Σάββατο 17 Μαΐου 2008

(2)

Κατέβηκαν στην επόμενη στάση. Η Ρούλα έδωσε το σύνθημα.
Έναν καφέ να μυρίζει, έναν ωραίο καπουτσίνο, μεγάλο, χωρίς κανέλλα και ένα κρύο περιποιημένο σάντουιτς με φρέσκο ψωμί και ωραία σαλάτα και ένα γλυκό, με σοκολάτα, λιωμένη και ζεστή.
Θα το βρω, θα με περιποιηθώ.
Το εντόπισε ιταλικό, ντελικάτο, μυρωδάτο με φρέσκα panini και γαλλικό touch, σουφλέ σοκολάτας.
Έδειξε στις κοκόνες το τραπέζι, χωρίς εξηγήσεις.
Εκείνη θα έκανε την παραγγελία. Την είχαν ζορίσει τα κορίτσια με τα μπούρου-μπούρου, τις μπηχτές και τα νάζια. Τι τις πήρε, μαζί;
Τέλως πάντων, όχι άλλα δύσκολα για σήμερα. Απλά καθημερινά και απολαυστικά, τώρα. Καφέ, σάντουιτς, γλυκό, τσιγάρο και ησυχία, ηρεμία. Χωρίς κουβέντες και σκέψεις. Κιχ, κορίτσια!
Συγκεντρώθηκε στο στόμα και στη μύτη της η Ρούλα και άφησε γεύσεις και μυρωδιές να εναλλάσσονται.
Έκλεισε και τα μάτια της. Ο κόσμος όλος ένας καπουτσίνο κι ένα panini. Απολαυστικό δεκάλεπτο.
Έστριψε τσιγάρο κι έκανε νόημα στο σερβιτόρο να της φέρει το ζεστό σουφλέ που θα ολοκλήρωνε το πάρτυ.
Αν και self-service το καφέ, το είχε ζητήσει ως χάρη η Ρούλα από τον Ιταλό να της το φέρει, μόλις θα τελείωνε το σάντουιτς της. Δεν της χάλασε χατίρι το καλό παιδί, «Si siniora» της είπε τραγουδιστά. Τα σαράντα την είχαν την αίγλη τους!
Άφησε το σουφλέ να αγγίξει τα χείλια της και να γλιστρήσει αργά στη γλώσσα και στον ουρανίσκο της. Να ευφράνει το μέσα της, να πλημμυρίσει την ψυχή της. Σοκολάτα, θεά. Γυναίκα θεά.
Άφησε δυο γουλιές καφέ για το τελευταίο τσιγάρο κι άρχισε σιγά, σιγά να επιστρέφει στη γη.
Ήταν έτοιμη για τουρισμό, ξανά.
«Κορίτσια θα σας πάω στον κήπο, τώρα. Με την όπερα, τους ακροβάτες και τους ξυλοπόδαρους. Στον κήπο το χρωματιστό με τις μουσικές. Θα σας αρέσει πολύ, θα δείτε»
«Μπα μας θυμηθήκατε, siniora Ρούλα;» την κάρφωσε ο πιστολάς
«Κοίτα… κόψε τις μπηχτές, Ζαχαρούλα, για θα σ’αφήσω αμανάτι στον Ιταλό και θα του πω να σε βάλει στη λάντζα, εντάξει;» της είπε η Ρούλα και απευθύνθηκε στο παιδί.
«Εσύ, μωρό μου θες να’ρθεις μαζί μου στον κήπο;»
Κούνησε, επαναληπτικά προς τα κάτω το κεφάλι της η Ζαχάρω και φόρεσε το πανωφόρι της.
Την πήρε η Ρούλα από το χέρι, χαιρέτησε από μακριά τον Ιταλό και βγήκαν στο δρόμο.
Η Ζαχαρούλα ακολούθησε με ύφος απορρημένο, αρκετά πιο πίσω.
«Μου την είπε, ρε παιδιά, η ξανθιά ή μου φάνηκε;»



Δεν υπάρχουν σχόλια: