας εφτά ο άλλος και στο πρώτο φάλτσο άλλε μου, κομμάτια την έκανε την κιθάρα και τη φλογέρα ο μάστορας και ξαναβγήκε στο μπαλκόνι και τραγούδησε μόνος.Από μέσα απ τη κουζίνα κιχ... κι η γειτονιά κιχ κι αυτή. Μπήκε μέσα μετάπολίγο. Η κουζίνα άδεια τα πιάτα μαζεμένα και η γούνα μένα ψαλίδι πάνω στο τραπέζι αφημένη. Έβαλε το μαγνητόφωνο στη διαπασών...ξυπνήστε βγήκε και φώναξε στο μπαλκόνι. Ξυπνήστε κακομοίρηδες...πετραδάκι πετραδάκι δεν ακούτε, αλλά που να ξέρετε εσείς όλα έτοιμα, όλα εύκολα για την πάρτη σας...ξυπνήστε, ορέ κι άρχισε να πετάει πέτρες στα διπλανά σπίτια και να τραγουδάει. Σηκώθηκε η γυναίκα του, έλα μέσα του πε έλα να μας πεις καμιά ιστορία απ τα καράβια να γελάσουμε, να ξαλαφρώσεις ξύπνησα και τα παιδιά έλα και σε περιμένουνε, έλα σου φτιαξα και τζατζίκι φρέσκο που σαρέσει, μεζέ για το ούζο σου.
Ήπιε μια γουλιά μπαίνοντας, φέρε τη γούνα πίσω της είπε και το ψαλίδι...πήγε μέσα την έφερε... την πήρε στα γόνατά του κι άρχισε να λέει για τη μαύρη τη ζάχαρη και το τελευταίο μπάρκο, που ταν στο αμπάρι με τους άλλους τρεις και τη φορτώναν στα τσουβάλια κι έλεγε και γέλαγε κι έκοβε... κι έλεγε, πώς το εκάναν μέρος το αμπάρι, μαυρη η ζάχαρη ποιος θα καταλάβαινε και τα παραχώναν τα καλούδια τους κι οι τρεις σαν τα γατιά κι έλεγε και γέλαγε κι έκοβε ο μάστορας... και πως του σερβίρανε τον καφέ του στο γυρισμό σταεροπλάνο με μαύρη ζάχαρη, πολιτική της εταιρείας του παν για την υγεία σας φροντίζουμε και τον ήπιε σκέτο τον καφέ του κι ούτε την άσπρη τη ζάχαρη εμπιστευόταν, τώρα σκέτο θα τον πίνω τους είπε κι έλεγε και γέλαγε κι έκοβε, πικρό και μαύρο θα τον πίνω τον καφέ μου
Τετάρτη 9 Ιουλίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Μονορούφι το διάβασα...
Μπράβο Ρουλιώ!
η τρέλα σε γατζώνει εκεί που κλαις πιο πολύ.
αυτό έχω να πω εγώ.
ωραία ιστορία πιτσιρίκα, πολύ σεκλετιστική.
Ευχαριστώ αδέρφια για τα καλά σας λόγια...αυτό με την τρέλα βρε Λενιώ δεν το πολυκαταλαβαίνω, αλλά το πιτσιρίκα πολύ με άρεσε...δεν έχει καμιά δεύτερη σημασία το πιτσιρίκα, ε Λενιώ μου μόνο μικρή θα πει, ε;)
Δημοσίευση σχολίου