Παρασκευή 30 Μαΐου 2008

Ο ανθρωπάκος με τα μπιχλιμπίδια και το ξύλινο πόδι

Μια φορά κι έναν καιρό, όχι τώρα, τα πολύ παλιά χρόνια, ήταν ένας μυλωνάς που χε μια όμορφη κορούδα...που ταν όμως κομματάκι κουνημένη, ναι κουνημένη...πως το λέτε εσείς ιδώ σακάτ, σα μα το χε χαμένο λιγουλάκι η κορούδα... ήταν ελαφριά...όι ντιπ μωρέ, αμέσως και σεις, λίγο ελαφριά όμως, ήντουνε η κορούδα. Ο πατέρας της το ξερε, μα δεν το μολάγαγε σε κανένα. Όλο γέμορφη και πεντάμορφη και νοικοκυρά την έλεε. Κι όταν μιλούσε για το γνέσιμό της κόρδωνε σαν το παγώνι ο μυλωνάς για τη θυγατέρα του.
Μια μέρα ο μυλωνάς αντάμωσε το βασιλιά και θέλησε να τον εντυπωσιάσει.
"Έχω μια κόρη αφέντη μου που μπορεί να γνέσει τάχυρο και να το κάμει χρυσάφι σωστό"
Του βασιλιά ταρεσε που ταν μαστόρισσα η κορούδα κι είπε στο μυλωνά:" Αυτή η τέχνη μαρέσει πολύ. Αν είναι τόσο πιδέξια όσο μου τα λες, φερ΄την αύριο στο παλάτι μου να την εδοκιμάσω"
Έπεμψε το λοιπόν ο μυλωνάς τη θυγατέρα του στο παλάτι κι ο βασιλιάς την προυπάντησε και την οδήγησε αμέσως σε μια μικρή κάμαρα που τανε ίσαμε το ταβάνι γεμάτη με άχυρο. Της έδωσε ανέμη και τυλιγάδι και τη διάταξε:" Έχεις ολάκερη τη νύχτα να μου κάνεις όλο αυτό τάχυρο χρυσάφι. Αν δεν τα καταφέρεις, θα την εχάσεις τη ζωή σου, κορούδα. Είπε αυτά τα λίγα ο βασιλιάς κι έφυγε κλειδώνοντας πίσω του την κάμαρα αφήνοντας την κόρη μονάχη.
Το καημένο το μυλωνάκι δεν ήξερε τι να κάνει. Ιδέα δεν είχε πως θα μπορούσε κανείς να γνέσει τάχυρο και να το κάνει χρυσάφι. Το αρχικό ξάφνιασμα απ τη διαταγή έγινε χλωμιασμα φόβος και τέλος τρόμος που την κυρίευσε. Κρύος ιδρώτας και δάκρυα έλουσαν την κορούδα, ξαφνικά. Τότε, άνοιξε με μιας η πόρτα της κάμαρας κι ένας ανθρωπάκος με μπιχλιμπίδια και ξυλοπάδαρο, μπήκε μέσα και της είπε χαμογελαστά
Γιατί κλαίς μικρό μυλωνάκι. Γιατί χαρά μου κλαίς,τόσο πολύ;"
Αχ, πρέπει να γνέσω χρυσάφι από άχερο, αλλά δεν ξέρω πώς"
Έλα, έλα κόρη νέμορφη θα το γνέσω εγώ για σένα. Αλλά πε με πρώτα, πουλούδι μου, τι θα με δώσεις;
Το μενταγιόν...να πάρε το, το μενταγιόν που φοράω στο λαιμό μου θα σου δώσω, του πε η κορούδα.
Ο ανθρωπάκος πήρε το περιδαίραιο κάθισε μπρος στην ανέμη και γρρρρ, γρρρ, γρρρ, τράβηξε τρεις φορές και γέμισε το μασούρι με χρυσάφι. Συνέχισε να δουλεύει έτσι όλη τη νύχτα και πριν κιόλας ξημερώσει είχε γνέσει ολάκερο το άχερο και είχε γεμίσει όλα τα τυλιγάδια με χρυσό.

Με την ανατολή του ήλιου γιάτος κι ο βασιλιάς. Μόλις αντίκρισε το χρυσάφι, έδειξε μεγάλη έκπληξη κι ακόμα πιότερη χαρά, μα η καρδιά του γίνηκε τώρα ακόμα πιο άπληστη για χρυσάφι. Έδωσε εντολή να πάνε την κόρη σε μια διπλή απ την πρώτη κάμαρα γιομάτη κι αυτή με άχερο. Η κορούδα τα χασε διπλά ένιωσε ανήμπορη κι αβοήθητη και λύθηκε σε κλάμματα.Τσουπ, τότε μαζί με τους λυγμούς κι ο ανθρωπάκος
Έλα χαρά μου μη μου κλαις, αφού εγώ είμαι δω, μον πε με τι θα μου δώσεις για να σου γνέσω κι αυτό το άχερο σε χρυσάφι;
Το δαχτυλίδι μου να το δαχτυλίδι της μάνας μου πάρε, απάντησε η κορούδα.
Πήρε το δαχτυλίδι,και γρρρ στο γρρρ, γρρρ στο γρρρ για άλλη μια φορά άρχισε να γουργουρίζει με την ανέμη ο ανθρωπάκος μας και να γνέθει ακατάπαυστα. Η κόρούδα δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω του, θαυμάζοντας την ικανότητά του.
Και τρίτη κάμαρα ο βασιλιάς τάλλο το πρωί, ακόμα πιο μεγάλη κι ακόμα πιο γιομάτη.
Μέχρι αύριο το πρωί, της είπε...Όχι βρε κουτό μην καλαις, αφού εγώ είμαι εδώ, μον πες με...δεν έχω τίποταλλο να σου δώσω, του πε κλαίγοντας...δεν έχεις μα ταχιά θαποκτήσεις θα γίνεις βασίλισσα και κόρη θα γεννήσεις, όμορφη κι αυτή σε μένα θα τη δώσεις.
Η κορούδα έδωσε την υπόσχεση της κι ο ανθρωπάκος χαρούμενος άρχισε να γουργουρίζει και να γουργουρίζει και να γιομίζει την κάμαρα με χρυσάφι, ώσπου ξημέρωσε. Ο βασιλιάς διέταξε να γίνουν οι ετοιμασίες για το γάμο. Έτσι το μυλωνάκι έγινε βασίλισσα.

Ένα χρόνο μετά γέννησε την κόρη της...και κει γύρω στα σαράντα εμφανίστηκε χαμογελαστός ο ανθρωπάκος μας στην κάμαρά της
Ήρθε η ώρα βασίλισσα μου, χαρούλα μου να μου δώσεις ότι μου υποσχέθηκες. Το μυλωνάκι κατατρόμαξε και του πρόσφερε όλα τα πλούτη΄του βασιλείου της παρακαλώντας τον να της αφήσει τη μονάκριβή της.
Όχι βασίλισσά μου, όχι προτιμώ ένα ζωντανό πλάσμα απόλα τα πλούτη του κόσμου. Άρχισε το μυλωνάκι να κλαίει και να τον εκλιπαρεί τόσο, που ο ανθρωπάκος μας τη λυπήθηκε.
Εντάξει, σου δίνω τρεις μέρες προθεσμία, χαρά μου κι αν μέχρι τότε μαντέψεις τόνομά μου, μπορείς να κρατήσεις την κόρη σου

Όλη τη νύχτα αναλογιζόταν το μυλωνάκι όλα τα ονόματα που χε ποτέ ακούσει και την άλλη μέρα έστειλε κι αγγελιοφόρους στη χώρα να μάθουν να ρωτήσουν όλα τα περίεργα ονόματα και την πιο άλλη μέρα άρχισε να του αραδιάζει όλα τα περίεργα Μελχιδεσέκ, Μπαλσαταρ,Λυμασιχο ότι ήξερε και δεν ήξερε το μυλωνάκι. Όμως για κάθε ένα ο ανθρωπάκος με τα μπιχλιμπίδια απαντούσε, όχι δε με λένε καθόλου έτσι.
Ζήτησε κι άλλη προθεσμία το μυλωνάκι, εντάξει χαρά μου της είπε γιατί σαγαπώ βασίλισσά μου. Τότε το μυλωνάκι έπεμψε τους ανθρώπους της στη γειτονιά να ρωτήσουν να μάθουν συνηθισμένα ονόματα των ανθρώπων που μέναν εκεί, μα και στο δάσος στο βουνό να ψάξουν τους έστειλε.
Της είπαν όλα τα ονόματα της γειτονιάς που τα ξερε, όχι όχι δεν μπορεί δεν μπορεί να ναι τόσο εύκολο τόσο συνηθισμένο τόνομάτου...και τότε ο ένας αγγελιοφόρος της είπε, εκεί ψηλά στο βουνό σε μια καλύβα συναντήσαμε έναν ανθρωπάκο με μπιχλιμπίδια κι ένα ξύλινο πόδι, τρελούτσικος φαινόταν, όλο γελούσε και χόρευε στην αυλή του γύρω από μια φωτιά και τραγουδούσε

Σήμερα φουρνίζω αύριο κούτσα κούτσα περπατώ
Μεθαύριο της βασίλισσας την κόρη αποκτώ
Κανείς δεν ξέρει από που κρατώ
κι ότι με λένε...με λένε Ξωτικό

Το μυλωνάκι πέταξε απ τη χαρά του μόλις έμαθε τόνομα του
Λοιπόν κυρά βασίλισσα το βρήκες... έμαθες, μήπως πως με λένε;
Μήπως σε λένε Χρήστο...μήπως σε λένε Γιάννη...μήπως σε λένε Νίκο...μήπως σε λένε Σταυρο κι άρχισε ναραδιάζει όλα τα ονόματα που ξερε το μυλωνάκι. Όχι ήταν η απάντηση σε όλα
Μήπως σε λένε Ξωτικό; τον ρώτησε τέλος τέλος η άμυαλη κορούδα
Ο διάβολος σου το πε αυτό. Ο διάβολος! Ο διάβολος! ούρλιαξε ο ανθρωπάκος κι απ το θυμό του χτύπησε το ξύλινο πόδι του τόσο βαθιά μεσα στο χώμα, που χώθηκε όλο μες στη γη! Έξαλλος καθώς ήταν απ την οργή του, τράβηξε με τα δυο του χέρια το αριστερό του πόδι με τέτοια δύναμη, που σκίστηκε στα δυο

Η Νόρα αντέγραψε, αδέρφια

2 σχόλια:

panagiota είπε...

Γεια σου βρε Ρουλιώ με τα ωραία σου παραμύθια!
Το έχω σένα L.P. με παιδικά παραμύθια της κόρης μου, σε αφήγηση της Ξένιας Καλογεροπούλου.Μόνο που εκεί τον λέει Τονομάσου(το όνομα σου)
Υπέροχο!!!
Σε φιλώ καλό'μ...

roula karamitrou είπε...

Φιλιά βρε Παναγιώτα μου:) που διαβάζουμε τα ίδια παραμύθια...φιλιά και καλήμέρα ΚΑΙ...ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ!