Κυριακή 1 Ιουνίου 2008

Τρεις λύκοι αδέσποτοι

Κοιμόταν με τα παντζούρια ανοιχτά η Γραμμάτω, για να μη χάσει το ραντεβού. Ξυπνητήρι δεν είχε βάλει ποτέ στη ζωή της, δεν μπόραγε το χτύπημά του, την τάραζε. Η κρεβατοκάμαρή της έβλεπε την ανατολή, οι πρώτες αχτίδες την έβρισκαν στο πρόσωπο και δε τοχανε με τίποτα το ραντεβού με τα λουλούδια της.

Καφέ δεν έπινε απ το κρεβάτι στο νιπτήρα κι από κει στο λάστιχο...άνοιγε πολύ το νερό και κατάβρεχε για ώρα. Πρώτα το χώμα του δρόμου, να κατακάτσει... για δεν την μπόραε τη σκόνη, χωνότουνε παντού η άτιμη, μέχρι και στο λαιμό της και σαν άρχισε να βήχει η Γραμμάτω ξεχνούσε να σταματήσει. Μετά είχαν σειρά τα τσιμέντα, η σκάλα οι καρέκλες και το τραπέζι του κήπου... και το σκαμπουδάκι της, οι καρέκλες ήταν για τους μουσαφιραίους... η Γραμμάτω είχε δεν είχε κόσμο στο σκαμπουδάκι της τον έπινε τον καφέ της.

Συνήθεια από τότε που ζούσε ο άντρας της και το σπίτι της δεν άδειαζε από μουστερήδες. Γιατί μουστερήδες ήταν οι μουσαφιραίοι της Γραμμάτως μουστερήδες απαιτητικοί, όποιον έβρισκε στο δρόμο ο σχωρεμένος στο σπίτι τον κουβάλαγε...και σαν στο σπίτι σου, του λεγε. Μπαχτσές ο σχωρεμένος, όλο μασλάτια και γέλια και πειράγματα ατελείωτα... δεν τα κατάφερνε χωρίς παρέα, χωρίς ούζο και μεζέ. Κι η Γραμμάτω απ το μεσημέρι και μετά που γύρναγε απ τη δουλειά του... στη λάντζα...και μέσα όξω στον κήπο να σερβίρει και να συμπληρώνει να κερνάει και να βογγάει η Γραμμάτω...και να παρακαλάει να χει παρέα ο σχωρεμένος...μόνος όταν ήτανε δεν τον έκανε ζάπι, τίποτα δεν ταρεζε, όλα του βρωμούσαν κι όλα του ξινίζανε, δύσκολος άνθρωπος...Θε μου σχώρα με και σχώρεσέ τον... μονολογούσε κι έκανε το σταυρό της, όποτε τα θυμότανε.

Και τελευταία από τότε που τους είπαν για τον καινούριο δρόμο και για το σπίτι τον είχε στο μυαλό της μέσα, συνέχεια το σχωρεμένο. Που ναι τος να τη συντρέξει να τους τα πει...που πάτε ωρε κατσαπλιάδες που θα μου πάρετε το σπίτι κοψοχρονιά για να φτιάξετε το δρόμο σας, ουστ απα δα κοράκια μονο αν λύσω τον άλσο θα το πάρετε ρε απατεώνες, την υπογραφή μου δε θα τη δείτε... τρία χρόνια το πάλεψε ο σχωρεμένος κι ένα ένα αδειάζαν τα σπίτια στη γειτονιά, όλοι υπέγραφαν και μείναν μόνοι τους με τη τρελοβασίλω από παραπάνω, τα παιδιά φευγάτα από χρόνια...την άφησε κι αυτός μονάχη, έμεινε η Γραμμάτω στο σκαμπουδάκι της με το τελεσίγραφο στο χέρι να κοιτά τις γλάστρες της, τα κορίτσια της...και μόνο αυτές σκεφτόταν...πού θα τις έβαζε στο μπαλκόνι;

Μόλις τελείωνε το λοιπόν και το κατάβρεγμα του τραπεζιού, τοκλεινε το λάστιχο κι έπαιρνε το σφουγγάρι της και ανάσα βαθιά. Έριχνε και μια ματιά στα κορίτσια της... κι υπομονή τους έλεγε, έρχεται κι η σειρά σας κοκκόνες μου θα σας περιποιηθώ και θα σας πω τα μαντάτα τα τελευταία να ετοιμάζεστε κορίτσια θα φύγουμε μας διωχνουνε...αλλά έννοια σας θα βρω μεγάλο μπαλκόνι και θα σας βολέψω, μον μη μου στεναχωριέστε και μου πάθετε τίποτα κορτσούδια μου γιατί την κλεισούρα δίχως τη μυρωδιά σας δεν θα την αντέξω τσούπρες, έλεγε στα τριαντάφυλλα και στη γαρδένια της το καμάρι της και στο φούλλι το τσαχπίνικο και στο γιασεμί της το ντροπαλό. Και τα μιλούσε τα κορίτσια και τα ελευθέρωνε απ τα χορτάρια και τους χάιδευε τα φύλλα κι έσκυβε και τα μύριζε, τα μύριζε συνέχεια.Κι αφού τελείωνε τη γύρα γέμιζε τον κουβά με το λάστιχο κι έπαιρνε το μπρίκι και τα πότιζε λίγο, λίγο κι άφηνε το νερό να το ρουφήξει το χώμα πρώτα και συμπλήρωνε κι άλλο, λιγο λίγο τη φορά μέχρι να της πουν τα κορίτσια πως δροσίστηκαν και ξεδίψασαν.

Τώρα ήταν έτοιμη να πιει τον καφέ της η Γραμμάτω και το τσιγαράκι της, ο θεός να τον αναπάυσει το σχωρεμένο ποτέ δεν της είπε να το κόψει και την κρυφοκοίταζε όταν το πινε και κείνη ντρεπότανε και κατέβαζε το κεφάλι...α, ρε Γραμμάτω θεριακλού της έλεγε και γέλαγε, ούτε όταν το κοψε ο ίδιος ένα χρόνο πριν πεθάνει που του παν οι γιατροί να διαλέξει, ούτε τότες τη ζόρισε τη Γραμμάτω και την κοίταγε και γέλαγε.
Και πάνω στην ώρα που βαζε το φλυτζάνι της στο τραπέζι και το μπρίκι από δίπλα εμφανιζόταν κι η τρελοβασίλω από παραπάνω που βγαινε για την πρωινή της την τσάρκα.

Καλημέρα Τούλα, φώναζε η Βασίλω και πιανόταν από τα κάγκελα του κήπου. Τι φκιάνς Τούλα μου με το τσιγαράκι σου και το καφεδάκι σου...τον έστειλες τον κύρη σου και μια χαρά αρχόντισσα είσαι Γραμμάτω... και γέλαγε η Γραμμάτω και ζέστα ζέστα Τούλα μου, συμπλήρωνε η Βασίλω. Από το Μάη και μέχρι το Σεπτέμβρη είτε ρωτούσε είτε απαντούσε η Βασίλω...ζέστα ζέστα έλεγε στο τέλος και σκουπιζόταν με το μαντήλι της.
Έλα μέσα να σε κεράσω έναν καφέ να πιεις και να νερό να δροσιστείς της έλεγε η Γραμμάτω.
Όι μωρε, είπχα είπχα γιόμισε η κοιλιά μου Τούλα μου, τάνισε το μέσα μου... και καφέδες και νερά κι ο διάολος στον πατέρα μ' είπχα, μέχρι εδώ είμι...κι έδειχνε τη μύτη της η Βασίλω... ξημέρωσα πάλε σήμερα στο τραπέζι Τούλα μ'...ζέστα, ζέστα πάλε.
Υπομονή Βασίλω θα περάσει... και που θε λα παένς, τώρα; τη ρώταγε η Γραμμάτω κάνοντας την ανήξερη.
Α σιακάτ στη θάλασσα να δω τι γένινται οι κερατάδες Τούλα μ' να πιάσω και μπουγάζι να πάρω φρέσκο Τούλα μ' γιατί ζέστα, ζέστα πάλε σήμερα.
Γέλαγε η Γραμμάτω και μη λες έτσι Βασίλω της έλεγε κι είναι και της Αγιά Παρασκευής Βασίλω ...κάθε μέρα κάποιον γιόρταζε η Γραμμάτω και σταυροκοπιόταν μα άγιο μα παράγιο μα όσιο μα μάρτυρα όλους τους γιόρταζε...τους έβλεπε στο ημερολόγιο και το λεγε της Βασίλως, μπας και τη συνετίσει, γιατί την ήξερε τη συνέχεια η Γραμμάτω κι όσο προσπαθούσε να την αποφύγει τόσο τη φούντωνε τη Βασίλω.
Άιντε στο καλό Βασίλω και καλό φρέσκο της έλεγε η Γραμμάτω για να κλείσει την κουβέντα.
Τι στο καλό μωρ Τούλα με λες, δε θα με ρωτήσεις πουτάνα...κανείς πούστης δε με ρώτησε σήμερα, ούλοι φύγανε κιότεψαν οι γαμημένοι Τούλα μ',μόναχες μείναμε δε θα με ρωτήσεις...ζεστα ζέστα Τούλα μ' άρχισε να βρίζει η Βασίλω και θύμωνε κι αγρίευε κι ίδρωνε και δώστου σκουπιζότανε.
Εντάξει εντάξει της έλεγε η Γραμμάτω που τη φοβότανε τη Βασίλω όταν άρχιζε να θυμώνει...να σε ρωτήσω Βασίλω να πας στο καλό...τα παράθυρα δεν τανοιξες ψες το βράδυ που χε ζέστα να δροσιστείς και να κοιμηθείς Βασίλω;
Έπαιρνε τότε το σκανταλιάρικο χαμόγελο η Βασίλω κι έλεγε... αχ, Τούλα μ' τάνοιξα και τα παράθυρα άνοιξα και τις πόρτες μ' άνοιξα... και σας συμβαίνει εσάς Τούλα μ'...σας συμβαίνει όταν ανοίγετε τα παραθυρα και τις πόρτες να μπαίνουν τρεις λύκοι, μαύροι, αδέσποτοι και να σας γαμάνε Τούλα μ'...ζέστα ζέστα πολύ σήμερα Τουλα μ' έλεγε η Βασίλω και ξεραίνονταν στα γέλια και δεν περίμενε απάντηση, ούτε χαιρέταγε...το λεγε κι έπαιρνε τον κατήφορο για τη θάλασσα η Βασίλω, γελώντας.


Πες ρε Παπάζογλου, γκαρντάση... πες το τρεις λύκοι αδέσποτοι για την τρελοβασίλω να γουστάρουμε!



5 σχόλια:

μελονικος είπε...

Καλό!!!

Ανώνυμος είπε...

καλημέρα, καλό μήνα Ρουλιώ, καλές ζέστες, καλά λάστιχα, καλά ποτίσματα, καλούς καφέδες, πολύ ωραία γράφεις :)

Γουφ είπε...

to κείμενο μου θύμισε παλιες εποχες, προεξοφλημένες, το αριστοκρατικο τραγούδι εποχές νεότητος, γενικά καλα περνατε στα βόρεια καρντάσια, πάντα τετοια!

Giorgos Varvakis είπε...

Αυτό που μ' αρέσει βρε Ρουλιώ είναι που κανένα δεν αφήνεις παραπονεμένο. Χορταστικά σπαρταριστά ζωντανά ατόφια κείμενα και νεραντζάκι με δροσερό νερό στο τέλος, το τραγούδι αφιέρωση.
Να είσαι καλά να μας φιλεύεις τη δροσιά σου
Καλή βδομάδα

roula karamitrou είπε...

Φχαριστω, αγόρια για τα καλά τα λόγια και τις ευχές :)

Νίκο καλώς ήρθες, καμάρι μου:)